Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

   ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

(17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024)



ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

 (Ἰωάν. κα΄[21]  1 – 14)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:  2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.  3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.  4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς.  5 Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν.  6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει.  7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν, ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο.   8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας  τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.  9 Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους.  10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα.  11 Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ.  12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό.  13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι.  14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀ­δελ­φοί, εἰ­δό­τες ὅ­τι οὐ δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μὴ διὰ πί­στε­ως ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ­μεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾿Ι­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν ἐκ πί­στε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι οὐ δι­και­ω­θή­σε­ται ἐξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σάρξ. Εἰ δὲ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν καὶ αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἄ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; Μὴ γέ­νοι­το. Εἰ γὰρ ἃ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πί­στει ζῶ τῇ τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­γα­πή­σαν­τός με καὶ πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.   

    (Γαλ. β΄[2] 16-20)

 

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΖΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

«Ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός»

Δὲν εἶναι λόγια κενά τά ὅσα γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶχε νεκρωθεῖ πράγματι ὡς πρὸς τὸν Ἰουδαϊσμό καί ζοῦσε γιά τὸν Χριστὸ καί τήν Ἐκκλησία, ποὺ ὥς τότε καταδίωκε. Ἀφότου τόν φώτισε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, εἶχε παραδώσει σ’ Ἐκεῖνον τὰ ἠνία τῆς ζωῆς του καὶ πήγαινε καί φερόταν ὅπου καί ὅπως ἤθελε ὁ Χριστός. Διαπίστωνε ὁ ἴδιος τὴν ἀλλαγή στή ζωή του. Ἔβλεπε ὅτι δέ ζοῦσε ὅπως μέχρι τότε, ἀλλ' ἐντελῶς διαφορετικά. Αὐτὴ δὲ ἡ διαπίστωση καί βεβαιότητα τὸν ἔκαμνε νὰ ὁμολογεῖ ὅτι δέ ζοῦσε ὁ ἴδιος, ἀλλ’ ὅτι ζοῦσε μέσα του ὁ Χριστός. Ἡ ὁμολογία του αὐτὴ μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νά δοῦμε τί σημαίνει νὰ ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός καί πῶς εἶναι δυνατὸ νά γίνει τοῦτο πραγματικότης καί γιά μᾶς.  

1. Νὰ ζῆ μέσα μας ὁ Χριστὸς σημαίνει νά σκεφτόμαστε, νά θέλουμε καί νά συμπεριφερόμαστε ὅπως ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι δηλαδὴ κάτι ἀόριστο καὶ ἀφηρημένο. Οὔτε εἶναι μόνο ἐσωτερικὴ ἐμπειρία, ποὺ μένει κρυφὴ καὶ μυστικὴ καὶ γεμίζει τὴν ψυχὴ μὲ συναισθηματικὴ ἁπλῶς συγκίνηση. Εἶναι ζωή. Ζωὴ συγκεκριμένη μὲ δραστηριότητα καί ἔργα ἅγια. Ζωὴ ποὺ διαρκεῖ, ὅσο καί ἡ ζωή μας στόν κόσμο αὐτό καί ἐκτείνεται καί στήν ἀπέραντη αἰωνιότητα. Ζωὴ ποὺ τὴν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλες του τίς δυνάμεις· καὶ μὲ τὸ συναίσθημα δηλαδὴ καὶ μὲ τὸ λογικό καί μέ τή θέληση καί μέ κάθε του ἐνέργεια.

Ἕνα σημεῖο, πού φανερώνει ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός, εἶναι τὸ νὰ ἔχουμε ἀποκτήσει «νοῦν Χριστοῦ» (Α' Κορ. β'[2] 16). Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε δηλαδὴ τὸ κάθε τί στή ζωή μας, ὅπως θά τό ἀντιμετώπιζε ὁ Κύριος, ἄν βρισκόταν στή θέση μας. Ὅταν σκεφτόμαστε καὶ ἀποφασίζουμε γιά ὅλα τὰ θέματά μας, ἀπό τὰ ὑλικὰ ὥς τὰ πνευματικά, ὅπως θά σκεφτόταν καί θά ἀποφάσιζε Ἐκεῖνος. Ὅταν ἔχουμε ὡς κανόνα καὶ πυξίδα μας γιά κάθε ἀπόφασή μας τὸν Νόμο Του τὸν ἅγιο καὶ τὸ παράδειγμά Του τό παντέλειο. 

Ἄλλο δεῖγμα, ποὺ φανερώνει ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός, εἶναι τό ποῦ στρέφεται ἡ θέλησή μας. Ἄν θέλουμε πάντοτε τό ἀγαθό καί ἀποστρεφόμαστε τό πονηρό ἄν ἔχομε ζωηρό πόθο νά ἔλθει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» ἐπί τῆς γῆς (Ματθ. στ'[6] 10)· ἄν θέλουμε τή σωτηρία καί τῆς δικῆς μας ψυχῆς καὶ τῶν συνανθρώπων μας· ἄν ἐπιθυμοῦμε νά δοξάζεται τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί νά διαδίδεται ὁ λόγος Του ὁ ἅγιος καὶ νὰ μεγαλύνεται ἡ Ἐκκλησία, ὑπάρχουν οἱ ἐνδείξεις ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός.

Ἕνα τρίτο τέλος σημεῖο, πού φανερώνει ὅτι ζεῖ μέσα μας Ἐκεῖνος, εἶναι τὸ πῶς φερόμαστε στό περιβάλλον μας. Ἄν δείχνουμε ἀγάπη, ὅπως ὁ Χριστὸς καὶ εἴμαστε εὐεργετικοὶ πρὸς ὅλους· ἄν ἡ γλώσσα μας εἶναι καθαρή ἀπό ἁμαρτίες, ὅπως δὲν «εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι» Ἐκείνου (Α' Πέτρ. β'[2] 22)· ἄν θυσιάζουμε καὶ τὰ δικαιώματα μας χάρη τῶν ἄλλων, τότε ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ἡ βεβαίωση, πού δείχνει ὅτι εἶναι παρών μέσα μας ὁ Χριστός.

2. Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸ νά γίνει πραγματικότητα καί γιά μᾶς ἡ σπουδαιότατη αυτή ὁμολογία τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου; Εἶναι ἄραγε κάτι ἀπλησίαστο καὶ ἀκατόρθωτο; Ποιοί δὲ εἶναι ἐκεῖνοι πού μποροῦν καὶ τὸ ἐπιτυγχάνουν;

Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε εὔκολη. Δύσκολο ἄλλως τε εἶναι καὶ τὸ κατόρθωμα. Ἐξ ἄλλου οὔτε καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ πέτυχε μὲ μόνες τίς δικές του δυνάμεις. Ἄν μάλιστα σκεφτοῦμε τή δική του περίπτωση, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό νά ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστὸς εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγῶνα. Χρειάζεται ἄνωθεν βοήθεια καί πολύς ἀγῶνας ἀπό μέρους μας.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγινε αὐτὸς ποὺ ἔγινε καί ἔζησε αὐτὰ ποὺ ἔζησε, διότι ἀπό τή στιγμή ποὺ ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸν ἐπισκέφτηκε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο τῆς πίστης στόν Χριστό, ἀγωνιζόταν διαρκῶς μέρα καί νύκτα. Πάλευε  καί κτυποῦσε διαρκῶς τὸν παλαιὸ ἑαυτό του. «Ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καί δουλαγωγῶ», ἔγραφε σέ μιά του ἐπιστολὴ (Α' Κορ. θ'[9] 27). Δὲν ἄφηνε χαλαρὸ τὸν ἑαυτὸ του οὐδέποτε. Δὲν συμβιβαζόταν ποτὲ μὲ τὴν ἁμαρτία. Δέν ὑποχωροῦσε οὔτε γιά μιά στιγμή στά θελήματα τοῦ κατώτερου ἑαυτοῦ του. Φρονοῦσε διαρκῶς «τὰ ἄνω» καί ποτὲ «τὰ ἐπί τῆς γῆς» (Κολασ. γ'[3] 2).

Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι ἄν θέλουμε πράγματι νὰ ζήσει μέσα μας ὁ Χριστός, δὲν πρέπει νὰ μείνουμε μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Χρειάζεται νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε τή βοήθεια, πού μᾶς δίδεται γι’ αὐτό τό σκοπό ἀπό τή θεία Χάρη. Ἄν γίνει αὐτό, δὲν θὰ εἶναι κάτι ἀπλησίαστο γιά μᾶς αὐτό, ποὺ ἔζησε ὁ μέγας Ἀπόστολος.

Ὑπάρχει καί τώρα ὁ τρόπος, γιά νά τό ἐπιτύχουμε. Εἶναι ἡ ἐνσυνείδητη ἔνταξή μας καί συνεπὴς παραμονὴ μας στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τακτικὴ μετοχὴ μας στἀ ἱερά της μυστήρια καί μάλιστα ἡ θεάρεστη συμμετοχή στό μέγα Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ», μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος (Ἰωάν. στ'[6] 56). Μένει ὅμως ὁ Κύριος καὶ ζεῖ μέσα στίς ψυχές ὄχι ὅλων ὅσοι κοινωνοῦν, ἀλλά στίς ψυχές ἐκείνων πού ἀγωνίζονται νά Τὸν δεχθοῦν μέσα τους μέ καθαρή τήν καρδιά καὶ προσπαθοῦν νὰ διατηρήσουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καί μετά τή θεία Κοινωνία. Ἡ παραμονὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καί ἡ ἐκδήλωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ στή ζωὴν μας ἔρχεται σάν βραβεῖο τοῦ οὐρανοῦ γιά τήν καλή μας διάθεση καί γιά τόν σταθερό ἀγώνα μας ἐναντίον ὁποιασδήποτε ἁμαρτίας.

Δὲν εἶναι ὀνειροπολήματα, ἀγαπητοί, καί φαντασιώσεις ὅλα τά πιό πάνω. Τὰ ἒζησαν μαζί μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἔζησαν καί πέθαναν γιά τόν Κύριο. Τὰ ζοῦν ὅμως καί σήμερα πλήθη ἀνδρῶν καί γυναικῶν, νέων καὶ ἡλικιωμένων, πού ἔχουν δεχτεῖ μὲ σοβαρότητα τό αἰώνιο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καί ἔχουν ρυθμίσει τή ζωή τους μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ αἰσθάνονται εὐτυχισμένοι. Ἂς ἀντιμετωπίσουμε λοιπὸν καί ἐμεῖς μὲ τὴν πρέπουσα σοβαρότητα τὰ σωτήρια λόγια τοῦ Θεοῦ καί ἂς συμμορφωνόμαστε πρὸς αὐτά, ποὺ κρατεῖ καί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, καί τότε θά ἔχουμε μόνιμα «τὸν Χριστὸν κατοικοῦντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν»..

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν πα­ρα­βο­λὴν ταύτην.· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν ἡ χώ­ρα· καὶ δι­ε­λο­γί­ζε­το ἐν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τί ποι­ή­σω, ὅ­τι οὐκ ἔ­χω ποῦ συ­νά­ξω τοὺς καρ­πο­ύς μου; καὶ εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τὰς ἀ­πο­θή­κας καὶ με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, καὶ συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάντα τὰ γεν­νή­μα­τά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, καὶ ἐ­ρῶ τῇ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ κε­ί­με­να εἰς ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐ­φρα­ί­νου. εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Θε­ός· ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τῇ νυ­κτὶ τὴν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; οὕ­τως ὁ θη­σαυ­ρί­ζων ἑ­αυ­τῷ καὶ μὴ εἰς Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

                            (Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πε ὁ Κύ­ριος την πιο κά­τω πα­ρα­βο­λὴ: Κά­ποι­ου πλου­σί­ου ἀν­θρώ­που τὰ ἐ­κτε­τα­μέ­να του χω­ρά­φια ἀ­πέ­δω­σαν ἄ­φθο­νη σο­δειὰ καὶ με­γά­λη πα­ρα­γω­γή. Ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖ κι ὁ ἴ­διος γιὰ τὴν εὐ­φο­ρί­α αὐ­τή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέ­σα του, ἀ­γω­νι­οῦ­σε κι ἀ­να­στα­τω­νό­ταν λέ­γον­τας: Τί νὰ κά­νω, δι­ό­τι δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ μα­ζέ­ψω τοὺς καρ­ποὺς τῶν χω­ρα­φι­ῶν μου πού μοῦ πε­ρισ­σεύ­ουν; Θέ­λω νά γί­νουν ὅ­λοι δι­κοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­λαύ­σω μό­νος μου. Τε­λι­κά, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­γά­λη σκέ­ψη εἶ­πε: Αὐ­τὸ θὰ κά­νω: Θὰ γκρε­μί­σω τὶς ἀ­πο­θῆ­κες μου καὶ θὰ κτί­σω με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ εὐ­ρύ­χω­ρες. Καὶ θὰ μα­ζέ­ψω ἐ­κεῖ ὅ­λη τὴ σο­δειά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, καὶ σὰν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς γνώ­ρι­σα θὰ πῶ στὴν ψυ­χή μου. Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λά ἀ­γα­θά, πού εἶ­ναι ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να καὶ σοῦ φτά­νουν γιά πολ­λά χρό­νια. Μὴ σκο­τί­ζε­σαι πλέ­ον γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά ἀ­πό­λαυ­σε μιά ζω­ή ἀ­να­παυ­τι­κή· φά­ε, πι­ές, γέ­μι­σε χα­ρά. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὰ ἑ­τοί­μα­σε ὅ­λα, πρὶν ἀ­κό­μη προ­φθά­σει νὰ πεῖ στὴν ψυ­χὴ του τὰ ὅ­σα σχε­δί­α­ζε, τοῦ εἶ­πε ὁ Θε­ός εἴ­τε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του εἴ­τε στὸν ὕ­πνο του: Ἄ­μυα­λε καὶ ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε πού στή­ρι­ξες τήν εὐ­τυ­χί­α σου μό­νο στίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς καὶ νό­μι­σες ὅ­τι ἡ μα­κρο­ζω­ί­α σου ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν ἀ­πό τά πλού­τη σου καί ὄ­χι ἀ­πό μέ­να· τή νύ­χτα αὐ­τή, πού ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό ὀ­νει­ρευ­ό­σουν ὡς νύ­χτα εὐ­τυ­χί­ας καί νό­μι­ζες ὅ­τι θά ἄρ­χι­ζε ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἡ ἀ­να­παυ­τι­κή καί ἀ­πο­λαυ­στι­κή ζω­ή σου, οἱ φο­βε­ροί δαί­μο­νες ἀ­παι­τοῦν νά πά­ρουν τήν ψυ­χή σου. Σέ λί­γο θά πε­θά­νεις. Αὐ­τά λοι­πόν πού ἑ­τοί­μα­σες καί ἀ­πο­θή­κευ­σες σέ ποι­όν θά ἀ­νή­κουν καί σέ ποι­ούς κλη­ρο­νό­μους θά πε­ρι­έλ­θουν; Ἔ­τσι θά τήν πά­θει καί τέ­τοι­ο τέ­λος θά ἔ­χει ἐ­κεῖ­νος πού θη­σαυ­ρί­ζει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, γιά νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐ­γω­ι­στι­κά αὐ­τός καί μό­νο τά ἀ­γα­θά τῆς γῆς, καί δέν ἀ­πο­τα­μι­εύ­ει μέ τά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης στόν οὐ­ρα­νό θη­σαυ­ρούς πνευ­μα­τι­κούς. Μό­νο σ’ αὐ­τούς τούς θη­σαυ­ρούς εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται ὁ Θε­ός.

 

 

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

   ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

(10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024)


ΕΩΘΙΝΟΝ  Θ΄

Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τόν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν , Εἰρήνη ὑμῖν, καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δέ, εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν Ἰησοῦς, ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν, Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ, φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες, καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ΄ ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες, ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

( Ἰωάν. κ΄[20]  19 – 31)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 19 Καί ἡ μαρτυρία αὐτή τῆς Μαρίας ἐπιβεβαιώθηκε τήν ἴδια ἡμέρα. Διότι ὅταν βράδιασε τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν μαζεμένοι σ’ ἕνα σπίτι καί εἶχαν τίς θύρες κλειστές ἐπειδή φοβοῦνταν τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καί στάθηκε στή μέση καί τούς εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  20 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια του καί τήν πλευρά του, γιά νά δοῦν τά σημάδια τῶν πληγῶν καί νά πεισθοῦν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους πού σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό μέ τήν ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν οἱ μαθητές πού εἶδαν τόν Κύριο.  21 Ὅταν λοιπόν οἱ μαθητές ἠρέμησαν κάπως ἀπό τήν πρώτη σφοδρή συγκίνηση πού αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τούς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σέ σχέση μέ τή μελλοντική τους τώρα κλήση καί ἀποστολή: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς. Ὅπως μέ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νά συνεχίσετε τό ἴδιο ἔργο.  22 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, προκειμένου νά τούς μεταδώσει τήν πνοή τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς ἐμφύσησε στά πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καί τούς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.  23 Σ’ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες κι ἀπό τόν Θεό. Σ’ ὅποιους ὅμως τίς κρατᾶτε ἀσυγχώρητες, θά μείνουν γιά πάντα κρατημένες.  24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, πού ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους καί τόν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι Ἑβραῖοι μιλοῦσαν τήν ἑλληνική γλώσσα, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς.  25 Ὅταν λοιπόν τόν εἶδαν, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές: Εἴδαμε τόν Κύριο. Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε: Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου στά χέρια του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό δάχτυλό μου στό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του, ὥστε ὄχι μόνο μέ τά μάτια μου ἀλλά καί μέ τά δάχτυλά μου νά βεβαιωθῶ, δέν θά πιστέψω.  26 Πράγματι λοιπόν, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦταν πάλι μέσα στό σπίτι οἱ μαθητές, καί μαζί μ’ αὐτούς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστές οἱ θύρες, καί στάθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές καί εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  27 Ἔπειτα λέει στόν Θωμᾶ: Φέρε τό δάχτυλό σου ἐδῶ. Ψηλάφησε καί ἐξέτασε τά σημάδια τῶν πληγῶν μου, καί δές συγχρόνως μέ τά μάτια σου τά χέρια μου. Φέρε τό χέρι σου κάτω ἀπό τά ἐνδύματά μου καί βάλ’ το στήν πλευρά μου πού χτυπήθηκε ἀπό τή λόγχη. Καί μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κυριευθεῖ ἀπό τήν ἀπιστία, ὥστε νά γίνεις μόνιμα καί ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλά νά προοδεύεις καί νά στηρίζεσαι στήν πίστη, ὥστε νά γίνεις ἀμετακίνητος καί ἀδιάσειστος σ’ αὐτή.  28 Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Πιστεύω καί ὁμολογῶ ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου.  29 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Πίστεψες ἐπειδή μέ εἶδες. Μακάριοι καί πιό εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μέ ἔχουν δεῖ μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ. Καί θά πιστέψουν ἔτσι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στίς γενιές πού θά ἔλθουν.  30 Σύμφωνα λοιπόν μέ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτός ἀπό τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του, ὁ Ἰησοῦς μπροστά στά μάτια τῶν μαθητῶν του ἔκανε καί πολλά ἄλλα θαύματα πού ἀποδείκνυαν τή θεότητά του καί τά ὁποῖα δέν εἶναι γραμμένα στό βιβλίο αὐτό.  31 Αὐτά πού ἐκθέσαμε, γράφηκαν γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός πού προκηρύχθηκε ἀπό τούς προφῆτες, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας νά ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τή νέα, θεία καί αἰώνια ζωή, τήν ὁποία μεταδίδει ὁ ἴδιος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά του.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστιν κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾽Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

                                   (Γαλ. α΄[1] 11-19).

 

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

«Τ εαγγέλιον... οκ στι κατ νθρωπον»

Στό σημερινό Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στούς Χριστιανούς μιᾶς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Γαλατίας, καὶ τοὺς λέγει: Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα «οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον», δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Διότι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ἔτσι κι ἐγὼ δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸ παρέλαβα μὲ ἀποκάλυψη ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Θεό. 

Δὲν εἶναι ἀνθρώπινο δημιούργημα τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶναι θεόπνευστο, καί γι᾿ αὐτὸ ἐπιτελεῖ θαύματα συγκλονιστικά. 

1. Είναι θεόπνευστο

Αὐτὸ ποὺ συντελεῖ ὥστε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο νά ξεχωρίζει ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο βιβλίο εἶναι ἡ θεοπνευστία του. Τὸ εἶπε ὁ Ἀπόστολος: «Ούκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον»! Τὸ ἔγραψαν βέβαια ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸ ἔγραψαν μὲ θεία ἔμπνευση, μὲ τὸν ἄμεσο φωτισμὸ καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ἀκριβῶς τονίζει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο, ὅπου γράφει ὅτι «πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος» (Β ́ Τιμ. γ ́ [3]16), δηλαδὴ ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστη. 

Ἡ θεοπνευστία τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται λοφάνερη μέσα ἀπὸ πλῆθος ἀποδείξεων. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ συγγραφή του. Διαφορετικοί νθρωποι, γράμματοι μερικοί, σέ διαφορετικό τόπο και χρόνο, ἔγραψαν τά βιβλία πού περιέχονται στήν Καινή Διαθήκη, κι ὅμως ὅλα παρουσιάζουν θαυμαστὴ ἑνότητα καί καταπλήσσουν μὲ τὸ ὕψος τῆς θεολογίας τους. 

πειτα ἀξιοθαύμαστο εἶναι τὸ περιεχόμενο τοῦ Εὐαγγελίου. διδασκαλία του γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς, τὴν ταπείνωση, τή συγχωρητικότητα καὶ ἄλλες ἀρετὲς πρωτάκουστες καί γνωστες ἕως τότε, ἀναγεννᾶ πνευματικά τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. 

Χειροπιαστὴ ἀπόδειξη τῆς θεοπνευστίας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι καί ἡ ἐκπληκτική διάδοσή του σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Παρά τίς λυσσαλέες ἐπιθέσεις, που κατὰ καιροὺς δέχθηκε καί δέχεται, αἰῶνες τώρα βρίσκεται σταθερά στήν πρώτη θέση κυκλοφορίας τῶν βιβλίων, μὲ τόση μάλιστα διαφορά, ὥστε ἐπίσημες στατιστικὲς νὰ λένε ὅτι ὅλα μαζί τά βιβλία τοῦ κόσμου δὲν μποροῦν νὰ φθάσουν, οτε κν νά πλησιάσουν τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀντιτύπων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. 

2. πιτελεῖ θαύματα

Εἶναι θεόπνευστο λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο. Λόγος Θεοῦ! Αὐτό σημαίνει τι πίσω ἀπὸ τίς λέξεις καί τὰ γράμματα κρύβεται δύναμη θεϊκή, ἡ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ἐπιτελεῖ θαύματα! 

Πόσοι νθρωποι μετανόησαν χάρη σ᾿ ἕνα λόγο ποὺ ἄκουσαν διάβασαν στὸ Εὐαγγέλιο! Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ὅταν διάβασε ἕνα στίχο ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους πιστολή, συγκλονίστηκε, μετανόησε ριστικά κι ἄρχισε νὰ βαδίζει σταθερά τόν δρόμο τῆς ἁγιότητας. 

Ἀλλὰ καὶ πόσοι λλοι δέχθηκαν κάποιον λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ὡς φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἄνοιγε νέους δρόμους στή ζωή τους! νας σύγχρονος ἅγιος, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας, καθώς διάβαζε κάποτε τὸ Εὐαγγέλιο στάθηκε στὸν λόγο τοῦ Κυρίου «ό μὲν θερισμός πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ολίγοι». Σκέφθηκε: «Ώστε λοιπόν, Κύριε, σοῦ λείπουν ἐργάτες;»... Αὐτό ἔγινε ἀφορμὴ ὥστε ἀργότερα νά πάρει τὴν ἀπόφαση ν᾿ ἀφιερώσει τή ζωή του στην κκλησία! 

Ἀλλὰ μήπως κι ἐμεῖς δὲν ἔχουμε αἰσθανθε πολλὲς φορὲς τὸν διεισδυτικό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ἀγγίζει τὸ ἐσωτερικό τῆς καρδιᾶς μας; Συχνὰ ὁμολογοῦμε: «Γιά μένα τό λέει αὐτό». Εἶναι ζωντανὸς καί δραστικὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ κοφτερός περισσότερο ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι. Εἰσχωρεῖ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ναμοχλεύει και με τις απαραίτητες τομές πιφέρει τήν κάθαρση, τή θεραπεία, τὴν ἀνακαίνιση! 

Τό Εὐαγγέλιο, Καινή Διαθήκη, ποὺ ὅλοι ἔχουμε στό σπίτι μας, δέν γράφτηκε γιὰ νὰ προστεθεῖ ἕνα ἀκόμη βιβλίο στίς μυριάδες τῶν βιβλίων. Γράφτηκε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Γιὰ νὰ γνωρίσουμε ο άνθρωποι τί εἶναι ὁ Θεός, πόσο μεγάλος εἶναι ὁ πλοῦτος τῶν δωρεῶν του, ἡ ἀγάπη, τὸ ἔλεος, ἡ χάρις, ποιὰ εἶναι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἑτοίμασε για νὰ τὰ κληρονομήσουμε στην αιωνιότητα. Μακάρι όλοι μας νὰ ἀγαπήσουμε τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ τὸ μελετοῦμε καὶ νὰ τό ἐφαρμόζουμε. Νὰ τὸ ἔχουμε πάντοτε ὡς φῶς καὶ ὁδηγό μας στή ζωή μας!

          (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, Νο­μι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις; Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Ἀ­γα­πή­σεις Κύριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νο­ί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς ἑ­αυ­τόν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· Ὀρ­θῶς ἀ­πε­κρί­θης· τοῦ­το πο­ί­ει καὶ ζή­σῃ. Ὁ δὲ θέ­λων δι­και­οῦν ἑ­αυ­τὸν, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Καί τίς ἐ­στί μου πλη­σί­ον; Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πός τις κα­τέ­βαι­νεν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ εἰς ῾Ι­ε­ρι­χώ, καὶ λη­σταῖς πε­ρι­έ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκ­δύ­σαν­τες αὐ­τὸν, καὶ πλη­γὰς ἐ­πι­θέν­τες ἀ­πῆλ­θον, ἀ­φέν­τες ἡ­μι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. Κα­τὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱ­ε­ρε­ύς τις κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κε­ί­νῃ, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θεν. Ὁ­μο­ί­ως δὲ καὶ Λευ­ΐ­της, γε­νό­με­νος κα­τὰ τὸν τό­πον, ἐλ­θὼν καὶ ἰ­δὼν, ἀν­τι­πα­ρῆλ­θε. Σα­μα­ρε­ί­της δέ τις ὁ­δε­ύ­ων ἦλ­θε κατ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ προ­σελ­θὼν κα­τέ­δη­σε τὰ τρα­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ, ἐ­πι­χέ­ων ἔ­λαι­ον καὶ οἶ­νον, ἐ­πι­βι­βά­σας δὲ αὐ­τὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­διον κτῆ­νος, ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον, καὶ ἐ­πε­με­λή­θη αὐ­τοῦ· καὶ ἐ­πὶ τὴν αὔ­ριον ἐ­ξελ­θών, ἐκ­βα­λὼν δύ­ο δη­νά­ρια ἔ­δω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­με­λή­θη­τι αὐ­τοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­πα­νέρ­χε­σθαί με ἀ­πο­δώ­σω σοι. Τίς οὖν το­ύ­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃ­στάς;  Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ᾿ αὐ­τοῦ. Εἶ­πεν οὖν αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Πο­ρε­ύ­ου καὶ σὺ πο­ί­ει ὁ­μο­ί­ως.

                                              (Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό, ση­κώ­θη­κε κά­ποι­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος γιὰ νὰ δο­κι­μά­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν γνώ­ρι­ζε τὸ νό­μο, καί τοῦ εἶ­πε: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸ ἔρ­γο ἀ­ρε­τῆς ἢ ποι­ὰ θυ­σί­α πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νά κλη­ρο­νο­μή­σω τὴ μα­κά­ρια καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή; Καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Στὸν νό­μο τί ἔ­χει γρα­φεῖ; Ἐ­σὺ πού σπου­δά­ζεις καὶ ἐ­ρευ­νᾶς τὸν νό­μο, τί δι­α­βά­ζεις ἐ­κεῖ γιὰ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Καὶ πῶς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι; Ὁ νο­μι­κὸς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Στὸν νό­μο εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τὸ ἑ­ξῆς: Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό σου μὲ ὅ­λη σου τὴν καρ­διά, ὥ­στε σ' αὐ­τὸν νὰ εἶ­σαι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ πα­ρα­δο­μέ­νος, μὲ ὅ­λα τὰ βά­θη τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς σου· καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴν ψυ­χή, ὥ­στε αὐ­τὸν νὰ πο­θεῖς μὲ ὅ­λο τὸ συ­ναί­σθη­μά σου· καὶ μὲ ὅ­λη τὴ θέ­λη­ση καὶ τὴ δύ­να­μή σου, ὥ­στε κά­θετί πού θὰ κά­νεις νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ θέ­λη­μά Του. Καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴ δύ­να­μη καὶ μὲ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­κού­ρα­στη νὰ ἐρ­γά­ζεσαι γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τός Του. Νὰ τὸν ἀ­γα­πᾶς καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁ­λό­κλη­ρο, ὥ­στε αὐ­τὸν πάν­το­τε νὰ σκέ­φτε­σαι. Νὰ ἀ­γα­πᾶς ἐ­πί­σης καὶ τὸν πλη­σί­ον σου, τὸν συ­νάν­θρω­πό σου, ὅ­σο καὶ ὅ­πως ἀ­γα­πᾶς τὸν ἑ­αυ­τό σου. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Κύ­ριος: Σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σες. Νὰ κά­νεις πάν­το­τε αὐ­τὸ πού εἶ­πες, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σεις τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ ζή­σεις σ' αὐ­τή. Ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος ὅ­μως θέ­λον­τας νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του, ἐ­πει­δή, ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χθη­κε, ἔ­θε­σε στὸν Ἰ­η­σοῦ ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἦ­ταν γνω­στὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση, εἶ­πε στὸν Ἰ­η­σο­ῦ: Καὶ ποι­ὸν πρέ­πει νὰ θε­ω­ρῶ «πλη­σί­ον» μου σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;

Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ τὴν ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ πῆ­ρε τὸν λό­γο καὶ εἶ­πε: Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ κι ἔ­πε­σε σὲ ἐ­νέ­δρα λη­στῶν. Αὐ­τοὶ δὲν ἀρ­κέ­στη­καν μό­νο νὰ τοῦ πά­ρουν τὰ χρή­μα­τά του, ἀλ­λά καὶ τὸν ἔ­γδυ­σαν, τὸν τραυ­μά­τι­σαν, τὸν γέ­μι­σαν μὲ πλη­γὲς καὶ ἔ­φυ­γαν, ἀ­φοῦ τὸν ἄ­φη­σαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Κα­τὰ σύμ­πτω­ση τό­τε κα­τέ­βαι­νε στὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο κά­ποι­ος ἱ­ε­ρεύς, κι ἐ­νῶ τὸν εἶ­δε, τὸν προ­σπέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου χω­ρὶς νὰ τοῦ δώ­σει ση­μα­σί­α ἢ κά­ποι­α βο­ή­θεια. Τὸ ἴ­διο καὶ κά­ποι­ος Λευ­ΐ­της πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο, ἐ­νῶ πλη­σί­α­σε καὶ εἶ­δε τὸν πλη­γω­μέ­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ τὸν προ­σπέ­ρα­σε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου. Ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της ὅ­μως πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, ἦλ­θε στὸ μέ­ρος ὅ­που ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, καὶ ὅ­ταν τὸν εἶ­δε τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν πό­νε­σε. Τὸν πλη­σί­α­σε τό­τε καὶ τοῦ ἔ­δε­σε μὲ ἐ­πι­δέ­σμους τὰ τραύ­μα­τά του, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ ἔ­πλυ­νε καὶ τὰ ἄ­λει­ψε μὲ λά­δι καὶ μὲ κρα­σί. Κι ἔ­πει­τα τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸ ζῶ­ο του, τὸν πῆ­γε σὲ κά­ποι­ο παν­δο­χεῖ­ο καὶ τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, δι­α­κό­πτον­τας ἔ­τσι τὸ τα­ξί­δι του. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρω­ί, φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸ παν­δο­χεῖ­ο πού εἶ­χε δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει, ἔ­βγα­λε δύ­ο δη­νά­ρια, τὰ ἔ­δω­σε στὸν ξε­νο­δό­χο καὶ τοῦ εἶ­πε: Πε­ρι­ποι­ή­σου τον γιὰ νὰ γί­νει κα­λά. Καὶ ὅ,τι πα­ρα­πά­νω ξο­δέ­ψεις, ἐ­γώ κα­θώς θά ἐ­πι­στρέ­φω στὴν πα­τρί­δα μου καὶ θὰ ξα­να­πε­ρά­σω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, θὰ σοῦ τὰ πλη­ρώ­σω. Λοι­πόν, ρώ­τη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποι­ός ἀ­πό τους τρεῖς αὐ­τούς σοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­κα­νε τὸ κα­θῆ­κον ­του πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πο καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴν πρά­ξη «πλη­σί­ον» καὶ ἀ­δελ­φὸς ἐ­κεί­νου πού ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν λη­στῶν; Κι αὐ­τὸς εἶ­πε: «Πλη­σί­ον» του ἀ­πο­δεί­χθη­κε αὐ­τός πού τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν ἐ­λέ­η­σε. Τοῦ εἶ­πε λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πή­γαι­νε καὶ κά­νε κι ἐ­σύ τὸ ἴ­διο. Δεῖ­χνε δη­λα­δή συμ­πά­θεια σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο πού πά­σχει, χω­ρίς νὰ ἐ­ξε­τά­ζεις ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι συγ­γε­νής σου ἢ συμ­πα­τρι­ώ­της σου, καὶ χω­ρὶς νὰ λο­γα­ριά­ζεις τὶς θυ­σί­ες καὶ τούς κό­πους καὶ τὶς δα­πά­νες πού θὰ ὑ­πο­στεῖς γιὰ νὰ βο­η­θή­σεις καὶ νὰ συν­τρέ­ξεις αὐ­τὸν πού πά­σχει, ἔ­στω κι ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­χθρός σου. Ἔ­τσι κι ὁ Χρι­στός, πού οἱ ἐ­χθροί του τὸν ἔ­βρι­ζαν «Σα­μα­ρεί­τη», στὴν κα­τα­πλη­γω­μέ­νη καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ἀν­θρω­πό­τη­τα ἔ­γι­νε ὁ κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς Σα­μα­ρεί­της. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει ἀ­π' τὶς πλη­γές της, ὄ­χι μό­νο ὑ­πέ­στη κό­πους, ἀλ­λά ὑ­πο­βλή­θη­κε καὶ σὲ θά­να­το σταυ­ρι­κό.

 

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

   ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

(3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  14 Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  15 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς καὶ Πα­τὴρ τοῦ Κυ­ρί­ου ᾽Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ οἶ­δεν, ὁ ὢν εὐ­λο­γη­τὸς εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας, ὅ­τι οὐ ψε­ύ­δο­μαι. Ἐν Δα­μα­σκῷ ὁ ἐ­θνάρ­χης ῾Α­ρέ­τα τοῦ βα­σι­λέ­ως ἐ­φρο­ύ­ρει τὴν πό­λιν Δα­μα­σκη­νῶν πι­ά­σαι με θέλων, καὶ διὰ θυ­ρί­δος ἐν σαρ­γά­νῃ ἐ­χα­λά­σθην διὰ τοῦ τε­ί­χους καὶ ἐ­ξέ­φυ­γον τὰς χεῖ­ρας αὐ­τοῦ. Καυ­χᾶ­σθαι δὴ οὐ συμ­φέ­ρει μοι· ἐ­λε­ύ­σο­μαι δὲ εἰς ὀ­πτα­σί­ας καὶ ἀ­πο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου. Οἶ­δα ἄν­θρω­πον ἐν Χρι­στῷ πρὸ ἐ­τῶν δε­κα­τεσ­σά­ρων· εἴ­τε ἐν σώ­μα­τι οὐκ οἶ­δα, εἴ­τε ἐ­κτὸς τοῦ σώ­μα­τος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θε­ὸς οἶ­δεν· ἁρ­πα­γέν­τα τὸν τοι­οῦ­τον ἕ­ως τρί­του οὐ­ρα­νοῦ. Καὶ οἶ­δα τὸν τοι­οῦ­τον ἄν­θρω­πον· εἴ­τε ἐν σώ­μα­τι εἴ­τε χω­ρὶς τοῦ σώ­μα­τος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θε­ὸς οἶ­δεν· ὅ­τι ἡρ­πά­γη εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον καὶ ἤ­κου­σεν ἄρ­ρη­τα ῥή­μα­τα ἃ οὐκ ἐ­ξὸν ἀν­θρώ­πῳ λα­λῆ­σαι. Ὑ­πὲρ τοῦ τοι­ο­ύ­του καυ­χή­σο­μαι, ὑ­πὲρ δὲ ἐ­μαυ­τοῦ οὐ καυ­χή­σο­μαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀ­σθε­νε­ί­αις μου. Ἐ­ὰν γὰρ θε­λή­σω καυ­χή­σα­σθαι, οὐκ ἔ­σο­μαι ἄ­φρων· ἀ­λή­θειαν γὰρ ἐ­ρῶ· φε­ί­δο­μαι δέ, μή τις εἰς ἐ­μὲ λο­γί­ση­ται ὑ­πὲρ ὃ βλέ­πει με ἢ ἀ­κο­ύ­ει τι ἐξ ἐ­μοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

    (Β΄ Κορ. ια΄[11]31-33, ιβ΄[12] 1-9)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΑΙ

1. «ΠΡΟ ΕΤΩΝ ΔΕΚΑΤΕΣΣΑΡΩΝ»

Γι πτασίες κα ποκαλύψεις, πού το δειξε Θεός, μιλε σήμερα πόστολος Παλος. Μέ δυσκολία τίς φανερώνει, δν εχε καμμι τέτοια διάθεση, ναγκάζεται μως ν τ κάνει, διότι στήν Κόρινθο μερικοί ψευτοδιδάσκαλοι κλόνιζαν τν μπιστοσύνη τν πιστν στ διδασκαλία το  ̓Αποστόλου, λέγοντας πς δν ταν πόστολος ληθινς το Χριστο. Γι ν ποστομώσει ατος τος λεεινος πατενες, ναγκάζεται μέγας  ̓Απόστολος ν φανερώσει κάτι π τ πέροχα κα θαυμαστά, πο το εχε ποκαλύψει Θεός. 

να τέτοιο μεγάλο κα θαυμαστό γεγονς εναι ρπαγ το  ̓Αποστόλου στν Παράδεισο. Καθώς λοιπν τοιμάζεται ν τ διηγηθε, μς πληροφορεί πς ατ τ γεγονς συνέβει «πρ τν δεκατεσσάρων». Σ᾿ ατ τν κ πρώτης ψεως λεπτομέρεια θ μβαθύνουμε γιά λίγο στή συνέχεια. 

Τί ξιο μβαθύνσεως χει μια τέτοια σήμαντη πληροφορία; χει κα πολ μάλιστα. Τοτο: Τ τι τ γεγονς ατό, τς ρπαγς το ποστόλου στν Παράδεισο, ν συνέβει πρν π 14 χρόνια, ταπεινς το Κυρίου πόστολος δν τ εχε φανερώσει σ κανένα. Τ κρατοσε μυστικό! 14 χρόνια σιωπς, γι να τόσο συγκλονιστικ γεγονός! Μοιάζει πίστευτο! Θ μποροσε ατ τ θαμα νά τό χρησιμοποιε στ κηρύγματά του, γι ν ντυπωσιάζει τος κροατές του κα ν σκε πιρρο πάνω τους. Δν τ κάνει όμως. ναγκάζεται ν τ φανερώσει, μετ π 14 χρόνια, γι ν στηρίξει τς δύνατες ψυχές, πο κινδύνευαν ν χάσουν τν πίστη τους π τίς συκοφαντίες τν ψευτοδιδασκάλων.

Πόσο τιποτένιοι εμαστε μες, πο καμαρώνουμε καί κάνουμε τν σπουδαο γι νύπαρκτες ρετές, καί γιά μικρές κα σήμαντες σταλαγματιές χάριτος, πο Θες μς στν εσπλαγχνία του χαρίζει στις ψυχές μας, γι ν μς νά στηρίξει σ κάποιες δύσκολες στιγμές τς ζως μας! Τιποτένιοι κα περήφανοι! 

Ο ληθινο νθρωποι το Θεο μιμονται τν πόστολο Παλο, μοιάζουν τς Παναγίας μας: ζον μέσα στ σιωπή. Εναι ταπεινοί καὶ ἀφανες. Δέν κάνουν θόρυβο γύρω π τ νομά τους. 

Ο νθρωποι ατοί εναι μεγάλοι, διότι εναι ταπεινοί. Εναι ξιοζήλευτοι. Εναι ελογημένοι! 

2. «APPHTA PHMATA» 

Τί λοιπν ντίκρυσε γιος το Χριστο  ̓Απόστολος, ταν δηγήθηκε ξαφνικά στον Παράδεισο; 

Τ λέγει διος στή συνέχεια. Ακουσε, μς βεβαιώνει, «ρρητα ρήματα, οκ ξν νθρώπ λαλσαι». Λόγια δηλαδή, πο γλσσα νθρώπινη δν μπορε ν τ κφράσει, κα πο εναι τόσο ερ κα για, στε δν πιτρέπεται νθρωπος ν τ φανερώσει. 

Οσιαστικ μς λέγει δ  ̓Απόστολος τι: Ατ πο κουσα κα εδα, ταν Θες μ πγε στόν Παράδεισο, δν βρίσκω λόγια ν τ περιγράψω. Εναι τόσο πέροχα κα θαυμαστά, στε νθρώπινη γλσσα εναι δύνατο ν τ διατυπώσει. Ταυτόχρονα εναι τόσο ερ κα για, στε δν πιτρέπεται ν τ φανερώσω. Γιατί; Διότι φορον Ατν τν διο τν Θεό, φο Παράδεισος πρωτίστως ατ εναι, τόπος, που Θες ποκαλύπτει στά πλάσματά Του τν αυτό Του, τη Δόξα Του, τ Φς, τν ραιότητα κα τ πειρο μεγαλεο κα κάλλος Του.

«ρρητα ρήματα». Το βρέφος, ταν βρίσκεται μέσα στήν κοιλιά τς μητέρας του, εναι δύνατο νά φαντασθ τν μορφι κα τν ποικιλία το κόσμου μας. Ακόμη κι ν βρίσκαμε κάποιον τρόπο ν πικοινωνήσουμε μαζί του και ν το μιλήσουμε γι τν μορφι τς γς κα το ορανο, γι τν λιο, τ φεγγάρι, τ στέρια, τίς θάλασσες, τ βουνά, τ ποτάμια, τίς λίμνες, τ ζα, τ πουλιά, τ ψάρια, τά δένδρα κα τ φυτά, κα τόσα λλα, καί πάλι τίποτε πολύτως δν θ καταλάβαινε. 

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει κα μ μς. Βρισκόμαστε μέσα στ σπλάγχνα τς μητέρας μας, τς γίας μας κκλησίας. Κα δν γνωρίζουμε, κανες δν εναι δυνατν ν μς περιγράψει, οτε μες μπορομε ν κατανοήσουμε τν πειρη ραιότητα, τν σύλληπτη μορφιά, τ πέρκαλο κάλλος, τίς τέλειωτες κπλήξεις, πο μς περιμένουν στν Παράδεισο, ν ζήσουμε μ μετάνοια κα ξιωθομε ν βρεθομε σ᾿ ατόν. 

Κα μακάρι ν βρεθομε! κε, στ μόνιμη, τν ληθιν κα αώνια Πατρίδα μας. κε, στό Πατρικό Παλάτι, που Ουράνιος Βασιλιάς μς χει τοιμάσει να βασίλειο πέροχο καί μοναδικό «πρ καταβολς κόσμου». κε, πο θ μς ναδείξει συμβασιλες Του, κα θ βασιλεύει κενος αωνίως, «Θες ν μέσ θεν», τν γίων κα σεσωσμένων πιστν Του. κε, πο Ατός, ν Τριάδι Θεός, θ εναι «τά πάντα ν πσι» κα τ πλήρωμα λων τν πείρων πόθων μας. «Ελογητς ες τος αἰῶνας»!

  (Δι­α­σκευ­ ­πὸ πα­λαι­ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. Ἄν­θρω­πος τις ν πλο­ύ­σι­ος, κα ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δ τις ν ὀ­νό­μα­τι Λζαρος, ς ἐ­βέ­βλη­το πρς τν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος κα ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης το πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ κα ο κύ­νες ἐρχό­με­νοι ἀ­πέ­λει­χον τ ἕλ­κη αὐ­τοῦ. ἐ­γέ­νε­το δ ἀ­πο­θα­νεῖν τν πτω­χὸν κα ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τν ἀγ­γέ­λων ες τν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δ κα πλο­ύ­σι­ος κα ἐ­τά­φη. κα ν τ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ τόν Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν κα Λζαρον ν τος κόλ­ποις αὐ­τοῦ. κα αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με κα πέμ­ψον Λζαρον ἵ­να βά­ψῃ τ ἄ­κρον το δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος κα κα­τα­ψύ­ξῃ τν γλῶσ­σάν μου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ. εἶ­πε δ Ἀ­βρα­άμ· τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σ τ ἀ­γα­θά σου ν τ ζω­ῇ σου, κα Λζαρος ὁ­μο­ί­ως τ κα­κά· νν δ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σ δ ὀ­δυ­νᾶ­σαι· κα ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν κα ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως ο θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι ἔν­θεν πρς ὑ­μᾶς μ δύ­νων­ται, μη­δὲ ο ἐ­κεῖ­θεν πρς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν. εἶ­πε δ· ἐ­ρω­τῶ ον σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν ες τν οἶ­κον το πα­τρός μου· ἔ­χω γρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μ κα αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν ες τν τό­πον τοῦ­τον τς βα­σά­νου. λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α κα τος προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν. δ εἶ­πεν· οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλλ' ἐ­άν τις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ πρς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ· ε Μω­ϋ­σέ­ως κα τν προ­φη­τῶν οκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τις κ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.

                                               (Λουκ. ιστ΄ [16] 19 – 31)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολ: Ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος πλού­σιος ἄν­θρω­πος, ὁ ὁποῖος φο­ροῦ­σε βα­σι­λι­κὰ ἐν­δύ­μα­τα. Ἀ­π' ἔ­ξω φο­ροῦ­σε ἕ­να μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο καὶ πα­νά­κρι­βο ροῦ­χο, κι ἀ­πὸ μέ­σα φο­ροῦ­σε λευ­κὸ χι­τώ­να πο­λυ­τε­λῆ ἀ­πὸ λε­πτὸ αἰ­γυ­πτια­κὸ λι­νά­ρι. Καὶ δι­α­σκέ­δα­ζε σὲ πλού­σια συμ­πό­σια κά­θε μέ­ρα μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Ἦ­ταν ὅ­μως καὶ κά­ποι­ος φτω­χὸς πού λε­γό ταν Λά­ζα­ρος, ὁ ὁποῖος ἦ­ταν γε­μά­τος πλη­γὲς καὶ πα­ρα­πε­τα­μέ­νος κον­τὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ πλου­σί­ου. Καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα πού ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέ­ρη­ση του αὐ­τή, κα­θὼς ἦ­ταν καὶ σχε­δὸν γυ­μνός, ἔρ­χον­ταν καὶ οἱ σκύ­λοι καὶ ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ὅ­μως ὁ Λά­ζα­ρος δὲν ἔ­βγα­ζε ἀ­πὸ τὸ στό­μα του οὔτε τὴν πα­ρα­μι­κρὴ λέ­ξη πα­ρα­πό­νου ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πλου­σί­ου ἢ κά­ποι­ο γογ­γυ­σμὸ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ. Κά­πο­τε λοι­πὸν πέ­θα­νε ὁ φτω­χός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν με­τέ­φε­ραν στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἐκεῖ μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Πέ­θα­νε κά­πο­τε καὶ ὁ πλού­σιος, καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι τὸν ἔ­θα­ψαν μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νὰ ὅ­μως δὲν φά­νη­καν γι' αὐ­τὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τό­πο τοῦ Ἅ­δη, κα­θὼς βα­σα­νι­ζό­ταν, σή­κω­σε τὰ μά­τια του καὶ εἶ­δε ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο νὰ εἶ­ναι στὴν ἀγ­κα­λιά του. Αὐ­τὸς λοι­πὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶ­χε ὅ­λα καὶ δὲν πα­ρα­κα­λοῦ­σε κα­νέ­να νὰ τὸν βο­η­θή­σει, φώ­να­ξε τώ­ρα καὶ εἶ­πε· Πα­τέ­ρα μου Ἀ­βρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυ­πή­σου με καὶ στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο νὰ βρέ­ξει μὲ νε­ρὸ τὴν ἄ­κρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δρο­σί­σει τὴ γλώσ­σα μου, δι­ό­τι βα­σα­νί­ζο­μαι καὶ ὑ­πο­φέ­ρω μέ­σα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὅ­μως τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Παι­δί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀ­πό­λαυ­σες μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὰ ἀγαθά σου ὅ­ταν ζοῦ­σες στὴ γῆ. Ἐ­νῶ ὁ Λά­ζα­ρος ἀ­πό­λαυ­σε τὰ κα­κά τῆς δυ­στυ­χί­ας καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώ­ρα ὅ­μως ἐ­δῶ ὁ Λά­ζα­ρος πα­ρη­γο­ρεῖ­ται γι' αὐ­τὰ πού ὑ­πέ­φε­ρε τό­τε συ­νε­χῶς, ἐ­νῶ ἐσύ ὑ­πο­φέ­ρεις καὶ βασανί­ζε­σαι χω­ρὶς δι­α­κο­πή, ὅ­πως ἀ­δι­ά­κο­πη καὶ συνεχής ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χί­α σου πά­νω στὴ γῆ. Κι ἐκτός ἀπ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σά μας χά­σμα, ὥ­στε αὐ­τοὶ πού θέ­λουν νὰ δια­βοῦν ἀ­πὸ ἐ­δῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μπο­ροῦν, ἀλλά οὔ­τε κι ὅ­σοι εἶ­ναι ἀ­πὸ ἐκεῖ νὰ μπο­ροῦν νὰ πε­ρά­σουν ἀ­πέ­ναν­τι σέ μᾶς. Εἶ­πε πά­λι ὁ πλού­σιος: Ἀ­φοῦ κά­θε ἄν­θρω­πος πού ἔ­μει­νε ἀ­με­τα­νό­η­τος στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή του, με­τὰ τὸ θάνατό του δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἐλ­πί­δα, σὲ πα­ρα­κα­λῶ λοι­πόν, πά­τερ, στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο στὸ σπί­τι τοῦ πατέρα μου. Δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀ­δελ­φούς. Στεῖ­λε τον νὰ τοὺς βε­βαιώσει  ὡς αὐ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας γιὰ ὅ­σα συμ­βαί­νουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλ­θουν κι αὐ­τοὶ στὸν τό­πο αὐ­τὸ τῆς τι­μωρίας καί τῶν βα­σά­νων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἔ­χουν τὸν Μω­υ­σῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βε­βαι­ώ­νουν γι' αὐ­τά. Ἂς ἀκούσουν ἐ­κεί­νους. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοῦ εἶ­πε: Ὄ­χι, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, δὲν θὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες. Ἐ­ὰν ὅ­μως πά­ει σ' αὐ­τοὺς κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς, θὰ με­τα­νο­ή­σουν. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἐ­ὰν δὲν ἔ­χουν τὴν κα­λὴ δι­ά­θε­ση νὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀ­κό­μη κι ἂν ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ἀ­το­νή­σει ἡ πρώ­τη τους ἐν­τύ­πω­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, θὰ ἐ­πα­νέλ­θουν πά­λι στὴν προ­η­γού­μενή τους σκλη­ρό­τη­τα.