ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ I΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2023)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε
δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ
ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο.
λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν
σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν.
πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ
μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε;
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ
δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους
τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι.
Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ
γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον·
οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον
τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον
ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε
νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων
μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν,
Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον,
καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
(Ἰωάν. κα΄[21]
1 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ
λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: 2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς
ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας,
καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του. 3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ
ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν
ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ
ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς
στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν
ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦταν
λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε
κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν. 6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ
δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε
ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε
πιάσει. 7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε
ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος
λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά
του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν,
ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο. 8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ
πλοιάριο σέρνοντας τὸ
δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν
περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα. 9
Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ
πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿
αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ
θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους. 10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ
καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ
πιάσατε τώρα. 11 Ὅμως τὸ
δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν
δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα
τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ. 12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ
πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ
τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ
συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό. 13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ
ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν
ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι. 14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά
πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή
του ἀπό τούς νεκρούς.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν,
διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι
παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα
τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω
ταῦτα, ἀλλ' ὡς τέκνα
μου ἀγαπητὰ νουθετῶ· ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. παρακαλῶ
οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
(Α΄
Κορ. δ΄[4] 9 – 16 )
ΕΣΧΑΤΟΙ ΠΑΝΤΩΝ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ
ΤΟ: «Ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους»
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς παρουσιάζει τὴν πολυτάραχη,
ἐπικίνδυνη καὶ μαρτυρικὴ ζωὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἂς δοῦμε κι ἐμεῖς λοιπὸν ὅτι
ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἦταν ζωὴ θυσίας καὶ κακοπαθείας, καὶ μὲ ποιὸ τρόπο
μποροῦμε νὰ τὴν μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς.
2.
ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ εἶχαν τὸ ἔνδοξο, τιμητικὸ καὶ μοναδικὸ στὴν ἱστορία
ἀποστολικὸ ἀξίωμα, στὰ μάτια πολλῶν ἀνθρώπων φαίνονταν ὡς τελευταῖοι καὶ
ἀσήμαντοι. Ἄφησαν τὰ σπίτια μας καὶ τοὺς συγγενεῖς μας, χωρὶς νὰ πάρουν τίποτε
μαζί μας ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν, τὰ ὁποῖα θὰ τοὺς ἑξασφάλιζαν κάποιες ἀσήμαντες
ἔστω ἀνέσεις στὴ ζωή μας. Καὶ ὤργωσαν ὅλη τὴν οἰκουμένη, τὴν ἔσπειραν μὲ τὸν
λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπότισαν μὲ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος «οὐκ εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ.
η΄[8] 20), δὲν εἶχαν οὔτε σπίτι οὔτε ἐξασφαλισμένη διαμονή. Ταξίδευαν χωρὶς
σταματημὸ σὲ ἄγνωστα μέρη καὶ ὁδοιποροῦσαν πεινασμένοι καὶ διψασμένοι, χωρὶς νὰ
βρίσκουν πάντοτε φιλοξενία στὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μας. Μὰ κι ὅταν ἔβρισκαν τόπο
νὰ μείνουν, κάποιοι Ἀπόστολοι ἐργάζονταν καὶ κοπίαζαν μὲ τὰ ἴδιά μας τὰ χέρια,
γιὰ νὰ εἶναι ἀβαρεῖς καὶ νὰ ἔχουν τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἀνάγκες μας. Συχνὰ τοὺς
κατεδίωκαν, κι αὐτοὶ περιφέρονταν κατατρεγμένοι ἀπὸ τόπο σὲ τόπο σὰν πλανόδιοι
σκηνῖτες. Διότι δὲν ἔμεναν γιὰ πολὺ σὲ κάποιο τόπο, ἀλλὰ διαρκῶς περιπλανιόνταν
ἐκτεθειμένοι στὴν πεῖνα, τὴν δίψα καὶ τὴν γυμνότητα, ἀλλὰ καὶ στὶς ἀντίξοες
καιρικὲς συνθῆκες: τὸν καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ τὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα, τὶς
θύελλες καὶ τὶς νεροποντές, μας τρικυμίες καὶ τὰ ναυάγια. Στὰ μάτια τῶν ἀπίστων
φαίνονταν σὰν καθάρματα καὶ σκουπίδια τοῦ κόσμου. Τοὺς περιφρονοῦσαν οἱ πολλοί,
ἀλλὰ καὶ τοὺς θεωροῦσαν ὡς λοιμώδεις μάστιγες καὶ μολυσματικὲς ὑπάρξεις, ἀπὸ
τὶς ὁποῖες ἔπρεπε νὰ ἁπαλλαγοῦν για νὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ γῆ. Τὰ ἁγιότερα πρόσωπα
διώκονταν ἀπὸ τὸν τυφλωμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κόσμο ὡς τὰ πλέον σιχαμερὰ
ἀντικείμενα.
Κι αὐτοὶ
περιφέρονταν στὶς πόλεις καὶ τὰ ἔθνη σὰν κατάδικοι καὶ μελλοθάνατοι. Δέχονταν
συχνὰ ἐξευτελισμοὺς καὶ διαπομπεύσεις, εἰρωνεῖες καὶ χλευασμούς, χτυπήματα καὶ
κακομεταχειρίσεις, καὶ τέλος, φρικτὸ καὶ μαρτυρικὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγιναν
θέαμα σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους, θέαμα στὶς
πλατεῖες καὶ τὰ δικαστήρια, τὰ ἀμφιθέατρα καὶ τοὺς ἱπποδρόμους.
Ἐνῶ ὅμως
οἱ ἐχθροὶ μας τοὺς ἐχλεύαζαν καὶ τοὺς περιφρονοῦσαν ὡς ἀνόητους καὶ ἄτιμους γιὰ
τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ κι ἐνῶ τοὺς ἔβριζαν μὲ σαρκασμὸ καὶ τοὺς κατεδίωκαν, οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔδειχναν ἀνοχὴ καὶ ὑπομονή, καρτερία καὶ μεγαλεῖο ἀρετῆς καὶ
ἁγιότητος. Ἐνῶ τοὺς δυσφημοῦσαν καὶ τοὺς συκοφαντοῦσαν, αὐτοὶ τοὺς εὐλογοῦσαν,
τοὺς ἀπαντοῦσαν μὲ λόγια γλυκὰ καὶ παρηγορητικά. Οἱ ἄλλοι τοὺς ὡδηγοῦσαν στὸ
μαρτύριο, κι αὐτοὶ μὲ τὴν ἁγιότητά μας μεταμόρφωναν τοὺς δημίους τους σὲ
πιστοὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ μάρτυρες. Κι ἔτςι μὲ τὸν ἱδρῶτα μας, τὰ δάκρυά μας καὶ
τὸ αἷμα μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, μεταμόρφωσαν ὅλη τὴν οἰκουμένη.
2. ΜΙΜΗΤΕΣ ΜΑΣ
Ἀφοῦ ὁ
ἀπόστολος Παῦλος ἀνέφερε ὅλα αὐτά, κατόπιν ὡς πνευματικὸς πατέρας καλεῖ τὰ
παιδιά του νὰ τὸν μιμηθοῦν στὴ ζωὴ αὐτὴ τῆς θυσίας καὶ τοῦ μαρτυρίου, τῶν κακουχιῶν
καὶ τῶν στερήσεων. Βέβαια στὶς ἡμέρες μας δὲν ἔχουμε ἐμεῖς διωγμὸ φανερὸ τῆς
πίστεως. Σὲ τί λοιπὸν μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους;
Οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι ἐγκατέλειψαν τὰ σπίτια τους καὶ τοὺς συγγενεῖς μας κι ἔζησαν μέσα σὲ
στερήσεις καὶ κακοπάθειες. Ἐμεῖς τουλάχιστον νὰ ζοῦμε μὲ ἁπλότητα καὶ λιτότητα,
χωρὶς νὰ κολλᾶ ἡ καρδιά μας στὰ πλούτη τοῦ κόσμου, τὶς ἀνέσεις καὶ πολυτέλειες.
Ἐκεῖνοι ὁδοιποροῦσαν πεινασμένοι καὶ διψασμένοι, ἐμεῖς τουλάχιστον ἂς κάνουμε δύο
βήματα ἀγάπης πρὸς τὸν πονεμένο, τὸν ἐνδεῆ, τὸν ἄρρωστο συνάνθρωπό μας. Ἐκεῖνοι
ὑπέμειναν τὴν πεῖνα, τὴν δίψα, τὴν γυμνότητα, τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες.
Ἐμεῖς τουλάχιστον νὰ ὑπομένουμε τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ προβλήματα, τὶς
ἀρρώστιες καὶ τὶς θλίψεις τῆς ζωῆς. Ἐκεῖνοι δέχονταν χλευασμοὺς καὶ
περιφρονήσεις, ἐμεῖς νὰ βαστάζουμε τὶς εἰρωνεῖες καὶ τὴν περιθωριοποίηση τοῦ
κόσμου. Ἐκεῖνοι εὐλογοῦσαν ὅσους τοὺς καταριόνταν, ἐμεῖς νὰ δείχνουμε
τουλάχιστον ἀνοχὴ καὶ ὑπομονὴ σ᾿ ὅσους μᾶς ταλαιπωροῦν, μᾶς ἀδικοῦν ἢ μᾶς
ἀναστατώνουν μὲ τὰ λόγια μας, μας ἰδιοτροπίες μας καὶ τὴ ζωή μας.
Ἀδελφοί, ὅλοι μας
ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε μὲ ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα βίου, ὥστε νὰ μὴ βλασφημεῖται ἐξαιτίας
μας τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ δοξάζεται ὄχι τόσο μὲ τὰ λόγια μας ἀλλὰ κυρίως μὲ
τὸ παράδειγμά μας. Ὁ ἅγιος Θεὸς μᾶς ζητεῖ κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων ὄχι ἁπλῶς νὰ δείχνουμε τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ νὰ
προπορευόμαστε σ' αὐτὴ μὲ τὴν ἁγία ζωή μας καὶ τὸν λόγο τῆς πίστεως.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, ἄνθρωπός
τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. ἀποκριθεὶς
δὲ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν· Ὦ γενεὰ
ἄπιστος
καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ' ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ
μοι αὐτὸν ὧδε. καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ' ἰδίαν εἶπον· Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. τοῦτο
δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν,
καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται.
(Ματθ. ιζ΄[17] 14 – 23 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τὸν καιρὸ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ ἕνας
ἄνθρωπος, γονάτισε μπροστά του κι ἔλεγε: Κύριε,
λυπήσου καὶ σπλαχνίσου
τὸ παιδί
μου, διότι σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει
ἄσχημα, ἀλλά καὶ κινδυνεύει τὸν ἔσχατο
κίνδυνο. Διότι πολλὲς φορὲς
πέφτει στὴ φωτιά,
καὶ πολλὲς
φορὲς στὸ νερό,
καὶ κινδυνεύει
ἔτσι νὰ καεῖ ἢ νὰ πνιγεῖ. Καὶ τὸν ἔφερα στοὺς μαθητές
σου, ἀλλά δὲν μπόρεσαν
νὰ τὸν θεραπεύσουν. Ὁ Ἰησοῦς
τότε ἀποκρίθηκε: Ὢ γενιὰ
πού τόσα θαύματα εἶδες καὶ εἶσαι
ἀκόμη ἄπιστη, κι ἀπ'
τὴν κακία σου εἶσαι διεστραμμένη! Ἕως
πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως
πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Τότε
τὸν ἐπέπληξε ὁ Ἰησοῦς καὶ βγῆκε
ἀπ' αὐτὸν τὸ δαιμόνιο καὶ θεραπεύθηκε τὸ παιδὶ ἀπ'
τὴν ὥρα ἐκείνη. Τότε οἱ μαθητὲς πλησίασαν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπαν:
Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε
τὸ δαιμόνιο
αὐτό; Καὶ ὁ Κύριος τούς εἶπε: Ἐπειδὴ σᾶς λείπει
ἡ πίστη. Διότι ἀληθινά σᾶς λέω, ἐὰν ἔχετε πίστη θερμὴ καὶ δυνατὴ
σὰν τὸ μικρὸ σπόρο τοῦ σιναπιοῦ,
θά πεῖτε στὸ βουνὸ
αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ μετακινηθεῖ. Καὶ τίποτε δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατο σὲ σᾶς. Αὐτὸ ὅμως τὸ εἶδος
τῶν δαιμόνων
δὲν βγαίνει
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο πού ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ αὐτό, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ πού συνοδεύεται καὶ μὲ νηστεία,
ὥστε ἢ προσευχὴ
νὰ γίνεται
μὲ διάνοια
ὅσο δυνατὸν
ἐλαφρότερη καὶ περισσότερο προσηλωμένη στὸ Θεό. Κι ἐνῶ
αὐτοί
περιόδευαν στὴ Γαλιλαία, τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου πρόκειται νὰ παραδοθεῖ
πολὺ σύντομα σὲ χέρια
ἀνθρώπων, καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη
ἡμέρα ἀπὸ τὸν θάνατό του θὰ ἀναστηθεῖ. Καὶ οἱ μαθητὲς
λυπήθηκαν πάρα πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου