ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ
(Ἀσώτου)
(28
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(Τοῦ Ἀσώτου)
Ἀδελφοί,
πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος.
τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη;
μὴ γένοιτο. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
(Α΄
Κορινθ. στ΄[6] 12 – 20)
ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Τὸ σῶμα
ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστι»
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος μᾶς παρουσιάζει σήμερα ἕνα πολὺ μεγάλο καὶ σοβαρὸ θέμα. Μᾶς λέγει ὅτι τὸ
σῶμα μας δὲν ἀνήκει σὲ μᾶς ἀλλὰ στὸν Θεό. Διότι «τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν», λέγει. Τὸ
σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο κατοικεῖ μέσα σας. Ἂς δοῦμε
λοιπὸν σήμερα τί σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ
ποιὰ εἶναι ἡ εὐθύνη μας γι' αὐτό.
1.
ΤΟ
ΣΩΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑΟΣ
Τὸ
σῶμα μας, τὸ δημιούργημα αὐτὸ τοῦ ἁγίου Θεοῦ, φέρει μέσα του ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς
δημιουργίας του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ μέσα σ' αὐτὸ «ἐνεφύσησε... πνοὴν ζωῆς» (Γεν. β'[2]
7). Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὁ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασμένος,
ἀμαύρωσε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν
ἄνθρωπο στὸν προορισμό του. Τώρα πλέον κάθε βαπτισμένος Χριστιανὸς δὲν φέρει
ἀπλῶς μέσα του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ κατοικητήριο τοῦ
Θεοῦ. Διότι τὸ σῶμα μας μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἐγκαινιάζεται ὡς
ναὸς ἔμψυχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι μὲ τὸ Μυστήριο αὐτὸ «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, Χριστὸν
ἐνεδύθημεν» ( Γαλ. γ΄[3] 27). Ἐνδυθήκαμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἑνωθήκαμε
μαζί του. Τώρα πλέον κάθε Χριστιανὸς φέρει μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Μποροῦμε
νὰ τὸ ἐννοήσουμε; Τὸ μυστήριο αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς μας. Ὁ
ἄπειρος Θεός, ποὺ δὲν χωράει σ' ὅλο τὸ σύμπαν, ἔρχεται καὶ κατοικεῖ μέσα μας.
Καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπό
τοὺς τόσους διάσπαρτους σ' ὅλο τὸν κόσμο ἐπίγειους ἄψυχους ἱεροὺς Ναούς. Διότι
τὸ σῶμα μας γίνεται πλέον ἔμψυχος ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπιπλέον
αὐτὸν τὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ σώματός μας τὸν ἑξαγόρασε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς
Χριστὸς καὶ τὸν ἐπλήρωσε πανάκριβα μὲ τὸ ἀτίμητο Αἷμα του. Τὸν ναὸ αὐτὸ τοῦ
σώματός μας τὸν στόλισε καὶ τὸν λάμπρυνε μὲ τὰ πλούσια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Τὸν ναὸ αὐτὸ ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ τὸν λειτουργοῦμε καὶ νὰ τὸν
καθιστοῦμε ἱερόν, ὅπως τὴν Ἁγία Τράπεζα, κάθε φορὰ ποὺ «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» προσερχόμαστε στὸ Μυστήριο
τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Διότι ἔτσι ἔχουμε «τὸν Χριστὸν... κατοικοῦντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Ἐφ. γ'[3] 17),
καὶ γινόμεθα ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέγει μία εὐχὴ τῆς θείας
Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὅταν δηλαδὴ κοινωνοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα
τοῦ Κυρίου μας, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάνει τὸ σῶμα μας κατοικητήριό του.
2. ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑΟΣ
Ἐφόσον
λοιπὸν τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀνήκει σὲ μᾶς οὔτε στὴν ἁμαρτία βέβαια.
Ἀνήκει στὸν Θεό. Πῶς μποροῦμε λοιπὸν μὲ τὸ ἱερὸ αὐτὸ σῶμα μας, ἀντὶ νὰ
ἁγιαζόμαστε, νὰ ἁμαρτάνουμε; Πῶς τολμοῦμε νὰ τὸ κάνουμε κατοικητήριο δαιμόνων,
αὐτὸ ποὺ εἶναι θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μποροῦμε νὰ ὁδηγοῦμε τὸ σῶμα μας στὴν
κόλαση, ἐνῶ εἶναι προωρισμένο για τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν θέωση; Δὲν ἔχουμε
δικαίωμα τὸ θεόπλαστο αὐτὸ σῶμα μας νὰ τὸ φθείρουμε. Ἀλλὰ ἔχουμε καθῆκον «παραστῆσαι τὰ σώματα ἡμῶν θυσίαν ζῶσαν,
ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιβ'[12] 1). Νὰ θυσιάζουμε δηλαδὴ στὸ
θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς μας χάριν τοῦ Θεοῦ μας κάθε πάθος καὶ ἁμαρτία. Καὶ
ἐπιπλέον, μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση νὰ τὸ καθαρίζουμε διαρκῶς.
Νὰ καθαρίζουμε τὸν ἔμψυχο αὐτὸ ναὸ «ἀπὸ
παντὸς μολυσμοῦ» (Β' Κορ. ζ'[7] 1). Καὶ ἔτσι τὸν καθαρὸ καὶ ὑπέρλαμπρο αὐτὸ
ναὸ τοῦ σώματός μας νὰ τὸν εὐπρεπίζουμε καθημερινὰ μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ ἔργα
τοῦ φωτός. Νὰ τὸν λαμπρύνουμε καὶ νὰ τὸν ἁγιάζουμε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Ἐδῶ
ὅμως θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ
ὄχι μόνο διότι εἶναι κατοικητήριό του, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ναὸς λατρείας τοῦ
ἁγίου Θεοῦ. Ὅπως δηλαδὴ στοὺς φυσικοὺς Ναοὺς ἀναπέμπονται προσευχὲς καὶ
δεήσεις, θυμιάματα καὶ ψαλμωδίες, ἔτσι καὶ στὸν ἔμψυχο ναὸ τοῦ σώματός μας θὰ
πρέπει νὰ ἀναπέμπουμε καθημερινὰ προσευχὲς καὶ δεήσεις λατρεύοντας ἀκαταπαύστως
τὸν ἅγιο Θεὸ «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ
ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Ἐφ. ε'[5] 19). Νὰ τὸν λατρεύουμε ὄχι μόνο μὲ τοὺς
ὕμνους μας ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ ζωή μας. Νὰ τὸν δοξάζουμε «ἐν τῷ σώματι ἡμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ἡμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ».
Ἀδελφοί. M' αὐτὸ τὸ
ἱερὸ σῶμα μας θὰ ἀναστηθοῦμε, μ' αὐτὸ καὶ θὰ κριθοῦμε. Ἂς τὸ κρατοῦμε καθαρὸ
καὶ ἀμόλυντο, ὅπως μᾶς τὸ παρέδωσε ὁ Θεὸς κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμά μας, ὥσπου μιὰ
μέρα μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ τὸ ἀντιπροσφέρουμε στὸν Θεὸ ἅγιο καὶ ἱερό.
(Διασκευή
ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν
ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην. Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν
ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν
με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε
δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι
οὗτος
ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος
ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν
ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ
τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ' ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
(Λουκᾶ ιε΄ [15] 11 – 32 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε
ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή: Ἕνας
ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς δηλαδή, εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρότερος γιὸς εἰκονίζει
τὸν ἀποστάτη ἁμαρτωλό, πού φεύγει ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν προστασία
τοῦ ἐπουρανίου Πατρός. Εἶπε λοιπὸν ὁ μικρότερος γιός στόν πατέρα
του: Πατέρα, δώσ' μου τὸ μερίδιο τῆς
περιουσίας πού μοῦ ἀνήκει. Καὶ ὁ πατέρας μοίρασε καί στούς δυό
γιοὺς τὴν περιουσία. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ καί στόν ἁμαρτωλό πού θέλει νὰ
ζεῖ μακριὰ ἀπ' αὐτὸν δίνει τὰ μέσα τῆς συντηρήσεώς του καὶ ὅλα ἐκεῖνα
τά πνευματικά καί ὑλικὰ χαρίσματα πού θὰ τὸν ἔκαναν πνευματικά εὐτυχισμένο,
ἐὰν αὐτὸς δὲν τὰ κατασπαταλοῦσε. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ νεότερος
γιὸς μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του καὶ ταξίδεψε σὲ χώρα
μακρινή. Ἐκεῖ διασκόρπισε τὴν περιουσία του κάνοντας μιὰ ζωὴ ἄσωτη
καὶ ἀκόλαστη. Ἔτσι καὶ κάθε ἁμαρτωλὸς ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του
χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁδηγεῖται πολὺ μακριὰ ἀπ' αὐτόν. Καὶ μὲ τὴν
κατάχρηση τῶν χαρισμάτων πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἐπουράνιος Πατὴρ ἐξαχρειώνεται
καὶ διαφθείρεται. Ὅταν ὁ νεότερος γιὸς ξόδεψε ὅλα ὅσα εἶχε, ἔπεσε
μεγάλη πείνα στὴ χώρα ἐκείνη, κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερεῖται. Κάθε ἁμαρτωλὸς
δηλαδὴ δὲν ἔχει ἀπεριόριστες ἀπολαύσεις. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ αἰσθανθεῖ
τὴν ἀθλιότητα καὶ τὸ κενὸ πού δημιουργεῖ στὴν καρδιά του ἡ ἄσωτη ζωὴ
καὶ ἡ στέρηση τῆς θείας παρηγοριᾶς. Καὶ ὁ ἄσωτος γιὸς ἐξαιτίας τῶν
στερήσεων καὶ τῆς πείνας του πῆγε σ' ἕναν ἀπό τούς πολίτες ἐκείνης τῆς
χώρας, ὁ ὁποῖος τὸν προσέλαβε ὡς δοῦλο. Καὶ τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια
του νὰ βόσκει χοίρους, ζῶα δηλαδὴ ἀκάθαρτα, πού προκαλοῦσαν τὴν ἀηδία
καὶ τὴν ἀποστροφὴ σ' ἕναν Ἰουδαῖο, ὅπως ἦταν ὁ νεότερος γιός. Σὲ
τί ἐξευτελισμὸ καταντᾶ καὶ πόσο χάνει τὴν ἀξιοπρέπειά του ὁ ταλαίπωρος
ἁμαρτωλός! Καὶ ἐπιθυμοῦσε ὁ νεότερος γιὸς νὰ γεμίσει τὴν κοιλιά
του μὲ τὰ ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι. Μὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε,
διότι οἱ ὑπηρέτες πού ἔκαναν τὴ διανομὴ παρατηροῦσαν μὲ προσοχὴ
νὰ μὴν μείνουν χωρὶς τροφὴ οἱ χοῖροι. Σὲ κάποια ὅμως στιγμὴ αὐτὸς ἦλθε
στὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ μέθη καὶ τὴν τρέλα τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶπε: Πόσοι μισθωτοὶ ἐργάτες τοῦ πατέρα μου
ἔχουν ἄφθονο καὶ περίσσιο ψωμί, ἐνῶ ἐγώ κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν
πείνα! Τὸ πρῶτο βῆμα δηλαδὴ τῆς μετανοίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἶναι ἡ
συναίσθηση τῆς ἀθλιότητάς του. Μετὰ τὴ συναίσθηση αὐτὴ ἀκολουθεῖ
ἡ σωτηριώδης ἀπόφαση. Θὰ σηκωθῶ,
λέει ὁ ἄσωτος, καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα
μου καὶ θὰ τοῦ πῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανό. (Διότι ἐκεῖ οἱ ἄγγελοι
ἐκτελοῦν μὲ εὐλάβεια τὸ θεῖο θέλημα, καὶ ὅπως ὑπακοῦν αὐτοί, ἔτσι ἀξιώνουν
καὶ ὅλα τὰ κτίσματα νὰ ὑπακοῦν σ' αὐτό, καὶ λυποῦνται γιὰ τὴν ἀποστασία
κάθε ἄνθρωπου). Ἁμάρτησα καὶ σὲ σένα,
διότι περιφρόνησα τὴ στοργή σου καὶ δὲν λογάριασα τὴ λύπη πού δοκίμαζες
ὅταν ἔφευγα μακριά σου. Δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός
σου. Δὲν ζητῶ νὰ προσληφθῶ οὔτε ὡς μόνιμος δοῦλος σου παραμένοντας
διαρκῶς στὸ σπίτι σου. Κάνε με σάν ἕναν ἀπό τους μισθωτοὺς ἐργάτες
σου.
Καὶ ἡ
σωτηριώδης ἀπόφαση ἄρχισε νὰ ἐνεργοποιεῖται. Ὁ ἄσωτος σηκώθηκε
καὶ ξεκίνησε νὰ πάει στόν πατέρα του. Κι ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη μακριά,
τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαχνίσθηκε. Ἔτρεξε τότε γιὰ νά τόν
προϋπαντήσει, ἔπεσε στὸν τράχηλό του, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν
καταφιλοῦσε μὲ στοργή. Ὁ Θεός δηλαδή ὄχι μόνο δέχεται τὸν ἁμαρτωλὸ
πού μετανοεῖ καὶ ἐπιστρέφει κοντά του, ἀλλά καὶ προτοῦ ἀκόμη πλησιάσει
ὁ ἁμαρτωλός, σπεύδει νὰ τὸν ἀναζητήσει, καί τὸν ἀγκαλιάζει μὲ στοργή.
Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Πατέρας ἔδειξε τέτοια στοργὴ κι ἐνῶ ἀκολούθησε μιὰ
τόσο θερμὴ συνδιαλλαγή, ὁ γιὸς συντετριμμένος ἔκανε τὴν ἐξομολόγησή
του λέγοντας: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν
οὐρανὸ καὶ σὲ σένα καὶ δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου.
Ὁ πατέρας τότε τὸν διέκοψε καὶ εἶπε στούς δούλους του: Βγάλτε ἔξω τὴν πιὸ καλὴ φορεσιὰ ἀπ' ὅσες
ἔχουμε, σὰν αὐτὴ πού φοροῦσε πρὶν φύγει ἀπ’ τό σπίτι μου. Κι ἐπειδὴ αὐτός,
στὴν κατάσταση πού εἶναι, θά ντρέπεται νὰ τὴν φορέσει, ντύστε τὸν ἐσεῖς,
γιά νά μήν εἶναι πλέον γυμνὸς καὶ κουρελιάρης. Καὶ δῶστε του δαχτυλίδι
νὰ τὸ φοράει στὸ χέρι του, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι καὶ οἱ ἐλεύθεροι. Δῶστε
του καὶ ὑποδὴματα στά πόδια του, γιὰ νὰ μὴν περπατᾶ ξυπόλυτος ὅπως οἱ
σκλάβοι. Τὸν ἀποκαθιστῶ δηλαδὴ ὁλοκληρωτικά στὴ θέση καὶ στὰ δικαιώματα
πού εἶχε πρὶν ἀσωτεύσει. Καὶ φέρτε καὶ σφάξτε ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ μοσχάρια
πού τὸ τρέφουμε ξεχωριστὰ γιὰ κάποια χαρμόσυνη καὶ ἐξαιρετική περίσταση.
Ἂς φᾶμε λοιπόν, ἂς χαροῦμε καὶ ἄς διασκεδάσουμε μὲ τραγούδια καὶ μὲ
χορούς, διότι ὁ γιός μου αὐτὸς μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ἦταν νεκρός, καί ἀναστήθηκε·
ἦταν χαμένος, καὶ βρέθηκε. Καί ἄρχισαν νὰ εὐφραίνονται.
Ὁ μεγαλύτερος
ὅμως γιός, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμοιαζαν οἱ Φαρισαῖοι, ἦταν στὸ χωράφι. Καὶ
καθὼς ἐρχόταν καί πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε ὄργανα καὶ τραγούδια
καί χορούς. Κάλεσε λοιπὸν ἕναν ἀπό τους ὑπηρέτες πού στεκόταν ἀπ’ ἔξω,
καὶ ρωτοῦσε νὰ μάθει τί συμβαίνει, τί τάχα νὰ σήμαιναν ὅλα αὐτά. Κι αὐτὸς
τοῦ εἶπε: Γύρισε ὁ ἀδελφός σου, καὶ ὁ
πατέρας σου ἔσφαξε τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι, διότι τοῦ γύρισε πάλι
πίσω γερὸς καὶ ὑγιής. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιὸς θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε
νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. (Ἔτσι συμπεριφέρονταν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, πού σκανδαλίζονταν
ὅταν ἔβλεπαν τὸν Κύριο νὰ συναναστρέφεται καὶ νὰ διδάσκει τοὺς ἁμαρτωλούς).
Ὁ πατέρας του λοιπὸν βγῆκε ἔξω καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ τὴν ἴδια στοργὴ
πού δέχθηκε τὸ νεότερο γιό του. Ἀλλά ὁ μεγαλύτερος γιὸς ἀποκρίθηκε
στὸν πατέρα του: Τόσα χρόνια εἶμαι
στὴ δούλεψή σου καὶ ποτὲ δὲν παράκουσα κάποια προσταγή σου· καὶ παρόλα
αὐτὰ δὲν μοῦ ἔδωσες ποτὲ οὔτε ἕνα κατσικάκι γιὰ νὰ διασκεδάσω μὲ
τοὺς φίλους μου. (Πόσο πλανᾶται ὁ μεγαλύτερος γιός! Ἐάν ὑπῆρξε
τόσο πειθαρχικὸς στὸν πατέρα του, πῶς τώρα τὸν παρακούει μὲ τέτοιο
πεῖσμα; Καὶ πότε ζήτησε κατσικάκι ἀπὸ τὸν πατέρα του, κι ἐκεῖνος δὲν
τοῦ ἔδωσε;). Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ προκομμένος
αὐτὸς γιός σου, πού κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες
γι' αὐτὸν τὸ καλύτερο μοσχάρι πού τὸ εἴχαμε θρεφτάρι. (Ὁ μεγαλύτερος
γιὸς μεταχειρίστηκε τὴν ἀλαζονικὴ γλώσσα τῶν Φαρισαίων, πού περιφρονοῦσαν
τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νόμιζαν ὅτι μόνο αὐτοὶ ἦταν δίκαιοι καὶ γι' αὐτὸ
εἶχαν ἀποκλειστικὰ δικαιώματα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ). Ὁ πατέρας τότε
τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, ἐσύ εἶσαι
πάντοτε μαζί μου. Κι ὅλα ὅσα ἔχω, δικά σου εἶναι. Ἔπρεπε λοιπὸν κι ἐσύ
νὰ εὐφρανθεῖς καὶ νὰ χαρεῖς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο
μὲ τόση περιφρόνηση μιλᾶς, ἦταν νεκρός, καὶ ἀναστήθηκε. Ἦταν χαμένος,
καὶ βρέθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου