Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

      ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ

(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς. καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποί; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν·΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλά γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτόν λέγοντες· Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

(Λουκ. κδ΄[24]  12 – 35)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.  13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς.  14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ, καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές.  15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους.  16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν.  17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε, καί εἶστε σκυθρωποί;  18 Τότε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ᾿ τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές;  19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ.  20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν σταύρωσαν;  21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή του κι ἀπ᾿ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας.  22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε, αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί στό μνημεῖο  23 καί δέν βρῆκαν ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ.  24 Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ δέν τόν εἶδαν.  25 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ᾿ ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες!  26 Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ᾿ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή του.  27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ, κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ᾿ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό του.  28 Κάποτε πλησίασαν στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν νά τόν κρατήσουν.  29 Ἀλλά αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους.  30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδινε.  31 Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά τους.  32 Εἶπαν τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως;  33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους,  34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο.  35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

Τέκνον Τίτε, πι­στὸς ὁ λό­γος· καὶ πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι οἱ πε­πι­στευ­κό­τες τῷ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τὰ κα­λὰ καὶ ὠ­φέ­λι­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δὲ ζη­τή­σεις καὶ γε­νε­α­λο­γί­ας καὶ ἔ­ρεις καὶ μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γὰρ ἀ­νω­φε­λεῖς καὶ μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν καὶ δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος καὶ ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρός σε ἢ Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρός με εἰς Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γὰρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τὸν νο­μι­κὸν καὶ Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. μαν­θα­νέ­τω­σαν δὲ καὶ οἱ ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι εἰς τὰς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μὴ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε οἱ με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τοὺς φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. Ἡ χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· ἀ­μήν.

                                                 (Τἰτ. γ΄[3] 8 – 15)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. ΜΝΗΜΗ ΣΥΝΟΔΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ!

Στὴν ἱερή μνήμη τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων, ποὺ συνεκρότησαν τὴν Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινὴ Κυριακή. Αἰῶνες τώρα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὶς μεγάλες αὐτὲς μορφές, ὅπως τιμᾶ καί τοὺς Πατέρες ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μὲ εὐγνωμοσύνη συμμετέχουμε καὶ ἐμεῖς κάθε χρόνο στὸν ἑορτασμό αὐτό, καὶ μὲ ρίγη ἱερῆς συγκίνησης ψάλλουμε τοὺς ὑπέροχους ὕμνους πρὸς τιμήν τους.

Πρὸς τιμὴν τους διαβάζεται καί τὸ Ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα ἀπό τὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν μαθητὴ του Τίτο, μέσα στοὺς στίχους τοῦ ὁποίου ὑπογραμμίζονται μεγάλες ἀλήθειες, ἀλήθειες για τὶς ὁποῖες οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίστηκαν ἡρωικά, ὡρισμένοι μάλιστα ἔχυσαν καὶ τὸ αἷμα τους γι' αὐτές.

Ἂς ἐμπνευστοῦμε ἀπό τὸ παράδειγμά τους καί, ἐμβαθύνοντας στὸ ἱερὸ κείμενο, ἂς ὑποσχεθοῦμε νὰ μείνουμε πιστοὶ στὴν ἱερή παρακαταθήκη, ποὺ ἐκεῖνοι διαφύλαξαν καὶ τὴν ἐμπιστεύθηκαν σὲ μᾶς τοὺς ἀπογόνους τους.

2. Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ

«Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», γράφει στὸν Τίτο ὁ Ἀπόστολος. Δηλαδή, αὐτὰ πού σοῦ γράφω (για τὴν σωτηρία μας, τὴν ἀναγέννησή μας καὶ τὴν κληρονομιὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς) εἶναι λόγος ἄξιος κάθε ἐμπιστοσύνης, καί γι' αὐτά θέλω νά κηρύττεις μὲ αὐθεντία καὶ βεβαιότητα στοὺς πιστούς.

Αὐτὸ τὸ «διαβεβαιοῦσθαι» εἶναι λόγος πολὺ σημαντικός. Σημαίνει τὴν αὐθεντία, τὸ κύρος καί τὴ σιγουριά, ποὺ ὀφείλουν νὰ ἔχουν οἱ κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας στὸ κήρυγμά τους. Κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι καὶ μάλιστα ἡ Συνοδος τῶν Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία μὲ τὴν πνοὴ καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατευθύνει τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴ θάλασσα τοῦ κόσμου.

Αὐτὸ τὸ κύρος, τὴν αὐθεντία καὶ τὴν βεβαιότητα στὸν ὕψιστο βαθμὸ διέθεταν καὶ οἱ 350 Πατέρες τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνέτριψαν τὴν βλάσφημη αἵρεση τῶν Εἰκονομάχων τὸ 787, καὶ διατύπωσαν ἀλάθητα τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὴν ἴδια αὐθεντία ἔχουν βέβαια ὅλες – καί οἱ ἑπτά – Οἰκουμενικές Σύνοδοι, πού σάν ἀκλόνητες πνευματικὲς κολῶνες στηρίζουν γερὰ καὶ ἀσάλευτα τὸν Οἶκο τοῦ Κυρίου, τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Εἶναι «πύργοι ἀκαθαίρετοι», ποὺ τὴν προστατεύουν ἀπό τὶς σατανοκίνητες φάλαγγες τῶν αἱρετικῶν.

Αὐτά, ἀσφαλῶς, οἱ πιστοὶ τὰ γνωρίζουμε πολὺ καλά, καὶ καμμιὰ ἀμφιβολία δὲν ἔχουμε ὅτι οἱ ἑπτά ἅγιες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὴν ὕψιστη αὐθεντικὴ διαβεβαίωση γιὰ τὴν πίστη μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νὰ τὰ ὑπενθυμίζουμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, νὰ τὰ λέμε δὲ καὶ πρὸς κάθε κατεύθυνση, γιατί τὸν τελευταῖο καιρὸ ὡρισμένοι ἐπιζητοῦν νὰ μειώσουν τὸ κύρος τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, προκειμένου νά μή δυσαρεστήσουν κάποιους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δὲν τὶς δέχονται ὅλες.

Οἱ κατ' ὄνομα αὐτοὶ Ὀρθόδοξοι – ξένοι κυρίως – ἐπηρεασμένοι βαθύτατα ἀπό τούς αἱρετικοὺς Προτεστάντες, δὲν διστάζουν νὰ ἀποκαλοῦν τὶς ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἁπλῶς «αὐτοκρατορικές», μὲ προφανὴ διάθεση νὰ πλήξουν τὸ θεῖο κύρος τους, ὑποβαθμίζοντάς τες ἀπό αὐθεντικὰ ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ἀνθρώπινα ἔργα τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων.

Ὅμως, ἀλήθεια, πιστεύουν πώς εἶναι δυνατὸν οἱ Ὀρθοδοξοι νὰ δεχτοῦμε ποτὲ ὑποτίμηση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Αὐτὸ θὰ ἦταν ἀληθινὴ παραφροσύνη! Ἐμεῖς πιστεύουμε ὁλόψυχα πώς οἱ ἅγιες ἑπτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀλάθητες, αἰώνιες, ἀσάλευτες, ὄργανα ἐκλεκτὰ καὶ μοναδικὰ τῆς πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Τὸ πιστεύουμε καὶ θὰ τὸ διακηρύττουμε πάντοτε καὶ πρὸς κάθε κατεύθυνση!

3. ΟΙ «ΦΙΛΟΥΝΤΕΣ ΕΝ ΠΙΣΤΕΙ»

«Ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει». Χαιρέτησε ὅσους μᾶς ἀγαποῦν ἕνεκα τῆς κοινῆς πίστεως πού ἔχουμε.

Κλείνοντας τὴν ἐπιστολὴ του ὁ Ἀπόστολος ὑπογραμμίζει τὴ σημασία τῆς πίστης στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τί λέγει; λέγει ὅτι προϋπόθεση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν πιστῶν εἶναι ἡ κοινή πίστη. Δὲν λέγει «ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς», ἀλλά «τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει». Τὸ ἴδιο ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες.

Αὐτὸ ἑπομένως, ποὺ ὑποστηρίχτηκε τελευταῖα γιὰ τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικοὺς Μονοφυσίτες, ὅτι: ἐφόσον ἐκεῖνοι μᾶς ἀγαποῦν – ἔτσι λένε – καὶ θέλουν νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας, ἂς ἑνωθοῦμε καὶ ὁ χρόνος θὰ ἑξαφανίσει τὶς διαφορές, αὐτὸ – ἐπαναλαμβάνουμε – εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ τελείως ξένο πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Δὲν ἔχουμε περισσότερη ἀγάπη ἐμεῖς ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα – «ἐπιστενάξαντες καὶ ἐπιδακρύσαντες ἐπί τῇ παντελεῖ ἀπωλείᾳ» αὐτῶν, καθὼς ἔγραφαν στὶς ἀποφάσεις τους – ἀναθεμάτιζαν τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικούς, καὶ τοὺς ἔβγαζαν ἔξω ἀπό τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἡ ἁγία  Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.

Καὶ κάτι ἀκόμη, ποὺ ἀφορᾶ ὅλους μας στὴν καθημερινὴ μας ζωή. Νὰ ἀγαποῦμε καί ἐμεῖς ἰδιαιτέρως «τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει». Κριτήριο, γιὰ νὰ ἀναπτύξουμε θερμὲς σχέσεις μὲ κάποιους, νὰ μὴν εἶναι ἡ συγγένεια, ἢ τὸ συμφέρον, ἢ ὁποιαδήποτε συμπάθεια, ἀλλά τί; Ἡ κοινὴ πίστη. Αὐτὸ πάλι σημαίνει πώς ἀδελφικὲς σχέσεις μὲ ἀμετανόητους καὶ πείσμονες αἱρετικοὺς καὶ ἀντίχριστους δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε. Ὄχι βέβαια νὰ τοὺς ἐχθρευόμαστε καί νά τοὺς ἀντιπαθοῦμε. Κάθε ἄλλο! Θά πρέπει ἀντίθετα, νὰ πονᾶμε καὶ νὰ προσευχόμαστε γι' αὐτούς, ὥστε νά ξεφύγουν ἀπό τὴ σατανικὴ πλάνη, νὰ ἐπιστρέψουν κοντὰ στὸν Θεό καὶ νὰ σωθοῦν. Ἀδελφικὲς σχέσεις ὅμως μαζί τους, ἐφόσον παραμένουν στὴν πλάνη, δὲν θὰ ἔχουμε. Ἀδελφικὲς σχέσεις θὰ ἀναπτύσσουμε μὲ ὅσους μᾶς ἀγαποῦν «ἐν πίστει», μὲ τοὺς πιστοὺς δηλαδή, ποὺ ἐκκλησιάζονται καὶ ζοῦν μὲ φόβο Θεοῦ. Ἂς ἔχουν κάποιες ἀδυναμίες – τέλειος εἶναι μόνο ὁ Θεός – νὰ μή στεκόμαστε σ’ αὐτές.

Νὰ τοὺς ἀγαποῦμε καὶ μαζί τους νὰ πορευόμαστε τὸν δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινή μας Πατρίδα, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην. ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπε­ί­ρων τοῦ σπεῖ­ραι τὸν σπό­ρον αὐ­τοῦ. καὶ ἐν τῷ σπε­ί­ρειν αὐ­τὸν ὃ μὲν ἔ­πε­σε πα­ρὰ τὴν ὁ­δόν, καὶ κα­τε­πα­τή­θη, καὶ τὰ πε­τει­νὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τέ­φα­γεν αὐ­τό· καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν, καὶ φυ­ὲν ἐ­ξη­ράν­θη δι­ὰ τὸ μὴ ἔ­χειν ἰ­κμά­δα· καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐν μέ­σῳ τῶν ἀ­καν­θῶν, καὶ συμ­φυ­εῖ­σαι αἱ ἄ­καν­θαι ἀ­πέ­πνι­ξαν αὐ­τό. καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀ­γα­θήν, καὶ φυ­ὲν ἐ­πο­ί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· Ὁ ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν ἀ­κου­έ­τω. Ἐ­πη­ρώ­των δὲ αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Τίς εἴ­η ἡ πα­ρα­βο­λή αὕ­τη; ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὑ­μῖν δέ­δο­ται γνῶ­ναι τὰ μυ­στή­ρι­α τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ, τοῖς δὲ λοι­ποῖς ἐν πα­ρα­βο­λαῖς, ἵ­να βλέ­πον­τες μὴ βλέ­πω­σι καὶ ἀ­κο­ύ­ον­τες μὴ συ­νι­ῶ­σιν. Ἔ­στι δὲ αὕ­τη ἡ πα­ρα­βο­λή· ὁ σπό­ρος ἐ­στὶν ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ· οἱ δὲ πα­ρὰ τὴν ὁ­δόν εἰ­σιν οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες, εἶ­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ αἴ­ρει τὸν λό­γον ἀ­πὸ τῆς καρ­δί­ας αὐ­τῶν, ἵ­να μὴ πι­στε­ύ­σαν­τες σω­θῶ­σιν. οἱ δὲ ἐ­πὶ τῆς πέ­τρας οἳ ὅ­ταν ἀ­κο­ύ­σω­σι, με­τὰ χα­ρᾶς δέ­χον­ται τὸν λό­γον, καὶ οὗ­τοι ῥί­ζαν οὐκ ἔ­χου­σιν, οἳ πρὸς και­ρὸν πι­στε­ύ­ου­σι καὶ ἐν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀ­φί­σταν­ται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀ­κάν­θας πε­σόν, οὗ­τοί εἰ­σιν οἱ ἀ­κού­σαν­τες, καὶ ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν καὶ πλο­ύ­του καὶ ἡ­δο­νῶν τοῦ βί­ου πο­ρευ­ό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται καὶ οὐ τε­λε­σφο­ροῦ­σι. τὸ δὲ ἐν τῇ κα­λῇ γῇ, οὗ­τοί εἰ­σιν οἵ­τι­νες ἐν καρ­δί­ᾳ κα­λῇ καὶ ἀ­γα­θῇ ἀ­κο­ύ­σαν­τες τὸν λό­γον κα­τέ­χου­σι καὶ καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ἐν ὑ­πο­μο­νῇ.             

                 (Λουκ. η΄[8] 5 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν πα­ρα­βο­λή: Βγῆ­κε ὁ σπο­ριὰς στὸ χω­ρά­φι του, γιὰ νὰ σπεί­ρει τὸ σπό­ρο του. Καὶ κα­θὼς ἔ­σπερ­νε, με­ρι­κοὶ σπό­ροι ἔ­πε­σαν κον­τὰ στὸ δρό­μο τοῦ χω­ρα­φιοῦ καὶ κα­τα­πα­τή­θη­καν ἀ­πό τούς δι­α­βά­τες, καὶ τοὺς κα­τέφα­γαν τὰ που­λιὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἄλ­λοι σπό­ροι πά­λι ἔ­πε­σαν πά­νω σὲ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος, κι ἀφοῦ φύ­τρω­σαν, ξε­ρά­θη­καν, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χαν ὑ­γρα­σί­α· Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν σὲ ἔ­δα­φος γε­μά­το ἀ­πὸ σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν, κι ὅ­ταν τὰ ἀγ­κά­θια φύ­τρω­σαν μα­ζί τους, τοὺς ἔ­πνι­ξαν τε­λεί­ως. Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν μέ­σα στὴ γῆ τὴ μα­λα­κὴ καὶ εὔ­φο­ρη, καὶ ὅ­ταν φύ­τρω­σαν, ἔ­κα­ναν καρ­πὸ ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π' τὸ σπό­ρο. Κι ἐ­νῶ τὰ ἔ­λε­γε αὐ­τά, γιὰ νὰ δώ­σει με­γα­λύ­τε­ρο τό­νο στοὺς λό­γους του καὶ γιὰ νὰ δι­ε­γεί­ρει τὴν προ­σο­χὴ τῶν ἀ­κρο­α­τῶν του, φώ­να­ζε δυ­να­τά: Αὐ­τὸς πού ἔ­χει αὐ­τιὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον πνευ­μα­τι­κὸ γιὰ νὰ ἀ­κού­ει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐ­τὰ πού λέ­ω, ἂς ἀ­κού­ει.

Οἱ μα­θη­τές του τό­τε τὸν ρω­τοῦ­σαν καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α καὶ ἡ ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­βο­λῆς; Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Σὲ σᾶς πού ἔ­χε­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ κα­λὴ δι­ά­θε­ση σᾶς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὴ χά­ρη του νὰ μά­θε­τε τὶς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἀ­λή­θει­ες τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ· στοὺς ἄλ­λους ὅ­μως μι­λά­ω μὲ πα­ρα­βο­λές. Αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν ἐν­δι­α­φέ­ρον νὰ γνω­ρί­σουν καὶ νὰ δε­χθοῦν τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, καὶ ὁ νοῦς τους εἶ­ναι ἀμαθής καὶ ἀ­νί­κα­νος γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α. Γι' αὐ­τὸ δι­δά­σκω μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ δοῦν βα­θύ­τε­ρα καὶ κα­θα­ρό­τε­ρα, ἂν καὶ θὰ βλέ­πουν μὲ τὰ σω­μα­τι­κά τους μά­τια, καὶ γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κα­τα­λά­βουν, ἂν καὶ θὰ ἀκοῦν τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἐ­ξη­γεῖ τὰ μυ­στή­ρια. Καὶ τὸ κά­νω αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο γιὰ λό­γους δι­και­ο­σύ­νης, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ ἀ­γα­θό­τη­τα, γιὰ νὰ μὴν ἐ­πι­βα­ρύ­νουν τὴ θέ­ση τους πε­ρι­φρο­νών­τας τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ σκλη­ρυν­θοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι αὐ­τή: Ὁ σπό­ρος συμ­βο­λί­ζει τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τὸ ἔ­δα­φος πού εἶ­ναι κον­τὰ στὸ δρό­μο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς πού ἄ­κου­σαν ἁ­πλῶς καὶ μό­νο τὸ λό­γο. Ἔ­πει­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ ἀ­φαι­ρεῖ τὸ λό­γο ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ές τους, γιὰ νὰ μὴν πι­στέ­ψουν καὶ σω­θοῦν. Τὸ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος ἐξάλλου πού δέ­χθη­κε τὸ σπό­ρο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς οἱ ὁποῖοι ὅ­ταν ἀ­κού­σουν τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ τὸν δέ­χον­ται μὲ χα­ρὰ καὶ ἐν­θου­σια­σμό. Μέ­σα τους ὅ­μως δὲν ἔ­χει αὐ­τὸς βα­θιὰ ρί­ζα, γιὰ νὰ στε­ρε­ω­θεῖ. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τοὶ γιὰ λί­γο χρό­νο πι­στεύ­ουν, ὅ­ταν ὅ­μως ἔλ­θει και­ρὸς πει­ρα­σμοῦ ἢ δι­ωγ­μοῦ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη. Οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στὰ ἀγ­κά­θια συμ­βο­λί­ζουν ἐ­κεί­νους πού ἄ­κου­σαν τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ κι ἀρ­χί­ζουν μὲ κά­ποι­α προ­θυ­μί­α νὰ βα­δί­ζουν στὸ δρό­μο τῆς πί­στε­ως. Πνί­γον­ται ὅ­μως ἀ­πὸ τὶς ἀ­γω­νι­ώ­δεις φρον­τί­δες γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σουν πλού­τη, κα­θὼς κι ἀ­πὸ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς σαρ­κι­κῆς ζω­ῆς, στὴν ὁποία δι­ευ­κο­λύ­νουν τὰ πλού­τη πού ἀ­πέ­κτη­σαν, κι ἔ­τσι δὲν προ­κύ­πτουν οὔ­τε φτά­νουν μέ­χρι τὸ τέ­λος, προ­κει­μέ­νου νὰ δώ­σουν τὸν καρ­πό. Οἱ σπό­ροι τώ­ρα πού ἔ­πε­σαν στὴν εὔ­φο­ρη γῆ συμ­βο­λί­ζουν τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους οἱ ὁποῖοι μὲ καρ­διὰ κα­λο­προ­αί­ρε­τη, εὐ­θεί­α καὶ ἀ­γα­θὴ ἄ­κου­σαν καὶ κα­τα­νό­η­σαν τὸ λό­γο καὶ τὸν κρα­τοῦν σφι­χτὰ μέ­σα τους, καὶ καρ­πο­φο­ροῦν τὶς ἀ­ρε­τὲς δεί­χνον­τας ὑ­πο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρί­α στὶς θλί­ψεις καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ σ' ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δια πού συ­ναν­τοῦν στὴν ἄ­σκη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.

 

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Γ΄ ΛΟΥ­ΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕ­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ         

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Γ΄ ΛΟΥ­ΚΑ

(6 Ο­ΚΤΩΒ­ΡΙΟΥ 2024)




ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

 

Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ (Ι­Ε΄ Ε­ΠΙ­ΣΤΟ­ΛΩΝ)

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃ ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν· ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον, Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

 (Β΄ Κορ. δ΄[4] 6-15)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ! 

«Γενηθήτω φς»! Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο δημιουργικό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος, μᾶς λέγει ἡ  ̔Αγία Γραφή.  ̓Απὸ τὸ γεγονὸς αὐτό παίρνει ἀφορμὴ ὁ ἀπόστολος Παλος στὸ σημερινό Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα καὶ λέγει πώς ὁ Θεός, ποὺ τότε δημιούργησε τό φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι, Αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶναι, ποὺ τώρα φώτισε τίς σκοτεινές καρδιές μας μὲ οὐράνιο πνευματικὸ φῶς. Καὶ τὶς φώτισε γιὰ νὰ γνωρίσουμε τή δόξα Του, ἡ ὁποία φανερώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς φράσεως «ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». 

Μὲ πιό ἁπλά λόγια ατά σημαίνουν πρτο, πὼς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ τὴν γνωρίζουμε οἱ ἄνθρωποι «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀόρατη καὶ ἀκατάληπτη, ὁ μόνος τρόπος νὰ τὴν γνωρίσουμε εἶναι νὰ γνωρίσουμε τή δόξα της, τὴν θεϊκὴ ἀκτινοβολία της, ὅπως αὐτὴ φανερώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας ησο Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, πού γι᾿ αὐτό τόν λόγο ἔγινε καὶ ἄνθρωπος. Γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει δηλαδὴ τὴ θεϊκή Του δόξα, καὶ νὰ τὴν χαρίσει καὶ σ᾿ ἐμᾶς, ἑνώνοντάς μας μὲ τὸν Εαυτό Του. 

Δεύτερο, τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν πὼς εἶναι ἀδύνατο οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίσουμε τόν Θεό, ἂν Ἐκεῖνος δὲν φωτίσει τίς καρδιές μας. πομένως, ἂν ἔχουμε κάποιον μικρὸ ἢ μεγαλύτερο σύνδεσμο μὲ τὸν Χριστό μας, νὰ γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι κατόρθωμα δικό μας, ἀλλὰ ἔργο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φωτίζει τίς καρδιές μας καὶ τὶς καθοδηγεῖ νὰ Τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του. «Ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν», λέγει ὁ  ̓Απόστολος. Αὐτὸς δηλαδὴ ἐφώτισε τις καρδιές μας. 

Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ποὺ θέλησε μέσα στὸ πυκνό πνευματικὸ σκοτάδι τῆς ἐποχῆς μας νά φωτίσει καὶ τὶς δικές μας καρδιὲς γιὰ νὰ Τὸν γνωρίσουμε! Μέσα στὴν ἄπειρη ἀγάπη Του σὲ κάποια στιγμὴ ἄγγιξε τήν καρδιά μας προστάζοντας καὶ πάλι τὸ πρῶτο ἐκεῖνο δημιουργικό πρόσταγμά Του: Γενηθήτω φῶς καὶ πράγματι «ἐγένετο φῶς»! Τὰ πνευματικά μας μάτια ἄνοιξαν καὶ ἀντίκρυσαν μὲ ἔκπληξη, χαρά καί εὐγνωμοσύνη τὸν Λυτρωτή μας Κύριο, Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου. 

Νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μένουμε πάντοτε μέσα στὸ φῶς Του, μακριὰ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.

2. Ο ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ

 Θησαυρὸ ὀνομάζει στη συνέχεια ὁ μέγας πόστολος τὴ γνῶση αὐτὴ τῆς θεϊκῆς τοῦ Κυρίου δόξης, ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ Θεός. 

Καὶ εἶναι πράγματι Θησαυρὸς!μόνος θησαυρός! Και τί θησαυρός! Αμύθητος! 

Ἂν μπορούσαμε, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ μόνο στιγμή, οἱ πιστοὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ πόσο μεγάλο εἶναι αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, νά μᾶς ἀποκαλύψει δηλαδὴ τὸν αυτό Του, καὶ νὰ μᾶς κάνει μετόχους τῆς δόξης Του, θὰ μέναμε ἔκθαμβοι. 

Δὲν τὸ αἰσθανόμαστε δυστυχς! Και ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία; Ἡ αἰτία εἶναι ὅτι εὔκολα θαμπωνόμαστε ἀπὸ ἄλλους ὑλικούς καὶ ἐπίγειους θησαυρούς. Τά μάτια μας μπερδεύονται. Ζαλιζόμαστε ἀπὸ τὰ χρωματιστά γυάλινα ψευδοκοσμήματα τῆς γῆς, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ ἀτίμητο διαμάντι τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεός. 

Πῶς νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ, ὅταν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἀγαπᾶμε τὰ πλούτη αὐτοῦ τοῦ κόσμου; Ὅταν ἄλλοι ζηλεύουμε τις δόξες καὶ τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων; Ὅταν δίνουμε λες μας τίς δυνάμεις γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ κάποιο ἐπίγειο ἀξίωμα, συχνά κάνοντας σοβαρὲς ἀβαρίες καί συμβιβασμοὺς μὲ τὴ συνείδησή μας; 

Μακάριοι ὅσοι ἐκτιμοῦν αὐτὸν τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ καὶ δίνουν ὅλο τὸν ἑαυτό τους προκειμένου νὰ τὸν ἀποκτήσουν. Αὐτοὶ θὰ εἶναι γιὰ πάντα πλούσιοι, κάτοχοι τοῦ πιο μεγάλου θησαυρο, πού κανένας ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει, νὰ τοὺς τὸν ἀφαιρέσει. Μακάριοι καὶ εὐλογημένοι!

3. ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΣΑΣ 

«Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς», λέγει πρὸς τὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος ὁ  ̓Απόστολος. Δηλαδή: Ὅλα γίνονται γιά σς. 

Ποιὰ ὅλα; Αὐτὰ ποὺ περιέγραψε στοὺς προηγούμενους στίχους, καὶ τὰ ὁποα ὑποφέρουν οἱ  ̓Απόστολοι, προκειμένου νά μεταδώσουν στοὺς πιστούς τόν θησαυρό τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ: τίς θλίψεις, τὰ ἀδιέξοδα, τοὺς διωγμούς, τίς καταστροφές, τοὺς κινδύνους τοῦ θανάτου, στοὺς ὁποίους καθημερινά παραδίδονται, καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους θαυματουργικά τοὺς σώζει ὁ Θεός. Ὅλα αὐτὰ καὶ τὸ κήρυγμα τέλος τῆς πίστεως, ποὺ μὲ ἀκατάβλητο θάρρος ὁμολογοῦν καὶ μεταγγίζουν στίς καρδιὲς τῶν πιστῶν.

Ὅλα γίνονται γιὰ σᾶς! Ἀλλὰ ὁ ἴδιος αὐτός λόγος μπορεῖ νὰ ἀπευθυνθε καὶ σὲ μᾶς. Πόσα ἀλήθεια δὲν ἔχουν γίνει καὶ γιὰ χάρη μας! Οἱ ὑπεράνθρωποι κόποι τῶν Ἀποστόλων, τὰ φρικτά μαρτύρια τῶν Μαρτύρων, οἱ τιτάνιοι ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων! Πόσοι καὶ πόσοι δὲν ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς σήμερα νὰ ἀπολαμβάνουμε τη σωτηρία! Θα χρειαζόντουσαν χιλιάδες σελίδες γιὰ νὰ τὰ ἀναφέρουμε ὅλα.

ς σταματήσουμε λοιπὸν ἐδῶ. Νὰ σημειώσουμε μόνον πὼς καὶ σήμερα, καὶ τώρα ἀκόμη, ἐξακολουθοῦν νὰ γίνονται τέτοια καὶ παρόμοια γιά χάρη μας. Ὑπάρχουν πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ τὰ ἔχουν δώσει ὅλα στὸν Χριστό, καὶ ἀγωνίζονται μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τους γιὰ νὰ μᾶς μεταδώσουν τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεως. 

Ἂς τὸ ἐκτιμήσουμε αὐτό. Ἂς τοὺς εὐγνωμονομε. Καὶ ἂς δεχόμαστε μὲ προθυμία τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως ποὺ κηρύττουν, γιὰ νὰ δοξαστοῦμε ὅλοι μαζὶ στὴν αἰώνια καί ὑπερδοξασμένη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μας. μήν.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πο­ρε­ύ­ε­το ὁ Ἰ­η­σοῦς εἰς πό­λιν κα­λου­μέ­νην Να­ΐν· καὶ συ­νε­πο­ρε­ύ­ον­το αὐ­τῷ οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἱ­κα­νοὶ καὶ ὄ­χλος πο­λύς. ὡς δὲ ἤγ­γι­σε τῇ πύ­λῃ τῆς πό­λε­ως, καὶ ἰ­δοὺ ἐ­ξε­κο­μί­ζε­το τε­θνη­κὼς υἱ­ὸς μο­νο­γε­νὴς τῇ μη­τρὶ αὐ­τοῦ, καὶ αὕ­τη ἦν χή­ρα, καὶ ὄ­χλος τῆς πό­λε­ως ἱ­κα­νὸς ἦν σὺν αὐ­τῇ. καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὴν ὁ Κύ­ριος ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τῇ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Μὴ κλαῖ­ε· καὶ προ­σελ­θὼν ἥ­ψα­το τῆς σο­ροῦ, οἱ δὲ βα­στά­ζον­τες ἔ­στη­σαν, καὶ εἶ­πε· Νε­α­νί­σκε, σοὶ λέ­γω, ἐ­γέρ­θη­τι. καὶ ἀ­νε­κά­θι­σεν ὁ νε­κρὸς καὶ ἤρ­ξα­το λα­λεῖν, καὶ ἔ­δω­κεν αὐ­τὸν τῇ μη­τρὶ αὐ­τοῦ. ἔ­λα­βε δὲ φό­βος πάν­τας, καὶ ἐ­δό­ξα­ζον τὸν Θε­ὸν, λέ­γον­τες ὅ­τι Προ­φή­της μέ­γας ἐ­γή­γερ­ται ἐν ἡ­μῖν, καὶ ὅ­τι ἐ­πε­σκέ­ψα­το ὁ Θε­ὸς τὸν λα­ὸν αὐ­τοῦ.   

                                                (Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό πή­γαινε ὁ Ἰ­η­σοῦς σὲ μί­α πό­λη ποὺ λε­γό­τα­ν Να­ΐν. Μα­ζί του βά­δι­ζαν καί οἱ μα­θη­τές του, οἱ ὁποῖοι ἦ­ταν ἀρ­κε­τοί, κα­θὼς καὶ πλῆθος λα­οῦ πο­λύ. Μό­λις ὅ­μως πλη­σί­α­σε στὴν πύ­λη τῆς πό­λε­ως, ἔ­βγα­ζαν ἔ­ξω ἕ­να νε­κρό, τὸν μο­νά­κρι­βο γιὸ μιᾶς μητέρας πού ἦ­ταν χή­ρα καὶ δὲν εἶ­χε κα­νέ­ναν ἄλ­λο προστάτη στὸν κό­σμο. Καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τὴν ἦ­ταν καὶ πο­λὺς λαός ἀπ' τὴν πό­λη πού συ­νό­δευ­ε καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε μέ με­γά­λη συμ­πό­νια τὴν κη­δεί­α. Ὅ­ταν εἶ­δε τὴ χή­ρα ὁ Ἰ­η­σοῦς, τὴν σπλα­χνί­σθη­κε, καί γνω­ρί­ζον­τας μὲ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι σὲ λί­γο θὰ ἀ­νέ­σται­νε τό γιὸ της τῆς εἶ­πε: Μὴν κλαῖς. Τό­τε πλη­σί­α­σε κι ἄγ­γι­ξε τὸ φέ­ρε­τρο. Κι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸ σή­κω­ναν στά­θη­καν. Καὶ εἶ­πε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Νέ­ε μου, σέ σέ­να μι­λῶ. Σή­κω. Τό­τε ὁ νε­κρὸς ἀ­να­ση­κώ­θη­κε καὶ κά­θι­σε ζωντανός πά­νω στὸ φέ­ρε­τρο κι ἄρ­χι­σε νὰ μι­λά­ει. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν πα­ρέ­δω­σε στὴ μη­τέ­ρα του. Ὅ­λους τό­τε τοὺς κυ­ρί­ευ­σε φό­βος, δι­ό­τι αἰσθάνονταν τὴν πα­ρου­σί­α θεί­ας δυ­νά­με­ως μέ­σα στὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀ­να­ξι­ό­τη­τά τους. Καὶ δό­ξα­ζαν τὸν Θεό καὶ ἔ­λε­γαν ὅ­τι με­γά­λος προ­φή­της ἐμ­φα­νί­στη­κε ἀνάμεσά μας καὶ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τὸ λα­ό του γιὰ τὸν προ­στα­τεύ­σει.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ

(29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024)


ΕΩΘΙΝΟΝ Γ΄

Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς πρωΐ πρώτῃ Σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ' ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ' αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. Κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ' αὐτῆς ἠπίστησαν. Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις, εἰς ἀγρόν. Κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς, οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. Ὕστερον, ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ ὠνείδισε τήν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον, οὐκ ἐπίστευσαν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς΄ Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα, κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθείς, σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας, κατακριθήσεται. Σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει. Ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἀροῦσι, κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει, ἐπὶ ἀῤῥώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. Ὁ μὲν οὖν Κύριος, μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς, ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες, ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος, διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἀμήν.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16]  9 – 20)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

9 Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἐμφανίστηκε πρῶτα στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια.  10 Ἐκείνη πῆγε καὶ τὸ ἀνήγγειλε αὐτὸ στοὺς μαθητὲς ποὺ ἦταν πρωτύτερα μαζί του καὶ τώρα πενθοῦσαν κι ἔκλαιγαν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ διδασκάλου τους.  11 Ἀλλὰ ἐκεῖνοι, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ζεῖ καὶ ὅτι αὐτὴ τὸν εἶδε, δὲν πίστεψαν στὰ λόγια της.
 12 Καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτά, ἐμφανίστηκε μὲ ἄλλη μορφή, διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε προτοῦ σταυρωθεῖ, σὲ δύο ἀπ᾿ αὐτούς, καθὼς βάδιζαν καὶ πήγαιναν σὲ κάποιο χωράφι.  13 Κι ἐκεῖνοι πῆγαν καὶ τὸ ἀνήγγειλαν αὐτὸ στοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους. Ἀλλὰ οὔτε σὲ κείνους πίστεψαν.  14 Ὕστερα ἐμφανίστηκε στοὺς ἕντεκα μαθητές, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν καθίσει νὰ δειπνήσουν. Καὶ τοὺς ἐπέπληξε γιὰ τὴν ὁλιγοπιστία τους καὶ γιὰ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τους, διότι δὲν πίστεψαν σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν εἶδαν ἀναστημένο.   15 Ἔπειτα τοὺς εἶπε: Νὰ πᾶτε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ νὰ κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ λογικὴ κτίση, σ᾿ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα.  16 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ πιστέψει στὸ κήρυγμά σας καὶ θὰ βαπτισθεῖ, θὰ σωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν θὰ πιστέψει, θὰ καταδικασθεῖ.  17 Καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ πιστέψουν, θὰ ἀκολουθήσουν αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ σημάδια, ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴ θεία χάρη ποὺ θὰ ἐνεργεῖ μέσα ἀπ᾿ τοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς τους. Αὐτοὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός μου θὰ βγάζουν δαιμόνια ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες ποὺ θὰ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς νέες κι ἄγνωστες μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη,  18 θὰ πιάνουν στὰ χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρὶς νὰ παθαίνουν τίποτε ἀπ᾿ τὰ δαγκώματά τους· κι ἂν ἀκόμη πιοῦν δηλητήριο ποὺ φέρνει θάνατο, δὲν θὰ πάθουν τίποτε· θὰ βάζουν τὰ χέρια τους πάνω σὲ ἀρρώστους, κι ἐκεῖνοι θὰ γίνονται καλά.  19 Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος τοὺς μίλησε ἐπανειλημμένα καὶ τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων κι αὐτά, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός.  20 Κι ἐκεῖνοι βγῆκαν καὶ περιδιάβηκαν τὴν οἰκουμένη, καὶ κήρυξαν τὸ εὐαγγέλιο σὲ κάθε μέρος. Κι ὁ Κύριος ἦταν συνεργός τους καὶ ἐπιβεβαίωνε τὸ λόγο τοῦ κὴρύγματός τους μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἐπακολουθοῦσαν στὸ κήρυγμά τους. Ἀμήν.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

δελφο, βεβαιν μς σν μν ες Χριστν κα χρίσας μς Θεός, κα σφραγισάμενος μς κα δος τν ρρα­βνα το Πνεύματος ν τας καρδίαις μν. γ δ μάρτυρα τν Θεν πικαλομαι π τν μν ψυχήν, τι φειδόμενος μν οκέτι λθον ες Κόρινθον. οχ τι κυριεύομεν μν τς πίστεως, λλ συνεργοί σμεν τς χαρς μν· τ γρ πίστει στήκατε. κρινα δ μαυτ τοτο, τ μ πάλιν ν λύπ λθεν πρς μς. ε γρ γ λυπ μς, κα τίς στιν εφραίνων με ε μ λυπούμενος ξ μο; κα γραψα μν τοτο ατό, να μ λθν λύπην χω φ᾿ ν δει με χαίρειν, πεποιθς π πάντας μς τι μ χαρ πάντων μν στιν. κ γρ πολλς θλίψεως κα συνοχς καρδίας γρα­ψα μν δι πολλν δακρύ­ων, οχ να λυπηθτε, λ­λ τν γάπην να γντε ν χω περισσοτέρως ες ­μς.

                                (Β΄ Κορινθ. α΄ [1] 21 – β΄ [2] 4)

 

ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΛΥΠΗ

1. Ατία χαρς

Δν ζησε μόνο εχάριστες στιγμς πό­στολος Παλος, λλ κα δυσάρεστες. εραποστολική του διακονία τν γέμιζε μ πολλ χαρά, κάποτε μως παρουσιάζονταν κα φορ­μς μεγάλης λύπης. Ο συχνς ναλ­λαγς ατν τν ντονων συναισθημάτων ποτυπώνονται κα στ σημεριν ποστολικ περικοπή.

πόστολος γράφει πρς τος Χριστιανος τς Κορίνθου πογραμμίζοντας ρχικ τ ασθημα σφαλείας κα βεβαιότητας, πο συνέχει κάθε πιστ Χριστιανό:

δελφοί μου, λέγει, ατς πο δίνει κα σ μς κα σ σς τ βεβαιότητα γι τν ληθιν πίστη κα μς στηρίζει, στε ν μένουμε πιστο στν Χριστό, κα μς χρισε μ τ χάρη το γίου Πνεύματος, εναι Θεός. Ατς εναι πο μς καμε κα πίσημα δικούς Του, καθς μς σφράγισε κι βαλε μέσα στς καρδιές μας «τν ρραβνα το Πνεύματος».
    σον φορ τώρα στ θέμα τς μεταβάσεώς μου στν πόλη σας, καρδιογνώστης Κύριος, πο βλέπει τ βάθη τς ψυχς μου, εναι μάρτυρας: Σς λυπήθηκα κα γι᾿ ατ δν λθα κόμη κοντά σας· διότι, ν ρχόμουν, θ πρεπε ν σς πιπλήξω αστηρ γι τς παρεκ­τροπς πο συνέβησαν τι κάποτε εμαι αστηρς μαζί σας δν ση­­μαίνει τι σς ξουσιάζω ς δούλους. μες ο πόστολοι δν θέλουμε ν σς κρατομε ­­ναγκαστικ στν ρθ πίστη. Δν σς θεωρο­με δούλους μας λλ συνεργάτες: «συνεργοί σμεν τς χαρς μν»· θέλουμε ν συνεργαζόμαστε μαζί σας γι ν αξάνει χαρά σας. Διότι χετε στερεωθε καλ στν πίστη.

Ατ εναι τ πν γι τν πόστολο Παλο: Ν εμαστε στερεωμένοι στν πίστη το Χριστο. Ν χουμε τ βε­βαιότητα τι πιστεύουμε στν ληθιν Θε κα ν δεχόμαστε μ εγνωμοσύνη τς νεξάντλητες δωρες πο μς χαρίζει πειρη γάπη Του. Ατ εναι πο κάνει τν νθρωπο πραγματικ χαρούμενο κι ετυχισμένο: κοινωνία μ τν Θεό.

Ατ τν κοινωνία μπορε ν προγευθε νθρωπος δη π᾿ ατν δ τ ζωή. π τ στιγμ πο βαπτίζεται Χριστιανς κα λαμβάνει τ γιο Χρίσμα, πολαμβάνει ατ τν κοινωνία. Κι σο γωνίζεται ν ζε μ καρδι καθαρ κα φρόνημα ταπεινό, τ γιο Πνεμα το μεταδίδει φωτισμό, νίσχυση, δύναμη, ζωή. Ατ τ θεϊκ δρα εναι «ρραβν το Πνεύματος», γγύηση δηλαδ γι τ συγκρίτως νώτερα γαθ πο πρό­κειται ν πολαύσει πιστς στν αωνιότητα. Διότι κε πλέον θ τενίζει τ πέρλαμπρο κα νέσπερο φς, θ πολαμβάνει αώνια χαρ κα εφροσύνη, θ μετέχει στν φθαρτη κα αώνια ζωή.

Πς ν μ χαίρεται λοιπν νθρωπος πο ξιώνεται τόσων μεγάλων δωρεν; Πς ν μν εναι ετυχισμένος Χριστιανς πο βαδίζει σταθερ μ πίστη κα λπίδα στ λεος το Θεο;

Ατ τ χαρ θελε ν μοιράζεται πόστολος Παλος μ τος δελφούς του: Ν τος βλέπει σταθερος στν πίστη κα ν χαίρονται λοι μαζ τν πνευματική τους πρόοδο. Δυστυχς μως, κάποτε τ χαρ τν πισκίαζε λύπη. Ατ συνέβαινε, ταν κάποιοι Χριστιανο παρεκτρέπονταν, γεγονς πο στενοχωροσε τν γιο πόστολο. Ατ ξηγε στ συνέχεια:

2. Λύπη σωτήρια

π τ στιγμ πο μαθα γι τς πα­ρεκτροπς κάποιων π σς, σκέφθηκα ­­τι θ ταν καλύτερο ν μν λθω κοντά σας, γιατ ατ θ προκαλοσε λύπη σ λους: κα σ μένα πο θ βλεπα ατ τν σχημη κατάσταση κα σ σς πο θ δεχόσασταν τς αστηρς πιπλήξεις μου. λλ δν μπορε ν γίνει διαφορετικά. σες μπορε βέβαια ν λυπεσθε μ τς παρατηρήσεις μου, γ μως δν μπορ λλις ν ναπαυθ κα ν ασθανθ χαρ κα εφροσύνη, παρ μόνο ταν λυπηθε πραγματικ ατς πο μάρτησε κα δηγηθε τσι στ μετάνοια.

Ατ κριβς σς γραψα σ προηγούμενη πι­­­στο­λή μου, γι ν διορθώσετε στ μεταξ τς ταξίες, στε, ταν λθω στν Κόρινθο, ν τ βρ λα ντά­­ξει κα ν μ νιώσω λύπη π κείνους πο πρε­­πε ν μο δώσουν χαρά. λλωστε ατ θ λυποσε κι σς. ν ντίθετα, εμαι βέβαιος τι χαρά μου εναι χαρ λων σας.

Κα μ νομίσετε τι γι τος λέγχους πο σς γρα­­ψα στν πιστολή μου κείνη, γ δν νιωσα λύπη. Σς γραψα μ πολλ θλίψη κα συνοχ καρδίας κα μ δάκρυα πολλά, χι γι ν λυπηθετε, λλ γι ν γνωρίσετε τν περβολικ γάπη πο χω γι σς.

Εναι συγκινητικο ο λόγοι το γίου ποστόλου. Ατς νθουσιώδης διά­κο­νος το Εαγγελίου, φλογερς κήρυκας τς ληθινς χαρς, μολογε τι πέρασε μεγάλη θλίψη κα στενοχώρια. χι γι τος διωγμος κα τ μαρτύρια πο πέστη διος, οτε γι τς δικίες κα συκοφαντίες ες βάρος του, λλ γι τ γεγονς τι κινδύνευε σωτηρία τν δελφν του. Ατ θεωροσε ς τ μεγαλύτερη ατία θλίψεως: τ ν χάσει κάποιος τν δρόμο τς σωτηρίας.

ς τ κούσουμε κι μες ατό, στε ν μ θεωρομε τίποτε περισσότερο δυσάρεστο π τ ν γίνουμε δολοι τς μαρτίας. Δν πάρχει χειρότερο κακ π τ ν χάσουμε τ σωτηρία τς ψυχς μας. ς μετανοήσουμε λοιπν ελικρινά. ς λυπηθομε γι τς μαρτίες μας, διότι ατ εναι λύπη σωτήρια.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. κα­θὼς θέ­λε­τε ἵ­να ποι­ῶ­σιν ὑ­μῖν ο ἄν­θρω­ποι, κα ὑ­μεῖς ποι­εῖ­τε αὐ­τοῖς ὁ­μο­ί­ως. κα ε ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἀ­γα­πῶν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τος ἀ­γα­πῶν­τας αὐ­τοὺς ἀ­γα­πῶ­σι. κα ἐ­ὰν ἀ­γα­θο­ποι­ῆ­τε τος ἀ­γα­θο­ποι­οῦν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τ αὐ­τὸ ποι­οῦ­σι. κα ἐ­ὰν δα­νε­ί­ζη­τε πα­ρ' ν ἐλ­πί­ζε­τε ἀ­πο­λα­βεῖν, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἁ­μαρ­τω­λοῖς δα­νε­ί­ζου­σιν ἵ­να ἀ­πο­λά­βω­σι τ ἴ­σα. πλν ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν κα ἀ­γα­θο­ποι­εῖ­τε κα δα­νε­ί­ζε­τε μη­δὲν ἀ­πελ­πί­ζον­τες, κα ἔ­σται ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς, κα ἔ­σε­σθε υἱ­οὶ ὑ­ψί­στου, ὅ­τι αὐ­τὸς χρη­στός ἐ­στιν ἐ­πὶ τος ἀ­χα­ρί­στους κα πο­νη­ρο­ύς. Γνεσθε ον οἰ­κτίρ­μο­νες κα­θὼς κα πα­τὴρ ὑ­μῶν οἰ­κτίρ­μων ἐ­στί.          

              (Λουκ. Στ΄ [6] 31 – 36)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Επεν Κύριος, ὅ­πως θέ­λε­τε νὰ σᾶς συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται καὶ νὰ σᾶς κά­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε κι ἐσεῖς σ' αὐ­τοὺς καὶ νὰ τοὺς κά­νε­τε τὰ ἴ­δια. Δι­ό­τι ἐ­ὰν ἀ­γα­πᾶ­τε μό­νον ἐ­κεί­νους πού σᾶς ἀ­γα­ποῦν, ποι­ὰ εὔ­νοι­α καὶ ποι­ὰ ἀ­μοι­βὴ σᾶς ἀ­νή­κει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό; Κα­μί­α. Δι­ό­τι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἀ­γα­ποῦν ἐ­κεί­νους πού τοὺς ἀ­γα­ποῦν. Κι ἂν κά­νε­τε τὸ κα­λὸ σ' ἐ­κεί­νους ποῦ σᾶς εὐ­ερ­γε­τοῦν, ποι­ὰ εὔ­νοι­α καὶ χά­ρη καὶ ἀν­τα­μοι­βὴ σᾶς ἀ­νή­κει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό; Κα­μί­α. Δι­ό­τι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ τὸ ἴ­διο κά­νουν. Κι ἂν δα­νεί­ζε­τε σ' ἐ­κεί­νους ἀ­πό τους ὁ­ποί­ους ἐλ­πί­ζε­τε νὰ πά­ρε­τε πί­σω αὐ­τὰ πού δα­νεί­σα­τε, ποι­ὰ χά­ρη καὶ ἀν­τα­πό­δο­ση ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ σᾶς ἀ­νή­κει; Κα­μί­α. Δι­ό­τι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ δα­νεί­ζουν σὲ ἄλ­λους ἁ­μαρ­τω­λοὺς γιὰ νὰ πά­ρουν πί­σω ὁ­λό­κλη­ρο τὸ πο­σὸ πού δά­νει­σαν ἢ καὶ σὲ ὥ­ρα ἀ­νάγ­κης νὰ πά­ρουν κι αὐ­τοὶ ἴ­σα ὀ­φέ­λη καὶ δά­νεια ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους στοὺς ὁ­ποί­ους δά­νει­σαν. Ἐ­σεῖς ὅ­μως νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθρούς σας καί νά τοὺς εὐ­ερ­γε­τεῖ­τε καὶ νὰ τοὺς δα­νεί­ζε­τε χω­ρὶς νὰ ἐλπίζετε σέ κα­μί­α ἀν­τα­πό­δο­ση ἀ­π' αὐ­τούς. Καὶ θὰ εἶναι πολύς ὁ μι­σθός σας καὶ με­γά­λη ἡ ἀν­τα­μοι­βή σας ἀ­πὸ τόν Θε­ό. Καὶ θὰ εἶ­στε στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν κα­τὰ χάριν παιδιά τοῦ ὑψίστου Θε­οῦ, μὲ τὸν ὁποῖο θά μοιάζετε πνευ­μα­τι­κῶς. Δι­ό­τι κι αὐ­τὸς εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­τι­κὸς καὶ ὠφέλιμος στοὺς ἀν­θρώ­πους πού δεί­χνουν ἀ­χα­ρι­στί­α στίς τό­σες εὐ­ερ­γε­σί­ες του καὶ πού δὲν ἔ­χουν κα­λὴ διάθεση καὶ προ­αί­ρε­ση ἀλλά εἶ­ναι πο­νη­ροί. Νὰ γί­νε­στε λοι­πὸν σπλα­χνι­κοὶ πρὸς τὸν συ­νάνθρωπό σας καὶ συμ­πο­νε­τι­κοὶ στὶς δυ­στυ­χί­ες του καὶ στίς ἀ­νάγ­κες του, ὅ­πως καὶ ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας εἶναι σπλα­χνι­κὸς σὲ ὅ­λους.