ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ
(16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025)
(ΑΣΩΤΟΥ)
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ
προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ
τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα
ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς
συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
(Ματθ.
κη΄[28] 16 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ ἕντεκα
μαθητὲς πῆγαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖ τὸν εἶδαν
καὶ τὸν προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς.
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη
φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε
μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ὅλα
τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία,
θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας
αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(Τοῦ Ἀσώτου)
Ἀδελφοί,
πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος.
τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη;
μὴ γένοιτο. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
(Α΄ Κορινθ. στ΄12 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ὅλα ἔχω
ἐξουσία νὰ τὰ κάνω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα. Ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία
μου, ἀλλά ἐγώ δὲν θὰ ἐξουσιαστῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος σὲ τίποτε. Τὰ φαγητὰ
ἔχουν γίνει γιὰ τὴν κοιλιά, καὶ ἡ κοιλιὰ γιὰ τὰ φαγητά. Ὁ Θεὸς ὅμως θὰ
καταργήσει στὴν ἄλλη ζωὴ κι αὐτή κι ἐκεῖνα. Μπορεῖτε λοιπὸν νὰ τρῶτε
ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴ γίνεστε δοῦλοι τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς κοιλιᾶς.
Δὲν ἰσχύει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴ γενετήσια ἐπιθυμία. Διότι τὸ σῶμα
δὲν ἔχει γίνει γιὰ τὴν πορνεία, ἀλλά γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ τοῦ ἀνήκει ὡς
μέλος του. Καί ὁ Κύριος εἶναι γιὰ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ κατοικεῖ σ’ αὐτό. Καὶ δὲν
ἔχει σημασία πού τὸ σῶμα διαλύεται μέ τὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς καὶ τὸν Κύριο
ἀνέστησε καὶ ὅλους ἐμᾶς θὰ ἀναστήσει μὲ τὴ δύναμή του. Ναὶ· τὸ σῶμα
δὲν ἔγινε γιὰ τὴν πορνεία, ἀλλά γιά τὸν Κύριο. Δὲν ξέρετε ὅτι τὰ σώματά
σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ; Νὰ ἀποσπάσω λοιπὸν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ
νὰ τὰ κάνω μέλη πόρνης; Ποτὲ μὴ συμβεῖ νά τὸ κάνω αὐτό. Ἢ δὲν ξέρετε ὅτι
ἐκεῖνος πού συνδέεται στενὰ καί προσκολλᾶται στὴν πόρνη εἶναι ἕνα σῶμα
μ’ αὐτήν; Διότι λέει ἡ Γραφή: Θὰ γίνουν οἱ δύο μία σάρκα. Ἐκεῖνος ὅμως
πού προσκολλᾶται στὸν Κύριο, γεμίζει ὁλόκληρος καὶ διευθύνεται ἀπὸ
τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ γίνεται ἕνα πνεῦμα μ' αὐτόν. Φεύγετε μακριὰ ἀπὸ
τὴν πορνεία. Κάθε ἁμάρτημα πού τυχὸν θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, δὲν βλάπτει
τόσο ἄμεσα καὶ κατευθείαν τὸ σῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως πού πορνεύει, ἁμαρτάνει
στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα, διότι μὲ τὴν παράνομη μείξη μολύνει ἄμεσα καὶ πληγώνει
αὐτή τή ρίζα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων καὶ συντελεῖ στὴ διάλυση
τῆς οἰκογένειας. Ἢ δὲν ξέρετε ὅτι τὸ σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τὸ ὁποῖο κατοικεῖ μέσα σας καὶ τὸ ἔχετε λάβει ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ συνεπῶς
δὲν ἀνήκετε στὸν ἑαυτό σας; Ναί· δὲν ὁρίζετε τὸν ἑαυτό σας. Διότι ἐξαγορασθήκατε
μὲ τίμημα βαρύ, μὲ τὸ ἀτίμητο αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγετε λοιπὸν
κάθε αἰσχρὴ πράξη πού γίνεται μέ τὸ σῶμα· καὶ ἀποδιώκετε κάθε πονηρὴ
σκέψη καὶ ἐπιθυμία ἀπὸ τὸ πνεῦμα σας. Καὶ ἔτσι νὰ δοξάζετε τὸν Θεὸ μὲ
τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ Θεό.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην.
Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ
εἶπεν ὁ νεώτερος
αὐτῶν τῷ πατρί·
πάτερ, δός
μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν
εἰς
χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ
αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ
πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ
ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς
ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν
κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ
χοῖροι, καὶ οὐδεὶς
ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ
ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν
πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου·
οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι
υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν
μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς
τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ
δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ
πατὴρ πρὸς
τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε
τὴν
στολὴν τὴν
πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν
χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα
εἰς
τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν
μόσχον τὸν
σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες
εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ
ἀνέζησεν, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ
εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ
ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ·
καὶ ὡς
ἐρχόμενος
ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ
προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο
τί
εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει,
καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα
αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ
καὶ οὐκ
ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν
πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει
αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε
ἔδωκας ἔριφον
ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ
ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. ὁ
δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ' ἐμοῦ εἶ,
καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·
εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ
ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ
ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ
εὑρέθη.
(Λουκᾶ ιε΄ 11 – 32 )
Η ΩΡΑ ΤΗΣ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Η
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ εἶναι ἡ ἱστορία ὅλου τοῦ κόσμου, ἡ ἱστορία τοῦ κάθε
ἀνθρώπου. Ὁ ἄσωτος μέσα στὴ μέθη τῆς ἐλευθερίας του ἐπαναστατεῖ καί ζητεῖ νά
φύγει μακριά ἀπό τήν πατρική οἰκία, μακριὰ ἀπό τόν πατέρα του, τὸν Θεό. Ὁ Θεός
ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει; Ὄχι! Δὲν τὸν ἐμποδίζει. Μέσα σὲ μιά ἰλιγγιώδη ἄνεση
ἐλευθερίας τὸν ἀφήνει νὰ πάρει τὸν δρόμο του. Τοῦ δίνει μάλιστα καὶ τὸ μερίδιο
τῆς περιουσίας πού θὰ κληρονομοῦσε, δηλαδή τοῦ προσφέρει ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά
τὴν ζωήν, τὴν ἴδια τὴ ζωή του, τὴν ὑγεία του, τὶς ἰκανότητες, τὰ ποικίλα
χαρίσματά του.
Καὶ ἐκεῖνος πορεύεται «εἰς χώραν μακράν», παραδίδεται στὶς
ἡδονὲς καὶ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ἀναζητώντας τὴ χαρά καί τήν
εὐτυχία μακριὰ ἀπό τὸν Δημιουργό του. Καὶ ἐκεῖ βέβαια κάποτε ὅλα τελειώνουν. Ἡ
πεινασμένη του ψυχή δὲ μπορεῖ νά χορτάσει. Τίποτε δὲ μπορεῖ νὰ τὴν
ἱκανοποιήσει. Πεινάει. Δυστυχεῖ. Ὑποφέρει. Ἀναγκάζεται πλέον νὰ βόσκει χοίρους.
Νὰ μένει δηλαδὴ ὑποδουλωμένος στὰ φρικτά, τὰ βρώμικα καὶ ἀκάθαρτα πάθη του.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄσωτος.
Δυστυχισμένος μέσα στὸ ὄραμα τῆς εὐτυχίας του. Ὑποδουλωμένος μέσα στὴν κίνηση
τῆς ἐλευθερίας του. Ἔχει χρήματα, ἀποκτᾶ κτήματα, βρίσκει ἡδονὲς καὶ
ἀπολαύσεις, ἀλλὰ δὲν ἔχει χαρά ἀληθινή, δὲν γνωρίζει τὴν εὐτυχία. Κινεῖται ὅπου
θέλει, ζῆ ὅπως θέλει, κάνει ὅ,τι θέλει, ἀλλά δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Εἶναι
σκλάβος. Εἶναι δοῦλος. Δοῦλος τῶν παθῶν του, τῶν ἀδυναμιῶν του, πού προσπαθεῖ
μὲ κάθε τρόπο νά ἱκανοποιήσει. Δοῦλος στὸ ποτό, στὶς σαρκικότητες, στὸ χρῆμα,
στὴ δόξα, στὰ ναρκωτικά, στοὺς ἐγωισμοὺς καὶ τὰ πείσματά του. Δοῦλος! Βοσκὸς
χοίρων! Ὑπηρέτης ὅλων τῶν ἀθλιοτήτων του. Δυστυχισμένος!
ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΕΛΘΕΙ ἡ ὥρα τῆς
χάριτος καὶ τῆς μεγάλης ἀλλαγῆς. Ἕως ὅτου ἔλθει «εἰς ἑαυτόν», συνέλθει ἀπό τὴ μέθη τῆς ἀποστασίας του, καὶ μέσα
στὴν ἀπέραντη δυστυχία του πάρει τήν ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς: «ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου»!
«Πρὸς τὸν πατέρα μου»! Τί
συγκλονιστικὴ φράσις! Δὲν ἐπιστρέφει ἁπλῶς στὸ σπίτι του, δὲν ἐπιζητεῖ κάτι ἀπό
τήν πατρική περιουσία, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τὸν πατέρα του. Αὐτὸς κυρίως τοῦ λείπει.
Αὐτός. Ὁ πατέρας.
ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ σωστά,
γνήσια, εἰλικρινά. Μὲ τὴν ἀπόφαση νά μή δικαιολογήσει τὰ λάθη του, νά
ὁμολογήσει τὴν ἐνοχή του, νά ζητήσει νά μείνει στὸ σπίτι ὡς μισθωτὸς ὑπηρέτης,
ὄχι ὡς υἱός. Καὶ τὸ ἐρώτημα φυσικὰ τὸν βασανίζει: πῶς ἄραγε θὰ τὸν δεχθεῖ ὁ
Πατέρας;
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ! Ἡ μεγάλη ἔκπληξη
αὐτῆς τῆς τραγωδίας. Ὁ Πατέρας τῆς μεγάλης ἀγάπης. Ὁ Πατέρας τῆς ὑπομονῆς, τῆς
ἐλπίδος, τῆς προσδοκίας. «Ἔτι αὐτοῦ
μακράν ἀπέχοντος» τὸν βλέπει, τὸν ἀναγνωρίζει, τὸν εὐσπλαγχνίζεται, τρέχει
κοντά του, τὸν ἐναγκαλίζεται «καί
κατεφίλησεν αὐτόν»!
Ὤ! Αὐτὴ τὴν ἀπερίγραπτη
τρυφερότητα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄσωτο ἄνθρωπο ποιός μπορεῖ νὰ τὴν κατανοήσει!
Ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη Του, ξεχύνει τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του: «ἐξενέγκατε τήν στολήν τὴν πρώτην», φέρτε τὴν ὡραιότερη στολή,
δῶστε του βασιλικὸ δακτυλίδι, φορέστε του ὑποδήματα. «Καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες
εὐφρανθῶμεν». Σφάξτε τὸ καλύτερό μας μοσχάρι, γιὰ νὰ φᾶμε καὶ νὰ
εὐφρανθοῦμε, διότι αὐτὸς ὁ υἱός μου ἦταν νεκρὸς καὶ ξανάζησε, ἦταν χαμένος καὶ
βρέθηκε.
«Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι». Ἄρχισαν νὰ
χαίρονται, νὰ εὐφραίνονται. Μία χαρὰ αἰώνια, μία εὐτυχία παντοτινή, ἕνα
πανηγύρι ποὺ δὲν πρόκειται νὰ τελειώσει ποτέ. Ἕνα πανηγύρι γιὰ ὅλο τὸ σπίτι.
ΕΚΤΟΣ ΕΝΟΣ! Τοῦ μεγάλου
ἀδελφοῦ. Τοῦ ἀνθρώπου πού νομίζει πώς ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ἄσωτος, δὲν εἶναι
ἁμαρτωλός, εἶναι καλός: «τοσαῦτα ἔτη
δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον». Ἑνὸς ἀνθρώπου πεινασμένου,
πού ζητεῖ «ἔριφον» — ἕνα κατσίκι —
γιὰ νὰ χαρεῖ μὲ τοὺς φίλους του.
Ἕνα κατσίκι! Εἶναι λοιπὸν
καὶ αὐτὸς πεινασμένος. Εἶναι δυστυχής. Θέλει καὶ αὐτὸς νὰ χαρεῖ μακριὰ ἀπό τὸν
Πατέρα του, μὲ τοὺς φίλους του. Εἶναι... Τί εἶναι;
Ἄσωτος εἶναι καὶ αὐτός.
Ἄσωτος. Μόνο ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνει. Νομίζει ὅτι εἶναι κοντὰ στὸν Πατέρα, ἐνῶ
οὐσιαστικὰ βρίσκεται μακριά Του!
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἐπίγειο
σπίτι τοῦ Θεοῦ, τό σπίτι – καταφύγιο τῶν ἀσώτων. Τῶν μετανοημένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, πού ἐπιστρέφουν συντετριμμένα κοντά Του
καὶ ζητοῦν ἔλεος, τὴν τελευταία θέση. Οἱ αὐτοδικαιούμενοι, οἱ θεωροῦντες
ἑαυτοὺς δίκαιους, δὲν τῆς ἀνήκουν. Μέσα στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα βρίσκουν τελικὰ
θέση μόνο οἱ ἐπιστρέφοντες ἄσωτοι. Οἱ μετανοοῦντες ἁμαρτωλοί. Αὐτοί ποὺ
γίνονται ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνουμε ὅλοι μας!
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)