Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΜΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ          

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2024)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

­δελ­φοί, ­λευ­θε­ρω­θέν­τες ­πὸ τῆς ­μαρ­τί­ας ­δου­λώ­θη­τε τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ. Ἀν­θρώ­πι­νον λέ­γω διὰ τὴν ἀ­σθέ­νειαν τῆς σαρ­κὸς ὑ­μῶν. Ὥ­σπερ γὰρ πα­ρε­στή­σα­τε τὰ μέ­λη ὑ­μῶν δοῦ­λα τῇ ἀ­κα­θαρ­σί­ᾳ καὶ τῇ ἀ­νο­μί­ᾳ εἰς τὴν ἀ­νο­μί­αν, οὕ­τω νῦν πα­ρα­στή­σα­τε τὰ μέ­λη ὑ­μῶν δοῦ­λα τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ εἰς ἁ­για­σμόν. Ὅ­τε γὰρ δοῦ­λοι ἦ­τε τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἐ­λε­ύ­θε­ροι ἦ­τε τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ. Τί­να οὖν καρ­πὸν εἴ­χε­τε τό­τε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐ­παι­σχύ­νε­σθε; τὸ γὰρ τέ­λος ἐ­κε­ί­νων θά­να­τος. Νυ­νὶ δὲ ἐ­λευ­θε­ρω­θέν­τες ἀ­πὸ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας δου­λω­θέν­τες δὲ τῷ Θε­ῷ ἔ­χε­τε τὸν καρ­πὸν ὑ­μῶν εἰς ἁ­για­σμόν, τὸ δὲ τέ­λος ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. Τὰ γὰρ ὀ­ψώ­νια τῆς ἁ­μαρ­τί­ας θά­να­τος, τὸ δὲ χά­ρι­σμα τοῦ Θε­οῦ ζω­ὴ αἰ­ώ­νιος ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ τῷ Κυ­ρί­ῳ ἡ­μῶν.

                                   (Ρωμ. στ΄[6] 18 – 23)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. ΔΟΥΛΟΙ Ἤ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ;

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μακριὰ ἀπό τὸν Θεό, ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Ἂν κάποτε ἐπιστρέψει κοντὰ στὸν Θεό, γίνεται ἐπανάσταση στὴ ζωή του, ἐλευθερώνεται ἀπό τὴν τυραννικὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ γίνεται δοῦλος τῆς ἀρετῆς, δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τό νόημα τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν ἀρχή τοῦ σημερινοῦ Ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος. «Ἐλευθερωθέντες ἀπό τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ», λέγει.

Τί συνέβη λοιπόν; Ὁ ἄνθρωπος ἦταν δοῦλος, ἔκανε μιὰ ἐπανάσταση καί κατάντησε πάλι δοῦλος;

Μὴν ξαφνιάζεστε, συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος, «ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν». Χρησιμοποιεῖ αὐτὸν τὸν ἀνθρώπινο τρόπο ἐκφράσεως, λόγω τῆς ἀδυναμίας, πού ὡς ἄνθρωποι ἔχετε. Τὴν ἀδυναμία δηλαδὴ νά αἰσθάνεστε κοπιαστικὴ τὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς, σάν νά πρόκειται γιά ἐργασία, ποὺ γίνεται ἀπό ἀνάγκη, σάν νὰ εἶναι δουλεία.

Πόσο σημαντικὰ εἶναι τὰ ὅσα λέγει ὁ Ἀπόστολος! Ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο σ' αὐτά.

Οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι νομίζουν πώς ἐλευθερία εἶναι νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἡ ἐλευθερία ὅμως αὐτὴ σύντομα μετατρέπεται σὲ φρικτὴ σκλαβιά, καθὼς τὰ πάθη ὑποδουλώνουν τὴ θέλησή τους παραλύοντας κάθε δύναμη ἀντιστάσεως μέσα τους. Ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι μόνο ἡ ὑποταγή στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Βέβαια στὴν ἀρχή αὐτή ἡ ὑποταγή παρουσιάζει δυσκολίες. Τὰ πάθη ζοῦν καὶ ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ἀσκεῖ καθημερινὰ βία στὸν ἑαυτό του, νά τὸν μεταχειρίζεται δηλαδὴ σάν δοῦλο, ποὺ θέλει σπρώξιμο, ἀπειλή, τιμωρία. Βρίσκεται ἑπομένως πάλι σὲ κατάσταση δουλείας.

Ὅμως πόσο διαφορετικὴ ἀτμόσφαιρα τώρα! Μόνο στὴν ἐπιφάνεια μοιάζει μὲ δουλεία. Στὴν πραγματικότητα εἶναι γλυκειά, γλυκύτατη ἐλευθερία. Ἐλευθερία, πού, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια καὶ ὁ πιστὸς προοδεύει στὴν πνευματικὴ ζωή, θὰ ἀπαλλάσσεται καὶ ἀπό τὴν ἐπιφανειακὴ αὐτὴ δουλικότητα καὶ θὰ γίνεται τέλεια ἐλεύθερος. Θὰ ζεῖ μιὰ κατάσταση, στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, σάν τὸ πιο φυσικὸ πράγμα στὸν κόσμο. Τί εὐλογημένη κατάσταση!

2. Η ΦΡΙΚΤΗ ΠΛΗΡΩΜΗ

Πόσο φοβερὴ εἶναι ἡ δουλεία στὴν ἁμαρτία, φαίνεται, λέγει στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος, ἀπό τὰ ἀποτελέσματά της. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ντροπή, ποὺ γεμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ ἀηδία, πίκρα, τύψεις, στενοχώρια, ταραχή. Ἀξιοθρήνητη κατάσταση. Ὑπάρχει ὅμως καὶ τὸ χειρότερο, ποὺ σὲ δύο σημεῖα τὸ ὑπογραμμίζει ὁ Ἀπόστολος: «τὸ τέλος ἐκείνων θάνατος», λέγει· καὶ παρακάτω: «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος». Ἡ λέξη «ὀψώνια» σημαίνει μισθός, πληρωμή. Καὶ ἑπομένως τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν πώς ἡ πληρωμή, ποὺ δίνει ἡ ἁμαρτία σὲ ὅσους εἶναι δοῦλοι της, εἶναι ὁ θάνατος.

Ὁ θάνατος! Φρικτή, ἀπαίσια πληρωμή! Καὶ δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ τὸν σωματικὸ θάνατο μόνο, ποὺ ἄλλωστε τὸν ὑφιστάμεθα ὅλοι μας. Ἀλλὰ πρόκειται γιὰ τὸν πνευματικὸ θάνατο. Τί εἶναι αὐτὸς ὁ πνευματικὸς θάνατος; Ὁ πνευματικὸς θάνατος εἶναι ὁ αἰώνιος χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τὸν Θεό. Αὐτὸ ποὺ πιό ἁπλᾶ λέμε Κόλαση.

Νά, λοιπόν, τὸ τραγικὸ κατάντημα τῆς ἁμαρτίας, νά, ἡ ἀπαίσια πληρωμή της! Ἐδῶ μέν, σ' αὐτή τὴν πρόσκαιρη ζωή, γεμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ ντροπή, μὲ φόβο, μὲ ἀνησυχία, μὲ ἀγωνία, μὲ ἄγχος καὶ ὅλα τὰ θλιβερὰ ἀποτελέσματα τῆς σκλαβιᾶς της. Τὸ χειρότερο δὲ ὅτι στὸ τέλος τὸν ὁδηγεῖ ὁριστικὰ μακριὰ ἀπό τὸν Θεό, στὴ φρίκη τῆς αἰωνίου κολάσεως. Φοβερό!

3. ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΔΩΡΟ

Ἂν ἡ πληρωμὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἐλεεινὴ αὐτὴ κατάσταση, ποὺ περιγράψαμε, ποιὰ ἄραγε νὰ εἶναι ἡ πληρωμὴ τῆς ἀρετῆς; Καμμία, φαίνεται νὰ λέγει τὸ ἀνάγνωσμά μας. Καμμία; εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀπορήσουμε. Ἀδύνατον! Κι ὅμως, ἐπιμένει ὁ Ἀπόστολος, αὐτὸ ποὺ παίρνει ὁ πιστός, ὅταν ἐφαρμόζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του, δὲν εἶναι πλέον πληρωμή, ἀλλά χάρισμα! «Τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν», λέγει.

Ἡ ἀλλαγὴ αὐτή τῆς λέξεως δὲν εἶναι τυχαία. Ἔχει νόημα βαθύτατο. Εἶναι σάν νά λέγει ὁ Ἀπόστολος: Ἀδελφοί μου, ἐσεῖς, ποὺ ἀγωνίζεστε τὸν καλὸν ἀγώνα καὶ προσπαθεῖτε νὰ ζεῖτε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μὴν περιμένετε πληρωμή. Ἂν πρόκειται νὰ πληρωθεῖτε σύμφωνα μέ τὰ ἔργα σας, ἡ πληρωμή σας θὰ εἶναι λίγη, ἐλάχιστη. Ὅσο ἀκριβῶς ἀξίζουν τὰ ἔργα σας - ἄν ἀξίζουν. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν σᾶς δίνει αὐτὸ τὸ λίγο, τὸ ἐλάχιστο, ὅσο ἀξίζουν τὰ ἔργα σας, ποὺ καὶ αὐτὰ μὲ τὴ δική Του Χάρη τὰ κάνετε. Σᾶς δίνει κάτι ἀφάνταστα ὑπέροχο. Κάτι ἀσύλληπτο. Κάτι ποὺ δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς σας. Κάτι ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ φανταστεῖ ἡ φαντασία σας. Κάτι ἐκπληκτικό, μοναδικό, μεγαλειῶδες. Τί; Σᾶς δίνει αἰώνια ζωὴ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»!

Σᾶς παίρνει δηλαδὴ κοντά Του, σᾶς χαρίζει τὴ Βασιλεία Του, σᾶς κάνει συγκληρονόμους τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης Του, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σᾶς χαρίζει ὄχι μόνο ὅλα τὰ ἀγαθά Του, ἀλλά τὸν Ἴδιο τὸν Ἑαυτό Του. Καὶ σᾶς τὰ δίνει ὅλα αὐτὰ αἰωνίως. Ὄχι γιὰ 50 ἢ 100 χρόνια, ὅσα περίπου ἐσεῖς κοπιάσατε. Οὔτε γιὰ χίλια ἢ ἑκατομμύρια χρόνια. Ἀλλά αἰωνίως! Γιὰ πάντοτε!

Ὤ, Κύριε! Θυμήσου μας καὶ μᾶς ὅλους, «ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βσιλείᾳ Σου». Ἀμήν! 

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐλ­θόν­τι τῷ Ἰ­η­σοῦ εἰς Κα­περ­να­οὺμ, προ­σῆλ­θεν αὐ­τῷ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος, πα­ρα­κα­λῶν αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέ­βλη­ται ἐν τῇ οἰ­κί­ᾳ πα­ρα­λυ­τι­κός, δει­νῶς βα­σα­νι­ζό­με­νος. Καὶ λέ­γει αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ἐ­γὼ ἐλ­θὼν θε­ρα­πε­ύ­σω αὐ­τόν. Καὶ ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος ἔ­φη· Κύριε, οὐκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς ἵ­να μου ὑ­πὸ τὴν στέ­γην εἰ­σέλ­θῃς· ἀλ­λὰ μό­νον εἰ­πὲ λό­γῳ, καὶ ἰ­α­θή­σε­ται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐ­γὼ ἄν­θρω­πός εἰ­μι ὑ­πὸ ἐ­ξουσί­αν, ἔ­χων ὑπ᾿ ἐ­μαυ­τὸν στρα­τι­ώ­τας, καὶ λέ­γω το­ύ­τῳ, πο­ρε­ύ­θη­τι, καὶ πο­ρε­ύ­ε­ται· καὶ ἄλ­λῳ, ἔρ­χου, καὶ ἔρ­χε­ται· καὶ τῷ δο­ύ­λῳ μου, πο­ί­η­σον τοῦ­το, καὶ ποι­εῖ. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς, ἐ­θα­ύ­μα­σε, καὶ εἶ­πε τοῖς ἀ­κο­λου­θοῦ­σιν· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, οὐ­δὲ ἐν τῷ ᾿Ισ­ρα­ὴλ το­σα­ύ­την πί­στιν εὗ­ρον. Λέγω δὲ ὑ­μῖν, ὅ­τι πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἀ­να­το­λῶν καὶ δυ­σμῶν ἥ­ξου­σι, καὶ ἀ­να­κλι­θή­σον­ται με­τὰ ᾿Α­βρα­ὰμ καὶ ᾿Ι­σα­ὰκ καὶ ᾿Ι­α­κὼβ ἐν τῇ βα­σι­λε­ί­ᾳ τῶν οὐ­ρα­νῶν· οἱ δὲ υἱ­οὶ τῆς βα­σι­λε­ί­ας ἐκ­βλη­θή­σον­ται εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόντων. Καὶ εἶ­πεν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τῷ Ἑ­κα­τον­τάρ­χῳ· Ὕ­πα­γε, καὶ ὡς ἐ­πί­στευ­σας γε­νη­θή­τω σοι. Καὶ ἰ­ά­θη ὁ παῖς αὐ­τοῦ ἐν τῇ ὥ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ.

                                                    (Ματθ. η΄[8] 5 - 13)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό μό­λις μπῆ­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς στὴν Κα­περ­να­ούμ, ἦλ­θε κον­τὰ του ἕ­νας ἑ­κα­τόν­ταρ­χος, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε καὶ τοῦ ἔ­λε­γε: Κύ­ρι­ε, ὁ δοῦ­λος μου εἶ­ναι κα­τά­κοι­τος καὶ πα­ρά­λυ­τος στὸ σπί­τι καὶ βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τρο­με­ροὺς πό­νους. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τό­τε τοῦ λέ­ει: Θὰ ἔλ­θω ἐ­γώ στὸ σπί­τι σου καὶ θὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σω. Κι ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Κύ­ρι­ε, δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ εἰ­σέλ­θεις κά­τω ἀ­πὸ τὴ στέ­γη τοῦ σπι­τιοῦ μου. Ἀλ­λά πὲς αὐ­τὸ πού θέ­λεις μό­νο μ' ἕ­ναν ἁ­πλό λό­γο, καὶ θὰ γι­α­τρευ­θεῖ ὁ δοῦ­λος μου. Δι­ό­τι κι ἐ­γώ ἄν­θρω­πος εἶ­μαι κά­τω ἀ­πὸ ἐ­ξου­σί­α καὶ παίρ­νω δι­α­τα­γὲς ἀ­πὸ ἀ­νω­τέ­ρους, ἀλ­λά κι ἔ­χω στὶς δι­α­τα­γές μου στρα­τι­ῶ­τες· καὶ λέ­ω σ' ἕ­να στρα­τι­ώ­τη: πή­γαι­νε· καὶ πη­γαί­νει. Καὶ σ' ἄλ­λον λέ­ω, ἔ­λα, κι ἔρ­χε­ται. Καὶ στὸ δοῦ­λο μου λέ­ω, κά­νε αὐ­τό, καὶ τὸ ἐ­κτε­λεῖ. Πό­σο μᾶλ­λον θὰ ἐ­κτε­λε­σθεῖ ὁ δι­κός σου λό­γος. Δι­ό­τι ἐ­σύ δὲν εἶ­σαι κά­τω ἀ­πὸ τὶς δι­α­τα­γὲς κα­νε­νός, ἀλ­λά ἔ­χεις ἐ­ξου­σί­α πά­νω σὲ ὅ­λες τὶς ἀ­ό­ρα­τες δυ­νά­μεις! Ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἄ­κου­σε τὰ λό­για του αὐ­τά, θαύ­μα­σε καὶ εἶ­πε σ' ἐ­κεί­νους πού τὸν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν: Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω, τό­σο με­γά­λη πί­στη δὲν βρῆ­κα οὔ­τε ἀ­νά­με­σα στοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ὁ ἐ­κλε­κτὸς λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω λοι­πὸν ὅ­τι πολ­λοὶ σὰν τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο θὰ ἔλ­θουν ἀ­πὸ ἀ­να­το­λὴ καὶ δύ­ση, ἀ­π' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου, καὶ θὰ κα­θί­σουν μα­ζὶ μὲ τὸν Ἀ­βρα­άμ, τὸν Ἰ­σα­ὰκ καὶ τὸν Ἰ­α­κὼβ στὸ εὐ­φρό­συ­νο δεῖ­πνο τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νοι πού κα­τά­γον­ται ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες καὶ ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι κλη­ρο­νό­μοι τῆς βα­σι­λεί­ας, θὰ ρι­χθοῦν ἔ­ξω ἀ­π' αὐ­τήν, στὸ σκο­τά­δι πού εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ἀ­πὸ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ θὰ κλαῖ­νε καὶ θὰ τρί­ζουν τὰ δόν­τια τους. Καὶ εἶ­πε ὁ Ἰ­η­σοῦς στὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο: Πή­γαι­νε στό σπί­τι σου κι ἂς γί­νει σὲ σέ­να ὅ­πως τὸ πί­στε­ψες (ὅ­τι δη­λα­δὴ μό­νο μὲ τὸ λό­γο μου καὶ ἀ­πὸ μα­κριὰ μπο­ρῶ νὰ θε­ρα­πεύ­σω τὸ δοῦ­λο σου). Καὶ πράγ­μα­τι ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ θε­ρα­πεύ­θη­κε ὁ δοῦ­λος του.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου