Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ                    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ

(16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025)

(ΑΣΩΤΟΥ)


 

ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

(Ματθ. κη΄[28]  16 – 20)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Ἀσώτου)

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' ο πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' οκ ἐ­γὼ ἐ­ξου­σι­α­σθή­σο­μαι ὑ­πό τι­νος. τ βρώ­μα­τα τ κοι­λί­ᾳ, κα κοι­λί­α τος βρώ­μα­σιν· δ Θε­ὸς κα τα­ύ­την κα ταῦ­τα κα­ταρ­γή­σει. τ δ σῶ­μα ο τ πορ­νε­ί­ᾳ, ἀλ­λὰ τ Κυ­ρί­ῳ, κα Κριος τ σώ­μα­τι· δ Θε­ὸς κα τν Κριον ἤ­γει­ρε κα ἡ­μᾶς ἐ­ξε­γε­ρεῖ δι­ὰ τς δυ­νά­με­ως αὐ­τοῦ. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σώ­μα­τα ὑ­μῶν μέ­λη Χρι­στοῦ ἐ­στιν; ἄ­ρας ον τ μέ­λη το Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέ­λη; μ γέ­νοι­το. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι ὁ κολ­λώ­με­νος τ πόρ­νῃ ν σῶ­μά ἐ­στιν; ἔ­σον­ται γρ, φη­σίν, ο δύ­ο ες σάρ­κα μί­αν· δ κολ­λώ­με­νος τ Κυ­ρί­ῳ ν πνεῦ­μά ἐ­στι. φε­ύ­γε­τε τν πορ­νεί­αν. πν ἁ­μάρ­τη­μα ὃ ἐ­ὰν ποι­ή­σῃ ἄν­θρω­πος ἐ­κτὸς το σώ­μα­τός ἐ­στιν, δ πορ­νε­ύ­ων ες τ ἴ­δι­ον σῶ­μα ἁ­μαρ­τά­νει. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σῶ­μα ὑ­μῶν να­ὸς το ν ὑ­μῖν ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν, ο ἔ­χε­τε ἀ­πὸ Θε­οῦ, κα οκ ἐ­στὲ ἑ­αυ­τῶν; ἠ­γο­ρά­σθη­τε γρ τι­μῆς· δο­ξά­σα­τε δ τν Θε­ὸν ν τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν κα ν τ πνε­ύ­μα­τι ὑ­μῶν ἅ­τι­νά ἐ­στι το Θε­οῦ.                            

(Α΄ Κορινθ. στ΄12 – 20)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

­Ἀδελφοί, ὅ­λα ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νὰ τὰ κά­νω, δὲν συμ­φέ­ρουν ὅ­μως ὅ­λα. Ὅ­λα εἶ­ναι στὴν ἐ­ξου­σί­α μου, ἀλλά ἐγώ δὲν θὰ ἐ­ξου­σια­στῶ καὶ δὲν θὰ γί­νω δοῦ­λος σὲ τί­πο­τε. Τὰ φα­γη­τὰ ἔ­χουν γί­νει γιὰ τὴν κοι­λιά, καὶ ἡ κοι­λιὰ γιὰ τὰ φα­γη­τά. Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως θὰ κα­ταρ­γή­σει στὴν ἄλ­λη ζω­ὴ κι αὐτή κι ἐκεῖνα. Μπο­ρεῖ­τε λοι­πὸν νὰ τρῶ­τε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μό­νο νὰ μὴ γί­νε­στε δοῦ­λοι τοῦ φα­γη­τοῦ καὶ τῆς κοι­λιᾶς. Δὲν ἰ­σχύ­ει ὅ­μως τὸ ἴ­διο καὶ μὲ τὴ γε­νε­τή­σια ἐ­πι­θυ­μί­α. Δι­ό­τι τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­χει γί­νει γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιὰ τὸν Κύ­ριο, γιὰ νὰ τοῦ ἀ­νή­κει ὡς μέλος του. Καί ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι γιὰ τὸ σῶ­μα, γιὰ νὰ κατοικεῖ σ’ αὐτό. Καὶ δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πού τὸ σῶ­μα δι­α­λύ­ε­ται μέ τὸ θά­να­το. Ὁ Θε­ὸς καὶ τὸν Κύ­ριο ἀ­νέ­στη­σε καὶ ὅλους ἐμᾶς θὰ ἀ­να­στή­σει μὲ τὴ δύ­να­μή του. Ναὶ· τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­γι­νε γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιά τὸν Κύ­ριο. Δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὰ σώ­μα­τά σας εἶ­ναι μέλη τοῦ Χρι­στοῦ; Νὰ ἀ­πο­σπά­σω λοι­πὸν τὰ μέ­λη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κά­νω μέ­λη πόρ­νης; Πο­τὲ μὴ συμ­βεῖ νά τὸ κά­νω αὐτό. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι ἐκεῖνος πού συν­δέ­ε­ται στε­νὰ καί προ­σκολ­λᾶ­ται στὴν πόρ­νη εἶ­ναι ἕ­να σῶ­μα μ’ αὐτήν; Δι­ό­τι λέ­ει ἡ Γρα­φή: Θὰ γί­νουν οἱ δύ­ο μί­α σάρ­κα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού προ­σκολ­λᾶ­ται στὸν Κύ­ριο, γεμίζει ὁ­λό­κλη­ρος καὶ δι­ευ­θύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυρίου καὶ γί­νε­ται ἕ­να πνεῦ­μα μ' αὐτόν. Φεύ­γε­τε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν πορ­νεί­α. Κά­θε ἁμάρτημα πού τυ­χὸν θὰ κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος, δὲν βλά­πτει τό­σο ἄμεσα καὶ κα­τευ­θεί­αν τὸ σῶ­μα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού πορνεύει, ἁ­μαρ­τά­νει στὸ ἴ­διο του τὸ σῶ­μα, δι­ό­τι μὲ τὴν παράνομη μείξη μο­λύ­νει ἄ­με­σα καὶ πλη­γώ­νει αὐτή τή ρίζα τοῦ πολ­λα­πλα­σια­σμοῦ τῶν ἀνθρώ­πων καὶ συντελεῖ στὴ δι­ά­λυ­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὸ σῶ­μα σας εἶναι να­ὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, τὸ ὁποῖο κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας καὶ τὸ ἔ­χε­τε λάβει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, καὶ συ­νε­πῶς δὲν ἀ­νή­κε­τε στὸν ἑ­αυ­τό σας; Ναί· δὲν ὁ­ρί­ζε­τε τὸν ἑαυτό σας. Δι­ό­τι ἐ­ξα­γο­ρα­σθή­κα­τε μὲ τί­μη­μα βα­ρύ, μὲ τὸ ἀ­τί­μη­το αἷ­μα τοῦ Χριστοῦ. Ἀ­πο­φεύ­γε­τε λοι­πὸν κά­θε αἰ­σχρὴ πρά­ξη πού γί­νε­ται μέ τὸ σῶ­μα· καὶ ἀ­πο­δι­ώ­κε­τε κά­θε πο­νη­ρὴ σκέ­ψη καὶ ἐπιθυμία ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα σας. Καὶ ἔ­τσι νὰ δο­ξά­ζε­τε τὸν Θε­ὸ μὲ τὸ σῶ­μα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ Θε­ό.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την. Ἄν­θρω­πός τις εἶ­χε δύ­ο υἱ­ο­ύς. κα εἶ­πεν νε­ώ­τε­ρος αὐ­τῶν τ πα­τρί· πά­τερ, δς μοι τ ἐ­πι­βάλ­λον μέ­ρος τς οὐ­σί­ας. κα δι­εῖ­λεν αὐ­τοῖς τν βί­ον. κα με­τ' ο πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας συ­να­γα­γὼν ἅ­παν­τα ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς ἀ­πε­δή­μη­σεν ες χώ­ραν μα­κράν, κα ἐ­κεῖ δι­ε­σκόρ­πι­σεν τν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζν ἀ­σώ­τως. δα­πα­νή­σαν­τος δ αὐ­τοῦ πάν­τα ἐ­γέ­νε­το λι­μὸς ἰ­σχυ­ρός κα­τὰ τν χώ­ραν ἐ­κε­ί­νην, κα αὐ­τὸς ἤρ­ξα­το ὑ­στε­ρεῖ­σθαι. κα πο­ρευ­θεὶς ἐ­κολ­λή­θη ἑ­νὶ τν πο­λι­τῶν τς χώ­ρας ἐ­κε­ί­νης, κα ἔ­πεμ­ψεν αὐ­τὸν ες τος ἀ­γροὺς αὐ­τοῦ βό­σκειν χο­ί­ρους· κα ἐ­πε­θύ­μει γε­μί­σαι τν κοι­λί­αν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν κε­ρα­τί­ων ν ἤ­σθι­ον ο χοῖ­ροι, κα οὐ­δεὶς ἐ­δί­δου αὐ­τῷ. ες ἑ­αυ­τὸν δ ἐλ­θὼν εἶ­πε· πό­σοι μί­σθι­οι το πα­τρός μου πε­ρισ­σε­ύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δ λι­μῷ  ἀ­πόλ­λυ­μαι! ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­σο­μαι πρς τν πα­τέ­ρα μου κα ἐ­ρῶ αὐ­τῷ· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου·  οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου· πο­ί­η­σόν με ς ἕ­να τν μι­σθί­ων σου.  κα ἀ­να­στὰς ἦλ­θε πρς τν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ. ἔ­τι δ αὐ­τοῦ μα­κρὰν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τὸν πα­τὴρ αὐ­τοῦ κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, κα δρα­μὼν ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ κα κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ υἱ­ὸς· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου, κα οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου. εἶ­πε δ πα­τὴρ πρς τος δο­ύ­λους αὐ­τοῦ· ἐ­ξε­νέγ­κα­τε τν στολὴν τν πρώ­την κα ἐν­δύ­σα­τε αὐ­τόν, κα δό­τε δα­κτύ­λι­ον ες τν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ κα ὑ­πο­δή­μα­τα ες τος πό­δας, κα ἐ­νέγ­καν­τες τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν θύ­σα­τε, κα φα­γόν­τες εὐ­φραν­θῶ­μεν,   ὅ­τι οὗ­τος υἱ­ός μου νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σεν, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη. κα ἤρ­ξαν­το εὐ­φρα­ί­νε­σθαι. ν δ υἱ­ὸς αὐ­τοῦ πρε­σβύ­τε­ρος ν ἀ­γρῷ· κα ς ἐρ­χό­με­νος ἤγ­γι­σε τ οἰ­κί­ᾳ, ἤ­κου­σε συμ­φω­νί­ας κα χο­ρῶν,  κα προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕ­να τν πα­ί­δων ἐ­πυν­θά­νε­το τ εἴ­η ταῦ­τα. δ εἶ­πεν αὐ­τῷ ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἥ­κει, κα ἔ­θυ­σεν ὁ πα­τήρ σου τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν, ὅ­τι ὑ­γι­α­ί­νον­τα αὐ­τὸν ἀ­πέ­λα­βεν. ὠρ­γί­σθη δ κα οκ ἤ­θε­λεν εἰ­σελ­θεῖν. ον πα­τὴρ αὐ­τοῦ ἐ­ξελ­θὼν πα­ρε­κά­λει αὐ­τόν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πε τ πα­τρὶ· ἰ­δοὺ το­σαῦ­τα ἔ­τη δου­λε­ύ­ω σοι κα οὐ­δέ­πο­τε ἐν­το­λήν σου πα­ρῆλ­θον, κα ἐ­μοὶ οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­κας ἔ­ρι­φον ἵ­να με­τὰ τν φί­λων μου εὐ­φραν­θῶ· ὅ­τε δ υἱ­ός σου οὗ­τος, κα­τα­φα­γών σου τν βί­ον με­τὰ πορ­νῶν, ἦλ­θεν, ἔ­θυ­σας αὐ­τῷ τν μό­σχον τν σι­τευ­τὸν.  δ εἶ­πεν αὐ­τῷ· τέ­κνον, σ πάν­το­τε με­τ' ἐ­μοῦ ε, κα πάν­τα τ ἐ­μὰ σ ἐ­στιν· εὐ­φραν­θῆ­ναι δ κα χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σε, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη.  

                                                     (Λου­κᾶ ι­ε΄ 11 – 32 )

 

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ    

          Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ εἶναι ἡ ἱστορία ὅλου τοῦ κόσμου, ἡ ἱστορία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὁ ἄσωτος μέσα στὴ μέθη τῆς ἐλευθερίας του ἐπαναστατεῖ καί ζητεῖ νά φύγει μακριά ἀπό τήν πατρική οἰκία, μακριὰ ἀπό τόν πατέρα του, τὸν Θεό. Ὁ Θεός ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει; Ὄχι! Δὲν τὸν ἐμποδίζει. Μέσα σὲ μιά ἰλιγγιώδη ἄνεση ἐλευθερίας τὸν ἀφήνει νὰ πάρει τὸν δρόμο του. Τοῦ δίνει μάλιστα καὶ τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας πού θὰ κληρονομοῦσε, δηλαδή τοῦ προσφέρει ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τὴν ζωήν, τὴν ἴδια τὴ ζωή του, τὴν ὑγεία του, τὶς ἰκανότητες, τὰ ποικίλα χαρίσματά του.

Καὶ ἐκεῖνος πορεύεται «εἰς χώραν μακράν», παραδίδεται στὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ἀναζητώντας τὴ χαρά καί τήν εὐτυχία μακριὰ ἀπό τὸν Δημιουργό του. Καὶ ἐκεῖ βέβαια κάποτε ὅλα τελειώνουν. Ἡ πεινασμένη του ψυχή δὲ μπορεῖ νά χορτάσει. Τίποτε δὲ μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει. Πεινάει. Δυστυχεῖ. Ὑποφέρει. Ἀναγκάζεται πλέον νὰ βόσκει χοίρους. Νὰ μένει δηλαδὴ ὑποδουλωμένος στὰ φρικτά, τὰ βρώμικα καὶ ἀκάθαρτα πάθη του.

Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄσωτος. Δυστυχισμένος μέσα στὸ ὄραμα τῆς εὐτυχίας του. Ὑποδουλωμένος μέσα στὴν κίνηση τῆς ἐλευθερίας του. Ἔχει χρήματα, ἀποκτᾶ κτήματα, βρίσκει ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ δὲν ἔχει χαρά ἀληθινή, δὲν γνωρίζει τὴν εὐτυχία. Κινεῖται ὅπου θέλει, ζῆ ὅπως θέλει, κάνει ὅ,τι θέλει, ἀλλά δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Εἶναι σκλάβος. Εἶναι δοῦλος. Δοῦλος τῶν παθῶν του, τῶν ἀδυναμιῶν του, πού προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νά ἱκανοποιήσει. Δοῦλος στὸ ποτό, στὶς σαρκικότητες, στὸ χρῆμα, στὴ δόξα, στὰ ναρκωτικά, στοὺς ἐγωισμοὺς καὶ τὰ πείσματά του. Δοῦλος! Βοσκὸς χοίρων! Ὑπηρέτης ὅλων τῶν ἀθλιοτήτων του. Δυστυχισμένος!

ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΕΛΘΕΙ ἡ ὥρα τῆς χάριτος καὶ τῆς μεγάλης ἀλλαγῆς. Ἕως ὅτου ἔλθει «εἰς ἑαυτόν», συνέλθει ἀπό τὴ μέθη τῆς ἀποστασίας του, καὶ μέσα στὴν ἀπέραντη δυστυχία του πάρει τήν ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς: «ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου»!

«Πρὸς τὸν πατέρα μου»! Τί συγκλονιστικὴ φράσις! Δὲν ἐπιστρέφει ἁπλῶς στὸ σπίτι του, δὲν ἐπιζητεῖ κάτι ἀπό τήν πατρική περιουσία, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τὸν πατέρα του. Αὐτὸς κυρίως τοῦ λείπει. Αὐτός. Ὁ πατέρας.

ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ σωστά, γνήσια, εἰλικρινά. Μὲ τὴν ἀπόφαση νά μή δικαιολογήσει τὰ λάθη του, νά ὁμολογήσει τὴν ἐνοχή του, νά ζητήσει νά μείνει στὸ σπίτι ὡς μισθωτὸς ὑπηρέτης, ὄχι ὡς υἱός. Καὶ τὸ ἐρώτημα φυσικὰ τὸν βασανίζει: πῶς ἄραγε θὰ τὸν δεχθεῖ ὁ Πατέρας;

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ! Ἡ μεγάλη ἔκπληξη αὐτῆς τῆς τραγωδίας. Ὁ Πατέρας τῆς μεγάλης ἀγάπης. Ὁ Πατέρας τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἐλπίδος, τῆς προσδοκίας. «Ἔτι αὐτοῦ μακράν ἀπέχοντος» τὸν βλέπει, τὸν ἀναγνωρίζει, τὸν εὐσπλαγχνίζεται, τρέχει κοντά του, τὸν ἐναγκαλίζεται «καί κατεφίλησεν αὐτόν»!

Ὤ! Αὐτὴ τὴν ἀπερίγραπτη τρυφερότητα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄσωτο ἄνθρωπο ποιός μπορεῖ νὰ τὴν κατανοήσει! Ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη Του, ξεχύνει τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του: «ἐξενέγκατε τήν στολήν τὴν πρώτην», φέρτε τὴν ὡραιότερη στολή, δῶστε του βασιλικὸ δακτυλίδι, φορέστε του ὑποδήματα. «Καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν». Σφάξτε τὸ καλύτερό μας μοσχάρι, γιὰ νὰ φᾶμε καὶ νὰ εὐφρανθοῦμε, διότι αὐτὸς ὁ υἱός μου ἦταν νεκρὸς καὶ ξανάζησε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.

«Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι». Ἄρχισαν νὰ χαίρονται, νὰ εὐφραίνονται. Μία χαρὰ αἰώνια, μία εὐτυχία παντοτινή, ἕνα πανηγύρι ποὺ δὲν πρόκειται νὰ τελειώσει ποτέ. Ἕνα πανηγύρι γιὰ ὅλο τὸ σπίτι.

ΕΚΤΟΣ ΕΝΟΣ! Τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ. Τοῦ ἀνθρώπου πού νομίζει πώς ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ἄσωτος, δὲν εἶναι ἁμαρτωλός, εἶναι καλός: «τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον». Ἑνὸς ἀνθρώπου πεινασμένου, πού ζητεῖ «ἔριφον» — ἕνα κατσίκι — γιὰ νὰ χαρεῖ μὲ τοὺς φίλους του.

Ἕνα κατσίκι! Εἶναι λοιπὸν καὶ αὐτὸς πεινασμένος. Εἶναι δυστυχής. Θέλει καὶ αὐτὸς νὰ χαρεῖ μακριὰ ἀπό τὸν Πατέρα του, μὲ τοὺς φίλους του. Εἶναι... Τί εἶναι;

Ἄσωτος εἶναι καὶ αὐτός. Ἄσωτος. Μόνο ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνει. Νομίζει ὅτι εἶναι κοντὰ στὸν Πατέρα, ἐνῶ οὐσιαστικὰ βρίσκεται μακριά Του!

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἐπίγειο σπίτι τοῦ Θεοῦ, τό σπίτι – καταφύγιο τῶν ἀσώτων. Τῶν μετανοημένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, πού ἐπιστρέφουν συντετριμμένα κοντά Του καὶ ζητοῦν ἔλεος, τὴν τελευταία θέση. Οἱ αὐτοδικαιούμενοι, οἱ θεωροῦντες ἑαυτοὺς δίκαιους, δὲν τῆς ἀνήκουν. Μέσα στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα βρίσκουν τελικὰ θέση μόνο οἱ ἐπιστρέφοντες ἄσωτοι. Οἱ μετανοοῦντες ἁμαρτωλοί. Αὐτοί ποὺ γίνονται ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνουμε ὅλοι μας!

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)