Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΑΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2025)


 

ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, ἐ­λευ­θε­ρω­θέν­τες ἀ­πὸ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ἐ­δου­λώ­θη­τε τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ. Ἀν­θρώ­πι­νον λέ­γω διὰ τὴν ἀ­σθέ­νειαν τῆς σαρ­κὸς ὑ­μῶν. Ὥ­σπερ γὰρ πα­ρε­στή­σα­τε τὰ μέ­λη ὑ­μῶν δοῦ­λα τῇ ἀ­κα­θαρ­σί­ᾳ καὶ τῇ ἀ­νο­μί­ᾳ εἰς τὴν ἀ­νο­μί­αν, οὕ­τω νῦν πα­ρα­στή­σα­τε τὰ μέ­λη ὑ­μῶν δοῦ­λα τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ εἰς ἁ­για­σμόν. Ὅ­τε γὰρ δοῦ­λοι ἦ­τε τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἐ­λε­ύ­θε­ροι ἦ­τε τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ. Τί­να οὖν καρ­πὸν εἴ­χε­τε τό­τε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐ­παι­σχύ­νε­σθε; τὸ γὰρ τέ­λος ἐ­κε­ί­νων θά­να­τος. Νυ­νὶ δὲ ἐ­λευ­θε­ρω­θέν­τες ἀ­πὸ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας δου­λω­θέν­τες δὲ τῷ Θε­ῷ ἔ­χε­τε τὸν καρ­πὸν ὑ­μῶν εἰς ἁ­για­σμόν, τὸ δὲ τέ­λος ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. Τὰ γὰρ ὀ­ψώ­νια τῆς ἁ­μαρ­τί­ας θά­να­τος, τὸ δὲ χά­ρι­σμα τοῦ Θε­οῦ ζω­ὴ αἰ­ώ­νιος ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ τῷ Κυ­ρί­ῳ ἡ­μῶν.

                         (Ρωμ. στ΄[6] 18 – 23)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀδελφοί, ἀφοῦ ἐ­λευ­θε­ρω­θή­κα­τε ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, γί­να­τε δοῦ­λοι στὴν ἀ­ρε­τή. Με­τα­χει­ρί­ζο­μαι ἀν­θρώ­πι­νο τρό­πο ἐκ­φρά­σε­ως ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ώς σας, ἡ ὁποία εἶ­ναι ἀ­κό­μα σαρ­κι­κὴ καὶ γι' αὐ­τὸ ἡ ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς σᾶς φαί­νε­ται δου­λεί­α. Ὅ­πως δη­λα­δὴ προ­σφέ­ρα­τε τὰ μέ­λη σας σκλά­βα στὴν ἁ­μαρ­τί­α, πού κά­νει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­κά­θαρ­το καὶ πα­ρα­βά­τη τοῦ νό­μου, γιὰ νὰ δι­α­πράττετε τὴν ἀ­νο­μί­α, ἔ­τσι τώ­ρα νὰ προ­σφέ­ρε­τε τὰ μέ­λη σας δοῦλα στὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή, γιὰ νὰ προ­ο­δεύ­ε­τε σὲ ἁ­γι­ό­τη­τα. Ἡ δου­λεί­α ὅ­μως αὐ­τὴ στὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι σκλα­βιὰ ἀλλά ἐ­λευ­θε­ρί­α. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἤ­σα­σταν δοῦ­λοι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἤ­σα­σταν βέ­βαι­α ἐ­λεύ­θε­ροι καὶ ὄ­χι ὑ­πο­ταγ­μέ­νοι στὴ δι­και­ο­σύ­νη καὶ τὴν ἀ­ρε­τή, ἀλλά σᾶς ρω­τῶ: Ποι­ὰ ὠ­φέ­λεια λοι­πὸν εἴ­χα­τε τό­τε ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, γιὰ τὰ ὁ­ποῖα τώ­ρα, ὅ­ταν τὰ θυ­μά­στε, ντρέ­πε­στε; Κα­μί­α. Εἴ­χα­τε ἀν­τί­θε­τα βλά­βη με­γά­λη, δι­ό­τι τὸ τε­λι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν ἔρ­γων ἐ­κεί­νων εἶ­ναι θά­να­τος πνευ­μα­τι­κός. Τώ­ρα ὅ­μως πού ἐ­λευ­θε­ρω­θή­κα­τε ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ ὑ­πο­δου­λώ­σα­τε τὸν ἑ­αυ­τό σας στὸ Θε­ό, ἔ­χε­τε βέ­βαι­ο κέρ­δος τὴν πρό­ο­δο στὴν ἁ­γι­ό­τη­τα, καὶ τε­λι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Δὲν εἶναι λοιπόν πραγματική ἐλευθερία ἡ ὑ­πο­τα­γή σας στὸ Θε­ό; Ναί. Τό­τε ἤ­σα­σταν δοῦ­λοι δυ­στυ­χι­σμέ­νοι, διότι ὁ μι­σθὸς μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἁ­μαρ­τί­α πλη­ρώ­νει τούς δούλους της εἶναι ὁ θά­να­τος. Ἀν­τί­θε­τα τὸ δῶ­ρο πού δίνει ὁ Θεός στοὺς δού­λους του εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴν ὁποία ἀποκτοῦμε μὲ τὴν ἕ­νω­σή μας μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τόν Κύριό μας.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐλ­θόν­τι τῷ Ἰ­η­σοῦ εἰς Κα­περ­να­οὺμ, προ­σῆλ­θεν αὐ­τῷ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος, πα­ρα­κα­λῶν αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέ­βλη­ται ἐν τῇ οἰ­κί­ᾳ πα­ρα­λυ­τι­κός, δει­νῶς βα­σα­νι­ζό­με­νος. Καὶ λέ­γει αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ἐ­γὼ ἐλ­θὼν θε­ρα­πε­ύ­σω αὐ­τόν. Καὶ ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος ἔ­φη· Κύριε, οὐκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς ἵ­να μου ὑ­πὸ τὴν στέ­γην εἰ­σέλ­θῃς· ἀλ­λὰ μό­νον εἰ­πὲ λό­γῳ, καὶ ἰ­α­θή­σε­ται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐ­γὼ ἄν­θρω­πός εἰ­μι ὑ­πὸ ἐ­ξου­σί­αν, ἔ­χων ὑπ᾿ ἐ­μαυ­τὸν στρα­τι­ώ­τας, καὶ λέ­γω το­ύ­τῳ, Πο­ρε­ύ­θη­τι, καὶ πο­ρε­ύ­ε­ται· καὶ ἄλ­λῳ, Ἔρ­χου, καὶ ἔρ­χε­ται· καὶ τῷ δο­ύ­λῳ μου, Πο­ί­η­σον τοῦ­το, καὶ ποι­εῖ. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς, ἐ­θα­ύ­μα­σε, καὶ εἶ­πε τοῖς ἀ­κο­λου­θοῦ­σιν· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, οὐ­δὲ ἐν τῷ ᾿Ισ­ρα­ὴλ το­σα­ύ­την πί­στιν εὗ­ρον. Λέγω δὲ ὑ­μῖν, ὅ­τι πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἀ­να­το­λῶν καὶ δυ­σμῶν ἥ­ξου­σι, καὶ ἀ­να­κλι­θή­σον­ται με­τὰ ᾿Α­βρα­ὰμ καὶ ᾿Ι­σα­ὰκ καὶ ᾿Ι­α­κὼβ ἐν τῇ βα­σι­λε­ί­ᾳ τῶν οὐ­ρα­νῶν· οἱ δὲ υἱ­οὶ τῆς βα­σι­λεί­ας ἐκ­βλη­θή­σον­ται εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. Καὶ εἶ­πεν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τῷ Ἑ­κα­τον­τάρ­χῳ· Ὕ­πα­γε, καὶ ὡς ἐ­πί­στευ­σας γε­νη­θή­τω σοι. Καὶ ἰ­ά­θη ὁ παῖς αὐ­τοῦ ἐν τῇ ὥ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ.

                                 (Ματθ. η΄[8] 5 - 13)

 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΞΙΟΣ ν λθεις στ σπίτι μου, ν εἰσέλθεις κάτω ἀπό τν στέγη τς οκίας μου.

Ὁ ἄνθρωπος πο λέγει ατ τ λόγια δν εναι κἄν βραος. Εναι Ρωμαος ξιωματικός. κατόνταρχος. Κα πλησιάζει τν Κύριο μ να ατημα γι να δοῦλο του, ὁ ὁποῖος ταν παράλυτος κα πέφερε φρικτ «δεινς βασανιζμενος». Παρακαλε δ τν Κύριο ν θεραπεύσει τν σθενή. Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος προθυμοποιεῖται ν πάει στ σπίτι του γιά νά θεραπεύσει τν ρρωστο δοῦλο, ὁ Ἑκατόνταρχος ρνεται λέγοντας τ λόγια ατ μ τ ὁποῖα ρχίσαμε: «Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανς ἵνα μου ὑπό τν στέγην εἰσέλθεις».

Λόγια θαυμαστά! Δν εμαι ξιος ν λθεις στ σπίτι μου, Κύριε, ἀλλά πς να μόνο λόγο κα θ γίνει καλ ὁ δολος μου. Ἀφοῦ ἐγώ, πο εμαι ἄνθρωπος ὑπό τήν ἐξουσία νωτέρων μου, χοντας κάτω ἀπό τν ἐξουσία μου να τμμα στρατιωτν, λέγω στν να «πήγαινε» κα πηγαίνει, κα στν λλον «λα» κα ρχεται, κα στν δοῦλο μου «κάνε ατ» κα τ κάνει, πολ περισσότερο μπορεῖς Ἐσύ μ μία Σου ἐντολή νά θεραπεύσεις τν δοῦλο μου.

Ὁ ἄνθρωπος εχε πίστη σπάνια. Πίστευε ὅτι ὁ Κύριος μποροσε ν θεραπεύσει μ να μόνο λόγο Του, κα μάλιστα ν θεραπεύσει ἐξ ποστάσεως.

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΥΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ δικαίως πέσπασε τν παινο τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος κπληκτος εἶπε ὅτι τόσο θερμή πίστη δέν εἶχε βρεῖ οὔτε μεταξ τν βραίων. Κα συνεπλήρωσε τονίζοντας ὅτι τελικ στ Βασιλεία τοῦ Θεο θ βρεθον πολλο τέτοιοι πιστο ἄνθρωποι ἀπό μακρινος τόπους, «ἀπό νατολν κα δυσμν», κα θ ἀξιωθοῦν ν πολαύσουν ατ τ Βασιλεία μαζ μ τς μεγάλες μορφς τν Πατριαρχν βραάμ, σακ κα ακώβ. ν ντίθετα «ο υἱοί τς βασιλείας», οἱ βραοι, πο ἦσαν πόγονοι τν μεγάλων Πατριαρχν κα θ ἔπρεπε κανονικ ν κληρονομήσουν τ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θά πεταχθοῦν «ες τ σκότος τ ξώτερον», στ σκοτάδι τς κολάσεως, ἐκεῖ ὅπου θά ὑπάρχει μόνο «ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμς τν δόντων», τ κλάμα κα τ τρίξιμο τν δοντιν.

Φοβερ τ λόγια τοῦ Κυρίου. Ν σωθον ἄνθρωποι πο λάτρευαν τ εδωλα κα ν κολασθον αὐτοί πού εἶχαν τν πατροπαράδοτη πίστη στόν ἀληθινό Θεό! Κα ἄν ατ ἴσχυε γι τος βραίους τότε, μπορε κανείς νά φαντασθεῖ πόσο μεγαλύτερη σημασία ἔχει γιά μᾶς τος Χριστιανούς. Πόσο φοβερό θ εναι ν πεταχθοῦμε ἐμεῖς ξω ἀπό τή χαρά καί μακαριότητα τς θείας Βασιλείας κα ν βρεθομε «ες τ σκότος τ ξώτερον».

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ το Κυρίου πευθύνονται καί πάλιν στό Ἑκατόνταρχο. Πήγαινε, τοῦ λέγει. Πήγαινε στ σπίτι σου. Κα ὅπως πίστευσες, τσι ς γίνει. Κα πραγματικ ἐκείνη τήν ἴδια στιγμή ὁ δοῦλος τοῦ κατόνταρχου γινε καλά. Κατ τν πίστη του! Τν τόσο θερμ κα ἀπόλυτη.

ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΤΕΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Ἡ φράση τοῦ κατόνταρχου  «Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τν στέγην εἰσέλθῃς», πέρασε ἀπό τότε στ χείλη τν ἁγίων καί ζυμώθηκε μ τ ζωτς κκλησίας. πέκτησε τσι μυστικότερο καί οὐσιαστικότερο νόημα. Τώρα οἱ πιστο παναλαμβάνουμε τ λόγια τοῦ κατοντάρχου, γιά νά κφράσουμε τ ασθημα τς βαθειάς ἀναξιότητας πού νιώθουμε, προκειμένου νά δεχθομε τν Κύριο μέσα στν οκο τς ψυχς μας: «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμί ξιος, οδὲ ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τς ψυχς»· Κύριε ὁ Θεός μου, γνωρίζω ὅτι δν εμαι ξιος οὔτε ἱκανς γι ν εἰσέλθεις κάτω ἀπό τή στέγη τοῦ οἴκου τς ψυχς μου. Τ λόγια ατ ἀπό τήν Τρίτη Εὐχή πρ τς θείας Κοινωνίας, τν ποία συνέταξε ὁ γιος ωάννης ὁ Χρυσόστομος, εναι συγκλονιστικά.

Δν εμαι ξιος! σ εσαι καθαρς, γιος. γ εμαι μαρτωλός, μολυσμένος, κάθαρτος. Ἡ στέγη τοῦ οἴκου τς ψυχς μου εναι ρημη κα γκρεμισμένη «ὅλη ρημος κα καταπεσοῦσά στι», καί δέ θά εὕρεις μέσα μου τόπο κατάλληλο «τοῦ κλῖναι τν κεφαλήν», γι ν ἀκουμπήσεις κάπου τν κεφαλή Σου.

Ατ εναι ἡ πραγματικότητα ναμφιβόλως. Ὁ Κύριος ρχεται γι ν μείνει μέσα μας, στν οκο τς ψυχς μας. Ἔρχεται μ τ θεία Κοινωνία, μ τν ποία μς μεταδίδει τν διο τν αυτό Του. ρχεται γι ν μείνει. λλ ποῦ νά μείνει; Ὁ τόπος δν εναι καθαρός, δν εναι γιος. Ασθήματα νοχα, σκέψεις μαρτωλές, πιθυμίες βρωμερές, ργα κάθαρτα καθιστον τ σπίτι τς ψυχς μας ρείπιο. Πς ν μείνει σ' ατ ὁ Θεός;

Γι’ ατ ἡ προσευχ μας γίνεται ατς τς ὧρες φλογερή: Κύριε, δν εμαι ξιος! σ ὅμως σ σταῦλο γεννήθηκες κα τος μαρτωλος τος δέχθηκες μ ἀγάπη κα συμπάθεια πολλή. Τ συμπάθεια ατ δεξε κα σ μένα. λα ν μείνεις μέσα μου κα ν καθαρίσεις σ τν ψυχήν μου κα ν τν θεραπεύσεις, ὅπως θεράπευσες τόν βασανιζόμενο παράλυτο δοῦλο τοῦ κατοντάρχου.

κατόνταρχος μς δειξε τν δρόμο. Τν μόνο δρόμο πο δηγε στν Θεό κα πο πρέπει ν βαδίζουμε: Τήν ταπείνωση! ς εναι ελογημένος!

   (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)