ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε
δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ
ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο.
λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν
σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν.
πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ
μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε;
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ
δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους
τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι.
Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ
γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον·
οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον
τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον
ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε
νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων
μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν,
Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον,
καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
(Ἰωάν. κα΄[21]
1 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ
λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: 2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς
ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας,
καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του. 3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ
ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν
ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ
ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς
στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν
ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦταν
λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε
κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν. 6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ
δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε
ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε
πιάσει. 7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε
ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος
λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά
του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν,
ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο. 8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ
πλοιάριο σέρνοντας τὸ
δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν
περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα. 9
Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ
πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿
αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ
θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους. 10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ
καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ
πιάσατε τώρα. 11 Ὅμως τὸ
δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν
δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα
τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ. 12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ
πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ
τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ
συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό. 13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ
ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν
ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι. 14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά
πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή
του ἀπό τούς νεκρούς.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν
ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται
ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν
καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο.
Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι.
Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι·
ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει
ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ
ἐμοῦ.
(Γαλ. β΄[2] 16-20)
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟ
ΤΙ
ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΖΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
«Ζῇ ἐν
ἐμοί Χριστός»
Δὲν εἶναι λόγια κενά τά ὅσα
γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶχε νεκρωθεῖ πράγματι ὡς πρὸς τὸν Ἰουδαϊσμό καί
ζοῦσε γιά τὸν Χριστὸ καί τήν Ἐκκλησία, ποὺ ὥς τότε καταδίωκε. Ἀφότου τόν φώτισε
τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, εἶχε παραδώσει σ’ Ἐκεῖνον τὰ ἠνία τῆς ζωῆς του καὶ πήγαινε
καί φερόταν ὅπου καί ὅπως ἤθελε ὁ Χριστός. Διαπίστωνε ὁ ἴδιος τὴν ἀλλαγή στή
ζωή του. Ἔβλεπε ὅτι δέ ζοῦσε ὅπως μέχρι τότε, ἀλλ' ἐντελῶς διαφορετικά. Αὐτὴ δὲ
ἡ διαπίστωση καί βεβαιότητα τὸν ἔκαμνε νὰ ὁμολογεῖ ὅτι δέ ζοῦσε ὁ ἴδιος, ἀλλ’
ὅτι ζοῦσε μέσα του ὁ Χριστός. Ἡ ὁμολογία του αὐτὴ μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νά
δοῦμε τί σημαίνει νὰ ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός καί πῶς εἶναι δυνατὸ νά γίνει τοῦτο
πραγματικότης καί γιά μᾶς.
1. Νὰ ζῆ μέσα μας ὁ Χριστὸς σημαίνει νά σκεφτόμαστε, νά θέλουμε καί νά
συμπεριφερόμαστε ὅπως ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι δηλαδὴ κάτι ἀόριστο καὶ
ἀφηρημένο. Οὔτε εἶναι μόνο ἐσωτερικὴ ἐμπειρία, ποὺ μένει κρυφὴ καὶ μυστικὴ καὶ
γεμίζει τὴν ψυχὴ μὲ συναισθηματικὴ ἁπλῶς συγκίνηση. Εἶναι ζωή. Ζωὴ συγκεκριμένη
μὲ δραστηριότητα καί ἔργα ἅγια. Ζωὴ ποὺ διαρκεῖ, ὅσο καί ἡ ζωή μας στόν κόσμο
αὐτό καί ἐκτείνεται καί στήν ἀπέραντη αἰωνιότητα. Ζωὴ ποὺ τὴν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ
ὅλες του τίς δυνάμεις· καὶ μὲ τὸ συναίσθημα δηλαδὴ καὶ μὲ τὸ λογικό καί μέ τή
θέληση καί μέ κάθε του ἐνέργεια.
Ἕνα σημεῖο, πού φανερώνει ὅτι ζεῖ μέσα
μας ὁ Χριστός, εἶναι τὸ νὰ ἔχουμε ἀποκτήσει «νοῦν
Χριστοῦ» (Α' Κορ. β'[2] 16). Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε δηλαδὴ τὸ κάθε τί στή ζωή
μας, ὅπως θά τό ἀντιμετώπιζε ὁ Κύριος, ἄν βρισκόταν στή θέση μας. Ὅταν
σκεφτόμαστε καὶ ἀποφασίζουμε γιά ὅλα τὰ θέματά μας, ἀπό τὰ ὑλικὰ ὥς τὰ
πνευματικά, ὅπως θά σκεφτόταν καί θά ἀποφάσιζε Ἐκεῖνος. Ὅταν ἔχουμε ὡς κανόνα
καὶ πυξίδα μας γιά κάθε ἀπόφασή μας τὸν Νόμο Του τὸν ἅγιο καὶ τὸ παράδειγμά Του
τό παντέλειο.
Ἄλλο δεῖγμα, ποὺ φανερώνει ὅτι ζεῖ μέσα
μας ὁ Χριστός, εἶναι τό ποῦ στρέφεται ἡ θέλησή μας. Ἄν θέλουμε πάντοτε τό ἀγαθό
καί ἀποστρεφόμαστε τό πονηρό ἄν ἔχομε ζωηρό πόθο νά ἔλθει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» ἐπί τῆς γῆς (Ματθ. στ'[6] 10)· ἄν θέλουμε τή
σωτηρία καί τῆς δικῆς μας ψυχῆς καὶ τῶν συνανθρώπων μας· ἄν ἐπιθυμοῦμε νά
δοξάζεται τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί νά διαδίδεται ὁ λόγος Του ὁ ἅγιος καὶ νὰ
μεγαλύνεται ἡ Ἐκκλησία, ὑπάρχουν οἱ ἐνδείξεις ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός.
Ἕνα τρίτο τέλος σημεῖο, πού φανερώνει
ὅτι ζεῖ μέσα μας Ἐκεῖνος, εἶναι τὸ πῶς φερόμαστε στό περιβάλλον μας. Ἄν
δείχνουμε ἀγάπη, ὅπως ὁ Χριστὸς καὶ εἴμαστε εὐεργετικοὶ πρὸς ὅλους· ἄν ἡ γλώσσα
μας εἶναι καθαρή ἀπό ἁμαρτίες, ὅπως δὲν «εὑρέθη
δόλος ἐν τῷ στόματι» Ἐκείνου (Α' Πέτρ. β'[2] 22)· ἄν θυσιάζουμε καὶ τὰ
δικαιώματα μας χάρη τῶν ἄλλων, τότε ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ἡ βεβαίωση, πού δείχνει
ὅτι εἶναι παρών μέσα μας ὁ Χριστός.
2. Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸ νά
γίνει πραγματικότητα καί γιά μᾶς ἡ σπουδαιότατη αυτή ὁμολογία τοῦ μεγάλου
Ἀποστόλου; Εἶναι ἄραγε κάτι ἀπλησίαστο
καὶ ἀκατόρθωτο; Ποιοί δὲ εἶναι
ἐκεῖνοι πού μποροῦν καὶ τὸ ἐπιτυγχάνουν;
Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι
ὁπωσδήποτε εὔκολη. Δύσκολο ἄλλως τε εἶναι καὶ τὸ κατόρθωμα. Ἐξ ἄλλου οὔτε καί ὁ
ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ πέτυχε μὲ μόνες τίς δικές του δυνάμεις. Ἄν μάλιστα
σκεφτοῦμε τή δική του περίπτωση, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό νά ζεῖ μέσα μας ὁ
Χριστὸς εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγῶνα.
Χρειάζεται ἄνωθεν βοήθεια καί πολύς ἀγῶνας ἀπό μέρους μας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγινε
αὐτὸς ποὺ ἔγινε καί ἔζησε αὐτὰ ποὺ ἔζησε, διότι ἀπό τή στιγμή ποὺ ἄνοιξαν οἱ
οὐρανοὶ καὶ τὸν ἐπισκέφτηκε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο τῆς
πίστης στόν Χριστό, ἀγωνιζόταν διαρκῶς μέρα καί νύκτα. Πάλευε καί κτυποῦσε διαρκῶς τὸν παλαιὸ ἑαυτό του. «Ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καί δουλαγωγῶ»,
ἔγραφε σέ μιά του ἐπιστολὴ (Α' Κορ. θ'[9] 27). Δὲν ἄφηνε χαλαρὸ τὸν ἑαυτὸ του
οὐδέποτε. Δὲν συμβιβαζόταν ποτὲ μὲ τὴν ἁμαρτία. Δέν ὑποχωροῦσε οὔτε γιά μιά
στιγμή στά θελήματα τοῦ κατώτερου ἑαυτοῦ του. Φρονοῦσε διαρκῶς «τὰ ἄνω» καί ποτὲ «τὰ ἐπί τῆς γῆς» (Κολασ. γ'[3] 2).
Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι ἄν
θέλουμε πράγματι νὰ ζήσει μέσα μας ὁ Χριστός, δὲν πρέπει νὰ μείνουμε μὲ τὰ
χέρια σταυρωμένα. Χρειάζεται νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε τή βοήθεια,
πού μᾶς δίδεται γι’ αὐτό τό σκοπό ἀπό τή θεία Χάρη. Ἄν γίνει αὐτό, δὲν θὰ εἶναι
κάτι ἀπλησίαστο γιά μᾶς αὐτό, ποὺ ἔζησε ὁ μέγας Ἀπόστολος.
Ὑπάρχει καί τώρα ὁ τρόπος,
γιά νά τό ἐπιτύχουμε. Εἶναι ἡ ἐνσυνείδητη ἔνταξή μας καί συνεπὴς παραμονὴ μας
στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τακτικὴ μετοχὴ μας στἀ ἱερά της μυστήρια καί μάλιστα
ἡ θεάρεστη συμμετοχή στό μέγα Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ
αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ», μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος (Ἰωάν. στ'[6] 56).
Μένει ὅμως ὁ Κύριος καὶ ζεῖ μέσα στίς ψυχές ὄχι ὅλων ὅσοι κοινωνοῦν, ἀλλά στίς
ψυχές ἐκείνων πού ἀγωνίζονται νά Τὸν δεχθοῦν μέσα τους μέ καθαρή τήν καρδιά καὶ
προσπαθοῦν νὰ διατηρήσουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καί μετά τή
θεία Κοινωνία. Ἡ παραμονὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καί ἡ ἐκδήλωση τῆς ζωῆς τοῦ
Χριστοῦ στή ζωὴν μας ἔρχεται σάν βραβεῖο τοῦ οὐρανοῦ γιά τήν καλή μας διάθεση
καί γιά τόν σταθερό ἀγώνα μας ἐναντίον ὁποιασδήποτε ἁμαρτίας.
Δὲν εἶναι ὀνειροπολήματα,
ἀγαπητοί, καί φαντασιώσεις ὅλα τά πιό πάνω. Τὰ ἒζησαν μαζί μὲ τὸν ἀπόστολο
Παῦλο καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἔζησαν καί πέθαναν γιά τόν
Κύριο. Τὰ ζοῦν ὅμως καί σήμερα πλήθη ἀνδρῶν καί γυναικῶν, νέων καὶ ἡλικιωμένων,
πού ἔχουν δεχτεῖ μὲ σοβαρότητα τό αἰώνιο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καί ἔχουν
ρυθμίσει τή ζωή τους μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ αἰσθάνονται εὐτυχισμένοι. Ἂς
ἀντιμετωπίσουμε λοιπὸν καί ἐμεῖς μὲ τὴν πρέπουσα σοβαρότητα τὰ σωτήρια λόγια
τοῦ Θεοῦ καί ἂς συμμορφωνόμαστε πρὸς αὐτά, ποὺ κρατεῖ καί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία
μας, καί τότε θά ἔχουμε μόνιμα «τὸν
Χριστὸν κατοικοῦντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν»..
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ
τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ
Κύριος τήν παραβολὴν ταύτην.· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν
ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ
συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας
καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ
μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε,
πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν
σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων
ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν,
ἀκουέτω.
(Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε
ὁ Κύριος την πιο κάτω παραβολὴ: Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου τὰ ἐκτεταμένα
του χωράφια ἀπέδωσαν ἄφθονη σοδειὰ καὶ μεγάλη παραγωγή. Ἀντὶ ὅμως
νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ εὐχαριστηθεῖ κι ὁ ἴδιος γιὰ τὴν εὐφορία
αὐτή, συλλογιζόταν μέσα του, ἀγωνιοῦσε κι ἀναστατωνόταν λέγοντας:
Τί νὰ κάνω, διότι δὲν ἔχω ποῦ νὰ μαζέψω τοὺς καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου
πού μοῦ περισσεύουν; Θέλω νά γίνουν ὅλοι δικοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀπολαύσω
μόνος μου. Τελικά, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη σκέψη εἶπε: Αὐτὸ θὰ κάνω: Θὰ
γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες καὶ πιὸ εὐρύχωρες.
Καὶ θὰ μαζέψω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ σὰν ἄνθρωπος
πού μόνο τίς ἀπολαύσεις τῆς κοιλιᾶς γνώρισα θὰ πῶ στὴν ψυχή μου. Ψυχή,
ἔχεις πολλά ἀγαθά, πού εἶναι ἀποθηκευμένα καὶ σοῦ φτάνουν γιά πολλά
χρόνια. Μὴ σκοτίζεσαι πλέον γιὰ τίποτε, ἀλλά ἀπόλαυσε μιά ζωή ἀναπαυτική·
φάε, πιές, γέμισε χαρά. Ἀφοῦ ὅμως τὰ ἑτοίμασε ὅλα, πρὶν ἀκόμη προφθάσει
νὰ πεῖ στὴν ψυχὴ του τὰ ὅσα σχεδίαζε, τοῦ εἶπε ὁ Θεός εἴτε μέσα ἀπὸ
τὴ συνείδησή του εἴτε στὸν ὕπνο του: Ἄμυαλε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε πού
στήριξες τήν εὐτυχία σου μόνο στίς ἀπολαύσεις τῆς κοιλιᾶς καὶ νόμισες
ὅτι ἡ μακροζωία σου ἐξαρτιόταν ἀπό τά πλούτη σου καί ὄχι ἀπό μένα·
τή νύχτα αὐτή, πού ἐδῶ καί πολύ καιρό ὀνειρευόσουν ὡς νύχτα εὐτυχίας
καί νόμιζες ὅτι θά ἄρχιζε ἀπό δῶ καί πέρα ἡ ἀναπαυτική καί ἀπολαυστική
ζωή σου, οἱ φοβεροί δαίμονες ἀπαιτοῦν νά πάρουν τήν ψυχή σου. Σέ λίγο
θά πεθάνεις. Αὐτά λοιπόν πού ἑτοίμασες καί ἀποθήκευσες σέ ποιόν θά
ἀνήκουν καί σέ ποιούς κληρονόμους θά περιέλθουν; Ἔτσι θά τήν πάθει
καί τέτοιο τέλος θά ἔχει ἐκεῖνος πού θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό του,
γιά νά ἀπολαμβάνει ἐγωιστικά αὐτός καί μόνο τά ἀγαθά τῆς γῆς, καί
δέν ἀποταμιεύει μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης στόν οὐρανό θησαυρούς πνευματικούς.
Μόνο σ’ αὐτούς τούς θησαυρούς εὐχαριστεῖται ὁ Θεός.