Σάββατο 24 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

(25 ΜΑΪOY 2025)

ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Μαρία στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

δελφοί, Θες επν, κ σκτους φς λμψαι, ὃς λαμψεν ν τας καρδαις μν πρς φωτισμν τς γνσεως τς δξης το Θεο ν προσπ Χριστο. χομεν δ τν θησαυρν τοτον ν στρακνοις σκεεσιν, να περβολ τς δυνμεως το Θεο κα μ ξ μν· ν παντ θλιβμενοι λλ΄ ο στενοχωρομενοι, πορομενοι λλ΄ οκ ξαπορομενοι, διωκμενοι λλ΄ οκ γκαταλειπμενοι, καταβαλλμενοι λλ΄ οκ πολλμενοι, πντοτε τν νκρωσιν το ησο ν τ σματι περιφροντες, να κα ζω το ησο ν τ σματι μν φανερωθ. ε γρ μες ο ζντες ες θνατον παραδιδμεθα δι ησον, να κα ζω το ησο φανερωθ ν τ θνητ σαρκ μν. στε θνατος ν μν νεργεται, δ ζω ν μν. χοντες δ τ ατ πνεμα τς πστεως, κατ τ γεγραμμνον, πστευσα, δι λλησα, κα μες πιστεομεν, δι κα λαλομεν, εδτες τι γερας τν κριον ησον κα μς σν ησο γερε κα παραστσει σν μν. Τ γρ πντα δι΄ μς, να χρις πλεονσασα δι τν πλεινων τν εχαρισταν περισσεσ ες τν δξαν το Θεο. 

                                                (Β΄ Κορ. δ΄ [4] 6 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

δελφοί, Θεός, ποος στή δημιουργία το κόσμου διέταξε πό τό σκοτάδι νά λάμψει τό φς, ατός καί τώρα λαμψε στίς καρδιές μας, χι μόνο γιά νά φωτισθομε μες, λλά καί γιά νά μεταδοθε μέσα πό μς φωτισμός πού προέρχεται πό τή γνώση τς δόξας το Θεο, ποία φανερώθηκε μέσα πό τό πρόσωπο το νανθρωπήσαντος ησοΧριστο. χουμε λοιπόν τόν θησαυρό τς φωτιστικς καί νδοξης ατς γνώσεως μέσα στά σώματά μας, πού εναι εθραυστα καί χωματένια, γιά νά ποδεικνύεται τι τό περβολικό μεγαλεο τς δυνάμεως πού περνικ τά μπόδια καί τούς κινδύνους μας, εναι το Θεο καί δέν προέρχεται πό μς τούς σθενικούς καί δύναμους. Κι τσι συμβαίνει νά θλιβόμαστε σέ κάθε τόπο καί περίσταση, λλ’ μως ο ξωτερικές ατές δυσκολίες δέν μς δημιουργον σωτερικό διέξοδο καί στενοχώρια γωνιώδη. Φθάνουμε σέ πορία, χωρίς μως καί νά πελπιζόμαστε νά στερηθομε τελείως κάθε μέσο καί δυνατότητα σωτηρίας. Μς καταδιώκουν ο νθρωποι, λλά δέν μς γκαταλείπει ποτέ Θεός. Φαίνεται τι μς κατανικον καί μς ρίχνουν κάτω στή γ σάν τούς παλαιστές, λλά δέν χανόμαστε. Διαρκς καί κάθε μέρα περιφέρουμε στίς περιοδεες μας τό σμα μας κυκλωμένο πό τόν σχατο κίνδυνο νά πεθάνουμε, πως πέθανε Κύριος ησος, λλά ατό γίνεται γιά νά φανερωθε στόν κόσμο μέ τή διάσωση το σώματός μας πό τούς καθημερινούς κινδύνους τι ησος ξακολουθε νά ζε. Διότι πάντοτε μες, πού παρά τούς τόσους κινδύνους ζομε, παραδιδόμαστε σέ θάνατο γιά τή δόξα το Χριστο, γιά νά φανερωθε μέ τή θνητή σάρκα μας καί δύναμη τς ζως το ησο, πού παρεμβαίνει καί προλαβαίνει τό θάνατό μας. Κι τσι, ν μες ποφέρουμε τούς κινδύνους το θανάτου, σες ντιθέτως καρπώνεστε τήν πνευματική ζωή πού προέρχεται πό τήν πικίνδυνη δράση μας. Παρόλους μως ατούς τούς κινδύνους, πειδή χουμε τό διο γιον Πνεμα πού μς στηρίζει στήν πίστη, πως παλιότερα εχε καί Δαβίδ σύμφωνα μ’ ατό πού εναι γραμμένο στούς ψαλμούς· «πίστεψα, γι’ ατό καί μίλησα», τσι κι μες πιστεύουμε, καί γι᾿ ατό καί θαρραλέα μολογομε καί κηρύττουμε τόν λόγο τς πίστεώς μας. Καί γνωρίζουμε τι Θεός, πού νέστησε τόν Κύριο ησο, θά ναστήσει κι μς διαμέσου το ησο καί θά μς παρουσιάσει νδοξους στό βμα του μαζί μέ σς. Ναί, μαζί μέ σς. Διότι λα γιά σς γίνονται· τσι στε εεργεσία πού μς κάνει Θεός σώζοντάς μας πό τούς κινδύνους γιά χάρη σας, νά πλεονάσει καί νά γίνει εεργεσία καί χάρη χι μόνο σέ μς λλά καί σ’ λους σς. Κι τσι ατοί πού εεργετονται θά εναι περισσότεροι, στε καί εχαριστία πρός τόν Θεό νά πλεονάσει καί νά περισσεύσει, γιά νά δοξάζεται τό νομά του.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ καιρ κείν, πα­ρ­γων ησος ε­δεν ν­θρω­πον τυ­φλν κ γε­νε­τς· κα ­ρ­τη­σαν α­τν ο μα­θη­τα α­το λ­γον­τες· Ραβ­β, τς ­μαρ­τεν, ο­τος ο γο­νες α­το, ­να τυ­φλς γεν­νη­θ; ­πε­κρ­θη ­η­σος· Ο­τε ο­τος ­μαρ­τεν ο­τε ο γο­νες α­το, λ­λ' ­να φα­νε­ρω­θ τ ρ­γα το Θε­ο ν α­τ. ­μ δε ρ­γ­ζε­σθαι τ ρ­γα το πμ­ψαν­τς με ­ως ­μ­ρα ­στν· ρ­χε­ται νξ ­τε ο­δες δ­να­ται ρ­γ­ζε­σθαι. ­ταν ν τ κ­σμ , φς ε­μι το κ­σμου. τα­τα ε­πν ­πτυ­σεν χα­μα κα ­πο­­η­σε πη­λν κ το πτ­σμα­τος, κα ­π­χρι­σε τν πη­λν ­π τος ­φθαλ­μος το τυ­φλο κα ε­πεν α­τ· ­πα­γε ν­ψαι ες τν κο­λυμ­β­θραν το Σι­λω­μ, ρ­μη­νε­­ε­ται ­πε­σταλ­μ­νος. ­πλ­θεν ον κα ­ν­ψα­το, κα λ­θε βλ­πων. Ο ον γε­­το­νες κα ο θε­ω­ρον­τες α­τν τ πρ­τε­ρον ­τι τυ­φλς ν, ­λε­γον· Οχ ο­τς ­στιν κα­θ­με­νος κα προ­σαι­τν; λ­λοι ­λε­γον ­τι ο­τς ­στιν· λ­λοι δ ­τι ­μοι­ος α­τ ­στιν. ­κε­νος ­λε­γεν ­τι ­γ ε­μι. ­λε­γον ον α­τ· Πς ­νε­­χθη­σν σου ο ­φθαλ­μο; ­πε­κρ­θη ­κε­νος κα ε­πεν· ν­θρω­πος λε­γ­με­νος ­η­σος πη­λν ­πο­­η­σε κα ­π­χρι­σ μου τος ­φθαλ­μος κα ε­π μοι· ­πα­γε ες τν κο­λυμ­β­θραν το Σι­λω­μ κα ν­ψαι· ­πελ­θν δ κα νι­ψ­με­νος ­ν­βλε­ψα. ε­πον ον α­τ· Πο ­στιν ­κε­νος; λ­γει· Οκ ο­δα. ­γου­σιν α­τν πρς τος Φα­ρι­σα­­ους, τν πο­τε τυ­φλν. ν δ σβ­βα­τον ­τε τν πη­λν ­πο­­η­σεν ­η­σος κα ­ν­­ξεν α­το τος ­φθαλ­μο­ς. π­λιν ον ­ρ­των α­τν κα ο Φα­ρι­σα­οι πς ­ν­βλε­ψεν. δ ε­πεν α­τος· Πη­λν ­π­θη­κ μου ­π τος ­φθαλ­μος, κα ­νι­ψ­μην, κα βλ­πω. ­λε­γον ον κ τν Φα­ρι­σα­­ων τι­νς· Ο­τος ν­θρω­πος οκ ­στι πα­ρ το Θε­ο, ­τι τ σβ­βα­τον ο τη­ρε. λ­λοι ­λε­γον· Πς δ­να­ται ν­θρω­πος ­μαρ­τω­λς τοι­α­τα ση­με­α ποι­εν; κα σχ­σμα ν ν α­τος. λ­γου­σι τ τυ­φλ π­λιν· Σ τ λ­γεις πε­ρ α­το, ­τι ­νοι­ξ σου τος ­φθαλ­μος; δ ε­πεν ­τι προ­φ­της ­στν. οκ ­π­στευ­σαν ον ο ­ου­δα­οι πε­ρ α­το ­τι τυ­φλς ν κα ­ν­βλε­ψεν, ­ως ­του ­φ­νη­σαν τος γο­νες α­το το ­να­βλ­ψαν­τος κα ­ρ­τη­σαν α­τος λ­γον­τες· Ο­τς ­στιν υ­ς ­μν, ν ­μες λ­γε­τε ­τι τυ­φλς ­γεν­ν­θη; πς ον ρ­τι βλ­πει; ­πε­κρ­θη­σαν δ α­τος ο γο­νες α­το κα ε­πον· Ο­δα­μεν ­τι ο­τς ­στιν υ­ς ­μν κα ­τι τυ­φλς ­γεν­ν­θη· πς δ νν βλ­πει οκ ο­δα­μεν, τς ­νοι­ξεν α­το τος ­φθαλ­μος ­μες οκ ο­δα­μεν· α­τς ­λι­κ­αν ­χει, α­τν ­ρω­τ­σα­τε, α­τς πε­ρ ­αυ­το λα­λ­σει. τα­τα ε­πον ο γο­νες α­το, ­τι ­φο­βον­το τος ­ου­δα­­ους· ­δη γρ συ­νε­τ­θειν­το ο ­ου­δα­οι ­να, ­ν τις ατόν  ­μο­λο­γ­σ Χρι­στν, ­πο­συ­ν­γω­γος γνη­ται. δι­ το­το ο γο­νες α­το ε­πον ­τι ­λι­κ­αν ­χει, α­τν ­ρω­τ­σα­τε. ­φ­νη­σαν ον κ δευ­τ­ρου τν ν­θρω­πον ς ν τυ­φλς, κα ε­πον α­τ· Δς δ­ξαν τ Θε­· ­μες ο­δα­μεν ­τι ν­θρω­πος ο­τος ­μαρ­τω­λς ­στιν. ­πε­κρ­θη ον ­κε­νος  κα ε­πεν· Ε ­μαρ­τω­λς ­στιν  οκ  ο­δα· ν ο­δα, ­τι τυ­φλς ν ρ­τι βλ­πω. ε­πον δ α­τ π­λιν· Τ ­πο­­η­σ σοι; πς ­νοι­ξ σου τος ­φθαλ­μο­ς; ­πε­κρ­θη α­τος· Ε­πον ­μν ­δη, κα οκ ­κο­σα­τε· τ π­λιν θ­λε­τε ­κο­­ειν; μ κα ­μες θ­λε­τε α­το μα­θη­τα γε­ν­σθαι; ­λοι­δ­ρη­σαν α­τν κα ε­πον· Σ ε μα­θη­τς ­κε­­νου· ­μες δ το Μω­ϋ­σ­ως ­σμν μα­θη­τα. ­μες ο­δα­μεν ­τι Μω­ϋ­σε λε­λ­λη­κεν Θε­ς· το­τον δ οκ ο­δα­μεν π­θεν ­στν. ­πε­κρ­θη ν­θρω­πος κα ε­πεν α­τος· ν γρ το­­τ θαυ­μα­στν ­στιν, ­τι ­μες οκ ο­δα­τε π­θεν ­στ, κα ­ν­­ξ μου τος ­φθαλ­μο­ς. ο­δα­μεν δ ­τι ­μαρ­τω­λν Θε­ς οκ ­κο­­ει, λ­λ' ­ν τις θε­ο­σε­βς κα τ θ­λη­μα α­το ποι­, το­του ­κο­­ει. κ το α­­νος οκ ­κο­­σθη ­τι ­νοι­ξ τις ­φθαλ­μος τυ­φλο γε­γεν­νη­μ­νου· ε μ ν ο­τος πα­ρ Θε­ο, οκ ­δ­να­το ποι­εν ο­δν. ­πε­κρ­θη­σαν κα ε­πον α­τ· ν ­μαρ­τ­αις σ ­γεν­ν­θης ­λος, κα σ δι­δ­σκεις ­μς; κα ­ξ­βα­λον α­τν ­ξω. ­κου­σεν ­η­σος ­τι ­ξ­βα­λον α­τν ­ξω, κα ε­ρν α­τν ε­πεν α­τ· Σ πι­στε­­εις ες τν υ­ν το Θε­ο; ­πε­κρ­θη ­κε­νος κα ε­πε· Κα τς ­στι, Κριε, ­να πι­στε­­σω ες α­τν; ε­πε δ α­τ ­η­σος· Κα ­­ρα­κας α­τν κα λα­λν με­τ σο ­κε­νς ­στιν. δ ­φη· Πι­στε­­ω, Κριε· κα προ­σε­κ­νη­σεν α­τ.  

                          (Ἰωάν. θ΄[9] 1 – 38)   

ΝΑ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ   

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  

ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ παράδοξο! Μὲ λίγη λάσπη, ποὺ ἔγινε μὲ τὸ σάλιο του καὶ ποὺ ὁ Κύριος τοποθέτησε στὰ μάτια του, ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου βρῆκε τὸ φῶς του. Ὁ Κύριος ἀπαντώντας στὴν ἀπορία τῶν μαθητῶν Του τούς εἶχε ἤδη τονίσει ὅτι οὔτε τοῦ ἰδίου τοῦ τυφλοῦ οὔτε τῶν γονέων του ἁμαρτίες ὑπῆρξαν ἡ αἰτία γιά νά γεννηθεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τυφλός, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ στήν περίπτωσή του.

Τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς δημιούργησε σύγχυση στοὺς γείτονες καὶ τοὺς γνωστούς του. Αὐτὸς εἶναι ἢ ἄλλος; Οἱ ἐρωτήσεις ἀλλεπάλληλες: Πῶς ἄνοιξαν τὰ μάτια σου; Καὶ ἐκεῖνος δὲν κουραζόταν νά διηγεῖται ὅτι «ἀνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς» ἔκανε πηλὸν καὶ τὸν τοποθέτησε στὰ μάτιά μου λέγοντάς μου «ὔπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι»- πήγαινε στὴν στέρναν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου. Αὐτὸ ἔκανα καὶ ἀνέβλεψα.

Τώρα οἱ ἀπορημένοι ἄνθρωποι ὁδηγοῦν τὸν τυφλὸ στοὺς θεωρούμενους φωτισμένους διδασκάλους καὶ μελετητές τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, τούς Φαρισαίους. Καινούργιες ἐρωτήσεις. Πάλιν ἡ σταθερὴ διήγηση τοῦ τυφλοῦ: Πηλὸς στὰ μάτια... «ἐνιψάμην, καί βλέπω»!

—ΠΗΛΟΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ; Ἁμαρτία μεγάλη! Γιατί ἁμαρτία; Διότι ἦταν μέρα Σάββατο καὶ ὁ ἀνθρωπος αὐτὸς κάνοντας τὸν πηλὸ παραβίασε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου! Ἄρα εἶναι ἁμαρτωλός. Ἄρα...

—Ἁμαρτωλὸς ὅμως ἄνθρωπος, ἔλεγαν ἄλλοι, πῶς εἶναι δυνατὸ νά κάνει τέτοιο θαῦμα; Σχίσμα ἀνάμεσα στοὺς φωτισμένους διδασκάλους.

Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐρωτήσεις πρὸς τὸν πρώην τυφλὸ συνεχίζονται: Ἐσύ τί λὲς γι' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο; —Προφήτης εἶναι, ἀπαντᾶ μὲ θάρρος ὁ εὐγνώμων τυφλός. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἀμφιβάλλουν. Καλοῦν τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ. — Αὐτὸ εἶναι τὸ παιδί σας, ποὺ ἦταν ἐκ γενετὴς τυφλό; Πῶς τώρα βλέπει; — Αὐτὸ εἶναι τὸ παιδί μας καὶ τυφλὸ γεννήθηκε. Τώρα πῶς βλέπει, ἐμεῖς δὲν τὸ γνωρίζουμε «Ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε». Οἱ δύστυχοι ἄνθρωποι φοβήθηκαν τήν κακία τῶν Φαρισαίων καὶ ἔκλεισαν τὸ στόμα τους. Φοβήθηκαν μήπως τοὺς διώξουν ἀπό τὴν συναγωγή.

ΤΩΡΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ νέα ἀνάκριση τοῦ πρώην τυφλοῦ. Δῶσε δόξα στὸν Θεὸ τοῦ λέγουν. Παραδέξου ὅτι ἔκανες λάθος. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς — ὁ Ἰησοῦς — εἶναι ἁμαρτωλός.

Ἀλλὰ μέχρις ἐδῶ! Ὁ τυφλὸς πλέον δὲν συγκρατεῖται. Ἂν εἶναι ἁμαρτωλὸς ἤ ὄχι, τοὺς λέγει, δὲν τὸ γνωρίζω. Ἐγώ ἕνα πράγμα ξέρω, ὅτι «τυφλὸς ὤν, ἄρτι βλέπω»· ἤμουνα πρῶτα τυφλός, καὶ τώρα βλέπω! Κι ὅταν οἱ ἴδιες ἐρωτήσεις συνεχίστηκαν, λέγει στοὺς Φαρισαίους μὲ θάρρος: Γιατί τέλος πάντων τόσο πολὺ ἐνδιαφέρεσθε γι' αὐτὸ τὸν ἀνθρωπο; Μήπως τυχὸν θέλετε νὰ γίνετε μαθηταί Του;

—Νά γίνουμε μαθηταί του; Ἐμεῖς «τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί», τοῦ Μωυσέως, στὸν ὁποῖο μίλησε ὁ Θεός, εἴμαστε μαθηταί, τί σχέση μποροῦμε νὰ ἔχουμε μὲ ἕνα ἄνθρωπο ποὺ δὲν γνωρίζουμε «πόθεν ἐστίν», ἀπό ποῦ ἔχει σταλεῖ; Ἀλλὰ ὁ πρώην τυφλός τούς ἀποστομώνει: Νά, λοιπόν, ποῦ βρίσκεται τὸ θαυμαστό: Ὅτι ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε ἀπό ποῦ εἶναι, καὶ ὅμως μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια! Ἀκούει ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεός; Ὄχι! Ἂν δὲν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πῶς θά μοῦ ἄνοιγε τὰ μάτια;

Ἐπειτα ἀπό τὴ θαρραλέα αὐτὴ ἐπίθεση τοῦ τυφλοῦ, οἱ Φαρισαῖοι δέν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογή. Ἐσύ, τοῦ λέγουν, γεννήθηκες ὁλόκληρος μὲς στὴν ἁμαρτία, καί ἐσύ τώρα θὰ μᾶς κάνεις τὸν δάσκαλο; «Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω», τὸν πέταξαν ἔξω ὠργισμένοι καὶ ἀποφασισμένοι νὰ τὸν τιμωρήσουν μὲ ἀφορισμό.

ΕΚΕΙΝΗ ΑΚΡΙΒΩΣ τὴ δύσκολη γιὰ τὸν πρώην τυφλὸ ὥρα ὁ Κύριος σπεύδει πάλιν κοντά του. Λοιπόν, τοῦ λέγει, ἐσύ πιστεύεις στὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ; — Ποιός εἶναι, Κύριε, αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐρωτᾶ ὁ τυφλός, γιὰ νὰ πιστεύσω σ’ αὐτόν; — Καί τὸν εἶδες ἤδη, καὶ αὐτὴ τὴν ὥρα ὁμιλεῖς μαζί Του, εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου στὴν ἀπορία ἐκείνου.

Καὶ τότε ὁ εὐγνώμων ἄνθρωπος ἐκδηλώνει ὅλο τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν τιμή του πρὸς τὸν Ἰησοῦ. Πιστεύω, Κύριε, εἶπε καὶ ἔπεσε καὶ τὸν προσεκύνησεν ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ καί Κύριο.

ΟΛΙΚΗ ΤΥΦΛΩΣΗ

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ κάποτε νὰ πάθει ὁλική τύφλωση. Ὄχι μόνο τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ — κυρίως —τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς. Στὴν περίπτωση αὐτή τὰ σωματικά του μάτια μπορεῖ νᾶ βλέπουν, στὴν ψυχὴ του ὅμως ἐπικρατεῖ σκοτάδι βαθύ. Ἀκριβῶς ὅπως ἔγινε μὲ τοὺς Φαρισαίους. Τὸ θαῦμα τὸ ἔβλεπαν, ἀλλά δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ χαροῦν.

Αὐτὸ δημιουργεῖ ὁ φθόνος στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρωπου. Τὸν κάνει τυφλὸ πνευματικῶς. Τοῦ ἐπιφέρει ὁλική πνευματικὴ τύφλωση. Καί τὶς πλέον ἄδολες κινήσεις τῶν ἄλλων τὶς βλέπει μὲ φρικτὴ ὑποψία. Φαντάζεται ἄβυσσο πονηρίας καί κακίας ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει παρὰ ἁπλῆ καί εὐεργετικὴ συμπεριφορά.

Τὸ πάθος εἶναι βασανιστικὸ σέ ἀφόρητο βαθμό. Ὁ Κύριος ὅμως, ποὺ θεραπεύει τοὺς τυφλούς, μπορεῖ νὰ τὸ ἐξαφανίσει. Ἀρκεῖ νά Τοῦ τὸ ζητήσουμε μὲ πίστη. Τίποτε ἄλλο.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου