ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
(23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2023)
ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα
μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄
καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν
αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν
μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ
καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν,
καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
(Ματθ. κη΄[28]
16 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
16 Στὸ μεταξὺ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν
στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς.17 Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν
προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. 18 Ὁ Ἰησοῦς
ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη
φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. 19 Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε
μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή
τους ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε
ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ
τελειώσει ὁ αἰώνας αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)
Κατ᾿
ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ
τῆς ἐκκλησίας. Ἀνεῖλε δὲ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιωάννου μαχαίρᾳ. Καὶ ἰδὼν ὅτι
ἀρεστόν ἐστι τοῖς ᾿Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι
τῶν ἀζύμων· ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις
στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ Πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. Ὁ
μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς
ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. ῞Οτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ ῾Ηρῴδης,
τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι
δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου
ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου
ἤγειρεν αὐτὸν λέγων· Ἀνάστα ἐν τάχει. Καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν
χειρῶν. Εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου.
Ἐποίησε δὲ οὕτω. Καὶ λέγει αὐτῷ· Περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι.
Καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ
ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. Διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν
ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη
ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος
ἀπ᾿ αὐτοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι
ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς ῾Ηρῴδου καὶ
πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν ᾿Ιουδαίων.
(Πράξ. ιβ΄[12] 1-11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν
καιρὸ ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Α΄, ἐγγονὸς τοῦ μεγάλου Ἡρώδη, ἔβαλε χέρι σὲ
μερικοὺς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ τοὺς κακοποιήσει. Ἔτσι θανάτωσε μὲ ἀποκεφαλισμὸ
τὸν Ἰάκωβο, ἀδελφὸ τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Κι ὅταν εἶδε ὅτι καὶ
οἱ ἄρχοντες καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων εὐχαριστήθηκαν μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ
ἀποφάσισε στὴ συνέχεια νὰ συλλάβει καὶ τὸν Πέτρο. Ἦταν μάλιστα τότε οἱ ἡμέρες τῆς
ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. Τὸν συνέλαβε λοιπὸν καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ παραδίδοντάς
τον σὲ τέσσερις τετράδες στρατιωτῶν γιὰ νὰ τὸν φρουροῦν. Διότι ἤθελε μετὰ τὴν ἑορτὴ
τοῦ Πάσχα νὰ τὸν ἀνεβάσει στὸ δικαστήριο καὶ νὰ τὸν δικάσει μπροστὰ στὸ λαό. Ἔτσι
λοιπὸν ὁ Πέτρος φρουροῦνταν μέσα στὴ φυλακή. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τῶν Ἱεροσολύμων ἀνέπεμπε
στὸ Θεὸ ἀδιάκοπα πολλὲς καὶ θερμὲς προσευχὲς γιὰ τὴ διάσωσή του. Τὴν
προηγούμενη λοιπὸν νύχτα τῆς ἡμέρας ἐκείνης ποὺ ὁ Ἡρώδης σκόπευε νὰ τὸν ὁδηγήσει
στὸ δικαστήριο, ὁ Πέτρος κοιμόταν ἥσυχα ἀνάμεσα σὲ δύο στρατιῶτες δεμένος μὲ
δύο ἁλυσίδες, ἐνῶ φρουροὶ μπροστὰ στὴ θύρα φύλαγαν τὸ δεσμωτήριο. Ξαφνικὰ ἕνας ἄγγελος
Κυρίου ἐμφανίστηκε καὶ φῶς ἔλαμψε μέσα στὸ κελλὶ ποὺ κοιμόταν ὁ Πέτρος. Tότε ὁ ἄγγελος
ξύπνησε τὸν Πέτρο σκουντώντας τὸν μὲ δύναμη στὸ πλευρό, καὶ τοῦ εἶπε: Σήκω
γρήγορα. Κι ἀμέσως ἔπεσαν οἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του. Τοῦ εἶπε ἀκόμη ὁ ἄγγελος:
Δέσε τὴ ζώνη στὸ χιτῶνα σου καὶ τὰ σανδάλια στὰ πόδια σου. Καὶ ὁ Πέτρος ἀμέσως ἔκανε
ὅπως διατάχθηκε. Τότε τοῦ λέει ὁ ἄγγελος: Φόρεσε τὸ ἐξωτερικό σου ροῦχο καὶ ἀκολούθησέ
με. Καὶ ὁ Πέτρος βγῆκε ἀπὸ τὸ κελλὶ καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν ἄγγελο. Δὲν εἶχε ἀντιληφθεῖ
ἀκόμη ὅτι εἶναι πραγματικὸ αὐτὸ ποὺ γινόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσῳ τοῦ ἀγγέλου.
Νόμιζε δηλαδὴ ὅτι βλέπει στὸν ὕπνο του κάποια ὀπτασία. Ἀφοῦ πέρασαν τὸν πρῶτο
καὶ τὸν δεύτερο φρουρό, ἦλθαν στὴ σιδερένια ἐξώπορτα ποὺ ὁδηγοῦσε ἀμέσως στὴν
πόλη. Καὶ ἡ πόρτα αὐτὴ ἄνοιξε ἀπὸ μόνη της καὶ βγῆκαν ἔξω. Πέρασαν μαζὶ ἕνα
στενὸ καὶ ξαφνικὰ ὁ ἄγγελος ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Πέτρου. Τότε ὁ Πέτρος
συνῆλθε ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἐκπλήξεως καὶ τῆς ἐκστάσεως, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας
νόμιζε ὅτι ἔβλεπε ὄραμα, καὶ εἶπε: Τώρα καταλαβαίνω ὅτι πραγματικὰ ἔστειλε ὁ
Κύριος τὸν ἄγγελό του καὶ μὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ κακοῦργο χέρι τοῦ Ἡρώδη κι ἀπὸ
κάθε κακὸ ποὺ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων περίμενε νὰ πάθω.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας·
μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· Ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
(Ἰωάν.
κ΄[20] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὅταν βράδιασε τήν ἡμέρα ἐκείνη,
τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῷ οἱ μαθητὲς ἦταν μαζεμένοι σ' ἕνα
σπίτι καὶ εἶχαν τὶς θύρες κλειστὲς ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς ἄρχοντες τῶν
Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ στάθηκε στὴ μέση καὶ τοὺς εἶπε: Ἂς εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς. Κι ἀφοῦ τὸ
εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τὴν πλευρά του, γιὰ νὰ δοῦν τὰ σημάδια
τῶν πληγῶν καὶ νὰ πεισθοῦν ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους πού σταυρώθηκε.
Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι' αὐτὸ μὲ τὴν ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν
οἱ μαθητὲς πού εἶδαν τὸν Κύριο. Ὅταν λοιπὸν οἱ μαθητὲς ἠρέμησαν κάπως
ἀπὸ τὴν πρώτη σφοδρὴ συγκίνηση πού αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης
τους χαρᾶς, τοὺς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σὲ σχέση μὲ τὴ μελλοντική τους τώρα
κλήση καὶ ἀποστολή: Ἂς εἶναι εἰρήνη
σὲ σᾶς. Ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν
ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νὰ συνεχίσετε τὸ ἴδιο ἔργο. Κι ἀ
φοῦ τὸ εἶπε αὐτό, προκειμένου νὰ τοὺς μεταδώσει τὴν πνοὴ τῆς νέας οὐράνιας
ζωῆς ἐμφύσησε στὰ πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ
Ἀδάμ, καὶ τοὺς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. Σ' ὅποιους συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες,
θὰ τοὺς εἶναι συγχωρημένες κι ἀπὸ τὸν Θεό. Σ' ὅποιους ὅμως τὶς κρατᾶτε
ἀσυγχώρητες, θὰ μείνουν γιὰ πάντα κρατημένες. Ὁ Θωμᾶς ὅμως, πού ἦταν
ἕνας ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους καὶ τὸν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι
Ἑβραῖοι μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, δὲν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε
ὁ Ἰησοῦς. Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδαν, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές: Εἴδαμε τὸν Κύριο. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπάντησε:
Ἐὰν δὲν δῶ μὲ τὰ μάτια μου στὰ χέρια
του τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι τῶν
καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, ὥστε ὄχι μόνο μὲ τὰ
μάτια μου ἀλλά καὶ μὲ τά δάχτυλά μου νὰ βεβαιωθῶ, δὲν θὰ πιστέψω.
Πράγματι λοιπόν,
ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἦσαν πάλι μέσα στὸ σπίτι οἱ μαθητές, καὶ μαζὶ
μ' αὐτοὺς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστές
οἱ θύρες, καὶ στάθηκε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς καί εἶπε: Ἂς εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς. Ἔπειτα λέει
στὸν Θωμᾶ: Φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ.
Ψηλάφησε καὶ ἐξέτασε τὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, καί δὲς συγχρόνως μὲ
τὰ μάτια σου τὰ χέρια μου. Φέρε τό χέρι σου κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά μου
καὶ βάλ' το στήν πλευρά μου πού χτυπήθηκε ἀπὸ τὴ λόγχη. Καὶ μὴν ἀφήνεις
τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ὥστε νὰ γίνεις μόνιμα
καὶ ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλά νά προοδεύεις καὶ νὰ στηρίζεσαι
στὴν πίστη, ὥστε νὰ γίνεις ἀμετακίνητος καὶ ἀδιάσειστος σ' αὐτή. Ὁ
Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Πιστεύω
καὶ ὁμολογῶ ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς:
Πίστεψες ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακάριοι
καὶ πιὸ εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν
δεῖ μὲ τὰ μάτια τους, ὅπως μὲ εἶδες ἐσύ. Καί θά πιστέψουν ἔτσι ὅλα τὰ
μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στίς γενιές πού θὰ ἔλθουν.
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ ὅσα ἐξιστορήσαμε,
ἐκτός ἀπό τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του, ὀ Ἰησοῦς μπροστά στά μάτια
τῶν μαθητῶν του ἔκανε καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα πού ἀποδείκνυαν τὴ θεότητά
του καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο αὐτό. Αὐτὰ πού ἐκθέσαμε,
γράφηκαν γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς πού προκηρύχθηκε
ἀπό τούς προφῆτες, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας
νὰ ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τὴ νέα, θεία καὶ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία
μεταδίδει ὁ ἴδιος στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου