ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(26 ΜΑΡΤΙΟΥ 2023)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)
ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω,
ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς
καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα
τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν
τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ
ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ
Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι,
λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν
ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ
λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς
τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω
πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία
ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν
αὐτῇ.
Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
11
Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό,
χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε. 12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει,
ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει
τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ
τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος
τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν
τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα,
γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ
δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν. 14
Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος,
ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε
ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ
Διδάσκαλος ἀναστήθηκε. 15
Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ
κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν
ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον
τάφο. 16 Τῆς λέει τότε ὁ
Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε
ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ
σημαίνει· διδάσκαλέ μου. 17
Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ
Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ
μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ
συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿
αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί
σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα
μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς
οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ
οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι
ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν
Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε
καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας. 18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ
ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί
τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· ἄνθρωποι
μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς
ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον
βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις
τῆς ἐπαγγελίας
τὸ ἀμετάθετον
τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων
ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον
ψεύσασθαι
Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες
κρατῆσαι τῆς προκειμένης
ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν
ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος,
ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
(Ἑβρ. Ϛ΄[6] 13 – 20 )
ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ
ΘΕΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ:
«Μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας»
Στήν Παλαιὰ
Διαθήκη ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε στὸν Ἀβραὰμ ὅτι θὰ χαρίσει σ᾿ αὐτὸν καὶ τοὺς
ἀπογόνους του τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν Παλαιστίνη. Ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε ὁλόκαρδα
στὴν ὑπόσχεση ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ περίμενε ἐπὶ χρόνια πολλὰ μὲ ὑπομονὴ τὴν
ἐκπλήρωσή της. Γι᾿ αὐτὸ «μακροθυμήσας ἐπέτυχε
τῆς ἐπαγγελίας», ἐπέτυχε τὴν εὐλογία ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἂς δοῦμε
λοιπὸν τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς ἐκπληρώνει τὶς ὑποσχέσεις του καὶ πῶς ἐμεῖς
πρέπει νὰ περιμένουμε τὴν ἐκπλήρωσή τους.
1.Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΑΘΕΤΕΙ
ΤΙΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ
Ὁ Θεὸς δὲν
ἀθετεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ τὴν γράψουμε καλὰ στὸ
νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ μας. Διότι ὁ Θεὸς ἔχει δώσει ὑποσχέσεις ὄχι μόνον στὸν
Ἀβραὰμ ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς
Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Τὶς ἔδωσε μὲ τὸν θεῖο του λόγο, ποὺ καταγράφηκε στὶς
σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ εἶναι μαζί μας, θὰ μᾶς ἐνισχύει
στὸν ἀγῶνα μας, θὰ μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς μας. Ὅτι θὰ προνοεῖ γιὰ
τὴν ζωή μας τὴν ὑλικὴ καὶ πνευματική. Ὅτι θὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰώνια βασιλεία
του. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀθετεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Ὅ,τι ὑπόσχεται τὸ ἐκπληρώνει.
Μᾶς τὸ διαβεβαίωσε ἄλλωστε ὁ ἴδιος, ὅταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀκόμη μᾶς εἶπε: «τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων μου οὐ μὴ
ἀθετήσω» (Ψαλ. πη' [88] 35). Τὰ λόγια δηλαδὴ ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη μου
δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀθετήσω. Καὶ δὲν τὰ ἀθετεῖ ὁ Θεός.
Τί μᾶς
ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς καὶ δὲν τὸ ἐκπλήρωσε; Ἐὰν ἀνατρέξουμε στὴν προσωπικὴ μας ζωή,
θὰ τὸ διαπιστώσουμε αὐτὸ καθαρά. Διότι δὲν μοιάζει ὁ Θεὸς μὲ μᾶς τοὺς
ἀνθρώπους, ποὺ τόσο εὔκολα καὶ ἐπιπόλαια ἀθετοῦμε τὶς ὑποσχέσεις μας. Καὶ λέμε
διάφορες δικαιολογίες, γιὰ νὰ καλύψουμε τὴν ἀσυνέπειά μας. Ὁ Θεὸς λέει πάντοτε
τὴν ἀλήθεια· ὑπόσχεται καὶ τηρεῖ, ἐπαγγέλλεται καὶ ἐκπληρώνει· διότι μπορεῖ νὰ
ἐκπλήρωσει τὶς ὑποσχέσεις του. Εἶναι πανάγαθος ἀλλὰ καὶ παντοδύναμος. Μᾶς τὸ
λέγει σαφῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ὁ Θεὸς «ὃ
ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι» (Ρωμ. δ'[4] 21).
2. ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΜΕ
ΠΙΣΤΗ
Βέβαια ἐμεῖς
θεωρητικῶς τὸ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀθετεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Ὅμως στὴν
πράξη συχνὰ ὀλιγοπιστοῦμε καὶ τὰ χάνουμε. Ἀλήθεια, πόσα χρόνια περίμενε ὁ
Ἀβραάμ; Δοκιμάστηκε σκληρὰ ἡ ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό. Ἡ πραγματικότητα συνεχῶς
τὸν διέψευδε. Ἡ γυναίκα του ἦταν γερόντισσα πλέον καὶ στεῖρα, κι ὁ Θεὸς τοῦ
ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἀποκτήσει ἀπογόνους «καθὼς
τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ» (Γεν. ιε'[15] 5· Ἑβρ. ια'[11] 12). Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως δὲν
ἀπογοητεύθηκε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς βράβευσε τὴν ὑπομονή του καὶ τὴν
ἀκλόνητη πίστη του. Ἀπέκτησε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Σάρρα παιδί, τὸν Ἰσαάκ, ἀπὸ τὸν
ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοί του σὲ μεγάλο ἔθνος.
Μέχρι ὅμως νὰ
συμβεῖ αὐτό, δεκαετίες ὁλόκληρες περίμενε μὲ πίστη καὶ ὑπομονή. Καὶ μᾶς
διδάσκει μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστη του καὶ τὴν ὑποδειγματικὴ του ὑπομονὴ νὰ ἔχουμε
μέσα μας κι ἐμεῖς ἄσβεστο τὸ καντήλι τῆς πίστεως στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, στὴν
ἀγάπη του καὶ τὴν θαυμαστὴ πρόνοιά του. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος μᾶς ὑποσχέθηκε: «οὐ μὴ σὲ ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω» (δὲν
θὰ σ᾿ ἀφήσω οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψω) (Ἑβρ. ιγ'[13] 5).
Ὅταν λοιπὸν
βλέπουμε γύρω μας τὴν πραγματικότητα νὰ μᾶς ἀπογοητεύει καὶ τὰ προβλήματά μας,
οἰκογενειακά, οἰκονομικά, ἐπαγγελματικὰ καὶ ἄλλα, νὰ φαίνονται ἄλυτα, μὴ
γογγύζουμε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν βλέπουμε νὰ λυγίζουν τὰ πόδια μας, μὴ
χάνουμε τὴν ἐλπίδα μας. Ὅταν βλέπουμε τὶς δυνάμεις μας νὰ ἀτονοῦν, μὴν ξεχνοῦμε
τὴν μεγάλη ὑπόσχεση ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ὅτι θὰ εἶναι δίπλα μας «πάσας τὰς ἡμέρας» τῆς ζωῆς μας (Ματθ.
κη'[28] 20). Νὰ παραδινόμαστε στὴν ἀγκαλιά του μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι «πιστὸς ὁ Θεός, ὅς οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι
ὑπὲρ ὃ δυνάμεθα» (Α' Κορ. ι'[10] 13). Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀφήσει νὰ
δοκιμαζόμαστε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἀντέχουμε. Ἀλλὰ νὰ περιμένουμε τὴν ὥρα τοῦ
Θεοῦ. Νὰ περιμένουμε τὴν ὥρα, ποὺ ὡς φωνὴ αὔρας λεπτῆς θὰ ἔλθει ἡ Χάρις τοῦ
Θεοῦ νὰ μᾶς ἁγιάσει, νὰ μᾶς λυτρώσει. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ προβλήματα καὶ πάθη,
νὰ μᾶς χορηγήσει τὰ ἀγαθὰ ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς καὶ μὲ καύση καρδίας ἐπὶ ἔτη πολλὰ
τοῦ ζητᾶμε.
Γι᾿ αὐτὸ μᾶς
λέγει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ὑπομονῆς
ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν»
(Ἑβρ. ι'[10] 36). Μὴν ἀπογοητευόμαστε, ὅταν κουραζόμαστε στὴν προσμονή μας.
Ἀλλὰ νὰ γίνουμε «μιμηταὶ τῶν διὰ πίστεως
καὶ μακροθυμίας κληρονομούντων τὰς ἐπαγγελίας» (Ἑβρ. Ϛ'[6] 12). Ὁ Κύριος
μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ τὴν Βασιλεία του τὴν ἐπουράνια καὶ μᾶς περιμένει ἐκεῖ.
Ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς λέγει ὅτι «πολλὲς φορὲς ἐκκόπτεται ἡ ἐπαγγελία τοῦ
Θεοῦ ἑξαιτίας τῆς ὀλιγοπιστίας μας». Ὅπως ἔγινε καὶ στὴν ἰσραηλιτικὴ ἐκείνη
γενεὰ ἡ ὁποία λόγῳ τῆς ἀπείθειάς της καὶ τῆς ὀλιγοπιστίας της δὲν πρόλαβε νὰ
δεῖ νὰ ἐκπληρώνεται ἡ μεγάλη ἐπαγγελία
τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀντίκρισε τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ περιφερόταν σαράντα χρόνια
στὴν ἔρημο. Μὴν ὀλιγοψυχοῦμε λοιπόν, ἀλλὰ ἂς παραθέσουμε ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους
καὶ ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο καὶ Θεό μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ
Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ
ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτόν καί λέγων.
Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς
σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι
ὑμῶν;
φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν
αὐτόν,
καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο
ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ·
Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν.
καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ
αὐτόν·
ἀλλ' εἴ τι δύνασαι,
βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς
ἐφ᾿ ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι,
πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ
δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω,
Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι
ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ
λέγων
αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν
ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἐπηρώτων αὐτόν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς
οὐκ ἠδυνήθημεν
ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ
καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν
ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν
αὐτόν,
καὶ ἀποκτανθεὶς
τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
(Μᾶρκ. θ΄[9]
17 - 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος του
λαοῦ πλησίασε τόν Ἰησοῦ, γονάτισε
μπροστά του καί τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸν γιό μου ποὺ ἔχει καταληφθεῖ
ἀπό δαιμονικὸ πνεῦμα, πού τοῦ πῆρε καὶ τὴ λαλιά. Καὶ σ᾿ ὅποιο
μέρος τὸν πιάσει, τὸν ρίχνει κάτω, κι ἀφρίζει καὶ τρίζει
τὰ δόντια του καὶ μένει ξερὸς κι ἀναίσθητος. Εἶπα στοὺς μαθητές
σου νά τὸ βγάλουν, ἀλλά δὲν μπόρεσαν. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε:
Ὢ γενιὰ ποὺ τόσα θαύματα εἶδες
καὶ εἶσαι ἀκόμη ἄπιστη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε
θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Καὶ τὸν ἔφεραν κοντά του. Κι ὅταν τό
πονηρό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀμέσως τάραξε μὲ σπασμοὺς τὸν νέο,
ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσε κάτω στὴ γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀφροὺς
ἀπ᾿ τὸ στόμα του. Τότε ρώτησε ὁ Κύριος τὸν πατέρα τοῦ
παιδιοῦ: Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπό
τότε πού τοῦ συμβαίνει αὐτό; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: Ἀπό μικρὸ παιδί. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸν ἔριξε καὶ
στὴ φωτιὰ καὶ στὰ νερὰ γιὰ νὰ τοῦ πάρει τὴ ζωή. Ἀλλὰ ἐάν μπορεῖς
νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας. Ὁ Ἰησοῦς τότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Ἐσὺ ἐάν μπορεῖς νὰ πιστέψεις,
ὅλα εἶναι δυνατὰ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει. Κι ἀμέσως
φώναξε δυνατὰ ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τὴ δύναμη
νὰ μὲ βοηθήσεις. Βοήθησέ με ν᾿ ἁπαλλαγῶ ἀπ᾿ τὴν ὀλιγοπιστία
μου καὶ ἀναπλήρωσε ἐσύ τὴν ἔλλειψη τῆς πίστεώς μου. Ὅταν
λοιπὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἔτρεχε ἐκεῖ καὶ μαζευόταν πολὺς λαός,
πρόσταξε αὐστηρὰ τὸ ἀκάθαρτο δαιμονικὸ πνεῦμα καί τοῦ εἶπε:
Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγώ σὲ διατάζω,
βγὲς ἀπ' αὐτὸν καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ πιὰ μέσα του. Τότε
τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατὰ καὶ συντάραξε τὸ παιδί,
βγῆκε. Κι ἔγινε σάν νεκρὸς ὁ νέος, ὥστε πολλοί νά λένε ὅτι πέθανε.
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἔπιασε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε· κι ἐκεῖνος στάθηκε
ὄρθιος.
Ὅταν
κατόπιν ὁ Κύριος μπῆκε σὲ κάποιο σπίτι, τὸν ρωτοῦσαν
ἰδιαιτέρως οἱ μαθητές του: Γιατί
ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νά βγάλουμε τὸ πονηρὸ πνεῦμα; Κι
ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: Αὐτὸ
τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν βγαίνει μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ
προσευχὴ ποὺ συνοδεύεται μὲ νηστεία, ὥστε ἡ προσευχὴ
νὰ γίνεται μὲ διάνοια ὅσο τὸ δυνατὸν ἐλαφρότερη καὶ περισσότερο
προσηλωμένη στὸν Θεὸ.
Κι
ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό ἐκεῖ, προχωροῦσαν ἀθόρυβα διασχίζοντας
τὴ Γαλιλαία, ἀκολουθώντας τὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ
δὲν ἤθελε νὰ μάθει κανείς ὅτι περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ. Διότι ἤθελε
νὰ μένει μόνος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, τοὺς ὁποίους συστηματικὰ
πλέον δίδασκε καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας,
θὰ παραδοθεῖ μετὰ ἀπό λίγο στὰ χέρια ἀνθρώπων, κι αὐτοὶ θὰ
τὸν θανατώσουν. Κι ἀφοῦ πεθάνει, τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό
του θά ἀναστηθεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου