ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν
μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ
ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός.
Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει,
φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.
(Α΄
Κορ. γ΄[3] 9 – 17)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, κι
ἐκεῖνοι πού φυτεύουν κι ἐκεῖνοι πού ποτίζουν εἴμαστε συνεργάτες
τοῦ Θεοῦ στὸ ἔργο Του πού ἀποβλέπει στὴ σωτηρία σας. Εἶστε ἀγρὸς πού
ἀνήκει στὸ Θεὸ καὶ καλλιεργεῖται ἀπ' αὐτόν. Εἶστε οἰκοδομὴ τοῦ
Θεοῦ πού κτίζεται ἀπ' αὐτὸν μὲ ὄργανά του καὶ κτίστες του ἐμᾶς. Σύμφωνα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ
πού μοῦ δόθηκε γιὰ νὰ θεμελιώνω Ἐκκλησίες ἀνάμεσα στὰ ἔθνη, σὰν ἔμπειρος
ἀρχιτέκτονας ἔχω βάλει θεμέλιο στερεὸ· ἄλλος ὅμως συνεχίζει πάνω
σ' αὐτὸ τὸ κτίσιμο. Ὁ καθένας ἀπό τους κτίστες ἂς προσέχει πῶς οἰκοδομεῖ
πάνω στὸ θεμέλιο. Αὐτὸς δὲν ἔχει πλέον δουλειὰ μὲ τὸ θεμέλιο. Διότι
κανένας δὲν μπορεῖ νὰ βάλει ἄλλο θεμέλιο λίθο ἐκτός ἀπὸ ἐκεῖνον πού
βρίσκεται τώρα ἀμετακίνητος καὶ ἄσειστος στὴ βάση τῆς οἰκοδομῆς.
Καὶ ὁ θεμέλιος αὐτὸς λίθος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐγὼ λοιπὸν θεμελίωσα
καλά. Ἐὰν ὅμως κανεὶς κτίζει πάνω στὸ θεμέλιο αὐτὸ μὲ ὑλικὰ σὰν τὸ
χρυσάφι ἢ τὸ ἀσήμι ἢ τοὺς πολύτιμους λίθους, ἢ ἀντιθέτως μὲ σανίδια
ἢ ἄχυρα ἢ καλάμια, τοῦ κάθε κτίστη τὸ ἔργο θὰ γίνει φανερό. Διότι ἡ
ἡμέρα τῆς Κρίσεως θὰ τὸ ξεσκεπάσει καὶ θὰ τὸ φανερώσει. Καὶ θὰ τὸ ξεσκεπάσει,
διότι ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ ἀποκαλυφθεῖ μαζὶ μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας δικαιοσύνης,
πού εἶναι δραστικὴ σὰν τὴ φωτιά. Καὶ ὁ Θεὸς θὰ ζυγίσει μέ ἀκρίβεια γιὰ
νὰ ἀποκαλύψει τί εἶναι τὸ ἔργο τοῦ καθενὸς, καὶ θὰ φανερώσει τὴν
πραγματική του ἀξία σὰν τὴ φωτιά πού κατακαίει κάθε εὔφλεκτο ὑλικό.
Ἐὰν τὸ ἔργο πού ἔκανε κάποιος κτίζοντας πάνω στό αἰώνιο θεμέλιο,
δηλαδὴ τὸν Χριστό, ἀντέξει καὶ δὲν καεῖ ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς θείας κρίσεως,
αὐτὸς θὰ πάρει μισθὸ. Ἐὰν τὸ ἔργο κάποιου ἄλλου κατακαεῖ καὶ δὲν
αντέξει στὴ φωτιὰ τῆς θείας κρίσεως, αὐτὸς θὰ ζημιωθεῖ, διότι οἱ κόποι
του δὲν θὰ ἀνταμειφθοῦν. Κι ὀ ἴδιος θά σωθεῖ μόλις καὶ μετὰ βίας· θὰ σωθεῖ
δηλαδὴ σὰν ἐκεῖνον πού περνᾶ μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς καὶ διατρέχει
μεγάλο κίνδυνο. Ἔτσι κι αὐτὸς θὰ σωθεῖ, ἂν τελικὰ ἀντέξει στὴ φωτιὰ
τῆς θείας κρίσεως. Εἶπα ἀρκετὰ γιὰ τοὺς κτίστες. Ἂς ἔλθω τώρα καὶ σ' ἐκείνους
πού ἀντὶ νὰ κτίζουν, καταστρέφουν τὴν οἰκοδομή. Δὲν γνωρίζετε ἀπὸ
τὴν πείρα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς σας ὅτι εἶστε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι
τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας; Ἐὰν λοιπὸν κανεὶς μὲ τὴν πλανεμένη
διδασκαλία του καὶ τοὺς φατριασμοὺς του καταστρέφει τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ,
θὰ τὸν καταστρέψει αὐτὸν ὁ Θεός. Καὶ θὰ τὸν καταστρέψει, διότι ὁ
ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιος. Εἶναι ἀφιερωμένος στὸ Θεὸ καὶ εἶναι δικό
του κτῆμα. Εἶναι ἱερὸς καὶ ἀπαραβίαστος. Καὶ τέτοιος ναός, ναὸς
τοῦ Θεοῦ ἅγιος, εἶστε ἐσεῖς.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ' ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος
καταποντίζεσθαι
ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ·
Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων
αὐτῶν
εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
(Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)
ΕΠΑΝΩ
ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς εἶναι συνέχεια ἐκείνου τῆς περασμένης
Κυριακῆς. Μᾶς μεταφέρει ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων
στὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Κύριος ἀναγκάζει τοὺς μαθητές Του νά μποῦν καί νὰ περάσουν στὸ
ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ἕως ὅτου Ἐκεῖνος διαλύσει τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ἀναχωροῦν καί ὁ Κύριος πείθει τοὺς ἀνθρώπους νὰ
ἀναχωρήσουν γιὰ τὰ σπίτια τους. Ἀμέσως δὲ μετὰ ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στὸ βουνὸ γιὰ
νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του. Φθάνει πλέον τὸ βράδυ καὶ Ἐκεῖνος ἐξακολουθεῖ νὰ
μένει ἐκεῖ μόνος καὶ νὰ προσεύχεται. Ἡ ἡσυχία καί ἡ μοναξιά καί τό ἴδιο τὸ
βουνὸ τοῦ προσφέρουν ἰδανικὲς συνθῆκες προσευχῆς.
Ὁ Κύριος προσεύχεται. Προσεύχεται, διότι δὲν ἦταν μόνον Θεός, ἀλλὰ καὶ
ἄνθρωπος. Καὶ ὡς ἄνθρωπος εἶχε ἀνάγκη τῆς προσευχῆς. Προσεύχεται ὅμως καί γιά
νά διδάξει ἐμᾶς νὰ κάνουμε τό ἴδιο. Νά ἀναζητοῦμε ἥσυχους τόπους, ἀπομονωμένους
καί ἐκεῖ νά ἀφοσιωνόμαστε στήν προσευχή.
ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ΩPA τό πλοῖο μὲ τοὺς μαθητές βρίσκεται στὸ μέσο τῆς μεγάλης
λίμνης καί ἀντιμετωπίζει τρικυμία
μεγάλη. Ὁ ἄνεμος θυελλώδης τὸ συνταράσσει, ἀπειλεῖ νὰ τὸ βυθίσει. Οἱ μαθητές
βρίσκονται σέ ἀγωνία θανάτου καί ὁ Κύριος δὲν βρίσκεται κοντά τους. Ποῦ
βρίσκεται;
Ὁ Κύριος τοὺς ἀφήνει νὰ δοκιμασθοῦν ἀρκετά. Καί ὅταν πιά ἡ νύχτα ἔφθανε
πρὸς τὸ τέλος της, περίπου στὸ διάστημα 3-6 τὸ πρωί, ὁπότε ἡ τετάρτη νυκτερινὴ
στρατιωτικὴ βάρδια ἀνελάμβανε ὑπηρεσία, πῆγε κοντὰ τους βαδίζοντας ἐπάνω στὰ
κύματα. Μέσα στὸ σκοτάδι οἱ μαθητές τὸν ἐκλαμβάνουν γιὰ φάντασμα καί φοβισμένοι
ἀφήνουν κραυγὴ ἀγωνίας καί τρόμου. Ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ταλαιπωρίας τους:
ἀπό τή μιά κινδυνεύουν νὰ πνιγοῦν, ἀπό τὴν ἄλλη ἀντικρύζουν φαντάσματα. Ἡ
ἀντοχὴ τους ἐδῶ φαίνεται πιά νά ἐξαντλεῖται.
ΑΛΛΑ ΕΔΩ ΚΑΙ Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ἔχει πλέον τελειώσει. Ὁ Κύριος τοὺς δίνει
θάρρος, τοὺς βεβαιώνει ὅτι Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι καί ὄχι κάποιο φάντασμα.
Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ψυχῆς τους ἀμέσως ἀλλάζει. Ὁ ἄνεμος ἐξακολουθεῖ νὰ
μαίνεται, ἀλλὰ μέσα τους ἐπικρατεῖ γαλήνη. Εἶναι τόση ἡ χαρά τους, ὥστε ὁ
Πέτρος ζητεῖ νὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος τὴ δύναμη νά πάει κοντὰ Του βαδίζοντας ἐπάνω
στὰ κύματα. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος τοῦ λέγει «ἐλθέ»,
ἔλα, ὁ Πέτρος κατεβαίνει καὶ ἀρχίζει νὰ βαδίζει πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ φθάσει
κοντὰ στὸν Χριστό. Τόλμη, θάρρος, πίστις... φαινόμενο μοναδικό. Ὅμως...
ΟΜΩΣ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΝΕΙ τώρα τὸ καίριο λάθος. Μιά στιγμή, μιά καὶ μόνο στιγμὴ
παίρνει τὸ βλέμμα του ἀπό τὴ μορφή τοῦ Κυρίου καὶ τὸ στρέφει στὰ κύματα. Τότε
συνειδητοποιεῖ ποῦ βρίσκεται. Τότε προσέχει καὶ πάλι τὴ μανία, τὸ ἄγριο φύσημα
τοῦ ἀνέμου, τὰ πελώρια κύματα. Καί τότε... ἀρχίζει νὰ φοβᾶται. Μόλις δὲ ὁ φόβος
μπαίνει μέσα του, ἀρχίζει νά βυθίζεται. Καὶ τότε ἀπελπισμένος κράζει: «Κύριε, σῶσόν με»!
Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν βρίσκεται μακριά του. Ἁπλώνει τὸ χέρι Του, τὸν πιάνει καὶ
τοῦ λέγει ἐπιτιμητικά: «Ὀλιγόπιστε, εἰς
τί ἐδίστασας;»· ὀλιγόπιστε, γιατί δειλίασες;
Ἔπειτα, καθὼς ἀνεβαίνουν στὸ πλοῖο, ὁ ἄνεμος ἡσυχάζει. Τὸ θάμβος τῶν
μαθητῶν εἶναι ἀπροσμέτρητο. Μὲ σεβασμὸ πλησιάζουν καὶ προσκυνοῦν τὸν Κύριον,
ὁμολογώντας ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καί σὲ λίγο ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς
Γεννησαρέτ.
Ο ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΩΝ
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ περπατήσει πάνω στὰ κύματα τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς.
Μπορεῖ. Ἀρκεῖ νά τό θελήσει. Ἀρκεῖ δηλαδὴ νὰ πιστέψει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι κοντά
του. Καὶ ἀρκεῖ νά ἔχει τό βλέμμα τῆς ψυχῆς του στραμμένο μόνιμα σ’ Αὐτόν.
Ἀλλὰ νὰ τὸ ἔχει μόνιμα! Αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικό. Νὰ μή στρέφει οὔτε γιά μιά
στιγμή τήν προσοχή του στὴ θύελλα καὶ τὴν τρικυμία τῶν δοκιμασιῶν. Ἡ θύελλα νὰ
μαίνεται γύρω του, νά μή μπαίνει ὅμως μέσα στὴν ψυχή του.
Ἂν ταλαιπωρούμεθα στὴ ζωή μας, ἄν φθάνουμε συχνὰ στὴν ἀπογοήτευση καὶ ἂν
βυθιζόμαστε στήν ἀπελπισία, εἶναι διότι ἀπομακρύνουμε τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς μας
ἀπό τὸν Χριστό.
Στὸν κόσμο αὐτὸ πλέουμε μέσα σὲ πέλαγος πειρασμῶν, θλίψεων, ποικίλων
δοκιμασιῶν. Συχνὰ αὐτὲς οἱ δοκιμασίες παίρνουν τὴ μορφὴ τρικυμίας, μαίνονται ὡς
ἀνεξέλεγκτη θύελλα, ἀπειλοῦν μέ πνιγμό. Μερικὲς μάλιστα φορὲς φθάνουν σὲ ἔνταση
τόσο μεγάλη, ὥστε ἡ ψυχὴ μας γεμίζει μέ ἀγωνία καί τρόμο. Εἶναι ἀσθένειες,
εἶναι ἀποτυχίες, εἶναι προδοσίες, εἶναι ἀνταρσίες τῶν παιδιῶν, εἶναι ἀδικίες
καί περιφρονήσεις, εἶναι συκοφαντικοὶ κατατρεγμοί — τὰ δαιμόνια μαίνονται,
σφυρίζουν ὀργισμένα. Εἴμαστε τότε σάν τούς μαθητές στὸ ταλαιπωρούμενο ἀπό τή
θύελλα πλοῖο καί μάλιστα τήν ὥρα «τῆς
τετάρτης φυλακῆς τῆς νυκτός», τότε πού νομίζουμε ὅτι μᾶς κυκλώνουν τὰ
φαντάσματα.
Τότε ὅμως καί ὁ ἀγώνας μας βρίσκεται πιὰ στὸ τέλος του. Σύντομα θὰ
διαπιστώσουμε πὠς ὄχι κάποια φαντάσματα, ἀλλά πώς ὁ Χριστὸς βρίσκεται κοντά
μας. Καὶ ἄν στηρίξουμε τὸ βλέμμα μας ἀταλάντευτο ἐπάνω Του, θὰ διαπιστώσουμε
πώς μποροῦμε νά περπατήσουμε ἐπάνω στὰ κύματα.
Λοιπόν, μὴ μᾶς φοβίζουν τὰ κύματα, οἱ τρικυμίες τῆς ζωῆς.
Τὸ βλέμμα μας μόνο νὰ προσέξουμε. Τὸ βλέμμα μας νὰ εἶναι στραμμένο στὸν
Κύριο. Σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἕνα καὶ μόνο νεῦμά Του, ὅταν τό θελήσει, θὰ σταματήσει
ὅλες τὶς θύελλες πού ἔχουν ξεσπάσει στὴ ζωή μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ
τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου