ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2025)
ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄
Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ
μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον
ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν
ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν,
εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη.
μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν
ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα
καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ
Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα
μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.
(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα
ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους
ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι
κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν
μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς
κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν
τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς
νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε.
Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7
λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ
τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ
Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα
μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες
ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ
Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια
τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας
τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ
ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό
μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη
γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, ἐλευθερωθέντες
ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ. Ἀνθρώπινον λέγω διὰ
τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. Ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν
δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε
τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. Ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε
τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε
τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος. Νυνὶ δὲ
ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν
καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς
ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ
τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
(Ρωμ. στ΄[6] 18 – 23)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ἀφοῦ ἐλευθερωθήκατε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία,
γίνατε δοῦλοι στὴν ἀρετή. Μεταχειρίζομαι ἀνθρώπινο
τρόπο ἐκφράσεως ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς
σας, ἡ ὁποία εἶναι ἀκόμα σαρκικὴ καὶ γι' αὐτὸ ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς σᾶς
φαίνεται δουλεία. Ὅπως δηλαδὴ προσφέρατε τὰ μέλη σας σκλάβα στὴν ἁμαρτία,
πού κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀκάθαρτο καὶ παραβάτη τοῦ νόμου, γιὰ νὰ διαπράττετε
τὴν ἀνομία, ἔτσι τώρα νὰ προσφέρετε τὰ μέλη σας δοῦλα στὴν ἐνάρετη
ζωή, γιὰ νὰ προοδεύετε σὲ ἁγιότητα. Ἡ δουλεία ὅμως αὐτὴ στὴν ἐνάρετη
ζωὴ δὲν εἶναι σκλαβιὰ ἀλλά ἐλευθερία. Διότι ὅταν ἤσασταν δοῦλοι
τῆς ἁμαρτίας, ἤσασταν βέβαια ἐλεύθεροι καὶ ὄχι ὑποταγμένοι στὴ
δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀρετή, ἀλλά σᾶς ρωτῶ: Ποιὰ ὠφέλεια λοιπὸν εἴχατε
τότε ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, γιὰ τὰ ὁποῖα τώρα, ὅταν τὰ θυμάστε,
ντρέπεστε; Καμία. Εἴχατε ἀντίθετα βλάβη μεγάλη, διότι τὸ τελικὸ
ἀποτέλεσμα τῶν ἔργων ἐκείνων εἶναι θάνατος πνευματικός. Τώρα ὅμως
πού ἐλευθερωθήκατε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ὑποδουλώσατε τὸν ἑαυτό
σας στὸ Θεό, ἔχετε βέβαιο κέρδος τὴν πρόοδο στὴν ἁγιότητα, καὶ τελικὸ
ἀποτέλεσμα τὴν αἰώνια ζωή. Δὲν εἶναι λοιπόν πραγματική ἐλευθερία ἡ ὑποταγή
σας στὸ Θεό; Ναί. Τότε ἤσασταν δοῦλοι δυστυχισμένοι, διότι ὁ μισθὸς
μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία πληρώνει τούς δούλους της εἶναι ὁ θάνατος. Ἀντίθετα
τὸ δῶρο πού δίνει ὁ Θεός στοὺς δούλους του εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία
ἀποκτοῦμε μὲ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Κύριό μας.
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναοὺμ,
προσῆλθεν αὐτῷ Ἑκατόνταρχος, παρακαλῶν αὐτὸν, καὶ λέγων· Κύριε, ὁ
παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος.
Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ
εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ,
καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων
ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, Πορεύθητι, καὶ πορεύεται·
καὶ ἄλλῳ, Ἔρχου, καὶ ἔρχεται· καὶ τῷ δούλῳ μου, Ποίησον τοῦτο, καὶ
ποιεῖ. Ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐθαύμασε, καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν·
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Λέγω δὲ ὑμῖν,
ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι, καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ
᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· οἱ δὲ υἱοὶ
τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται
ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ Ἑκατοντάρχῳ·
Ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ
ἐκείνῃ.
(Ματθ. η΄[8] 5
- 13)
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΞΙΟΣ νὰ ἔλθεις στὸ σπίτι
μου, νὰ
εἰσέλθεις κάτω ἀπό τὴν στέγη τῆς οἰκίας
μου.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ λέγει αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι κἄν Ἑβραῖος. Εἶναι Ρωμαῖος ἀξιωματικός.
Ἑκατόνταρχος.
Καὶ
πλησιάζει τὸν Κύριο μὲ ἕνα αἴτημα γιὰ ἕνα δοῦλο
του, ὁ ὁποῖος ἦταν παράλυτος καὶ ὑπέφερε
φρικτὰ
«δεινῶς
βασανιζὸμενος».
Παρακαλεῖ
δὲ
τὸν
Κύριο νὰ
θεραπεύσει τὸν ἀσθενή.
Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος προθυμοποιεῖται νὰ πάει στὸ σπίτι
του γιά νά θεραπεύσει τὸν ἄρρωστο
δοῦλο, ὁ Ἑκατόνταρχος ἀρνεῖται
λέγοντας τὰ
λόγια αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἀρχίσαμε:
«Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανὸς
ἵνα μου ὑπό τὴν στέγην εἰσέλθεις».
Λόγια θαυμαστά! Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἔλθεις στὸ σπίτι
μου, Κύριε, ἀλλά πὲς ἕνα μόνο
λόγο καὶ
θὰ
γίνει καλὰ
ὁ δοῦλος
μου. Ἀφοῦ ἐγώ, ποὺ εἶμαι
ἄνθρωπος ὑπό τήν ἐξουσία ἀνωτέρων μου, ἔχοντας
κάτω ἀπό τὴν
ἐξουσία μου ἕνα τμῆμα
στρατιωτῶν,
λέγω στὸν
ἕνα
«πήγαινε» καὶ
πηγαίνει, καὶ στὸν ἄλλον «ἔλα»
καὶ
ἔρχεται,
καὶ
στὸν
δοῦλο μου «κάνε αὐτὸ»
καὶ
τὸ
κάνει, πολὺ
περισσότερο μπορεῖς Ἐσύ μὲ μία Σου ἐντολή νά θεραπεύσεις τὸν δοῦλο
μου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶχε πίστη
σπάνια. Πίστευε ὅτι ὁ Κύριος μποροῦσε νὰ
θεραπεύσει μὲ ἕνα μόνο
λόγο Του, καὶ μάλιστα νὰ
θεραπεύσει ἐξ ἀποστάσεως.
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΥΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ δικαίως ἀπέσπασε
τὸν
ἔπαινο
τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἔκπληκτος εἶπε ὅτι τόσο θερμή
πίστη δέν εἶχε βρεῖ οὔτε μεταξὺ τῶν Ἑβραίων.
Καὶ
συνεπλήρωσε τονίζοντας ὅτι τελικὰ στὴ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ βρεθοῦν πολλοὶ τέτοιοι
πιστοὶ
ἄνθρωποι ἀπό μακρινοὺς τόπους, «ἀπό ἀνατολῶν
καὶ δυσμῶν»,
καὶ θὰ
ἀξιωθοῦν νὰ
ἀπολαύσουν
αὐτὴ τὴ
Βασιλεία μαζὶ μὲ τὶς
μεγάλες μορφὲς τῶν
Πατριαρχῶν
Ἀβραάμ,
Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Ἐνῶ ἀντίθετα «οἰ υἱοί τῆς
βασιλείας», οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ἦσαν ἀπόγονοι
τῶν
μεγάλων Πατριαρχῶν καὶ θὰ ἔπρεπε
κανονικὰ
νὰ
κληρονομήσουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θά πεταχθοῦν «εἰς τὸ
σκότος τὸ ἐξώτερον»,
στὸ σκοτάδι
τῆς
κολάσεως, ἐκεῖ ὅπου θά ὑπάρχει μόνο «ὁ
κλαυθμός καί ὁ βρυγμὸς τῶν
ὀδόντων»,
τὸ
κλάμα καὶ
τὸ
τρίξιμο τῶν
δοντιῶν.
Φοβερὰ τὰ λόγια
τοῦ Κυρίου. Νὰ σωθοῦν
ἄνθρωποι ποὺ λάτρευαν τὰ εἴδωλα καὶ νὰ κολασθοῦν αὐτοί
πού εἶχαν τὴν πατροπαράδοτη πίστη στόν
ἀληθινό Θεό! Καὶ ἄν αὐτὸ ἴσχυε
γιὰ
τοὺς
Ἑβραίους
τότε, μπορεῖ κανείς νά φαντασθεῖ πόσο
μεγαλύτερη σημασία ἔχει γιά μᾶς τοὺς
Χριστιανούς. Πόσο φοβερό θὰ εἶναι νὰ
πεταχθοῦμε ἐμεῖς ἔξω ἀπό τή χαρά καί μακαριότητα τῆς θείας
Βασιλείας καὶ νὰ βρεθοῦμε «εἰς τὸ
σκότος τὸ ἐξώτερον».
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ τοῦ Κυρίου ἀπευθύνονται
καί πάλιν στό Ἑκατόνταρχο. Πήγαινε, τοῦ λέγει. Πήγαινε στὸ σπίτι
σου. Καὶ
ὅπως πίστευσες, ἔτσι ἂς γίνει.
Καὶ
πραγματικὰ
ἐκείνη τήν ἴδια στιγμή ὁ δοῦλος τοῦ Ἑκατόνταρχου
ἔγινε
καλά. Κατὰ
τὴν
πίστη του! Τὴν τόσο θερμὴ καὶ
ἀπόλυτη.
ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΤΕΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ἡ
φράση τοῦ Ἑκατόνταρχου
«Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τὴν
στέγην εἰσέλθῃς», ἐπέρασε
ἀπό τότε στὰ χείλη τῶν ἁγίων καί
ζυμώθηκε μὲ
τὴ
ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπέκτησε
ἔτσι
μυστικότερο καί οὐσιαστικότερο νόημα. Τώρα οἱ πιστοὶ ἐπαναλαμβάνουμε
τὰ
λόγια τοῦ Ἑκατοντάρχου,
γιά νά ἐκφράσουμε
τὸ
αἴσθημα
τῆς
βαθειάς ἀναξιότητας πού νιώθουμε, προκειμένου νά δεχθοῦμε τὸν Κύριο
μέσα στὸν
οἶκο
τῆς
ψυχῆς
μας: «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμί
ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός,
ἵνα μου ὑπό τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς
ψυχῆς»·
Κύριε ὁ Θεός μου, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶμαι ἄξιος
οὔτε ἱκανὸς
γιὰ
νὰ
εἰσέλθεις κάτω ἀπό τή στέγη τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀπό τήν
Τρίτη Εὐχή πρὸ τῆς θείας
Κοινωνίας, τὴν ὁποία
συνέταξε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος, εἶναι συγκλονιστικά.
Δὲν εἶμαι ἄξιος! Ἐσὺ εἶσαι
καθαρὸς,
ἅγιος.
Ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλός,
μολυσμένος, ἀκάθαρτος. Ἡ στέγη τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου εἶναι ἔρημη καὶ
γκρεμισμένη «ὅλη ἔρημος
καὶ καταπεσοῦσά ἐστι»,
καί δέ θά εὕρεις μέσα μου τόπο κατάλληλο «τοῦ κλῖναι τὴν
κεφαλήν», γιὰ νὰ
ἀκουμπήσεις κάπου τὴν κεφαλή Σου.
Αὐτὴ εἶναι ἡ
πραγματικότητα ἀναμφιβόλως. Ὁ Κύριος ἔρχεται
γιὰ
νὰ
μείνει μέσα μας, στὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας.
Ἔρχεται μὲ
τὴ
θεία Κοινωνία, μὲ τὴν ὁποία μᾶς
μεταδίδει τὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτό
Του. Ἔρχεται
γιὰ
νὰ
μείνει. Ἀλλὰ ποῦ νά
μείνει; Ὁ τόπος δὲν εἶναι
καθαρός, δὲν
εἶναι
ἅγιος.
Αἰσθήματα
ἔνοχα,
σκέψεις ἁμαρτωλές,
ἐπιθυμίες
βρωμερές, ἔργα
ἀκάθαρτα
καθιστοῦν
τὸ
σπίτι τῆς
ψυχῆς
μας ἐρείπιο.
Πῶς
νὰ
μείνει σ' αὐτὸ ὁ Θεός;
Γι’ αὐτὸ ἡ
προσευχὴ
μας γίνεται αὐτὲς τὶς ὧρες
φλογερή: Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος! Ἐσὺ ὅμως σὲ σταῦλο
γεννήθηκες καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τοὺς
δέχθηκες μὲ
ἀγάπη καὶ
συμπάθεια πολλή. Τὴ συμπάθεια αὐτὴ δεῖξε καὶ σὲ μένα. Ἔλα νὰ μείνεις
μέσα μου καὶ νὰ
καθαρίσεις Ἐσὺ τὴν ψυχήν
μου καὶ
νὰ
τὴν
θεραπεύσεις, ὅπως θεράπευσες τόν βασανιζόμενο παράλυτο δοῦλο τοῦ Ἑκατοντάρχου.
Ὁ Ἑκατόνταρχος
μᾶς
ἔδειξε
τὸν
δρόμο. Τὸν
μόνο δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Θεό καὶ ποὺ πρέπει
νὰ
βαδίζουμε: Τήν ταπείνωση! Ἂς εἶναι εὐλογημένος!
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)