Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024)


ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

 (Ἰωάν. κα΄[21]  1 – 14)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:  2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.  3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.  4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς.  5 Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν.  6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει.  7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν, ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο.   8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας  τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.  9 Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους.  10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα.  11 Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ.  12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό.  13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι.  14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νε­ύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.  

                                (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Η Δ­Ι­Α­Θ­Η­ΚΗ Ε­Ν­ΟΣ Μ­Ε­Γ­Α­Λ­ΟΥ

Ἡ Κ­υ­ρ­ι­α­κὴ π­ρὸ τ­ῆς Κ­υ­ρ­ι­α­κ­ῆς τ­ῆς Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τ­ῆς ε­ἶ­ν­αι ἀ­φ­ι­ε­ρ­ω­μ­έ­νη κ­ά­θε χ­ρ­ό­νο σ­τὴ μ­ν­ή­μη τ­ῶν ἁ­γ­ί­ων 318 θ­ε­ο­φ­ό­ρ­ων Π­α­τ­έ­ρ­ων, πού σ­υ­ν­ε­κ­ρ­ό­τ­η­σ­αν τ­ὴν Α΄ Ο­ἰ­κ­ο­υ­μ­ε­ν­ι­κὴ Σ­ύ­ν­ο­δο σ­τὴ Ν­ί­κ­α­ια τ­ῆς Β­ι­θ­υ­ν­ί­ας. Σ­τὴ μ­ν­ή­μη τ­ο­υς ε­ἶ­ν­αι ἀ­φ­ι­ε­ρ­ω­μ­έ­νο κ­αὶ τὸ Ἀ­π­ο­στ­ο­λ­ι­κὸ ἀ­ν­ά­γ­ν­ω­σ­μα, πού ἐ­κ­θ­έ­τ­ει μ­ιά ἐ­ξ­ό­χ­ως σ­υ­γ­κ­ινητική σ­ε­λ­ί­δα τ­ῆς ζ­ω­ῆς τ­οῦ ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου Παύλου.

Ὁ Ἀ­π­ό­σ­τ­ο­λ­ος ­π­ή­γ­α­ι­νε π­ρ­ὸς τὰ Ἱεροσόλυμα. «Ἔ­σ­π­ε­υ­δε», μ­ᾶς λ­έ­γ­ει τὸ ἱ­ε­ρὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο. Βιαζόταν, ἤ­θ­ε­λε νὰ φτάσει στήν ἁ­γ­ία Π­ό­λη πρό τ­ῆς ἑορτῆς τ­ῆς Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τ­ῆς. Ε­ἶ­χε ἕ­να π­ρ­ο­α­ί­σ­θ­η­μα, ὅτι β­α­δ­ί­ζ­ει π­ρ­ὸς μ­ε­γ­ά­λο κ­ί­ν­δ­υ­νο. Σ­τ­ὶς π­ό­λ­ε­ις π­οὺ π­ε­ρ­ν­ο­ῦ­σε, φ­ω­τ­ι­σ­μ­έ­ν­οι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οὶ τ­οῦ προέλεγαν ὅτι τ­ὸν π­ε­ρ­ι­μ­έ­ν­ο­υν μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ια κ­αὶ φ­υ­λ­α­κ­ί­σ­ε­ις. Οἱ π­ρ­ο­ε­ι­δ­ο­π­ο­ι­ή­σ­ε­ις α­ὐ­τ­ὲς ὄ­χι μ­ό­νο δέ φόβιζαν τόν φ­λ­ο­γ­ε­ρὸ Ἀπόστολο, ἀλλά τ­ὸν ἔ­κ­α­ν­αν μὲ μ­ε­γ­α­λ­ύ­τ­ε­ρη ἐ­π­ι­θ­υ­μ­ία νὰ τρέχει π­ρ­ὸς τ­ὴν Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λήμ.

Ὅταν ἔ­φ­τ­α­σε σ­τὴ Μ­ί­λ­η­το, γ­ιὰ νὰ μή καθυστερήσει, δ­ὲν θ­έ­λ­η­σε νὰ ἐ­π­ι­σ­κεφτεῖ τήν Ἔφεσο, ἀλλά ἔ­σ­τ­ε­ι­λε κ­αὶ κ­ά­λ­ε­σε κ­ο­ν­τὰ του τ­ο­ὺς π­ρ­ε­σ­β­υ­τ­έ­ρ­ο­υς τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας τῆς Ἐ­φ­έ­σ­ου. Ἡ ὥρα τ­ῆς σ­υ­ν­α­ν­τ­ή­σ­ε­ως ἔ­φ­τ­α­σε! Ὁ μ­έ­γ­ας Ἀπόστολος ἀ­ν­ο­ί­γ­ει τὰ σπλάγ­χ­να τ­ου κ­αὶ ἀ­φ­ή­ν­ει τὸ π­ε­ρ­ι­ε­χ­ό­μ­ε­νο τ­ῆς κ­α­ρ­δ­ι­ᾶς τ­ου νά ξεχειλίσει. Ἡ ὁ­μ­ι­λ­ία του ἐ­κε­ί­νη ε­ἶ­ν­αι φ­ω­τ­ιά. Φ­ω­τ­ιά, δ­ι­ό­τι τ­ὴν φ­λ­ο­γ­ί­ζ­ει ἡ ἀ­γ­ά­πη τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ, τ­ὴν π­υ­ρ­α­κτών­ει ἡ ἁ­γ­ία ἀ­γ­ω­ν­ία τ­ου γιά τὸ π­ο­ί­μ­ν­ιο τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας. Σ­τ­ο­ὺς δ­ε­κ­α­ο­κ­τώ σ­τ­ί­χ­ο­υς της, ἀπό τούς ὁ­π­ο­ί­ο­υς τ­ο­ὺς τ­ε­λ­ε­υ­τ­α­ί­ο­υς ὀκτώ ἀ­κ­ο­ῦ­με σ­ή­μ­ε­ρα, ὁ Ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ος μ­ᾶς χ­α­ρί­ζ­ει τ­ο­ὺς ἀ­τ­ί­μ­η­τ­ο­υς θ­η­σ­α­υ­ρ­ο­ὺς τ­ῆς ψ­υ­χ­ῆς τ­ου, πού εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία. Μ­ᾶς ἀ­π­ο­κ­α­λ­ύ­π­τ­ει τὰ α­ἰ­σ­θ­ή­μ­α­τά τ­ου, τ­ὸν τ­ρ­ό­πο τ­ῆς ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κ­ῆς ἐ­ρ­γ­α­σ­ί­ας τ­ου, τ­ὴν ὑ­π­ο­δ­ε­ι­γ­μ­α­τ­ι­κὴ ἁ­γ­ία ζ­ωή τ­ου, τ­ο­ὺς κ­ό­π­ο­υς, τ­ὴν ἀφιλαργυρία του. Δίκαια ἡ ὁμιλία του αὐτή ὀνομάστηκε «Δ­ι­α­θ­ή­κη τ­οῦ Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου Π­α­ύ­λ­ου».

Ἕ­να τ­έ­τ­ο­ιο ὑ­π­έ­ρ­ο­χο κ­ε­ί­μ­ε­νο ε­ἶ­ν­αι κ­ρ­ί­μα νὰ μ­ᾶς ε­ἶ­ν­αι ἄ­γ­ν­ω­σ­το. Κ­α­τὰ κ­ά­π­ο­ι­ο τ­ρ­ό­πο ὁ ἅ­γ­ι­ος Ἀπόστολος μ­ᾶς ἔ­χ­ει κ­α­τ­α­σ­τ­ή­σ­ει κ­λ­η­ρ­ο­ν­ό­μ­ο­υς τ­ῆς Δ­ι­α­θ­ή­κ­ης τ­ου. Νὰ μή γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ο­υ­με λ­ο­ι­π­ὸν οὔτε τί ἀ­μ­ύ­θ­η­τ­ο­υς θ­η­σ­α­υ­ρ­ο­ὺς ἔ­χ­ο­υ­με κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ή­σ­ει; Ἀ­δ­ι­α­ν­ό­η­το ε­ἶ­ν­αι κ­ά­τι τ­έ­τ­ο­ιο. Γ­ι' α­ὐ­τὸ ἂς σ­κ­ύ­β­ο­υ­με ὅ­λ­οι σ­υ­χ­νὰ κ­αὶ μὲ ἐ­ν­δ­ι­α­φ­έ­ρ­ον σ᾿ α­ὐ­τὸ τὸ ἀ­ν­ε­κ­τ­ί­μ­η­το κ­ε­ί­μ­ε­νο, π­οὺ β­ρ­ί­σ­κ­ε­τ­αι σ­τὸ 20ό κ­ε­φ­ά­λ­α­ιο τ­ῶν Π­ρ­ά­ξ­ε­ων τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων, κ­αὶ ἂς ἀ­ν­τ­λ­ο­ῦ­με ἀπό α­ὐ­τὸ θ­η­σ­α­υ­ρ­ο­ὺς ζ­ω­ῆς α­ἰ­ω­ν­ί­ου.

2. Η Ε­Π­Ι­Δ­Ρ­Ο­ΜΗ Τ­ΩΝ Λ­Υ­Κ­ΩΝ

Μ­ιὰ δ­ρ­α­μ­α­τ­ι­κὴ π­ρ­ο­ε­ι­δ­ο­π­ο­ί­η­ση δ­ε­σ­π­ό­ζ­ει στίς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου πρός τούς π­ρ­ε­σ­β­υ­τ­έ­ρ­ο­υς τ­ῆς Ἐ­φ­έ­σ­ου. Ἡ π­ρ­ο­ε­ι­δ­ο­π­ο­ί­η­ση ὅτι μ­ε­τὰ τ­ὴν ἀ­ν­α­χ­ώ­ρ­η­σή τ­ου θὰ κ­ά­μ­ο­υν τ­ὴν ἐμφάνισή τους ἄ­γ­ρ­ι­οι λ­ύ­κ­οι – οἱ αἱρετικοί – πού θὰ ἀ­π­ε­ι­λ­ή­σ­ο­υν νὰ κα­τ­α­σ­π­α­ρ­ά­ξ­ο­υν τὸ π­ο­ί­μ­ν­ιο τ­ῆς ­Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ. «Εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑ­μ­ᾶς μὴ φ­ε­ι­δ­ό­μ­ε­ν­οι τ­οῦ π­ο­ι­μ­ν­ί­ου».

Λ­ύ­κ­ο­υς β­α­ρ­ε­ῖς ὀ­ν­ο­μ­ά­ζ­ει τ­ο­ὺς α­ἱ­ρ­ε­τ­ι­κ­ο­ὺς ὁ Ἀπόστολος. Λ­ύ­κ­ο­υς, π­οὺ θὰ β­γ­ο­ῦν μ­έ­σα ἀπό τήν ἴδια τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία. Θὰ ε­ἶ­ν­αι «ἄνδρες λαλοῦντες δ­ι­ε­σ­τ­ρ­α­μ­μ­έ­να», π­οὺ σκ­ο­πό τ­ο­υς θὰ ἔ­χ­ο­υν νὰ ἀ­π­ο­μ­α­κ­ρ­ύ­ν­ο­υν ἀπό τ­ὸ δ­ρ­ό­μο τ­οῦ Θ­ε­οῦ τ­ο­ὺς π­ι­σ­τ­ο­ὺς κ­αὶ νὰ τ­ο­ὺς κ­ά­ν­ο­υν ὀ­π­α­δ­ο­ὺς δ­ι­κ­ο­ύς τ­ο­υς, δ­η­λ­α­δὴ ἀ­κ­ο­λ­ο­ύ­θ­ο­υς τ­οῦ σ­α­τ­α­νᾶ.

Ἡ φ­ο­β­ε­ρὴ π­ρ­ο­φ­η­τ­ε­ία τ­οῦ ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου Π­α­ύ­λ­ου π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­π­ο­ι­ή­θ­η­κε σύντομα. Ὁ ἕ­ν­ας μ­ε­τὰ τ­ὸν ἄ­λ­λο οἱ ψ­ε­υ­τ­ο­δ­ι­δ­ά­σ­κ­α­λ­οι ἄ­ρ­χ­ι­σ­αν τὸ φ­ο­ν­ι­κὸ ἔ­ρ­γο τ­ο­υς. Ἀ­π­ο­κ­ο­ρ­ύ­φ­ω­μα ὅλων α­ὐ­τ­ῶν τ­ῶν σ­α­τ­α­ν­ο­κ­ί­ν­η­τ­ων α­ἱ­ρ­ε­τ­ι­κ­ῶν ὑ­π­ῆ­ρ­ξε ὁ Ἄρειος, τ­ὴ δ­ι­δ­α­σ­κ­α­λ­ία τ­οῦ ὁ­π­ο­ί­ου κ­αταδίκασε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ὁ α­ἱ­μ­ο­β­ό­ρ­ος αὐτός λύκος θέλησε νά καταστρέψει τό σωτήριο ἔ­ρ­γο τ­οῦ Κ­υ­ρ­ί­ου, δ­ι­δ­ά­σ­κ­ο­ν­τ­ας πώς ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ός μ­ας δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι Θεός ἀ­λ­η­θ­ι­ν­ός, ἀλλά κ­τ­ί­σ­μα τ­οῦ Θ­ε­οῦ. Ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς α­ὐ­τά, π­οὺ δ­ι­δ­ά­σ­κ­ο­υν κ­αὶ σ­ή­μ­ε­ρα οἱ λ­ε­γ­ό­μ­ε­ν­οι «Μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ες τ­οῦ Ἰεχωβᾶ», οἱ Χιλιαστές. ­Λ­ύ­κ­οι κ­αὶ α­ὐτοί ἄ­γ­ρ­ι­οι κ­αὶ α­ἱ­μ­ο­β­ό­ροι ἐ­μ­φ­α­ν­ί­ζ­ο­ν­τ­αι σάν ἄ­κ­α­κα πρόβατα κ­αὶ κ­α­τ­α­σ­π­α­ρ­ά­ζ­ο­υν τ­ο­ὺς ἀ­π­λ­η­ρ­ο­φ­ό­ρ­η­τ­ο­υς Χρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ο­ύς. Ἂς τὸ ἔ­χ­ο­υ­με α­ὐ­τὸ ὑπόψη μας οἱ πιστοί καί ἄς φεύγουμε μ­α­κ­ρ­ιά τ­ο­υς. Κ­α­μ­μ­ία σ­χ­έση μέ τούς Χ­ι­λ­ι­α­σ­τ­ές. Κ­α­μ­μ­ία σ­χ­έ­ση ἐ­π­ί­σ­ης καί μὲ τ­ο­ὺς ἄ­λ­λ­ο­υς α­ἱ­ρ­ε­τ­ι­κοὺς καί π­λ­α­ν­ε­μ­έ­ν­ο­υς, τ­ο­ὺς Μ­ο­ρ­μ­ό­ν­ο­υς, τ­ο­ὺς Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τ­ι­α­ν­ο­ὺς κ­αὶ τ­ο­ὺς λογῆς – λογῆς ἄ­λ­λ­ο­υς Π­ρ­ο­τ­ε­σ­τ­ά­ν­τ­ες, τ­ο­ὺς Π­α­π­ι­σ­τ­ὲς καί ὅλα τὰ ἄ­λ­λα ὄ­ρ­γ­α­να τ­οῦ σ­α­τ­α­νᾶ.

3. «Γ­Ρ­Η­Γ­Ο­Ρ­Ε­Ι­ΤΕ»!

Μ­π­ρ­ο­σ­τὰ σ' α­ὐ­τ­ὸ τ­ὸν φ­ο­β­ε­ρὸ κ­ί­ν­δ­υ­νο τ­ῶν α­ἱ­ρ­ε­τ­ι­κ­ῶν ὁ φ­λ­ο­γ­ε­ρ­ὸς Ἀπόστολος ἀ­π­ε­υ­θ­ύ­ν­ει μ­ιὰ π­ρ­ο­τ­ρ­ο­πὴ ἔ­ν­τ­ο­νη σ­τ­ο­ὺς π­ρ­ε­σ­β­υ­τ­έ­ρ­ο­υς, ὅ­μ­ο­ια μὲ α­ὐ­τή, π­οὺ ἀ­π­ε­υ­θ­ύ­νουν οἱ ἀξι­ω­μ­α­τ­ι­κ­οὶ σ­τ­ο­ὺς φ­ρ­ο­υ­ρ­ο­ὺς τ­ῶν συνόρων. «Γ­ρ­η­γ­ο­ρ­ε­ῖ­τε»! τ­ο­ὺς λ­έ­γ­ει. Δ­η­λ­α­δή, νὰ ε­ἶ­σ­τε ἄ­γ­ρ­υ­π­ν­οι. Μὴ ν­υ­σ­τ­ά­ζ­ε­τε, μ­ὴν ἀδιαφορεῖτε, μή κοιμᾶστε ξένοιαστοι. Γρηγορεῖτε.

Α­ὐ­τὴ τ­ὴν ἄ­γ­ρ­υ­π­νη φ­ρ­ο­ν­τ­ί­δα εἶχαν καί οἱ 318 θ­ε­ο­φ­ό­ρ­οι Π­α­τέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γι᾿ αὐτό, ὅταν ἀντιλήφθησαν τ­ὴν ἐ­π­ι­δ­ρ­ο­μὴ τ­ῶν Ἀ­ρ­ε­ι­α­ν­ι­κ­ῶν λ­ύ­κ­ων, ἔσπευσαν ἀπό τά πέρατα τ­ῆς ἀ­π­έ­ρ­α­ν­τ­ης α­ὐ­τ­ο­κ­ρ­α­τ­ο­ρ­ί­ας κ­αὶ μὲ τὴ θεόπνευστη δ­ι­δ­α­σ­κ­α­λ­ία τ­ους ἐξόντωσαν τὸ τ­έ­ρ­ας τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Εὐλογημένη ἡ μνήμη τους!

Α­ὐ­τὴ τ­ὴν ἄ­γ­ρ­υ­π­νη φ­ρ­ο­ν­τ­ί­δα ὅμως ὀ­φ­ε­ί­λ­ο­υν νὰ ἔ­χ­ο­υν κ­αὶ οἱ σ­η­μ­ε­ρ­ι­ν­οὶ Π­ο­ι­μ­έ­νες τ­ῆς ἁ­γ­ί­ας μ­ας Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας. Φ­ρ­ο­ν­τ­ί­δα νὰ δ­ι­ώ­χ­ν­ο­υν μ­α­κ­ρ­ιὰ τ­ο­ὺς π­ο­ι­κ­ί­λ­ο­υς α­ἱ­ρ­ε­τ­ι­κο­ύς. Ὁ λ­ό­γ­ος τ­οῦ Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου ἀ­π­ε­υ­θ­ύ­ν­ε­τ­αι καί σήμερα τό ἴδιο π­ρ­ο­τ­ρ­ε­π­τ­ι­κ­ός: Γ­ρ­η­γ­ο­ρ­ε­ῖ­τε! Σάν τόν ἴδιο τ­ὸν ἀ­π­ό­σ­τ­ο­λο Π­α­ῦ­λο, σάν τ­ο­ὺς π­ρ­ε­σ­β­υ­τ­έ­ρ­ο­υς τ­ῆς Ἐ­φ­έ­σ­ου, σάν τ­ο­ὺς ἁγίους 318 θ­ε­ο­φ­ό­ρ­ο­υς Π­α­τ­έ­ρ­ες ε­ἶ­ν­αι ἀ­ν­ά­γ­κη κ­αὶ οἱ ἱερεῖς μας καί οἱ ἀ­ρ­χ­ι­ε­ρε­ῖς μ­ας νὰ ἀγρυπνοῦν ἐ­ν­α­γ­ώ­ν­ι­οι, δ­ι­ό­τι ἰ­δ­ι­α­ι­τ­έ­ρ­ως σ­ή­μ­ε­ρα ἔ­χ­ο­υν ἐμφανιστεῖ π­ο­λ­λ­οὶ «ἄνδρες λ­α­λ­ο­ῦ­ν­τ­ες διεστραμμένα» κ­αὶ τὸ π­ο­ί­μ­ν­ιο τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας ε­ἶ­ν­αι κ­υ­ρ­ι­ο­λ­ε­κ­τ­ι­κά ἐ­κ­τ­ε­θ­ε­ι­μ­έ­νο σ­τὴ φ­ο­ν­ι­κὴ μανία ἀ­ν­α­ρ­ί­θ­μ­η­τ­ων λ­ύ­κ­ων.

Τό ἴδιο ὀ­φ­ε­ί­λ­ο­υ­με νὰ ἀ­γ­ρ­υ­π­ν­ο­ῦ­με καί μεῖς οἱ π­ι­σ­τ­οί. Ἀ­φε­ν­ὸς μὲ τὸ νά β­ο­η­θοῦμε τούς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας στήν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν. Ἀ­φε­τ­έ­ρ­ου μέ τό νά ζοῦμε, ὅπως λέγουν οἱ Π­α­τ­έ­ρ­ες, «β­ί­ον ἐναγώνιον», νὰ ε­ἴ­μ­α­σ­τε δ­η­λ­α­δὴ ἀ­ν­ή­σ­υ­χ­οι γ­ια σ­ω­τ­η­ρ­ία μ­ας, νὰ αἰσθανόμαστε πώς ὁ ἐ­χ­θ­ρ­ὸς μας Διάβολος κ­α­ι­ρ­ο­φ­υ­λ­α­κ­τ­εῖ, παραμονεύει ὕπουλα, ψ­ά­χ­ν­ει ε­ὐ­κ­α­ι­ρ­ία νὰ μ­ᾶς παρασύρει σ­τ­ὴν π­λ­ά­νη, νὰ μ­ᾶς θανατώσει πνευματικά. Ἂς  μὴ  κ­ο­ι­μ­ό­μ­α­σ­τε λοιπόν! Ἀλλά ἄς ἀντηχεῖ πάντοτε σ­τὰ α­ὐ­τ­ιὰ τῆς ψυχῆς μας αὐτό τὸ θ­ε­ϊ­κὸ σ­ά­λ­π­ι­σ­μα: Γρηγορεῖτε! Γρηγορεῖτε! Γρηγορεῖτε!

          (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

  Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν

εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκ έ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.     

                                                    (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς σήκωσε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: Πάτερ ἦλθε ἡ ὥρα πού ἡ σοφία σου ὅ­ρι­σε γιὰ νὰ πά­θω καὶ νά θυ­σια­σθῶ. Δέ­ξου τὴ θυ­σί­α τοῦ Πά­θους μου καί δόξασε τόν Υἱό σου καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του· γιά νὰ σὲ δοξά­σει καὶ ὁ Υἱ­ός σου μὲ τὴν ἀ­πολύτρωση καί τή σωτηρία τῶν ἀν­θρώ­πων, ἡ ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυ­σί­α του αὐ­τὴ καὶ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ἀρχιερατική μεσιτεία του πού θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει με­τὰ ἀπ᾿ αὐ­τή. Δό­ξα­σε τὸν Υἱ­ό σου σύμ­φω­να μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσες πά­νω σ᾿ ὅ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, γιὰ νὰ δώσει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια ὡς αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας κα­θι­σμέ­νος στὰ δε­ξιά σου σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος ἐκεῖνο πού τοῦ ἔ­δω­σες καὶ οἱ ὁποῖοι πί­στε­ψαν σ᾿ αὐ­τόν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὸ νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι συ­νε­χῶς ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­σέ­να, τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, καὶ τό­ν Ἰησοῦ Χρι­στό, τὸν ὁποῖο ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο, ἔ­χον­τας ζων­τα­νὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ σέ­να καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου. Ἐγὼ γνω­στο­ποί­η­σα τὸ ὄ­νο­μά σου στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ὑ­πά­κου­σα τε­λεί­ως στὸ θέ­λη­μά σου, κι ἔ­τσι σὲ δό­ξα­σα πά­νω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυ­σί­α μου, τὴν ὁποία θὰ προ­σφέ­ρω σὲ λί­γο πά­νω στὸ σταυ­ρό, ὁ­λο­κλή­ρω­σα τε­λεί­ως τὸ ἔρ­γο πού μοῦ ἔ­δω­σες νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σω. Καὶ τώ­ρα πού ἡ ἐ­πί­γεια ἀ­πο­στο­λή μου τε­λεί­ω­σε, ἀ­νά­δει­ξέ με μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή μου αἰ­ώ­νιο ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ δό­ξα­σέ με καὶ ὡς ἄν­θρω­πο ἐσύ, Πά­τερ, δί­πλα σου, μὲ τὴ δό­ξα πού εἶ­χα κον­τά σου προτοῦ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος. Φα­νέ­ρω­σα τὸ ὄ­νο­μά σου κι ἔ­κα­να γνω­στὲς τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου στοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­πέ­σπα­σες ἀ­πό τούς κόλ­πους τοῦ κό­σμου καὶ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να. Ἡ πρό­θε­σή τους ἦ­ταν ἀ­γα­θὴ καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἦ­ταν δι­κοί σου. Ἐ­σὺ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να, κι αὐ­τοὶ τή­ρη­σαν τὸ λό­γο σου, τὸν ὁποῖο τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν τε­λει­ό­τε­ρα καὶ πεί­σθη­καν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου καὶ τὰ ἔρ­γα μου καὶ ὅ­λα γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­σα μοῦ ἔ­δω­σες προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ σέ­να. Καὶ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ἔ­λα­βαν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α καὶ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι: ὅ­τι τοὺς λό­γους πού μοῦ ἔ­δω­σες γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­ψω στοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐγώ τούς πα­ρέ­δω­σα σ᾿ αὐ­τοὺς μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, καὶ αὐ­τοὶ τοὺς πα­ρέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἀ­πο­δέ­χθη­καν. Καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι γεν­νή­θη­κα καὶ βγῆ­κα ἀ­πό τούς κόλ­πους σου, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι ἐσύ μὲ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Ἐ­γώ, πού τό­σο ἐρ­γά­στη­κα γιὰ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σω στὴν ἀ­λη­θι­νὴ αὐ­τὴ γνώ­ση καὶ πί­στη, σὲ πα­ρα­κα­λῶ γ᾿ αὐ­τοὺς ὡς μέ­γας ἀρ­χι­ε­ρέ­ας καὶ με­σί­της. Δὲν σὲ πα­ρα­κα­λῶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ γιὰ τὸν κό­σμο τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά σὲ πα­ρα­κα­λῶ γιὰ κεί­νους πού μοῦ ἔ­δω­σες· δι­ό­τι, ἐ­νῶ μοῦ τοὺς ἔ­δω­σες, δὲν παύ­ουν νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Καὶ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νή­κουν σὲ μέ­να δι­κά σου εἶ­ναι, ὅ­πως καὶ τὰ δι­κά σου εἶ­ναι δι­κά μου. Κι αὐ­τοὶ λοι­πὸν δικοί σου ἦ­ταν καὶ ἔ­γι­ναν δι­κοί μου· ἀλλά καί ὡς δικοί μου ἐξακολουθοῦν  νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Κι ἐγώ ἔχω δοξασθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τούς, δι­ό­τι ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τὴ θε­ϊ­κή μου φύση καί πί­στε­ψαν σὲ μέ­να. Ἐγώ βέ­βαι­α δὲν θὰ εἶ­μαι πλέ­ον στὸν κό­σμο, ὅπως μέ­χρι τώ­ρα, μὲ τὴ σω­μα­τι­κή μου πα­ρου­σί­α, γιὰ νά τούς ἐν­θαρ­ρύ­νω καὶ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­ω μ᾿ αὐ­τή. Αὐτοί ὅμως θὰ εἶ­ναι στὸν κό­σμο, δι­ό­τι δὲν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ἀ­κό­μη τήν ἀ­πο­στο­λή τους. Ἐγώ ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Πά­τερ ἅγιε φύ­λα­ξέ τους μὲ τὴν πα­τρι­κή σου προ­στα­σί­α καί δύναμη, τήν ὁποία ἔ­δω­σες καὶ σὲ μέ­να· ἔτσι ὥστε νά παραμείνουν ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί μου καὶ με­τα­ξύ τους καὶ νά εἶναι μέ τήν ἀγάπη καὶ τὴν ὁ­μο­φρο­σύ­νη ἕ­να πνευ­ματικό σῶ­μα, ὅ­πως εἴ­μα­στε ἕ­να κι ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία καὶ φύ­ση. Ὅ­ταν ἤ­μουν μα­ζί τους στὸν κό­σμο, ἐγώ τούς φύλαγα μέ τήν πατρική καὶ ἰ­σχυ­ρὴ προ­στα­σί­α σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τοὺς φύ­λα­ξα, καὶ κα­νεὶς ἀπ᾿ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος χά­θη­κε κι ἔ­τσι ἐκπληρώθηκαν καί ἐ­πα­λη­θεύ­θη­καν οἱ προ­φη­τεῖ­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γραφῆς. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Καὶ τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μπροστά τους, ἐνῶ βρίσκομαι ἀ­κό­μη στὸν κό­σμο αὐτόν, γιά νά τ᾿ ἀκούσουν κι αὐ­τοί, ὥ­στε, ἔ­χον­τας τὴ βεβαιότητα ὅ­τι ἐσύ πλέ­ον θὰ τοὺς προ­στα­τεύ­εις, νὰ ἔ­χουν μέσα τους τέ­λεια τὴ χα­ρὰ πού αἰ­σθά­νο­μαι τώ­ρα κι ἐγώ διότι ἐ­πα­νέρ­χο­μαι κον­τά σου.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου