ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ
(Ἀσώτου)
(16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ
Ἀσώτου)
Ἀδελφοί, πάντα
μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι
ὑπό τινος.
τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει.
τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ
διὰ
τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ
ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος
τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν·
ὁ δὲ κολλώμενος
τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα
ὃ
ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ
Θεοῦ,
καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε
γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
(Α΄ Κορινθ. στ΄[6] 12–20)
ΔΟΥΛΟΣ
Ἤ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ;
«Πάντα μοι ἔξεστιν,
ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἒξουσιασθήσομαι ὑπό τινος»
Κάνε ὅ,τι θέλεις·
ὅ,τι ἀγαπᾶ ἡ καρδιά σου!» «Ξέχνα τὰ "μὴ" καὶ τὰ "ὄχι"
καὶ ζῆσε ἐλεύθερος!» Δελεαστικὰ ἀκούγονται αὐτὰ τὰ συνθήματα τοῦ
κόσμου, ποὺ καλοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἀπὸ ἠθικὲς δεσμεύσεις
καὶ περιορισμούς. Εἶναι ὅμως πραγματικὰ ἐλεύθερος ὅποιος κάνει
ὅ,τι θέλει;
Στὸ ἐρώτημα
αὐτὸ ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα:
«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿
οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος», λέει. Δηλαδή, ὅλα ἔχω ἐξουσία
νὰ τὰ κάνω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα· ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία μου, ἀλλὰ
ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιαστῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος σὲ τίποτε.
Ὁ θεόπνευστος
αὐτὸς λόγος τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε, πρῶτον,
γιατί ἡ ἐλευθερία ὅπως τὴν ἐννοεῖ ὁ κόσμος, στὴν οὐσία εἶναι ὑποδούλωση,
καὶ δεύτερον, πῶς μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι.
1. Δοῦλος τῶν παθῶν
Ὅσο κι ἂν φαίνεται
παράξενο, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τοὺς ἠθικοὺς φραγμούς καταλήγει τελικὰ
στὴν ὑποδούλωση! Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἄσωτο υἱὸ τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς
περικοπῆς. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερος, καὶ
κατέληξε νὰ γίνει δοῦλος. Ἔφτασε μάλιστα σὲ τέτοια φτώχεια καὶ ἐξαθλίωση,
ὥστε κινδύνευε νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα! Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικὸ κατάντημα
κάθε ἄνθρωπου ποὺ νομίζει ὅτι ἐλευθερία σημαίνει ζωὴ ἀχαλίνωτη.
Θέλει, γιὰ παράδειγμα, ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἐλεύθερος γιὰ νὰ διασκεδάζει,
νὰ ξενυχτᾶ, νὰ πίνει, νὰ καπνίζει καὶ γενικὰ νὰ παραδίδεται στὶς κατώτερες
ἐπιθυμίες του χωρὶς ἠθικὲς ἀναστολές. Καθὼς ὅμως ἀπολαμβάνει τὴ
δῆθεν ἀνεξαρτησία του, ἁλυσοδένεται μὲ νέες ἐξαρτήσεις, μὲ ἁμαρτωλὲς
συνήθειες καὶ ἄνομα πάθη. Ὑποδουλώνεται στὶς ἐπιταγὲς τῆς μόδας,
τοῦ κόσμου, τῶν παθῶν. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφει ὅτι πολλοὶ μιλοῦν
γιὰ ἐλευθερία ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἔχουν γίνει σκλάβοι τῆς διαφθορᾶς καὶ
τῆς ἁμαρτίας. Διότι στὸ πάθος ποὺ ἔχουν νικηθεῖ, σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχουν
ὑποδουλωθεῖ: «Ἒλευθερίαν αὐτοῖς ἐπαγγελλόμενοι, αὐτοὶ δοῦλοι ὑπάρχοντες
τῆς φθορᾶς· ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται» (Β' Πέτρ. β'
[2] 19).
Καὶ κάτι ἀκόμη:
Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀπολαύσει τὴν ἐλευθερία του, ὅταν καταπατεῖ
τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχει τὴ συνείδηση ποὺ διαρκῶς τὸν ἐλέγχει.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ συνείδηση ἀποτελεῖ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας.
Ὅ,τι καὶ νὰ κάνει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν κυνηγοῦν οἱ τύψεις καὶ δὲν θὰ βρίσκει ποτὲ γαλήνη καὶ
ἠρεμία στὴν ψυχή του.
2. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία
Πῶς λοιπὸν
μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι; Μόνο μὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείψουμε
τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνουμε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο παράδοξο
κι ἂν ἀκούγεται αὐτό, εἶναι ὅμως ἀληθινό. Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ζήσει
πραγματικὰ ἐλεύθερος, ὀφείλει νὰ γίνει δοῦλος. Δοῦλος τοῦ Θεοῦ, πιστὸς
καὶ ὑπάκουος, ποὺ θὰ ἀγωνίζεται νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές του. Μᾶς τὸ εἶπε
ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐάν... ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι
ἔσεσθε» (Ἰω. η΄[8] 36). Πραγματικὰ ἐλεύθεροι θὰ γίνετε, ἂν σᾶς δώσει
τὴν ἐλευθερία ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Πράγματι! Μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν
τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ μποροῦν νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι κι ἀδέσμευτοι ἀπὸ
τὴ δουλεία τῶν παθῶν, τὴν ἐπιρροὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν κυριαρχία τοῦ
διαβόλου.
Καὶ στὸ σημεῖο
αὐτὸ μας διδάσκει ἡ Παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Πότε ὁ ἄσωτος ἔζησε τὴν ἀληθινὴ
ἐλευθερία; Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι μὲ τὴ διάθεση νὰ μείνει ὡς ὑπάκουος
καὶ πειθαρχικὸς δοῦλος τοῦ πατέρα του. Καὶ μάλιστα τότε ὁ πατέρας
του μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀγάπη του δὲν τὸν δέχθηκε ὡς δοῦλο ἀλλὰ
ὡς τὸ ἀγαπημένο του παιδί. Νὰ λοιπὸν ποὺ ὁ ἄσωτος ἔγινε πραγματικὰ
ἐλεύθερος!
Αὐτὴ εἶναι ἡ
ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ζωὴ ὑπακοῆς καὶ ἐλευθερίας μέσα στὸ σπίτι
τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικά, διότι «οὗ (=ὅπου)
τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β' Κορ. γ'[3] 17)
Ὅταν ὁ πανάγαθος
Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, τοῦ χάρισε ἕνα ἀτίμητο δῶρο: τὴν ἐλευθερία
του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔκανε κακὴ χρήση αὐτῆς τῆς δωρεᾶς κι ἀπομακρύνθηκε
ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, τώρα δρέπει τοὺς καρποὺς τῆς ἀποστασίας του.
Ὁ δρόμος λοιπὸν γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι ἕνας: ἡ μετάνοια
καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα!
(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο
ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος
τήν παραβολήν ταύτην. Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος
αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ,
δός μοι τὸ ἐπιβάλλον
μέρος
τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν,
καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν
τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος
δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη
ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν
χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ
ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου
καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ,
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι
εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός
σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων
σου. καὶ ἀναστὰς
ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν
ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν
ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ,
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ
ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ·
ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον
εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ
καὶ ὑποδήματα
εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες
τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν
θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος
ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος
ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα
αὐτὸν
ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ
ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι
καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ' ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
(Λουκᾶ ιε΄ [15] 11 – 32)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή:
Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς δηλαδή,
εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρότερος γιὸς εἰκονίζει τὸν ἀποστάτη ἁμαρτωλό,
πού φεύγει ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν προστασία τοῦ ἐπουρανίου Πατρός.
Εἶπε λοιπὸν ὁ μικρότερος γιός στόν πατέρα του: Πατέρα, δώσ' μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας πού μοῦ ἀνήκει.
Καὶ ὁ πατέρας μοίρασε καί στούς δυό γιοὺς τὴν περιουσία. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ
καί στόν ἁμαρτωλό πού θέλει νὰ ζεῖ μακριὰ ἀπ' αὐτὸν δίνει τὰ μέσα τῆς
συντηρήσεώς του καὶ ὅλα ἐκεῖνα τά πνευματικά καί ὑλικὰ χαρίσματα
πού θὰ τὸν ἔκαναν πνευματικά εὐτυχισμένο, ἐὰν αὐτὸς δὲν τὰ κατασπαταλοῦσε.
Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ νεότερος γιὸς μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ
πατέρας του καὶ ταξίδεψε σὲ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ διασκόρπισε τὴν περιουσία
του κάνοντας μιὰ ζωὴ ἄσωτη καὶ ἀκόλαστη. Ἔτσι καὶ κάθε ἁμαρτωλὸς ἐξαιτίας
τῶν ἁμαρτιῶν του χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁδηγεῖται πολὺ μακριὰ ἀπ'
αὐτόν. Καὶ μὲ τὴν κατάχρηση τῶν χαρισμάτων πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἐπουράνιος
Πατὴρ ἐξαχρειώνεται καὶ διαφθείρεται. Ὅταν ὁ νεότερος γιὸς ξόδεψε
ὅλα ὅσα εἶχε, ἔπεσε μεγάλη πείνα στὴ χώρα ἐκείνη, κι αὐτὸς ἄρχισε
νὰ στερεῖται. Κάθε ἁμαρτωλὸς δηλαδὴ δὲν ἔχει ἀπεριόριστες ἀπολαύσεις.
Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ αἰσθανθεῖ τὴν ἀθλιότητα καὶ τὸ κενὸ πού δημιουργεῖ
στὴν καρδιά του ἡ ἄσωτη ζωὴ καὶ ἡ στέρηση τῆς θείας παρηγοριᾶς. Καὶ ὁ
ἄσωτος γιὸς ἐξαιτίας τῶν στερήσεων καὶ τῆς πείνας του πῆγε σ' ἕναν ἀπό
τούς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τὸν προσέλαβε ὡς δοῦλο. Καὶ
τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκει χοίρους, ζῶα δηλαδὴ ἀκάθαρτα,
πού προκαλοῦσαν τὴν ἀηδία καὶ τὴν ἀποστροφὴ σ' ἕναν Ἰουδαῖο, ὅπως
ἦταν ὁ νεότερος γιός. Σὲ τί ἐξευτελισμὸ καταντᾶ καὶ πόσο χάνει τὴν
ἀξιοπρέπειά του ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλός! Καὶ ἐπιθυμοῦσε ὁ νεότερος
γιὸς νὰ γεμίσει τὴν κοιλιά του μὲ τὰ ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι.
Μὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε, διότι οἱ ὑπηρέτες πού ἔκαναν τὴ διανομὴ
παρατηροῦσαν μὲ προσοχὴ νὰ μὴν μείνουν χωρὶς τροφὴ οἱ χοῖροι. Σὲ κάποια
ὅμως στιγμὴ αὐτὸς ἦλθε στὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ μέθη καὶ τὴν τρέλα τῆς ἁμαρτίας
καὶ εἶπε: Πόσοι μισθωτοὶ ἐργάτες τοῦ
πατέρα μου ἔχουν ἄφθονο καὶ περίσσιο ψωμί, ἐνῶ ἐγώ κινδυνεύω νὰ πεθάνω
ἀπὸ τὴν πείνα! Τὸ πρῶτο βῆμα δηλαδὴ τῆς μετανοίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ
εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ἀθλιότητάς του. Μετὰ τὴ συναίσθηση αὐτὴ ἀκολουθεῖ
ἡ σωτηριώδης ἀπόφαση. Θὰ σηκωθῶ,
λέει ὁ ἄσωτος, καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα
μου καὶ θὰ τοῦ πῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανό. (Διότι ἐκεῖ οἱ ἄγγελοι
ἐκτελοῦν μὲ εὐλάβεια τὸ θεῖο θέλημα, καὶ ὅπως ὑπακοῦν αὐτοί, ἔτσι ἀξιώνουν
καὶ ὅλα τὰ κτίσματα νὰ ὑπακοῦν σ' αὐτό, καὶ λυποῦνται γιὰ τὴν ἀποστασία
κάθε ἄνθρωπου). Ἁμάρτησα καὶ σὲ σένα,
διότι περιφρόνησα τὴ στοργή σου καὶ δὲν λογάριασα τὴ λύπη πού δοκίμαζες
ὅταν ἔφευγα μακριά σου. Δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός
σου. Δὲν ζητῶ νὰ προσληφθῶ οὔτε ὡς μόνιμος δοῦλος σου παραμένοντας
διαρκῶς στὸ σπίτι σου. Κάνε με σάν ἕναν ἀπό τους μισθωτοὺς ἐργάτες
σου.
Καὶ ἡ σωτηριώδης ἀπόφαση ἄρχισε
νὰ ἐνεργοποιεῖται. Ὁ ἄσωτος σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε νὰ πάει στόν πατέρα
του. Κι ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν
σπλαχνίσθηκε. Ἔτρεξε τότε γιὰ νά τόν προϋπαντήσει, ἔπεσε στὸν τράχηλό
του, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν καταφιλοῦσε μὲ στοργή. Ὁ Θεός δηλαδή
ὄχι μόνο δέχεται τὸν ἁμαρτωλὸ πού μετανοεῖ καὶ ἐπιστρέφει κοντά
του, ἀλλά καὶ προτοῦ ἀκόμη πλησιάσει ὁ ἁμαρτωλός, σπεύδει νὰ τὸν ἀναζητήσει,
καί τὸν ἀγκαλιάζει μὲ στοργή. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Πατέρας ἔδειξε τέτοια
στοργὴ κι ἐνῶ ἀκολούθησε μιὰ τόσο θερμὴ συνδιαλλαγή, ὁ γιὸς συντετριμμένος
ἔκανε τὴν ἐξομολόγησή του λέγοντας: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα καὶ δέν εἶμαι πλέον ἄξιος
νὰ ὀνομάζομαι γιός σου. Ὁ πατέρας τότε τὸν διέκοψε καὶ εἶπε
στούς δούλους του: Βγάλτε ἔξω τὴν πιὸ
καλὴ φορεσιὰ ἀπ' ὅσες ἔχουμε, σὰν αὐτὴ πού φοροῦσε πρὶν φύγει ἀπ’
τό σπίτι μου. Κι ἐπειδὴ αὐτός, στὴν κατάσταση πού εἶναι, θά ντρέπεται
νὰ τὴν φορέσει, ντύστε τὸν ἐσεῖς, γιά νά μήν εἶναι πλέον γυμνὸς καὶ κουρελιάρης.
Καὶ δῶστε του δαχτυλίδι νὰ τὸ φοράει στὸ χέρι του, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι
καὶ οἱ ἐλεύθεροι. Δῶστε του καὶ ὑποδὴματα στά πόδια του, γιὰ νὰ μὴν περπατᾶ
ξυπόλυτος ὅπως οἱ σκλάβοι. Τὸν ἀποκαθιστῶ δηλαδὴ ὁλοκληρωτικά
στὴ θέση καὶ στὰ δικαιώματα πού εἶχε πρὶν ἀσωτεύσει. Καὶ φέρτε καὶ
σφάξτε ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ μοσχάρια πού τὸ τρέφουμε ξεχωριστὰ γιὰ κάποια
χαρμόσυνη καὶ ἐξαιρετική περίσταση. Ἂς φᾶμε λοιπόν, ἂς χαροῦμε καὶ
ἄς διασκεδάσουμε μὲ τραγούδια καὶ μὲ χορούς, διότι ὁ γιός μου αὐτὸς
μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ἦταν νεκρός, καί ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένος, καὶ
βρέθηκε. Καί ἄρχισαν νὰ εὐφραίνονται.
Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιός, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμοιαζαν οἱ
Φαρισαῖοι, ἦταν στὸ χωράφι. Καὶ καθὼς ἐρχόταν καί πλησίαζε στὸ σπίτι,
ἄκουσε ὄργανα καὶ τραγούδια καί χορούς. Κάλεσε λοιπὸν ἕναν ἀπό τους
ὑπηρέτες πού στεκόταν ἀπ’ ἔξω, καὶ ρωτοῦσε νὰ μάθει τί συμβαίνει,
τί τάχα νὰ σήμαιναν ὅλα αὐτά. Κι αὐτὸς τοῦ εἶπε: Γύρισε ὁ ἀδελφός σου, καὶ ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ καλοθρεμμένο
μοσχάρι, διότι τοῦ γύρισε πάλι πίσω γερὸς καὶ ὑγιής. Ὁ μεγαλύτερος
ὅμως γιὸς θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. (Ἔτσι συμπεριφέρονταν
καὶ οἱ Φαρισαῖοι, πού σκανδαλίζονταν ὅταν ἔβλεπαν τὸν Κύριο νὰ συναναστρέφεται
καὶ νὰ διδάσκει τοὺς ἁμαρτωλούς). Ὁ πατέρας του λοιπὸν βγῆκε ἔξω καὶ
τὸν παρακαλοῦσε μὲ τὴν ἴδια στοργὴ πού δέχθηκε τὸ νεότερο γιό του. Ἀλλά
ὁ μεγαλύτερος γιὸς ἀποκρίθηκε στὸν πατέρα του: Τόσα χρόνια εἶμαι στὴ δούλεψή σου καὶ ποτὲ δὲν παράκουσα κάποια
προσταγή σου· καὶ παρόλα αὐτὰ δὲν μοῦ ἔδωσες ποτὲ οὔτε ἕνα κατσικάκι
γιὰ νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου. (Πόσο πλανᾶται ὁ μεγαλύτερος
γιός! Ἐάν ὑπῆρξε τόσο πειθαρχικὸς στὸν πατέρα του, πῶς τώρα τὸν παρακούει
μὲ τέτοιο πεῖσμα; Καὶ πότε ζήτησε κατσικάκι ἀπὸ τὸν πατέρα του, κι ἐκεῖνος
δὲν τοῦ ἔδωσε;). Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ
προκομμένος αὐτὸς γιός σου, πού κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ
πόρνες, ἔσφαξες γι' αὐτὸν τὸ καλύτερο μοσχάρι πού τὸ εἴχαμε θρεφτάρι.
(Ὁ μεγαλύτερος γιὸς μεταχειρίστηκε τὴν ἀλαζονικὴ γλώσσα τῶν Φαρισαίων,
πού περιφρονοῦσαν τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νόμιζαν ὅτι μόνο αὐτοὶ ἦταν
δίκαιοι καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶχαν ἀποκλειστικὰ δικαιώματα στὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ). Ὁ πατέρας τότε τοῦ ἀπάντησε: Παιδί
μου, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου. Κι ὅλα ὅσα ἔχω, δικά σου εἶναι. Ἔπρεπε
λοιπὸν κι ἐσύ νὰ εὐφρανθεῖς καὶ νὰ χαρεῖς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτός,
γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ τόση περιφρόνηση μιλᾶς, ἦταν νεκρός, καὶ ἀναστήθηκε.
Ἦταν χαμένος, καὶ βρέθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου