ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(4 ΜΑΪΟΥ 2025)
ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄
Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ
μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον
ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν
ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν,
εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη.
μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν
ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα
καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ
Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα
μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.
(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα
ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους
ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι
κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν
μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς
κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν
τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς
νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε.
Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7
λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ
τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ
Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα
μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες
ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ
Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια
τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας
τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ
ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό
μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη
γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐν ταῖς
ἡμέραις ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν
῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ
τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος
τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ
ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας,
οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ
διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον
παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως
καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα
καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον
τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ
σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.
(Πράξ. Ϛ΄[6] 1 – 7)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τὶς
ἡμέρες αὐτές, ἐνῶ αὐξανόταν ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν, οἱ Ἑβραῖοι Χριστιανοὶ
πού ἦταν ἀπὸ ξένα μέρη καὶ γι' αὐτὸ μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἄρχισαν
νὰ γογγύζουν ἐναντίον τῶν ντόπιων Ἑβραίων Χριστιανῶν, πού μιλοῦσαν
τὴν ἀραμαϊκὴ γλώσσα. Τὰ παράπονα αὐτὰ προέκυψαν, διότι οἱ χῆρες
τῶν ἑλληνόφωνων Ἰουδαίων Χριστιανῶν πού δὲν ἦταν ντόπιοι παραμελοῦνταν
στὴν καθημερινὴ περίθαλψη καὶ ὑπηρεσία τῆς διανομῆς τροφῶν καὶ
ἐλεημοσυνῶν. Μετὰ λοιπὸν ἀπ' αὐτὸ οἱ δώδεκα
ἀπόστολοι συγκάλεσαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν πού πίστευαν στό Χριστό καὶ
εἶπαν: Δὲν μᾶς φαίνεται σωστὸ νὰ ἀφήσουμε ἐμεῖς τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου
τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τραπέζια φαγητοῦ. Ἐξετάστε λοιπὸν προσεκτικά,
ἀδελφοί, καὶ ἐκλέξτε ἀπό σᾶς τοὺς ἴδιους ἑπτά ἄνδρες, πού νὰ ἔχουν καλή
μαρτυρία ἀπ' ὅλους καὶ νὰ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ σύνεση.
Αὐτοὺς θὰ ἐγκαταστήσουμε γιὰ νά διεξάγουν τὴν ἀναγκαία αὐτὴ διακονία.
Κι ἐμεῖς θὰ ἀφοσιωθοῦμε καὶ θὰ ἀφιερωθοῦμε ἀποκλειστικά στὴν προσευχὴ
καὶ στὴ διακονία τοῦ κηρύγματος. Ἡ πρόταση αὐτὴ τῶν ἀποστόλων φάνηκε
ἀρεστή σ’ ὅλο τὸ πλῆθος τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐξέλεξαν τὸν Στέφανο, ἄνδρα
γεμάτο ἀπὸ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ ἀπὸ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
καὶ τὸν Φίλιππο καί τὸν Πρόχορο καὶ τὸν Νικάνορα καὶ τὸν Τίμωνα καὶ τόν
Παρμενᾶ καὶ τὸν Νικόλαο ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος ἦταν κάποτε εἰδωλολάτρης
καὶ πρὶν πιστέψει στὸ Χριστό εἶχε προσέλθει στὸν Ἰουδαϊσμό. Αὐτοὺς
τοὺς ἑπτά παρουσίασαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων. Καί οἱ ἀπόστολοι, ἀφοῦ
προσευχήθηκαν, ἔβαλαν τά χέρια τους πάνω στὰ κεφάλια τῶν ἑπτά, γιὰ νά τοὺς
μεταδοθεῖ ἡ θεία χάρη ἡ ὁποία τοὺς ἦταν ἀναγκαία γιά τή διεξαγωγή τῆς διακονίας
τους. Ἔτσι τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ προόδευε καί διαδιδόταν. Καὶ
ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν στὰ Ἱεροσόλυμα αὐξανόταν πάρα πολύ, καὶ πλῆθος
πολὺ ἀπό τους ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων ἀποδέχονταν τὶς ἀλήθειες τὴ πίστεως
καὶ ὑποτάσσονταν σ' αὐτές.
Ο
ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων
βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν
αὐτόν.
καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων
ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν
ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος·
ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον
καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον
στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ' ὑπάγετε εἴπατε
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16]
1 – 8 )
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
ἀνοίγει τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς μας στά μεγάλα σωτηριώδη γεγονότα ποὺ ἄνοιξαν
τοὺς κρουνοὺς τῆς θείας ζωῆς καὶ ζωογόνησαν ὅλο τὸν κόσμο.
ΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
ἐκτυλίσσονται ἀρχικὰ τὸ ἑσπέρας ἐκείνης τῆς πρώτης Μεγάλης Παρασκευῆς. Τῆς
ἡμέρας πού ἀντίκρυσε κρεμασμένο ἐπί τοῦ Σταυροῦ τὸν Δημιουργό της καὶ
ντροπιασμένη ἔκρυψε τὸ προσωπό της καὶ σκέπασε τὸν ἥλιο «ἀπό ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης».
Ὅταν περὶ τὴν ἐνάτη ὥρα
(τρεῖς περίπου τὸ μεσημέρι) ὁ Κύριος τῶν πάντων «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα», ἕνας ἀπό τούς μυστικοὺς
μαθητάς Του, ὁ Ἰωσήφ, ἐπίσημο μέλος τοῦ ἀνωτάτου ἰουδαϊκοῦ Δικαστηρίου, τόλμησε
καὶ ζήτησε ἀπό τὸν Πιλᾶτο τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Διδασκάλου του, γιά νά τό
ἐνταφιάσει.
Ὁ Πιλᾶτος θέλησε νὰ
ἐξακριβώσει τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου καί, ὅταν ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος
τοῦ τό βεβαίωσε, χάρισε τό σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσὴφ τότε ἐνήργησε ἐσπευσμένα.
Ἔτρεξε νὰ ἀγοράσει τὸ ἀπαραίτητο σινδόνι καί μέ τή βοήθεια τοῦ ἄλλου κρυφοῦ μαθητοῦ
τοῦ Κυρίου, τοῦ Νικόδημου, περιτύλιξε σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τό
ἐνταφίασε σέ κοντινό ἐκεῖ μνημεῖο, σκαλισμένο σὲ βράχο. Ἦταν μία βεβιασμένη
ταφή, διότι αὐτὴ ἔπρεπε νά τελειώσει πρὶν ἀπό τή δύση τοῦ ἡλίου, ὁπότε ἄρχιζε ἡ
ἀργία τοῦ Σαββάτου. Καὶ τακτοποιήθηκαν ὅλα καλά, ἐνῶ μέ πολύ ἐνδιαφέρον
παρακολουθοῦσαν προσεκτικὰ τὴν ὅλη διαδικασία οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία
ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΑΝ
ἔτσι αὐτὸ ποὺ ἤθελαν. Ἤθελαν νὰ δοῦν ποῦ ἔγινε ἡ ταφή, διότι ὁ βεβιασμένος
τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ πραγματοποιήθηκε δὲν ἱκανοποίησε τὶς ἀφοσιωμένες
μαθήτριες τοῦ Κυρίου. Αὐτὲς εἶχαν συλλάβει ἤδη τὸ σχὲδιό τους. Καί ἔτσι, ἀφοῦ
πέρασε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, τήν ἑπόμενη μέρα, πρωί –πρωί, κατευθύνονται πρὸς
τὸ μνημεῖο κρατώντας πολύτιμα ἀρώματα, γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ αὐτὰ τὸ σῶμα τοῦ
Κυρίου. Προχωροῦν μὲ μιά ἀπρόσμενη τόλμη, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν κίνδυνο νὰ
συλληφθοῦν καὶ ἔχοντας μόνον μιά ἀγωνία στὶς ψυχές τους, τὴν ἀγωνία γιὰ τὸ πῶς
θὰ καταστεῖ δυνατὸ νὰ ἀποκυλιστεῖ ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ βραχώδους μνημείου ἡ
μεγάλη καὶ βαρειὰ πέτρα, τὴν ὁποία τοποθέτησε ἐκεῖ ὁ Ἰωσήφ. «Τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας
τοῦ μνημείου;», ἔλεγαν.
Ἀλλὰ οἱ φόβοι τους ὑπῆρξαν ἄδικοι. Τὸ μνημεῖο τοὺς
ἐπεφύλασσε μιά ἔκπληξη, ποὺ οὔτε νὰ τὴν φαντασθοῦν τοὺς ἦταν ποτὲ δυνατό.
Κυττάζουν καὶ δὲν πιστεύουν στὰ μάτια τους. Ἡ μεγάλη πέτρα ἀποκυλισμένη, τὸ
μνημεῖο κενό καί ἕνας λευκοντυμένος ἄγγελος νὰ τοὺς μεταδίδει τὸ
συγκλονιστικότατο μήνυμα: «Μὴ
ἐκθαμβεῖσθε»! Μὴ γεμίζετε μὲ ἀπορία καί φόβο. Τόν Ἰησοῦ ζητεῖτε; Δὲν θὰ Τὸν
βρεῖτε πιά ἐδῶ. «Ἠγέρθη»! Ἀνεστήθη!
Ἰδοὺ ὁ τόπος, στὸν ὁποῖο Τὸν εῖχαν τοποθετήσει. Λοιπόν, τρέξτε νὰ μεταφέρετε
αὐτὸ τὸ μήνυμα στοὺς μαθητές Του καὶ μάλιστα στὸν ἀπογοητευμένο ἐξ αἰτίας τῆς
πτώσεώς του Πέτρο. Καὶ πέστε τους ὅτι θά πάει πρὶν ἀπ' αὐτοὺς καί θὰ τοὺς
περιμένει στὴ Γαλιλαία. Ἐκεῖ θά Τόν δοῦν, καθὼς ἤδη τοὺς εἶχε προείπει.
ΟΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ
βάζουν φτερὰ στὰ πόδια τους. Τρέχουν νὰ μεταφέρουν στοὺς μαθητές τὸ ἀπίστευτα
χαρμόσυνο ἄγγελμα. Τρέχουν, καί οἱ ψυχὲς τους εἶναι κυριευμένες ἀπό αἰσθήματα
ἀντιφατικά. Τί αἰσθήματα! «Τρόμος καὶ ἔκστασις».
«Τρόμος», διότι συνειδητοποιοῦν τὸ ἀσύλληπτα μεγάλο γεγονός: Ὁ θάνατος πλέον
νικήθηκε· ὁ Κύριος ἀνέστη αὐτεξουσίως, αὐτοδύναμα· κάτι καινούργιο ἀρχίζει γιὰ
ὅλο τὸ σύμπαν! Ἀλλὰ καὶ «ἔκστασις»! Ἕνας
ἀπέραντος θαυμασμός, μία ἀπροσμέτρητη χαρὰ κυριεύει τὶς ψυχές τους. Τρέχουν
στοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ σιωποῦν. Σιωποῦν. Αὐτὸ ποὺ μεταφέρουν
φοβοῦνται νὰ τὸ ποῦν στοὺς ὁποιουσδήποτε ἀνθρώπους στὸν δρόμο.
Ο ΠΑΡΑΔΟΞΟΣ ΦΟΒΟΣ
Οἱ ἀτρόμητες Μυροφόρες γυναῖκες φοβοῦνται νὰ μιλήσουν; Αὐτὲς ποὺ δὲν
φοβήθηκαν τὴν κακία τῶν Ἑβραίων, ὅταν νόμιζαν τὸν Κύριο νεκρό, φοβοῦνται τώρα
ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει ἀναστηθεῖ παντοδύναμος;
Φοβοῦνται. Ὅμως ὄχι μὲ τὸν
φόβο ποὺ παραλύει τὴν ψυχή. Ἀλλὰ μὲ ἕνα ἄλλο φόβο, πρωτόγνωρο, διαφορετικό.
Φόβο ἀπό τὴν ἐκπληκτική ὀπτασία πού ἀντίκρυσαν καὶ ἀπό τὸ μήνυμα ποὺ ἔλαβαν.
Φόβο μήπως αὐτή ἡ μοναδική εἴδηση ποὺ μεταφέρουν πέσει σὲ ψυχὲς ποὺ θὰ τὴν
περιφρονήσουν. Φοβοῦνται. Θέλουν νὰ διαφυλάξουν τὴν ἱερότητα τοῦ μηνύματος, νὰ
τὸ προσφέρουν ἐκεῖ ποὺ πρέπει, μὲ ὅλον τὸ συγκλονισμὸ καὶ τὴ δύναμη ποὺ
περιέχει.
Φόβος. Λείπει συχνὰ σήμερα
αὐτὸς ὁ ἅγιος φόβος ἀπό τὶς ψυχές μας, ὅταν μεταφέρουμε τὸ μήνυμα τῆς πίστεως
στὸν κόσμο μας. Ἔτσι τὸ μήνυμα ἀποδυναμώνεται, ἡ ἐκρηκτική του δύναμη
ἐκτονώνεται. Οὔτε ἐμᾶς μεταβάλλει, οὔτε τὸν κόσμο συγκινεῖ καὶ ἐπηρεάζει. Χρειάζεται
νὰ ὑπάρξει φόβος μέσα μας ἀπό τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς πίστεώς μας. Τότε, ὅταν
βροῦμε κατάλληλες καὶ δεκτικὲς ψυχές, θὰ τὸ προσφέρουμε μὲ φλόγα καὶ δύναμη
θαυματουργική!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)