ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον,
Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς. (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)
ΠΩΣ ΚΤΙΖΕΙΣ
ΤΟΝ ΝΑΟ ΣΟΥ;
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ:
«Ἕκαστος βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ»
Κάθε πιστὸς
κτίζει μέσα του ἕνα πνευματικὸ οἰκοδόμημα, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὸ
σχέδιο τοῦ οἰκοδομήματος αὐτοῦ τὸ συνέλαβε ὅ ἴδιος ὁ Θεός. Τὴν ἐπιστασία καὶ
ἐπίβλεψη τοῦ κτίσματος ἀναλαμβάνουν ὡς σοφοὶ ἀρχιτέκτονες οἱ ἐργάται τοῦ
Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι ἐποπτεύουν καὶ διευθύνουν μὲ σοφία καὶ χάρη Θεοῦ. Καὶ
κτίστες τοῦ οἰκοδομήματος αὐτοῦ εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν
προσεκτικὰ καὶ ἂς δοῦμε τί οἰκοδόμημα εἶναι αὐτὸ ποὺ κτίζουμε καὶ πῶς πρέπει νὰ
τὸ κτίζουμε.
1. ΠΩΣ
ΚΤΙΖΟΥΜΕ
Τὸ οἰκοδόμημα
τὸ ὁποῖο κτίζουμε ὅλοι οἱ πιστοί, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν τὸ κτίζουμε
μόνοι μας. Συνεργαζόμαστε μὲ τόν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς
Χριστὸς εἶναι ὁ σχεδιαστὴς ἀλλὰ καὶ ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ οἰκοδομήματος αὐτοῦ, ὁ
ὁποῖος τίθεται στὰ θεμέλια τῆς ψυχῆς μας μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμά μας. Ἀλλὰ κατόπιν
καλούμαστε ἐμεῖς νὰ ὁλοκληρώσουμε τὸ κτίσιμο αὐτοῦ τοῦ οἰκοδομήματος, νὰ
γίνουμε ὄργανα τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴν ἄμεση καθοδήγησή του. Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς οἰκοδόμημα εἶναι αὐτὸ ποὺ κτίζουμε;
Ἀσφαλῶς δὲν
πρόκειται γιὰ κάποιο ὑλικὸ οἰκοδόμημα ἀλλὰ γιὰ τὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα τῆς
ψυχῆς μας. Ἀπὸ τοὺς τελευταίους ὅμως στίχους τοῦ Ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος
φαίνεται σαφῶς ὅτι τὸ πνευματικὸ αὐτὸ οἰκοδόμημα δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ οἰκοδόμημα
ἀλλὰ οἰκοδόμημα ἱερό, εἶναι ἐκκλησία, ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πῶς ὅμως συμβαίνει αὐτό;
Ὁ ἄνθρωπος
μέσα στὸν Παράδεισο ζοῦσε μέσα στὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀδὰμ
καὶ τῆς Εὔας ἦταν ἕνας ἔμψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ, κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μέσα στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς τους οἱ πρωτόπλαστοι πρόσφεραν τοὺς ἑαυτούς
τους ὡς θυσία λατρείας στὸν οὐράνιο Πατέρα. Ὅταν ὅμως οἱ πρωτόπλαστοι παρέβησαν
τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο ποὺ εἶχαν στὴν καρδιά τους ἀνατράπηκε.
Ἡ φωτιὰ ποὺ ὑπῆρχε πάνω σ' αὐτὸ ἔσβησε. Κάθε θυμίαμα σταμάτησε νὰ καίγεται.
Ἀντὶ γιὰ τὴν εὐωδία του, ἀναθυμιάσεις βδελυκτὲς γέμισαν τὸ ἐσωτερικὸ τῶν
ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, για νὰ δώσει καὶ πάλι τὴν δυνατότητα
σὲ ὅλους ἐμᾶς νὰ ξανακτίσουμε ἀπὸ τὰ ἐρείπιά του τὸν ἱερὸ αὐτὸ ναὸ τῆς ψυχῆς
μας. Γιὰ νὰ μποροῦμε πλέον οἱ πιστοὶ μέσα στὸ θυσιαστήριο τῆς ψυχῆς μας νὰ
προσφέρουμε λατρεία στὸν Θεὸ εὐάρεστη καὶ ἱερή.
2. ΠΩΣ
ΚΤΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΟΥ·
Δὲν κτίζουμε
λοιπὸν ἕνα ὁποιοδήποτε οἰκοδόμημα μέσα μας, ἀλλὰ κτίζουμε ἐκκλησία, ναὸ τοῦ
Θεοῦ. Πῶς ὅμως πρέπει νὰ κτίζουμε τὸν ναὸ αὐτό; Τί ὑλικὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ τὸ
κτίσιμο αὐτό; Κάθε κτίστης, λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, μπορεῖ νὰ κτίσει μὲ πολύτιμα
ὑλικά, μὲ χρυσάφι ἢ ἀσήμι, ἢ μὲ πρόχειρα ὑλικά, σανίδια, ἄχυρα ἢ καλάμια. Μ'
αὐτὰ ὅμως τὰ πρόχειρα ὑλικὰ δὲν κτίζονται ἀνάκτορα καὶ ναοί, ἀλλὰ καλύβες,
σταῦλοι καὶ ἀποθῆκες. Μὲ μάρμαρα, γρανίτες καὶ χρυσάφι κτίζονται οἱ ναοί.
Τὰ ὑλικὰ τὰ
ὁποῖα μᾶς παρουσιάζει τὸ ἱερὸ κείμενο συμβολίζουν δύο πράγματα: τὴν πίστι ποὺ
ἔχουμε, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο ποὺ ζοῦμε, τὴν ἀρετὴ ἢ τὴν κακία μας. Πῶς λοιπὸν
κτίζουμε τὴ ζωή μας; Τὴν κτίζουμε μὲ τὶς πολύτιμες ἀρετές, ἢ μὲ τὰ πρόχειρα
ξύλα καὶ χόρτα καὶ καλάμια, μὲ κακίες δηλαδὴ καὶ πονηρὲς πράξεις; Ὅποιος θέλει
νὰ κτίσει μιὰ ἀληθινὴ πνευματικὴ ζωή, θὰ πρέπει νὰ κτίσει μὲ πολύτιμα ὑλικά, μὲ
ἀρετὲς πλούσιες καὶ ἀγώνα πνευματικὸ σταθερό, ἐντατικὸ καὶ ποιοτικό.
Ἀντίθετα
ὅποιος ἔχει ἐπιπολαιότητα, ἀδιαφορία, προχειρότητα, δημιουργεῖ μὲ εὐτελὴ ὑλικὰ
μιὰ ἑτοιμόρροπη ἀχυροκαλύβα, ποὺ γεμίζει μὲ πάθη καὶ κακίες καὶ τελικὰ
καταρρέει μπροστὰ στὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμοὺς ἢ κατακαίεται ἀπὸ τὴν
φωτιὰ τῆς θείας δικαιοσύνης. Ἀκόμη δὲ πιο φοβερὸ καὶ σατανικὸ εἶναι τὸ νὰ
καταστρέφει καὶ διαφθείρει κανεὶς ἀπὸ μόνος του τὸν πνευματικὸ ναὸ ποὺ ἔχει
μέσα του. Νὰ τὸν γκρεμίζει μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀκολασίες του, οἱ ὁποῖες τὸν
κατερημώνουν καὶ τὸν καταρρίπτουν. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ λυπεῖται καθὼς ἐκδιώκεται
τότε ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἐγκαταλείπει τὸν ναὸ ἔρημο, γιὰ νὰ
κυριευθεῖ ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ δαιμόνια. Καὶ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται τέμενος
δαιμόνων, χειρότερος ἀπὸ στάβλο ἀλόγων ζώων.
Ἀδελφοί, ἂς
ἀνακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας: Γκρεμίζουμε ἢ κτίζουμε; Κι ἂς πάρουμε στὰ χέρια μας
τὰ πνευματικὰ ἐργαλεῖα τῆς μετανοίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, γιὰ νὰ
προετοιμάσουμε τὸν ναὸ τῆς δικῆς μας ψυχῆς πρὶν μᾶς προλάβει ὁ θάνατος. Διότι
τότε τὸ ἔργο τοῦ κτισίματος θὰ παρουσιασθεῖ φανερὰ σὲ ὅλους κατὰ τὴν Δευτέρα
τοῦ Χριστοῦ Παρουσία. Τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸ ξεσκεπάσει καὶ θὰ τὸ φανέρωσει. Ἀλλὰ
καὶ θὰ τὸ ζυγίσει ἐπακριβῶς καὶ θὰ τὸ ἐκτιμήσει, καὶ ἀντιστοίχως θὰ μᾶς
κατατάξει. «Στῶμεν καλῶς».
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ
Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ' ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· ὁ δὲ εἶπεν,
Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες·
Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
(Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Κι ἀμέσως
ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν οἱ μαθητές του ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ
τοῦ πλήθους πού ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξει βασιλιά, τοὺς ἀνάγκασε νὰ
μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν πρὶν ἀπ' αὐτὸν στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς
λίμνης, ὡσότου αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. Κι ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε στὸ βουνὸ
γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος του. Κι ὅταν βράδιασε καλά,
ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Τὸ πλοῖο ὅμως εἶχε προχωρήσει πλέον στὴ μέση τῆς λίμνης καὶ συνταρασσόταν ἀπὸ τὰ κύματα. Διότι ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Καὶ στὸ τελευταῖο
τρίωρο τῆς νύχτας, ὅταν τὸ τέταρτο τμῆμα τῶν σκοπῶν παραλαμβάνει τὴ στρατιωτικὴ φρουρά, ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπ' τὸ βουνὸ καὶ ἦλθε πρὸς αὐτοὺς
περπατώντας πάνω στὴ θάλασσα,
σὰν νὰ ἦταν
ἡ θάλασσα
στεριά. Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδαν οἱ μαθητὲς νὰ περπατάει πάνω στὴ θάλασσα, ταράχθηκαν λέγοντας ὅτι αὐτὸ πού ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα. Κι ἀπ’ τό
φόβο τους ἔβγαλαν κραυγή. Ἀμέσως ὅμως τοὺς μίλησε
ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε: Ἔχετε θάρρος, ἐγώ εἶμαι, μὴ φοβάστε. Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος:
Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολὴ
νὰ ἔλθω κοντά σου περπατώντας πάνω στὰ νερά. Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: Ἔλα. Καὶ τότε ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπάτησε
πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ ἔλθει κοντὰ στὸν Ἰησοῦ.
Ἀλλὰ ὅταν εἶδε
τὸν ἀέρα πόσο δυνατὸς ἦταν, κλονίστηκε ἡ πίστη του καὶ φοβήθηκε, καὶ καθὼς ἄρχισε νὰ βουλιάζει,
φώναξε δυνατά: Κύριε, σῶσε με, διότι
κινδυνεύω νὰ πνιγῶ.
Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι
του, τὸν ἔπιασε καί τοῦ εἶπε: Ὀλιγόπιστε, γιατί δείλιασες; Κι ὅταν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πέτρος μπῆκαν στὸ πλοῖο, ἡσύχασε
ὁ ἄνεμος. Τότε ὅσοι ἦταν ἤδη στὸ πλοῖο
ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν
μὲ πολλὴ εὐλάβεια λέγοντας:
Ἀληθινά, εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πέρασαν ἀπ' τὸ ἕνα
μέρος
τῆς λίμνης στὸ ἄλλο, ἦλθαν
στὴ χώρα Γεννησαρέτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου