Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ            

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

(12 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2025)




ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον·  καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν, ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν. Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

(Ἰωάν. κ΄[20] 1 – 10)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται στὸ μνημεῖο πρωί, ὅταν ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου ἦταν σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα. 2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοιχτό, τρέχει κι ἔρχεται στὸν Σίμωνα Πέτρο καὶ στὸν ἄλλο μαθητὴ τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τοὺς εἶπε: Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξερουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν.  3 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη αὐτὴ εἴδηση, βγῆκε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν βγῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἔρχονταν στὸ μνημεῖο.  4 Ἔτρεχαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μαζί· ἀλλὰ ὁ ἄλλος μαθητής, ἐπειδὴ ἦταν νεότερος, ἔτρεξε μπροστὰ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ ἔφθασε πρῶτος στὸ μνημεῖο.  5 Καὶ σκύβοντας ἀπ᾿ ἔξω βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κάτω στὴ γῆ· ἐπειδὴ ὅμως ἦταν πολὺ συγκινημένος, δὲν προχώρησε νὰ μπεῖ μέσα.  6 Ἐνῶ λοιπὸν περίμενε ἀπ᾿ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν καί, θαρραλέος καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸ χαρακτήρα του, μπῆκε στὸ μνημεῖο καὶ παρατήρησε ἀπὸ κοντὰ ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦταν κάτω στὴ γῆ καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ συμβεῖ ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπεῖ.  7 Παρατήρησε ἀκόμη ὅτι τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν σκεπάσει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦταν ἀνακατεμένο μὲ τοὺς ἐπιδέσμους ἀκατάστατα, ἀλλὰ ἦταν τυλιγμένο χωριστὰ κάπου ἐκεῖ μὲ τάξη, ποὺ δὲν πρόδιδε βιασύνη καὶ σπουδή.  8 Τότε λοιπὸν καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ποὺ εἶχε ἔλθει πρῶτος στὸ μνῆμα, παρακινημένος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου, μπῆκε μέσα, καὶ τὰ εἶδε αὐτὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ πίστεψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  9 Δὲν εἶχε πιστέψει πιὸ πρίν, ἀλλὰ μόλις τώρα ποὺ εἶδε ἀδειανὸ τὸν τάφο· διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν γνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθινὴ σημασία τῶν προφητειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας ἔπρεπε νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.  10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξέτασαν τὸν τάφο καὶ πείσθηκαν ὅτι κάθε ἄλλη ἔρευνα ἦταν περιττή, ἐπέστρεψαν πάλι στὰ καταλύματά τους οἱ μαθητές.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν Ἀποστόλους, τοὺς δὲ Προφήτας, τοὺς δὲ Εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ Ποιμένας καὶ Διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν Ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.                                  

                                                                                 (Ἐφεσ. δ΄[4] 7-13)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἀδελφοί, πρέπει λοιπόν νά εμαστε λοι να. Βέβαια λοι ο πιστοί δέν χουμε λάβει τά δια χαρίσματα, λλά διάφορα καί ποικίλα. Ατή μως διανομή γιά κανένα λόγο δέν πιτρέπεται νά γίνεται ατία χωρισμο μεταξύ τν πιστν. Διότι διανομή ατή δέν εναι τυχαία, λλά γίνεται π’ τόν διο τόν Χριστό. Ατός δηλαδή στόν καθένα ξεχωριστά πό μς δωσε τή θεία χάρη, σύμφωνα μέ τό μέτρο πού μέ σοφία καί δικαιοσύνη χρησιμοποιε στή διανομή τς δωρες του. Κι πειδή διος Χριστός διανέμει τά χαρίσματα, γι’ ατό λέει καί γία Γραφή στούς ψαλμούς: ταν Χριστός μέ τήν νάληψή του νέβηκε ψηλά στόν ορανό, δεσε αχμάλωτους τούς χθρούς του, δηλαδή τόν σατανά καί τό θάνατο, κι δωσε χαρίσματα στούς νθρώπους. Λέγοντας λοιπόν γία Γραφή γιά τόν Χριστό τι νέβηκε, τί λλο σημαίνει παρά τι πρωτύτερα καί κατέβηκε στά κατώτερα μέρη τς γς, φο γινε νθρωπος καί σταυρώθηκε; Χριστός πού κατέβηκε, εναι διος πού καί νέβηκε πάνω π’ λους τούς ορανούς, γιά νά γεμίσει μέ τήν παρουσία του καί τίς δωρεές του τά πάντα. Κι ατός δωσε διάφορα χαρίσματα καί διακονίες: λλους θεσε ποστόλους, λλους προφτες, λλους εαγγελιστές, λλους ποιμένες καί διδασκάλους, γιά νά καταρτίζονται ο Χριστιανοί καί νά πιτελεται τό ργο τς διακονίας, μέ τό ποο οκοδομεται τό σμα το Χριστο. Μέχρι νά φθάσουμε νά χουμε λοι μία καί τήν δια ληθινή πίστη καί τέλεια γνώση το Υο το Θεο καί νά προοδεύσουμε πνευματικά, ως του γίνουμε νας τέλειος νθρωπος· καί ν’ ποκτήσουμε τό μέτρο τς πνευματικς ριμότητος καί τελειότητος το Χριστο, δηλαδή νά χουμε πλήρεις τίς δωρεές καί τήν πνευματική τελειότητά του.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἀ­κο­ύ­σας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης πα­ρε­δό­θη, ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὴν Γα­λι­λα­ί­αν· καὶ κα­τα­λι­πὼν τὴν Να­ζα­ρὲτ, ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν εἰς Κα­περ­να­οὺμ τὴν πα­ρα­θα­λασ­σί­αν, ἐν ὁ­ρί­οις Ζα­βου­λὼν καὶ Νε­φθα­λείμ, ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν δι­ὰ ῾Η­σα­ΐ­ου τοῦ προ­φή­του, λέ­γον­τος· γῆ Ζα­βου­λὼν καὶ γῆ Νε­φθα­λε­ίμ, ὁ­δὸν θα­λάσ­σης, πέ­ραν τοῦ ᾿Ι­ορ­δά­νου, Γα­λι­λα­ί­α τῶν ἐ­θνῶν, ὁ λα­ὸς ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει εἶ­δε φῶς μέ­γα, καὶ τοῖς κα­θη­μέ­νοις ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκι­ᾷ θα­νά­του, φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοῖς.  Ἀ­πὸ τό­τε ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.                                                 

  (Ματ­θ. δ΄[4], 12-17)

 

ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΦΩΣ!

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          ΚΥΡΙΑΚΗ μετὰ τὰ Φῶτα! Μιὰ Κυριακὴ πλημμυρισμένη στὸ φῶς. Ἀκόμη ἀντηχοῦν οἱ ὕμνοι τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Φώτων. Μέσα δὲ σ' αὐτὴ τὴν φωτοπλημμύρα εἶναι τοποθετημένο κατάλληλα καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας. Ἀνάγνωσμα μάλιστα σημαντικότατο, διότι μᾶς περιγράφει τὰ πρῶτα βήματα τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου μας.

ΗΤΑΝ Η ΕΠΟΧΗ, μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ποὺ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ὁδηγήθηκε ἀπό τὸν βασιλέα Ἡρώδη τὸν Ἀντίπα στη φυλακή. Γιατί ὅμως ὁ κορυφαῖος αὐτὸς Προφήτης, ὁ ἅγιος ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου, κρίθηκε ἄξιος να φυλακιστεῖ; Τὸ γνωρίζουμε. Φυλακίστηκε, διότι τὸ κήρυγμά του ἦταν γνήσιο, ἀνόθευτο, ἀσυμβίβαστο. Εἶχε τολμήσει νὰ ἀπευθύνει καὶ στὸν ἴδιο τὸν βασιλέα τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο λόγο: «οὐκ ἔξεστί σοι»  δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχεις ὡς σύζυγο τὴ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Δὲν φοβήθηκε τὴν ἐξουσία, οὔτε ὑπολόγισε τὶς συνέπειες τοῦ κηρύγματός του για τὸν ἑαυτό του. Ἀποτέλεσε ἔτσι ὑπέροχο παράδειγμα ἐμπνεύσεως γιὰ ὅλους τοὺς κήρυκες τῆς ἀληθείας, ὥστε νά μή δειλιάζουν ἐνώπιον τῶν ἀσεβούντων ἀρχόντων, οὔτε να νοθεύουν τὸ κήρυγμά τους ἀπό τον φόβο τῶν συνεπειῶν στὴ ζωή τους.

Η ΕΙΔΗΣΙΣ τῆς φυλακίσεως τοῦ Προδρόμου ἔφθασε στὸν Κύριο ἀκριβῶς τὴν περίοδο ἐκείνη μετὰ τοὺς τρεῖς μεγάλους πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου, ποὺ εἶχε ἀποκρούσει στὴν ἔρημο. Ἡ πληροφορία δὲ αὐτὴ ἀποτέλεσε τὴν ἀφορμή νὰ ἀναχωρήσει ἀπό την Ἰουδαία καὶ νὰ μεταβεῖ γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια στὴ Γαλιλαία.

Ἡ Γαλιλαία βρίσκεται στὸ βόρειο μέρος τῆς Παλαιστίνης, μεταξὺ δὲ αὐτῆς καὶ τῆς Ἰουδαίας παρεμβάλλεται ἡ Σαμάρεια. Βασικὸ στοιχεῖο τῆς περιοχῆς εἶναι βέβαια ἡ λίμνη Γεννησαρέτ, ποὺ ὀνομάζεται καὶ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος. Ἦταν μια περιοχὴ σχεδὸν εἰδωλολατρική, διότι οἱ δύο ἰουδαϊκὲς φυλὲς — Ζαβουλών και Νεφθαλεὶμ — ποὺ τὴν κατοικοῦσαν, εἶχαν ἐξομοιωθεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τοὺς πολυπληθεῖς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ.   

Ὁ Κύριος ἐπέλεξε ὡς κέντρο τῆς δράσεώς Του τὴν πόλη Καπερναούμ, στό βορειοδυτικὸ μέρος τῆς λίμνης, καὶ ἀπό ἐκεῖ ἄρχισε τὸ κήρυγμά Του, πραγματοποιώντας ἔτσι μίαν παλαιά προφητεία τοῦ προφήτου Ἡσαϊου. Ἡ προφητεία αὐτὴ ἔλεγε ὅτι ὁ εὑρισκόμενος στὸ πνευματικὸ σκοτάδι λαὸς τῆς εἰδωλολατρικῆς Γαλιλαίας στὴν περιοχή τῶν φυλῶν Ζαβουλών καὶ Νεφθαλείμ, κοντὰ στὴ θάλασσα (τῆς Τιβεριάδος) καὶ πέρα ἀπό τὸν Ἰορδάνη, αὐτὸς ὁ λαὸς εἶδε μέγα πνευματικὸ φῶς, καὶ σ' αὐτοὺς τοὺς λαούς, ποὺ ζοῦσαν στὴν χώρα τὴ βυθισμένη στη σκιά τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, τῆς ἁμαρτίας, ἀνέτειλε φῶς οὐράνιο.

Τὸ φῶς ποὺ ἀνέτειλε στὴν πνευματικῶς σκοτεινὴ ἐκείνη περιοχὴ ἦταν βέβαια ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ κηρύττει σ' αὐτήν. Καὶ τὸ πρῶτο κήρυγμά Του δὲν ἦταν διαφορετικὸ ἀπ' αὐτὸ τὸ ὁποῖο και ὁ Προδρόμος Ἰωάννης προηγουμένως ἐκήρυττε. Ἐκήρυξε τὴ μετάνοια. «Μετανοεῖτε», ἔλεγε στοὺς ἀνθρώπους, «ἢγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μετανοεῖτε, διότι πλησίασε ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

Και πράγματι ἡ ὥρα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν εἶχε πλέον πολὺ πλησιάσει. Εἶχε φθάσει σχεδόν. Εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἡ ἐγκαθίδρυσίς της ἐπάνω στὴ Γῆ.

Μία Βασιλεία ὡστόσο πολὺ διαφορετικὴ ἀπ’ αὐτὴν ποὺ οἱ πολλοὶ Ἑβραῖοι ὁραματίζονταν. Ἐκεῖνοι περίμεναν ἐπίγεια βασιλεία — νὰ ἐπικρατήσουν οἱ ἴδιοι σ' ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν ἐξουσιάζουν. Ὁ Κύριος ὅμως δημιουργοῦσε βασιλεία οὐράνια. Οὐράνια, ὄχι διότι αὐτὴ θὰ ἦταν τυχὸν ἐγκατεστημένη στὸν Οὐρανό, ἀλλά διότι θὰ ἔφερε τὸν Οὐρανό ἐπάνω στὴ γῆ καὶ θὰ ὁδηγοῦσε τή γῆ στὸν Οὐρανό. Θὰ ἦταν βασιλεία ὄχι δυναστικὴ καὶ κυριαρχική, ἀλλά βασιλεία ἁγιότητας, ἀγάπης καὶ σωτηρίας, βασιλεία στις καρδιές τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ Βασιλεία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς εἶναι ἡ ἁγία Ἐκκλησία Του. Ἀλλ' ἐνῶ ἡ ἁγία αὐτὴ Βασιλεία εἶναι ἐγκατεστημένη στὴ γῆ, δὲν περιορίζεται σ' αὐτήν. Ἐκτείνεται πέρα ἀπό τὰ ὄρια τοῦ κόσμου τούτου. Εἶναι ἀληθινὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, διότι ἐκεῖ τελικά μᾶς ὁδηγεῖ. Ἐκεῖ! Στὴν ἀτελείωτη δόξα τῆς αἰωνιότητος τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

Σ’ αὐτὴν τὴν ἐπί γῆς θεϊκὴ Βασιλεία ἀνήκουμε ἤδη ἀπό την ὥρα τοῦ Βαπτίσματός μας καὶ ἐμεῖς. Ἀλλὰ τὸ ἄν θὰ φθάσουμε καὶ στὸ τέλος, δηλαδὴ στὸν Οὐρανό, δὲν ἐξαρτᾶται ἀπό τὸ Βάπτισμά μας μόνον. Χρειάζεται καὶ κάτι ἀκόμη. Ἀναγκαιότατο καὶ ἀπαραίτητο. Ποιό; Αὐτὸ ποὺ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος κηρυκτικός λόγος τοῦ Χριστοῦ μας: «μετανοεῖτε» — ἡ μετάνοια!

Μετάνοια! Στὴν ἀρχὴ τοῦ νέου αὐτοῦ ἔτους ἴσως δὲν ὑπάρχει καλύτερη εὐχή ἀπό τό νά εἶναι τὸ ἔτος τοῦτο ἔτος μετανοίας γιὰ ὅλους μας. Ἡ ἀληθινὴ μετάνοια θὰ μᾶς προαγάγει ἀπό μέλη τῆς ἐπιγείου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ σὲ πολίτες τῆς αἰωνίου Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Καὶ ὄχι ἁπλῶς πολίτες, ἀλλά υἱοὺς καὶ θυγατέρες τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ, συμβασιλεῖς Του στὴν αἰωνιότητα.

     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ         

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ

 (5 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2025)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Ϛ΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς ἐκ νεκρῶν ἔστη ἐν μέσῳ τῶν Μαθητῶν, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι, ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τὶ τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατὶ διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγὼ εἰμι, ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. Ἒτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς, καὶ θαυμαζόντων, εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος, καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. Καὶ λαβὼν, ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. Εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωσέως καὶ Προφήταις καὶ Ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. Τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν, τοῦ συνιέναι τὰς Γραφάς, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται, καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστόν, καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. Ὑμεῖς δὲ ἐστε μάρτυρες τούτων. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ, ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ, εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτόν αὐτούς, διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ αὐτοὶ, προσκυνήσαντες αὐτόν, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Καὶ ἦσαν διαπαντός ἐν τῷ Ἱερῷ, αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.

(Λουκ. κδ΄[24] 36 – 53]

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀφοῦ ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ἀνάμεσά τους καί τούς λέει: Νά εἶναι μαζί σας εἰρήνη. Εἰρήνη  μέ τόν Θεό καί μεταξύ σας. Εἰρήνη καί στίς ψυχές σας.  37 Ἡ αἰφνιδιαστική ὅμως ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου τούς κατατρόμαξε. Κι ἐπειδή κυριεύθηκαν ἀπό φόβο, νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα, δηλαδή ψυχή πεθαμένου πού ἦλθε ἀπό τόν Ἅδη χωρίς νά ἔχει σῶμα.  38 Ὁ Κύριος ὅμως τούς εἶπε: Γιατί εἶστε ταραγμένοι; Καί γιατί γεννιοῦνται στίς σκέψεις σας λογισμοί ἀμφιβολίας γιά τό ἄν πράγματι εἶμαι ὁ ἀναστημένος Διδάσκαλός σας;  39 Δεῖτε τά χέρια μου καί τά πόδια μου ὅτι ἔχουν τά σημάδια τῶν καρφιῶν, καί βεβαιωθεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλός σας πού σταυρώθηκε. Ψηλαφῆστε με μέ τά χέρια σας καί βεβαιωθεῖτε ὅτι δέν εἶμαι ἄσαρκο πνεῦμα. Διότι ἡ ψυχή καί τό φάντασμα ἑνός νεκροῦ δέν ἔχει σῶμα καί ὀστά, ὅπως βλέπετε καί πείθεσθε ὅτι ἔχω ἐγώ.  40 Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια του καί τά πόδια του.  41 Ἐπειδή ὅμως αὐτοί ἀπό τή χαρά τους δέν πίστευαν στά μάτια τους καί νόμιζαν ἀκόμη ὅτι ἔβλεπαν ὄνειρο, καί θαύμαζαν γιά τά πρωτοφανή αὐτά καί ἀνέλπιστα γεγονότα, τούς εἶπε ὁ Κύριος: Ἔχετε ἐδῶ τίποτε φαγώσιμο γιά νά φάω κι ἔτσι νά πεισθεῖτε ἀκόμη περισσότερο ὅτι δέν εἶμαι φάντασμα;  42 Κι αὐτοί τοῦ ἔδωσαν ἕνα κομμάτι ψάρι ψημένο καί λίγη κηρήθρα.  43 Τότε τά πῆρε κι ἔφαγε μπροστά τους. Καί τό ἔκανε αὐτό ὄχι γιατί τό σῶμα του εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλά γιά νά τούς βεβαιώσει ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε.  44 Τούς εἶπε ἐπίσης: Αὐτά τά γεγονότα πού βλέπετε καί σᾶς προκαλοῦν θαυμασμό εἶναι ἡ πραγματοποίηση τῶν λόγων πού σᾶς εἶχα πεῖ προφητικῶς, ὅταν ἤμουν ἀκόμη μαζί σας πρίν σταυρωθῶ. Σᾶς ἔλεγα δηλαδή ὅτι σύμφωνα μέ τό προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἐκπληρωθοῦν καί νά πραγματοποιηθοῦν ὅλα ὅσα ἔχουν γραφεῖ γιά μένα στόν νόμο τοῦ Μωυσῆ καί στούς προφῆτες καί στούς ψαλμούς.  45 Τότε τούς μετέδωσε θεῖο φωτισμό καί τούς ἄνοιξε τό νοῦ γιά νά κατανοοῦν τίς Γραφές.  46 Κι ἀφοῦ τούς ἀνέπτυξε τίς κυριότερες προφητεῖες, τούς εἶπε ὅτι ἔτσι ἔχει γραφεῖ προφητικά στίς Γραφές, κι ἔτσι ἔπρεπε σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες αὐτές νά πάθει ὁ Χριστός καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του ν᾿ ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς,  47 καθώς καί ὅτι πρέπει νά κηρυχθεῖ σ᾿ ὅλα τά ἔθνη μετάνοια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν στό ὄνομά μου (σύμφωνα δηλαδή μέ ὅσα διδαχθήκατε καί μάθατε γιά τό ὄνομά μου, ὅτι εἶμαι ὁ μόνος Σωτήρας καί Λυτρωτής τῶν ἀνθρώπων). Καί τό κήρυγμα αὐτό πρέπει ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ.   48 Ἐσεῖς εἶστε μάρτυρες ὅλων αὐτῶν, δηλαδή τοῦ κηρύγματός μου, τῆς ζωῆς μου, τοῦ Πάθους μου καί τῆς Ἀναστάσεώς μου. Καί μέ τή μαρτυρία πού θά δώσετε γιά μένα θά συντελεσθεῖ τό μεγάλο αὐτό ἔργο τοῦ κηρύγματος τῆς μετανοίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν σ᾿ ὅλα τά ἔθνη.  49 Κι ἐγώ σᾶς ὑπόσχομαι νά σᾶς βοηθήσω ἀποτελεσματικά στό ἔργο αὐτό. Ἰδού ἐγώ, πού ἀπό τώρα εἶμαι καί ὡς ἄνθρωπος ὁ βασιλεύς τοῦ κόσμου καί ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, θά σᾶς στείλω σέ λίγο ἀπό τόν οὐρανό ἐπάνω σας αὐτό πού σᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Πατέρας μου, δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Αὐτό τό Πνεῦμα προανήγγειλαν οἱ προφῆτες ὅτι θά δοθεῖ σέ κάθε ἄνθρωπο. Ἐσεῖς λοιπόν καθίστε στήν πόλη Ἱερουσαλήμ καί μήν ἀπομακρυνθεῖτε ἀπ᾿ αὐτήν, μέχρι νά φορέσετε ὡς πνευματικό ἔνδυμα τή δύναμη καί τήν ἐνίσχυση πού θά σᾶς ἔλθει ἀπό τόν οὐρανό μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  50 Ὅταν ὁ Κύριος τελείωσε τίς διδασκαλίες αὐτές, τούς ὁδήγησε ἔξω ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, μέχρι πού πλησίασαν στή Βηθανία. Κι ἐκεῖ ὕψωσε τά χέρια του καί τούς εὐλόγησε. 51 Καί καθώς τούς εὐλογοῦσε, ἄρχισε νά ἀπομακρύνεται ἀπ᾿ αὐτούς καί ν᾿ ἀνεβαίνει ἐπάνω, πρός τόν οὐρανό.  52 Κι αὐτοί, ἀφοῦ τόν προσκύνησαν, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ μέ μεγάλη χαρά γιά τήν ἔνδοξη ἀνάληψη τοῦ Διδασκάλου τους καί γιά τήν ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά τήν ὁποία τούς βεβαίωσε.  53 Καί ἦταν πάντοτε στό ἱερό τίς ὧρες τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας, ὑμνώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Ἀμήν.

 

Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ)

Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, νῆ­φε ν πᾶ­σι, κα­κο­πά­θη­σον, ἔρ­γον πο­ί­η­σον εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, τν δι­α­κο­νί­αν σου πλη­ρο­φό­ρη­σον. ἐ­γὼ γρ ἤ­δη σπέν­δο­μαι, κα και­ρὸς τς ἐ­μῆς ἀ­να­λύ­σε­ως ἐ­φέ­στη­κε. τν κα­λὸν ἀ­γῶ­να ἠ­γώ­νι­σμαι, τν δρό­μον τε­τέ­λε­κα, τν πί­στιν τε­τή­ρη­κα· λοι­πὸν ἀ­πό­κει­ταί μοι τς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος, ν ἀ­πο­δώ­σει μοι Κύ­ριος ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ, δί­και­ος κρι­τής, ο μό­νον δ ἐ­μοὶ, ἀλ­λὰ κα πᾶ­σι τος ἠ­γα­πη­κό­σι τν ἐ­πι­φά­νειαν αὐ­τοῦ.

                        (Β΄ Τιμ. δ΄[4] 5 – 8)   

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

          Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, ἐσύ πρό­σε­χε ἄ­γρυ­πνα ὅ­λα ὅ­σα σοῦ πα­ρου­σιά­ζει τὸ ποι­μαν­τι­κό σου ἔρ­γο. Κο­πί­α­σε, κάνε ἔρ­γο εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, ὁ­λο­κλή­ρω­σε μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὴ δι­α­κο­νί­α πού σοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Νὰ ἀ­γρυ­πνεῖς καὶ νὰ κο­πιά­ζεις, δι­ό­τι ἐγώ τώ­ρα χύ­νω τὸ αἷ­μα μου ὡς σπον­δὴ καὶ θυ­σί­α στὸ Θε­ό· καὶ ὁ και­ρὸς τῆς ἀ­να­χω­ρή­σε­ώς μου ἀ­πὸ τὸν κό­σμο αὐ­τὸ εἶ­ναι πο­λὺ κον­τά. Ἔ­χω ἀ­γω­νι­σθεῖ τὸν κα­λὸ ἀ­γώ­να γιὰ τὴ δι­ά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἔ­χω φθά­σει στὸ τέ­λος τοῦ δρό­μου τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τῆς τη­ρή­σε­ως τοῦ κα­θή­κον­τος. Ἔ­χω δι­α­φυ­λά­ξει τὴν πί­στη. Λοι­πὸν τώ­ρα πιὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει τὸ στε­φά­νι πού ἀνήκει ὡς βραβεῖο στὴ δι­και­ο­σύ­νη καὶ τὴν ἀ­ρε­τή. Τὸ στε­φά­νι αὐ­τὸ θὰ μοῦ τὸ δώ­σει ὡς ἀν­τα­μοι­βὴ ὁ Κύ­ριος κα­τὰ τὴν ἔν­δο­ξη ἐ­κεί­νη ἡμέρα τῆς Κρί­σε­ως, ὁ δί­και­ος κρι­τής. Θὰ τὸ δώ­σει μά­λι­στα ὄ­χι μό­νο σὲ μέ­να, ἀλλά καὶ σ' ὅ­λους ὅ­σους ἔ­χουν ἀ­γα­πή­σει καὶ μὲ πό­θο πε­ρι­μέ­νουν τὴν ἔν­δο­ξη ἐμ­φά­νι­σή του.

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ)

Ἀρ­χὴ το εὐ­αγ­γε­λί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ το Θε­οῦ. ς γέ­γρα­πται ν τος προ­φή­ταις, ἰ­δοὺ ἐ­γὼ ἀ­πο­στέλ­λω τν ἄγ­γε­λόν μου πρ προ­σώ­που σου, ς κα­τα­σκευ­ά­σει τν ὁ­δόν σου ἔμ­προ­σθέν σου· φω­νὴ βο­ῶν­τος ν τ ἐ­ρή­μῳ, Ἑ­τοι­μά­σα­τε τν ὁ­δὸν Κυ­ρί­ου, εὐ­θε­ί­ας ποι­εῖ­τε τς τρί­βους αὐ­τοῦ, ἐ­γέ­νε­το Ἰ­ω­άν­νης βα­πτί­ζων ν τ ἐ­ρή­μῳ κα κη­ρύσ­σων βά­πτι­σμα με­τα­νο­ί­ας ες ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν. κα ἐ­ξε­πο­ρε­ύ­ε­το πρς αὐ­τὸν πᾶ­σα Ἰ­ου­δα­ί­α χώ­ρα κα ο Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μῖ­ται, κα ἐ­βα­πτί­ζον­το πάν­τες ν τ Ἰ­ορ­δά­νῃ πο­τα­μῷ ὑ­π' αὐ­τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­νοι τς ἁ­μαρ­τί­ας αὐ­τῶν. ν δ Ἰ­ω­άν­νης ἐν­δε­δυ­μέ­νος τρί­χας κα­μή­λου κα ζώ­νην δερ­μα­τί­νην πε­ρὶ τν ὀ­σφὺν αὐ­τοῦ, κα ἐ­σθί­ων ἀ­κρί­δας κα μέ­λι ἄ­γριον. κα ἐ­κή­ρυσ­σε λέ­γων· Ἔρ­χε­ται ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου ὀ­πί­σω μου, ο οκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς κύ­ψας λῦ­σαι τν ἱ­μάν­τα τν ὑ­πο­δη­μά­των αὐ­τοῦ. ἐ­γὼ μν ἐ­βά­πτι­σα ὑ­μᾶς ἐν ὕ­δα­τι, αὐ­τὸς δ βα­πτί­σει ὑ­μᾶς ἐν Πνε­ύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ.        

                   (Μαρκ. α΄[1]  1-8)     

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος ἔ­γι­νε ἡ ἀρ­χή τοῦ χα­ρο­ποι­οῦ μη­νύ­μα­τος γιὰ τὴν ἔ­λευ­ση στὸν κό­σμο τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ πού ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Καὶ ἔ­γι­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἡ ἀρ­χή τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, ὅ­πως ἔ­χει προ­φη­τευ­θεῖ καὶ εἶ­ναι γραμ­μέ­νο στοὺς προ­φῆ­τες. Στὸ βι­βλί­ο δη­λα­δὴ τοῦ προ­φή­τη Μα­λα­χί­α λέ­ει ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας στὸ Μεσ­σί­α: Ἰ­δού, ἐ­γώ ἀ­πο­στέλ­λω τὸν ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρο μου πρὶν ἀ­πὸ σέ­να καὶ μπρο­στὰ ἀ­πὸ σέ­να. Αὐ­τὸς θὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων γιὰ νὰ σὲ ὑ­πο­δε­χθοῦν ὡς Σω­τή­ρα καὶ Λυ­τρω­τή. Κι ἔ­τσι θὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὸ δρό­μο ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ πλη­σιά­σεις ὡς δι­δά­σκα­λος καὶ Σω­τή­ρας τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ὁ ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρος αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο προ­φή­τευ­σε ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας τὰ ἑ­ξῆς: Φω­νὴ ἀν­θρώ­που πού κραυ­γά­ζει στὴν ἔ­ρη­μο καὶ λέ­ει: Ἑ­τοι­μά­στε τὸ δρό­μο ἀ­π’ τόν ὁ­ποῖ­ο θὰ ἔλ­θει σὲ σᾶς ὁ Κύ­ριος· κά­νε­τε ἴ­σι­ες καὶ ὁ­μα­λὲς τὶς δι­α­βά­σεις ἀ­π' τὶς ὁ­ποῖ­ες θὰ πε­ρά­σει. Ξε­ρι­ζῶ­στε δη­λα­δὴ ἀ­π' τὶς ψυ­χὲς σας τὰ ἀγ­κά­θια τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν πα­θῶν καὶ ρίξ­τε μα­κριὰ τὶς πέ­τρες τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ καὶ τῆς πω­ρώ­σε­ως· καὶ κα­θα­ρί­στε μὲ τὴ με­τά­νοι­α τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό σας, γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὸν Κύ­ριο. Καὶ ἔ­γι­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀρ­χή τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, μὲ τὸ νὰ βα­πτί­ζει στὴν ἔ­ρη­μο καὶ μὲ τὸ νὰ κη­ρύτ­τει βά­πτι­σμα πού ἔ­πρε­πε νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται μὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ με­τά­νοι­α, ἔ­τσι ὥ­στε οἱ βα­πτι­σμέ­νοι νὰ λά­βουν ἀρ­γό­τε­ρα τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τους, τὴν ὁ­ποί­α θὰ τοὺς ἐ­ξα­σφά­λι­ζε ὁ Μεσ­σί­ας πού θὰ ἐρ­χό­ταν με­τὰ τὸν Ἰ­ω­άν­νη. Καὶ πή­γαι­ναν σ' αὐ­τὸν οἱ κά­τοι­κοι ὅ­λης τῆς Ἰ­ου­δαί­ας καὶ οἱ Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μί­τες. Καὶ βα­πτί­ζον­ταν ὅ­λοι ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ω­άν­νη στὸν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό, ἐ­νῶ συγ­χρό­νως ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ταν φα­νε­ρὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ ὅ­λη ζω­ὴ καὶ ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Ἰ­ω­άν­νη ἦ­ταν σύμ­φω­νη μὲ τὸ κή­ρυγ­μά του σὲ ὅ­λα. Φο­ροῦ­σε δη­λα­δὴ ἔν­δυ­μα ὑ­φα­σμέ­νο ἀ­πὸ τρί­χες κα­μή­λας καὶ εἶ­χε δερ­μά­τι­νη ζώ­νη γύ­ρω ἀ­π' τὴ μέ­ση του, κι ἔ­τρω­γε ἀ­κρί­δες, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες πού ἔ­φερ­νε ὁ ἄ­νε­μος σὰν σύν­νε­φο ἀ­π' τὴν Ἀ­ρα­βί­α στὴν ἔ­ρη­μο, καὶ μέ­λι πού ἀ­πο­θή­κευ­αν τὰ ἄ­γρια με­λίσ­σια μέ­σα στὶς σχι­σμὲς τῶν βρά­χων. Καὶ κή­ρυτ­τε λέ­γον­τας: Ἔρ­χε­ται ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μέ­να ἐ­κεῖ­νος πού εἶ­ναι πιὸ δυ­να­τὸς ἀ­πὸ μέ­να λό­γῳ τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός του καὶ τῆς θεί­ας φύ­σε­ώς του. Μπρο­στά του ἐ­γώ δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ σκύ­ψω καὶ νὰ λύ­σω ὡς δοῦ­λος τὸ λου­ρὶ τῶν ὑ­πο­δη­μά­των του. Ἐ­γὼ σᾶς βά­πτι­σα μὲ νε­ρό, αὐ­τὸς ὅ­μως θὰ σᾶς βα­πτί­σει μὲ Πνεῦ­μα Ἅ­γιον, τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ κα­θα­ρί­σει καὶ τὶ­ς ψυ­χές σας.

Τὸ Βάπτισμα ὡς ἀπαρχὴ μίας νέας ὑπάρξεως ἐν ἀληθείᾳ,

…Τὸ ἱ­ε­ρὸ μ­υ­σ­τ­ή­ρ­ιο τ­οῦ Β­α­π­τ­ί­σ­μ­α­τ­ος δ­ὲν ἐ­π­ι­φ­έ­ρ­ει α­ὐ­τ­ο­μ­ά­τ­ως μ­ία ἀ­λ­λ­α­γή. Χ­ω­ρ­ὶς τ­ὴν ζ­ῶ­σα π­ί­σ­τη τ­οῦ χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οῦ κ­αὶ τ­ὴν ἐ­ν­ε­ρ­γὸ σ­υ­μ­μ­ε­τ­ο­χή τ­ου σ­τ­ὴν νέα χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ι­κὴ ὕ­π­α­ρ­ξη κ­αὶ ζ­ωή, γ­ί­ν­ε­τ­αι ἀ­ν­ε­ν­ε­ρ­γό. Τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα τ­ο­π­ο­θ­ε­τ­ε­ῖ­τ­αι σὲ ἕ­να γ­ε­ν­ι­κό, ε­ὐ­ρ­ύ­τ­ε­ρο π­λ­α­ί­σ­ιο σ­χ­έ­σ­ης Θ­ε­οῦ κ­αὶ ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ου, ἐ­λ­ε­υ­θ­ε­ρ­ί­ας τ­οῦ Θ­ε­οῦ κ­αὶ ἐ­λ­ε­ύ­θ­ε­ρ­ης β­ο­ύ­λ­η­σ­ης τ­οῦ ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ου. Ἡ σ­χ­έ­ση τ­ο­ύ­τη β­α­σ­ί­ζ­ε­τ­αι σὲ μ­ία ἐ­λ­ε­ύ­θ­ε­ρη σ­υ­ν­ε­ρ­γ­ία, σὲ μ­ία σ­ύ­μ­π­ρ­α­ξη κ­αὶ σ­υ­μ­β­ί­ω­ση, ὅ­π­ου ἡ ἀ­γ­ά­πη τ­οῦ Θ­ε­οῦ κ­α­λ­εῖ τ­ὸν ἄ­ν­θ­ρ­ω­πο κ­αὶ ὁ ἄ­ν­θ­ρ­ω­π­ος ἀ­π­ο­δ­έ­χ­ε­τ­αι τὸ κά­λ­ε­σ­μα «ἐν ἐ­λ­ε­υ­θ­ε­ρ­ίᾳ, ἐν ἀ­γ­ά­πῃ κ­αὶ συ­ν­ε­ρ­γ­ίᾳ κ­αὶ σ­υ­μ­β­ι­ώ­σ­ει».

Μὲ τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα, ε­ἰ­σ­έ­ρ­χ­ε­τ­αι κ­α­ν­ε­ὶς σ­τ­ὸν σ­τ­ρ­α­τὸ τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ (ἁγ. Γ­ρ­η­γ­ό­ρι­ος Ν­ύ­σ­σ­ης). Ἕ­ν­ας σ­τ­ρ­α­τ­ι­ώ­τ­ης, ὡ­σ­τ­ό­σο, χ­ρ­ε­ι­ά­ζ­ε­τ­αι νὰ ἀ­π­ο­δ­ε­ι­κ­ν­ύ­ει ὅ­τι ε­ἶ­ν­αι πρα­γ­μ­α­τ­ι­κὰ ἀ­γ­ω­ν­ι­σ­τ­ής, π­α­ί­χ­τ­ης, ἐ­ρ­γ­ά­τ­ης μὲ ζ­ῆ­λο, ἐ­ν­ε­ρ­γ­ὸς σ­υ­μ­μ­έ­τ­ο­χ­ος σ­τ­ὴ ν­έα π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κ­ό­τ­η­τα. Ἂς φ­α­ν­τ­α­σ­τ­ο­ῦ­με, ἕ­να π­α­ί­χ­τη π­οὺ ἔ­ρ­χ­ε­τ­αι νὰ π­α­ί­ξ­ει σὲ μ­ία μ­ε­γά­λη ὁ­μ­ά­δα. Ἂν δ­ὲν π­ρ­ο­π­ο­ν­ε­ῖ­τ­αι, ἂν δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι δ­ρ­α­σ­τ­ή­ρ­ι­ος, π­α­ρ­α­μ­έ­ν­ει σ­τ­ὴν ὁ­μ­ά­δα ἁ­π­λ­ῶς ὡς μ­έ­λ­ος τ­ης. Γ­ιὰ νὰ π­α­ρ­α­μ­ε­ί­ν­ει σὲ κ­α­λὴ φ­υ­σ­ι­κὴ κ­α­τ­ά­σ­τ­α­ση κ­αὶ γ­ιὰ νὰ ε­ἶ­ν­αι ἀ­π­ο­τ­ε­λ­ε­σ­μ­α­τ­ι­κ­ός, χ­ρ­ε­ι­ά­ζ­ε­τ­αι σ­υ­ν­ε­χῆ π­ρ­ο­π­ό­ν­η­ση, χ­ρ­ε­ι­ά­ζ­ε­τ­αι ἄ­σ­κ­η­ση.

Σ­τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα, δ­ι­α­β­ά­ζ­ε­τ­αι π­ε­ρ­ι­κ­οπή ἀπὸ τ­ὴν Ἐ­π­ι­σ­τ­ολὴ π­ρ­ὸς Ρ­ω­μ­α­ί­ο­υς. Ἐ­κ­εῖ ὁ Ἀ­π­ό­σ­τ­ο­λ­ος Π­α­ῦ­λ­ος λ­έ­ει ὅ­τι ἐ­γ­ε­ι­ρ­ό­μ­ε­ν­οι μ­α­ζὶ μὲ τ­ὸν Χ­ρ­ι­σ­τὸ π­ρ­έ­π­ει νὰ θ­ε­ω­ρ­ο­ῦ­με τ­ο­ὺς ἑ­α­υ­τ­ο­ὺς μ­ας «ν­ε­κ­ρ­ο­ὺς μ­ὲν τῇ ἁ­μ­α­ρ­τ­ία, ζῶν­τ­ας δὲ τῷ Θ­εῷ, π­ε­ρ­ι­π­α­τοῦ­ν­τ­ες ἐv κ­α­ι­ν­ό­τ­η­τι ζ­ω­ῆς». Α­ὐ­τὸ ε­ἶ­ν­αι τὸ δ­υ­ν­α­μ­ι­κὸ κ­α­θ­ῆ­κ­ον τ­ῆς κ­α­τὰ Χ­ρ­ι­σ­τ­ὸν ὑπ­ά­ρ­ξ­ε­ως κ­αὶ ζ­ω­ῆς μ­ας. Τ­ο­ύ­τη ε­ἶ­ν­αι ἡ π­ε­ρ­ι­ο­χὴ τ­ῆς ὀ­ρ­θ­ο­δ­ό­ξ­ου ἀ­σ­κ­ή­σ­ε­ώς μ­ας, δ­η­λ­α­δὴ ἡ ἐ­ν­ε­ρ­γ­ο­π­ο­ί­η­ση, ἐ­ξ­ά­σ­κ­η­ση, λ­ε­ι­τ­ο­υ­ρ­γ­ία τ­ῶν ἀ­ν­α­κ­α­ι­ν­ι­σ­μ­έ­ν­ων δ­υ­ν­ά­μ­ε­ων κ­αὶ ἐ­ν­ε­ρ­γ­ε­ι­ῶν τ­ῆς ἐν Χ­ρ­ι­σ­τῷ ὑ­π­ά­ρ­ξ­ε­ώς μ­ας, π­οὺ ἐ­ν­δ­υ­ν­α­μ­ώ­ν­ο­ν­τ­αι ἀ­πὸ τ­ὴν χ­ά­ρη τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος.

Κ­ά­ν­ο­ν­τ­ας π­ρ­ά­ξη τ­ὴν π­ι­σ­τ­ό­τ­η­τα σ­τ­ὸν «Ἀ­μ­νὸ» τ­οῦ Θ­ε­οῦ, ζ­ο­ῦ­με μὲ ἕ­να ν­έο τ­ρ­ό­πο, «α­ἵ­ρ­ο­ν­τ­ας τ­ὸν σ­τ­α­υ­ρὸ» κ­αὶ ἀ­κ­ο­λ­ο­υ­θ­ώ­ν­τ­ας τ­ὸν Χ­ρ­ι­σ­τό. Ζ­ο­ῦ­με μ­ία ζ­ωὴ π­οὺ π­ρ­ο­σ­φ­έ­ρ­ε­τ­αι σ­τ­ὸν κ­ό­πο τ­ῆς ἀ­γ­ά­π­ης κ­αὶ δ­ί­ν­ει κ­α­θ­η­μ­ε­ρ­ι­νὰ μ­α­ρ­τ­υ­ρ­ία π­ε­ρὶ τ­ῆς κ­α­ι­ν­ό­τ­η­τ­ας τ­ῆς α­ἰ­ώ­ν­ι­ας ζ­ω­ῆς π­οὺ μ­ᾶς χ­ά­ρ­ι­σε ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός. Ε­ἶ­ν­αι π­ρ­ο­σ­κ­ύ­ν­η­ση τ­οῦ Θ­ε­οῦ «ἐν π­ν­ε­ύ­μ­α­τι κ­αὶ ἀ­λ­η­θ­ε­ίᾳ»  ὅ­τ­αν «π­ε­ρ­ι­π­α­τ­ο­ῦ­με ἐν ἀ­λ­η­θ­ε­ίᾳ», κ­αὶ ἐ­φ­α­ρ­μ­ό­ζ­ο­υ­με τ­ὴν ἀ­λ­ή­θ­ε­ια.  Ἡ ζ­ωὴ τ­οῦ β­α­π­τ­ι­σ­μ­έ­ν­ου ε­ἶ­ν­αι λ­ε­ι­τ­ο­υ­ρ­γ­ία ὅ­λ­ης τ­ης ζ­ω­ῆς –ἡ ἀ­ρ­χ­ι­κὴ μ­ά­λι­σ­τα, σ­η­μ­α­σ­ία τ­ῆς λ­έ­ξ­ης λ­ε­ι­τ­ο­υ­ρ­γ­ία, ἦ­τ­αν τ­ο­ύ­τη: κ­ά­νω ἔ­ρ­γο τ­ὶς δ­υ­ν­ά­μ­ε­ις κ­αὶ τ­ὶς ἱ­κ­α­ν­ό­τ­η­τ­ες π­οὺ χ­α­ρ­ί­ζ­ει ὁ Θ­ε­ὸς π­ρ­ὸς ὄ­φ­ε­λ­ος ὅ­λ­ων, δ­η­λ­α­δὴ τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας.

Ὁ Ὀ­ρ­θ­ό­δ­ο­ξ­ος ἀ­σ­κ­η­τ­ι­σ­μ­ὸς π­ρ­ο­κ­ύ­π­τ­ει ἀ­πὸ τ­ὴν χ­ά­ρη τ­ῆς ἀ­ν­α­γ­έ­ν­ν­η­σ­ης π­οὺ π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­π­ο­ι­ή­θ­η­κε μὲ τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα. Ε­ἶ­ν­αι ἡ ἀ­ν­ά­π­τ­υ­ξη κ­αὶ ὁ π­ο­λ­λ­α­π­λ­α­σ­ι­α­σ­μ­ὸς τ­ῶν χ­α­ρ­ι­σ­μ­ά­τ­ων τ­οῦ Θ­ε­οῦ, τ­ῶν δ­ώ­ρ­ων ἀ­πὸ τ­ὸν ἀ­ρ­ρ­α­β­ώ­να τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος. Ε­ἶ­ν­αι ἡ δ­ο­κ­ι­μ­α­σ­ία κ­αὶ π­ρ­ο­κ­ο­πὴ τ­ῶν σ­π­ό­ρ­ων τ­ῆς χ­ά­ρ­ι­τ­ος δ­ιὰ τ­ῶν ἐ­ν­ά­ρ­ε­τ­ων ἔ­ρ­γων. Ε­ἶ­ν­αι ἡ φ­α­ν­έ­ρ­ω­ση τ­ῶν ἐ­ν­ε­ρ­γ­ε­ι­ῶν τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος ἀ­πὸ τὸ ὁ­π­ο­ῖο ε­ἴ­μ­α­στε σ­φ­ρ­α­γ­ι­σ­μ­έ­ν­οι, χ­ρ­ι­σ­μ­έ­ν­οι. Ε­ἶ­ν­αι ἡ β­ε­β­α­ί­ω­ση ὅ­τι τὸ φ­ῶς τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος π­α­ρ­α­μ­έ­ν­ει ἄ­σ­β­ε­σ­το, ε­ἶ­ν­αι ἡ π­ρ­ο­σ­φ­ο­ρὰ ἀ­κ­έ­ρ­α­ι­ου τ­οῦ ε­ἶ­ν­αι ἑ­ν­ὸς ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ου σ­τ­ὸν Θ­εό, ε­ἶ­ν­αι οἱ κ­α­ρ­π­οὶ τ­ῶν κ­α­λ­ῶν π­ρ­ά­ξ­ε­ων π­οὺ ἔ­γ­ι­ν­αν γ­ιὰ τ­ὸν Χ­ρ­ι­σ­τὸ κ­αὶ τ­ὴν Ἐ­κ­κλ­η­σ­ία.

Ἐ­φ­ό­σ­ον β­α­π­τ­ι­ζ­ό­μ­α­σ­τε ὡς β­ρ­έ­φη, τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα χ­ρ­ε­ι­ά­ζ­ε­τ­αι νὰ ἀ­ν­α­ν­ε­ώ­ν­ε­ται δ­ιὰ τ­ῆς μ­ε­τ­α­ν­ο­ί­ας κ­αὶ τ­οῦ ἱ­ε­ρ­οῦ μ­υ­σ­τ­η­ρ­ί­ου τ­ῆς Ἐ­ξ­ο­μ­ο­λ­ο­γ­ή­σ­ε­ως. Τὸ σ­ω­τ­η­ρ­ι­ῶ­δες ὕ­δ­ωρ τ­οῦ Β­α­π­τ­ί­σ­μ­α­τ­ος π­ρ­έ­π­ει νὰ ἐ­ν­ε­ρ­γ­ο­π­ο­ι­η­θ­εῖ, νὰ γ­ί­ν­ει δ­υ­ν­α­μ­ι­κό, νὰ ἐ­ν­ε­ρ­γ­η­θ­εῖ δ­ιὰ τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ως κ­αὶ τ­ῆς β­ο­υ­λ­ή­σ­ε­ως. Γ­ι­α­τί ἡ χ­ά­ρη τ­οῦ ἅ­π­αξ δ­ιὰ π­α­ν­τ­ὸς τ­ε­λε­σ­θ­έ­ν­τ­ος Β­α­π­τ­ί­σ­μ­α­τ­ος π­α­ρ­α­μ­έ­ν­ει κ­αὶ ἀ­ν­α­μ­έ­ν­ει, π­α­ρ­ό­λο π­οὺ ἡ ὀ­λ­ι­γ­ω­ρ­ία κ­αὶ ἡ ἀ­δ­ρ­ά­ν­ε­ιά μ­ας, ἡ ὑ­π­ο­τ­ρ­ο­πή μ­ας σ­τ­ὶς π­α­λ­α­ι­ὲς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ες κ­αὶ σ­τὰ ν­ε­κ­ρὰ ἔ­ρ­γα τ­ὴν σκ­ε­π­ά­ζ­ο­υν, τ­ὴν κ­ρ­ύ­β­ο­υν, τ­ὴν ἀ­π­ω­θ­ο­ῦν. Ἡ μ­ε­τ­ά­ν­ο­ια δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι «ἀ­ν­α­β­ά­π­τ­ι­ση», εἶ­ναι μ­ᾶ­λ­λ­ον «ἀ­ν­α­ν­έ­ω­ση τ­οῦ ὕ­δ­α­τ­ος τ­ῆς χ­ά­ρ­ι­τ­ος τ­οῦ ἱ­ε­ρ­οῦ Β­α­π­τ­ί­σ­μ­α­τ­ος δ­ιὰ τ­ῶν θερ­μ­ῶν δ­α­κ­ρ­ύ­ων τ­ῆς μ­ε­τ­α­ν­ο­ί­ας». (Ἅγ. Δ­ι­ά­δ­ο­χ­ος Φ­ω­τ­ι­κ­ῆς κ­αὶ Ἅγ. Μ­ά­ρ­κ­ος ὁ Ἐ­ρ­η­μ­ί­της).

Μὲ τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα, γ­ί­ν­α­με μ­έ­λη τ­ῆς κ­ο­ι­ν­ό­τ­η­τ­ας τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας. Ἡ μ­ε­τ­ά­νοια χ­ρ­ε­ι­ά­ζ­ε­τ­αι γ­ιὰ νὰ ἀ­ν­α­ν­ε­ω­θ­εῖ ὁ ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ι­α­σ­τ­ι­κ­ὸς (κ­ο­ι­ν­ω­ν­ι­κ­ὸς) χ­α­ρ­α­κ­τ­ή­ρ­ας τῆς ὑ­π­ά­ρ­ξ­ε­ως κ­αὶ τ­ῆς ζ­ω­ῆς μ­ας. Π­ρ­έ­π­ει κ­α­ν­ε­ὶς νὰ ζ­εῖ ἐ­ν­ε­ρ­γά, δ­υ­ν­α­μ­ι­κά, ἀ­σ­κ­η­τ­ι­κά, «σ­ὺν π­ᾶ­σι τ­ο­ῖς ἁ­γ­ί­ο­ις» . Δ­ι­ό­τι ἡ σ­ω­τ­η­ρ­ία σ­τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία κ­αὶ ἡ ἐν Χ­ρ­ι­σ­τῷ ζ­ωὴ δ­ὲν δ­ί­ν­ο­ν­τ­αι ἐ­φ’ ἅ­π­αξ, ἀ­λ­λὰ ἀ­π­ο­τ­ε­λ­ο­ῦν ἕ­να δ­ι­α­ρ­κ­ὲς κ­α­θ­ῆ­κ­ον π­ρ­ὸς ἐ­κ­π­λ­ή­ρ­ω­ση. Δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι μ­ό­νο σ­υ­γ­χ­ώ­ρ­η­ση κ­αὶ δ­ι­κ­α­ί­ω­ση, ἀ­λ­λὰ κ­αὶ μ­ία ν­έα ζ­ωή, ἕ­να «π­ε­ρ­ι­π­α­τ­ε­ῖν ἐν κ­α­ι­ν­ό­τ­η­τι Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος» μὲ τὸ κ­α­ι­νὸ (ν­έο) κ­αὶ κ­α­ι­ν­ο­π­ο­ιό: «ἰ­δ­ού, κ­α­ι­νὰ π­ο­ιῶ τὰ πάν­τα», λ­έ­ει ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός. Γ­ιὰ τὸ λ­ό­γο α­ὐ­τό, ὅ­λ­οι οἱ Ὀ­ρ­θ­ό­δ­ο­ξ­οι ἅ­γ­ι­οι ε­ἶ­ν­αι θ­α­υ­μ­α­του­ρ­γ­ι­κ­ῶς τ­ό­σο κ­α­ι­ν­ο­ύ­ρ­γ­ι­οι κ­αὶ τὸ Ε­ὐ­α­γ­γ­έ­λ­ιο ἐ­ν­τ­ός τ­ο­υς τ­ό­σο κ­α­ι­ν­ο­π­ο­ιό.

Τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα, ὡς ἀ­π­α­ρ­χὴ τ­ῆς ε­ὐ­α­γ­γ­ε­λ­ι­κ­ῆς ὑ­π­ά­ρ­ξ­ε­ως, σ­η­μ­α­τ­ο­δ­ο­τ­εῖ τ­ὴν ἀ­σ­κ­η­τ­ι­κὴ β­ί­ω­ση τ­ῆς ἐν Χ­ρ­ι­σ­τῷ ζ­ω­ῆς, μὲ τ­ὴν χ­ά­ρη τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος, φ­α­ν­ε­ρ­ώ­νο­ν­τ­ας τ­ὸν ὀ­ρ­θ­ό­δ­ο­ξο, ο­ἰ­κ­ο­υ­μ­ε­ν­ι­κό, κ­α­θ­ο­λ­ι­κὸ χ­α­ρ­α­κ­τ­ή­ρα τ­ου κ­αὶ τ­ὸν σ­ύ­ν­δ­ε­σ­μό του μὲ τὰ ὑ­π­ό­λ­ο­ι­πα σ­τ­ο­ι­χ­ε­ῖα τ­ῆς χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ι­κ­ῆς ζ­ω­ῆς κ­αὶ τ­ῆς ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ι­α­σ­τ­ι­κ­ῆς ὑπάρ­ξ­ε­ως. Ἡ θ­ε­ία Ε­ὐ­χ­α­ρ­ι­σ­τ­ία ἀ­π­α­ι­τ­εῖ ὡς π­ρ­ο­ϋ­π­ό­θ­ε­ση σ­υ­μ­μ­ε­τ­ο­χ­ῆς σὲ α­ὐ­τ­ὴν ὄ­χι μ­ό­νο τ­ὴν π­ρ­ά­ξη τ­οῦ Β­α­π­τ­ί­σ­μ­α­τ­ος, ἀ­λ­λὰ κ­αὶ τ­ὴν δ­ι­α­ρ­κῆ φ­α­ν­έ­ρ­ω­ση τ­ῆς χ­ά­ρ­ι­τ­ος ἐν Χ­ρ­ι­σ­τῷ σ­τὴ ζ­ωὴ τ­οῦ β­α­π­τ­ι­σ­μ­έ­ν­ου π­ι­σ­τ­οῦ.

Σ­Υ­Μ­Π­Ε­Ρ­Α­Σ­ΜΑ

Τὸ ἱ­ε­ρὸ Μ­υ­σ­τ­ή­ρ­ιο τ­οῦ Β­α­π­τ­ί­σ­μ­α­τ­ος ε­ἶ­ν­αι μ­ία μ­υ­σ­τ­ι­κή, χ­α­ρ­ι­σ­μ­α­τ­ι­κὴ π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κ­ό­τ­η­τα τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ως κ­αὶ τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας μ­­ας, ἡ ὁ­π­ο­ία σ­υ­ν­δ­έ­ε­τ­αι μὲ τ­ὴν σ­υ­ν­ο­λι­κὴ χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ι­κὴ θ­έ­α­ση τ­οῦ Θ­ε­οῦ, τ­οῦ κ­ό­σ­μ­ου κ­αὶ τ­οῦ ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ου. Ἔ­τ­σι, τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα σ­υ­ν­δ­έ­ε­τ­αι ἐ­π­ί­σ­ης μὲ τ­ὴν χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ι­κή, ὀ­ρ­θ­ό­δ­ο­ξη ἀ­ν­θ­ρ­ω­π­ο­λ­ο­γ­ία, σ­ύ­μ­φ­ω­να μὲ τ­ὴν ὁ­π­ο­ία ὁ ἄ­ν­θ­ρ­ω­π­ος ε­ἶ­ν­αι ἀ­ν­ο­ι­χ­τό, δ­υ­ν­α­μ­ι­κὸ ὄν, δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­η­μ­έ­νο γ­ιὰ α­ἰ­ώ­ν­ια κοι­ν­ω­ν­ία ζ­ω­ῆς κ­αὶ ἀ­γ­ά­π­ης μὲ τ­ὸν Θ­εὸ ἐν Χ­ρ­ι­σ­τῷ.

Ἡ ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ι­νη ἁ­μ­α­ρ­τ­ία δ­ι­έ­κ­ο­ψε κ­αὶ ἔ­κ­α­νε ἀ­δ­ύ­ν­α­τη τ­ὴν κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία α­ὐ­τή, ἀλ­λὰ ἡ Ο­ἰ­κ­ο­ν­ο­μ­ία τ­ῆς σ­ω­τ­η­ρ­ί­ας τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ ἄ­ν­ο­ι­ξε π­ά­λι κ­αὶ π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­π­ο­ί­η­σε τὴν Θ­ε­α­ν­θ­ρ­ώ­π­ι­νη κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία. Τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα ε­ἶ­ν­αι σ­τ­ὴν π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κ­ό­τ­η­τα ἡ ἐ­ν­σ­ω­μ­ά­τ­ω­σή μ­ας σ­τ­ὸν Χ­ρ­ι­σ­τὸ δ­ιὰ τ­ῆς ζ­ώ­σ­ης π­ί­σ­τ­ε­ως, ἡ ἔ­μ­π­ρ­α­κ­τη μ­ε­τ­ο­χή μ­ας σ­τ­ὴν κ­ο­ι­νό­τ­η­τα τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας, μὲ τὴ χ­ά­ρη τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος.

Τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα ε­ἶ­ν­αι ἡ ἀ­π­α­ρ­χὴ μ­ί­ας ν­έ­ας ὑ­π­ά­ρ­ξ­ε­ως, μ­ία π­ρ­ά­ξη χ­α­ρ­ι­σ­μ­α­τ­ι­κῆς-ἐ­ν­ά­ρ­ε­τ­ης ἀ­ν­ά­π­τ­υ­ξ­ης «ἐν σ­υ­ν­ε­ρ­γ­ίᾳ κ­αὶ σ­υ­μ­β­ι­ώ­σ­ει» μὲ τ­ὸν Θ­εό. Τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα εἶ­ν­αι ἡ β­ά­ση τ­ῆς π­ε­ρ­α­ι­τ­έ­ρω ζ­ω­ῆς μ­ας σ­τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία, ε­ἶ­ν­αι ἡ ἀ­ν­ά­π­τ­υ­ξη κ­αὶ ο­ἰ­κ­ο­δ­ο­μή τ­ῆς θ­ε­ώ­σ­ε­ώς μ­ας δ­ιὰ τ­ῆς π­ρ­ό­θ­υ­μ­ης σ­υ­σ­τ­α­υ­ρ­ώ­σ­ε­ως κ­αὶ σ­υ­ν­α­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ώς μας μὲ τ­ὸν Χ­ρ­ι­σ­τό. Σ­τὸ Β­ά­π­τ­ι­σ­μα, δ­ί­ν­ε­τ­αι ὅ­λο τὸ π­ρ­ό­γ­ρ­α­μ­μα τ­ῆς ἐν Χ­ρ­ι­σ­τῷ ζ­ω­ῆς μ­ας, τ­ό­σο ἐ­δῶ σ­τὴ γῆ ὅ­σο κ­αὶ σ­τ­ὴν α­ἰ­ω­ν­ι­ό­τ­η­τα. Δ­ι­ό­τι μ­ο­ν­ά­χα ἡ «ἐν Χ­ρ­ι­σ­τῷ Θ­ε­α­ν­θ­ρ­ώ­πῳ» ζ­ωὴ ὁ­δ­η­γ­εῖ τ­ὸν ἄ­ν­θ­ρ­ω­πο ἀ­πὸ τ­ὴν φ­υ­λ­α­κὴ τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας, τ­οῦ θ­α­ν­ά­τ­ου καὶ τ­ῆς ὑ­π­α­ρ­ξ­ι­α­κ­ῆς κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φ­ῆς π­ρ­ὸς τ­ὴν α­ἰ­ώ­ν­ια ζ­ωὴ τ­οῦ Θ­ε­α­ν­θ­ρ­ώ­π­ου, γ­ιὰ τ­ὴν ὁ­π­ο­ία δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ή­θ­η­κε τὸ ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ι­νο γ­έ­ν­ος.

π. Ἀ­θ­α­ν­α­σ­ί­ου Γ­ι­έ­φ­τ­ι­τς (Ἔ­κδ. Ἴ­ν­δ­ι­κ­τ­ος . Ἀ­θ­ή­να 2007)

ΠΗΓΗ: http://www.imaik.gr/?p=3616