ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
(16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε
δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ
ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο.
λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν
σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν.
πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ
μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε;
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ
δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους
τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι.
Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ
γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον·
οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον
τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον
ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε
νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων
μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν,
Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον,
καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
(Ἰωάν.
κα΄[21] 1 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε
πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς
τρόπο: 2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων
Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν
Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές
του. 3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων
Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί
σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο
καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς
στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν
ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦταν
λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε
κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν. 6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ
δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε
ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε
πιάσει. 7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε
ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος
λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά
του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν,
ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο. 8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ
πλοιάριο σέρνοντας τὸ
δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν
περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα. 9
Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ
πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿
αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ
θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους. 10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ
καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ
πιάσατε τώρα. 11 Ὅμως τὸ
δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν
δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα
τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ. 12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ
πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ
τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ
συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό. 13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ
ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν
ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι. 14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά
πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή
του ἀπό τούς νεκρούς.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινε ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως
μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν
ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα. ᾿Απὸ
δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους
τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε
οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο
ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο
διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ
τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ
ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν
τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν
νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.
Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος
αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν
τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα·
αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν
αἱ χεῖρες αὗται. πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι
τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι
αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών,
θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
(Πράξ.
Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Η ΔΙΑΘΗΚΗ
ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ
Ἡ Κυριακὴ πρὸ
τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἀφιερωμένη κάθε
χρόνο στὴ μνήμη τῶν ἁγίων 318 θεοφόρων Πατέρων, πού συνεκρότησαν
τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Στὴ
μνήμη τους εἶναι ἀφιερωμένο καὶ τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα,
πού ἐκθέτει μιά ἐξόχως συγκινητική σελίδα τῆς ζωῆς τοῦ ἀποστόλου
Παύλου.
Ὁ Ἀπόστολος
πήγαινε πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα. «Ἔσπευδε»,
μᾶς λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο. Βιαζόταν, ἤθελε νὰ φτάσει στήν ἁγία
Πόλη πρό τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶχε ἕνα προαίσθημα,
ὅτι βαδίζει πρὸς μεγάλο κίνδυνο. Στὶς πόλεις ποὺ περνοῦσε,
φωτισμένοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα Χριστιανοὶ τοῦ προέλεγαν ὅτι τὸν
περιμένουν μαρτύρια καὶ φυλακίσεις. Οἱ προειδοποιήσεις
αὐτὲς ὄχι μόνο δέ φόβιζαν τόν φλογερὸ Ἀπόστολο, ἀλλά τὸν ἔκαναν
μὲ μεγαλύτερη ἐπιθυμία νὰ τρέχει πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ὅταν ἔφτασε
στὴ Μίλητο, γιὰ νὰ μή καθυστερήσει, δὲν θέλησε νὰ ἐπισκεφτεῖ τήν
Ἔφεσο, ἀλλά ἔστειλε καὶ κάλεσε κοντὰ του τοὺς πρεσβυτέρους
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου. Ἡ ὥρα τῆς συναντήσεως ἔφτασε!
Ὁ μέγας Ἀπόστολος ἀνοίγει τὰ σπλάγχνα του καὶ ἀφήνει τὸ περιεχόμενο
τῆς καρδιᾶς του νά ξεχειλίσει. Ἡ ὁμιλία του ἐκείνη εἶναι φωτιά.
Φωτιά, διότι τὴν φλογίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὴν πυρακτώνει
ἡ ἁγία ἀγωνία του γιά τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας. Στοὺς δεκαοκτώ
στίχους της, ἀπό τούς ὁποίους τοὺς τελευταίους ὀκτώ ἀκοῦμε
σήμερα, ὁ Ἀποστολος μᾶς χαρίζει τοὺς ἀτίμητους θησαυροὺς
τῆς ψυχῆς του, πού εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία. Μᾶς ἀποκαλύπτει
τὰ αἰσθήματά του, τὸν τρόπο τῆς ἀποστολικῆς ἐργασίας
του, τὴν ὑποδειγματικὴ ἁγία ζωή του, τοὺς κόπους, τὴν
ἀφιλαργυρία του. Δίκαια ἡ ὁμιλία του αὐτή ὀνομάστηκε «Διαθήκη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου».
Ἕνα τέτοιο
ὑπέροχο κείμενο εἶναι κρίμα νὰ μᾶς εἶναι ἄγνωστο. Κατὰ
κάποιο τρόπο ὁ ἅγιος Ἀπόστολος μᾶς ἔχει καταστήσει κληρονόμους
τῆς Διαθήκης του. Νὰ μή γνωρίζουμε λοιπὸν οὔτε τί ἀμύθητους
θησαυροὺς ἔχουμε κληρονομήσει; Ἀδιανόητο εἶναι κάτι
τέτοιο. Γι' αὐτὸ ἂς σκύβουμε ὅλοι συχνὰ καὶ μὲ ἐνδιαφέρον
σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνεκτίμητο κείμενο, ποὺ βρίσκεται στὸ 20ό κεφάλαιο
τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἂς ἀντλοῦμε ἀπό αὐτὸ θησαυροὺς
ζωῆς αἰωνίου.
2. Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ
ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ
Μιὰ δραματικὴ
προειδοποίηση δεσπόζει στίς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου πρός
τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου. Ἡ προειδοποίηση ὅτι μετὰ
τὴν ἀναχώρησή του θὰ κάμουν τὴν ἐμφάνισή τους ἄγριοι λύκοι
– οἱ αἱρετικοί – πού θὰ ἀπειλήσουν νὰ κατασπαράξουν τὸ ποίμνιο
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. «Εἰσελεύσονται
μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου».
Λύκους βαρεῖς
ὀνομάζει τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Ἀπόστολος. Λύκους, ποὺ θὰ βγοῦν
μέσα ἀπό τήν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Θὰ εἶναι «ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα», ποὺ σκοπό τους θὰ ἔχουν
νὰ ἀπομακρύνουν ἀπό τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ τοὺς πιστοὺς καὶ
νὰ τοὺς κάνουν ὀπαδοὺς δικούς τους, δηλαδὴ ἀκολούθους
τοῦ σατανᾶ.
Ἡ φοβερὴ προφητεία
τοῦ ἀποστόλου Παύλου πραγματοποιήθηκε σύντομα. Ὁ ἕνας
μετὰ τὸν ἄλλο οἱ ψευτοδιδάσκαλοι ἄρχισαν τὸ φονικὸ ἔργο
τους. Ἀποκορύφωμα ὅλων αὐτῶν τῶν σατανοκίνητων αἱρετικῶν
ὑπῆρξε ὁ Ἄρειος, τὴ διδασκαλία τοῦ ὁποίου καταδίκασε ἡ Α΄
Οἰκουμενική Σύνοδος. Ὁ αἱμοβόρος αὐτός λύκος θέλησε νά καταστρέψει τό
σωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας πώς ὁ Κύριός μας δὲν
εἶναι Θεός ἀληθινός, ἀλλά κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῶς αὐτά,
ποὺ διδάσκουν καὶ σήμερα οἱ λεγόμενοι «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», οἱ Χιλιαστές. Λύκοι καὶ αὐτοί ἄγριοι
καὶ αἱμοβόροι ἐμφανίζονται σάν ἄκακα πρόβατα καὶ κατασπαράζουν
τοὺς ἀπληροφόρητους Χριστιανούς. Ἂς τὸ ἔχουμε αὐτὸ
ὑπόψη μας οἱ πιστοί καί ἄς φεύγουμε μακριά τους. Καμμία σχέση μέ
τούς Χιλιαστές. Καμμία σχέση ἐπίσης καί μὲ τοὺς ἄλλους
αἱρετικοὺς καί πλανεμένους, τοὺς Μορμόνους, τοὺς Πεντηκοστιανοὺς
καὶ τοὺς λογῆς – λογῆς ἄλλους Προτεστάντες, τοὺς Παπιστὲς
καί ὅλα τὰ ἄλλα ὄργανα τοῦ σατανᾶ.
3. «ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ»!
Μπροστὰ σ'
αὐτὸ τὸν φοβερὸ κίνδυνο τῶν αἱρετικῶν ὁ φλογερὸς
Ἀπόστολος ἀπευθύνει μιὰ προτροπὴ ἔντονη στοὺς πρεσβυτέρους,
ὅμοια μὲ αὐτή, ποὺ ἀπευθύνουν οἱ ἀξιωματικοὶ στοὺς φρουροὺς
τῶν συνόρων. «Γρηγορεῖτε»! τοὺς
λέγει. Δηλαδή, νὰ εἶστε ἄγρυπνοι. Μὴ νυστάζετε, μὴν
ἀδιαφορεῖτε, μή κοιμᾶστε ξένοιαστοι. Γρηγορεῖτε.
Αὐτὴ τὴν ἄγρυπνη
φροντίδα εἶχαν καί οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, γι᾿ αὐτό, ὅταν ἀντιλήφθησαν τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἀρειανικῶν
λύκων, ἔσπευσαν ἀπό τά πέρατα τῆς ἀπέραντης αὐτοκρατορίας
καὶ μὲ τὴ θεόπνευστη διδασκαλία τους ἐξόντωσαν τὸ τέρας τοῦ
Ἀρειανισμοῦ. Εὐλογημένη ἡ μνήμη τους!
Αὐτὴ τὴν ἄγρυπνη
φροντίδα ὅμως ὀφείλουν νὰ ἔχουν καὶ οἱ σημερινοὶ Ποιμένες
τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Φροντίδα νὰ διώχνουν μακριὰ
τοὺς ποικίλους αἱρετικούς. Ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου ἀπευθύνεται
καί σήμερα τό ἴδιο προτρεπτικός: Γρηγορεῖτε!
Σάν τόν ἴδιο τὸν ἀπόστολο Παῦλο, σάν τοὺς πρεσβυτέρους τῆς
Ἐφέσου, σάν τοὺς ἁγίους 318 θεοφόρους Πατέρες εἶναι ἀνάγκη
καὶ οἱ ἱερεῖς μας καί οἱ ἀρχιερεῖς μας νὰ ἀγρυπνοῦν ἐναγώνιοι, διότι
ἰδιαιτέρως σήμερα ἔχουν ἐμφανιστεῖ πολλοὶ «ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα» καὶ
τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κυριολεκτικά ἐκτεθειμένο
στὴ φονικὴ μανία ἀναρίθμητων λύκων.
Τό ἴδιο ὀφείλουμε
νὰ ἀγρυπνοῦμε καί μεῖς οἱ πιστοί. Ἀφενὸς μὲ τὸ νά βοηθοῦμε
τούς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας στήν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν. Ἀφετέρου
μέ τό νά ζοῦμε, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες,
«βίον ἐναγώνιον», νὰ εἴμαστε δηλαδὴ ἀνήσυχοι για σωτηρία
μας, νὰ αἰσθανόμαστε πώς ὁ ἐχθρὸς μας Διάβολος καιροφυλακτεῖ,
παραμονεύει ὕπουλα, ψάχνει εὐκαιρία νὰ μᾶς παρασύρει στὴν πλάνη,
νὰ μᾶς θανατώσει πνευματικά. Ἂς μὴ κοιμόμαστε λοιπόν! Ἀλλά ἄς ἀντηχεῖ
πάντοτε στὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μας αὐτό τὸ θεϊκὸ σάλπισμα:
Γρηγορεῖτε! Γρηγορεῖτε! Γρηγορεῖτε!
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν
εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν Υἱόν,
ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός,
ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη
δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν
καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς· τὸ ἔργον
ἐτελείωσα, ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ,
παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξη ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι, παρὰ σοί. ᾿Εφανέρωσά
σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου· σοὶ ἦσαν καὶ
ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι
πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα
αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον,
καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περί
τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι. Καὶ τὰ ἐμὰ
πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκ έτι εἰμὶ
ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ
ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν
καθὼς ἡμεῖς. Ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν
τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο,
εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι,
καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ, ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην
ἐν αὐτοῖς.
(Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τόν καιρὸν ὁ Ἰησοῦς σήκωσε τὰ μάτια
του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: Πάτερ ἦλθε ἡ ὥρα πού ἡ σοφία σου ὅρισε γιὰ νὰ πάθω
καὶ νά θυσιασθῶ. Δέξου τὴ θυσία τοῦ Πάθους μου καί δόξασε τόν Υἱό σου καὶ
ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση του· γιά νὰ σὲ δοξάσει καὶ ὁ Υἱός σου μὲ τὴν ἀπολύτρωση
καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυσία του αὐτὴ
καὶ μὲ τὴν αἰώνια ἀρχιερατική μεσιτεία του πού θὰ ἀκολουθήσει μετὰ ἀπ᾿
αὐτή. Δόξασε τὸν Υἱό σου σύμφωνα μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσες πάνω σ᾿ ὅλη
τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ δώσει ζωὴ αἰώνια ὡς αἰώνιος ἀρχιερέας καθισμένος
στὰ δεξιά σου σ' ὅλο τὸ πλῆθος ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδωσες καὶ οἱ ὁποῖοι πίστεψαν
σ᾿ αὐτόν. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὸ νὰ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι συνεχῶς
ὅλο καὶ περισσότερο ἐσένα, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καὶ τόν Ἰησοῦ Χριστό,
τὸν ὁποῖο ἀπέστειλες στὸν κόσμο, ἔχοντας ζωντανὴ ἐπικοινωνία μὲ σένα
καὶ ἀπολαμβάνοντας τὶς ἄπειρες τελειότητές σου. Ἐγὼ γνωστοποίησα
τὸ ὄνομά σου στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὑπάκουσα τελείως στὸ θέλημά σου, κι
ἔτσι σὲ δόξασα πάνω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυσία μου, τὴν ὁποία θὰ προσφέρω
σὲ λίγο πάνω στὸ σταυρό, ὁλοκλήρωσα τελείως τὸ ἔργο πού μοῦ ἔδωσες
νὰ ἐπιτελέσω. Καὶ τώρα πού ἡ ἐπίγεια ἀποστολή μου τελείωσε, ἀνάδειξέ
με μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή μου αἰώνιο ἀρχιερέα καὶ δόξασέ
με καὶ ὡς ἄνθρωπο ἐσύ, Πάτερ, δίπλα σου, μὲ τὴ δόξα πού εἶχα κοντά σου
προτοῦ νὰ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Φανέρωσα τὸ ὄνομά σου κι ἔκανα γνωστὲς
τὶς ἄπειρες τελειότητές σου στοὺς ἀνθρώπους πού ἀπέσπασες ἀπό τούς
κόλπους τοῦ κόσμου καὶ τοὺς ἔδωσες σὲ μένα. Ἡ πρόθεσή τους ἦταν ἀγαθὴ
καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν δικοί σου. Ἐσὺ τοὺς ἔδωσες σὲ μένα, κι αὐτοὶ τήρησαν
τὸ λόγο σου, τὸν ὁποῖο τοὺς ἀποκάλυψα. Τώρα ἔμαθαν τελειότερα καὶ
πείσθηκαν ὅτι ἡ διδασκαλία μου καὶ τὰ ἔργα μου καὶ ὅλα γενικότερα
ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπὸ σένα. Καὶ ἀπόδειξη ὅτι ἔλαβαν τὴν
πληροφορία καὶ τὴ γνώση αὐτὴ εἶναι: ὅτι τοὺς λόγους πού μοῦ ἔδωσες
γιὰ νὰ τοὺς ἀποκαλύψω στοὺς ἀνθρώπους, ἐγώ τούς παρέδωσα σ᾿ αὐτοὺς μὲ
τὴ διδασκαλία μου, καὶ αὐτοὶ τοὺς παρέλαβαν καὶ τοὺς ἀποδέχθηκαν.
Καὶ ἀπέκτησαν πράγματι τὴ βεβαιότητα καὶ τὴν πεποίθηση ὅτι γεννήθηκα
καὶ βγῆκα ἀπό τούς κόλπους σου, καὶ πίστεψαν ὅτι ἐσύ μὲ ἀπέστειλες
στὸν κόσμο. Ἐγώ, πού τόσο ἐργάστηκα γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσω στὴν ἀληθινὴ
αὐτὴ γνώση καὶ πίστη, σὲ παρακαλῶ γ᾿ αὐτοὺς ὡς μέγας ἀρχιερέας καὶ
μεσίτης. Δὲν σὲ παρακαλῶ τὴ στιγμὴ αὐτὴ γιὰ τὸν κόσμο τῆς ἀπιστίας
καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά σὲ παρακαλῶ γιὰ κείνους πού μοῦ ἔδωσες· διότι,
ἐνῶ μοῦ τοὺς ἔδωσες, δὲν παύουν νὰ εἶναι δικοί σου. Καὶ ὅλα ὅσα ἀνήκουν
σὲ μένα δικά σου εἶναι, ὅπως καὶ τὰ δικά σου εἶναι δικά μου. Κι αὐτοὶ
λοιπὸν δικοί σου ἦταν καὶ ἔγιναν δικοί μου· ἀλλά καί ὡς δικοί μου
ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι δικοί σου. Κι ἐγώ
ἔχω δοξασθεῖ ἀπὸ αὐτούς, διότι ἀναγνώρισαν τὴ θεϊκή μου φύση καί πίστεψαν
σὲ μένα. Ἐγώ βέβαια δὲν θὰ εἶμαι πλέον στὸν κόσμο, ὅπως μέχρι τώρα, μὲ
τὴ σωματική μου παρουσία, γιὰ νά τούς ἐνθαρρύνω καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύω
μ᾿ αὐτή. Αὐτοί ὅμως θὰ εἶναι στὸν κόσμο, διότι δὲν ἐπιτέλεσαν ἀκόμη
τήν ἀποστολή τους. Ἐγώ ἔρχομαι σὲ σένα. Πάτερ ἅγιε φύλαξέ τους μὲ τὴν
πατρική σου προστασία καί δύναμη, τήν ὁποία ἔδωσες καὶ σὲ μένα· ἔτσι
ὥστε νά παραμείνουν ἑνωμένοι μαζί μου καὶ μεταξύ τους καὶ νά εἶναι μέ τήν
ἀγάπη καὶ τὴν ὁμοφροσύνη ἕνα πνευματικό σῶμα, ὅπως εἴμαστε ἕνα κι
ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία καὶ φύση. Ὅταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο,
ἐγώ τούς φύλαγα μέ τήν πατρική καὶ ἰσχυρὴ προστασία σου. Αὐτούς πού μοῦ
ἔδωσες τοὺς φύλαξα, καὶ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ υἱός τῆς
ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος χάθηκε κι ἔτσι ἐκπληρώθηκαν καί ἐπαληθεύθηκαν
οἱ προφητεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τώρα ὅμως ἔρχομαι σὲ σένα. Καὶ τὰ λέω
αὐτὰ μπροστά τους, ἐνῶ βρίσκομαι ἀκόμη στὸν κόσμο αὐτόν, γιά νά τ᾿ ἀκούσουν
κι αὐτοί, ὥστε, ἔχοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι ἐσύ πλέον θὰ τοὺς προστατεύεις,
νὰ ἔχουν μέσα τους τέλεια τὴ χαρὰ πού αἰσθάνομαι τώρα κι ἐγώ διότι ἐπανέρχομαι
κοντά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου