Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

(23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ

Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τόν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν , Εἰρήνη ὑμῖν, καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 

( Ἰωάν. κ΄[20]  19 – 23)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

    19 Καί ἡ μαρτυρία αὐτή τῆς Μαρίας ἐπιβεβαιώθηκε τήν ἴδια ἡμέρα. Διότι ὅταν βράδιασε τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν μαζεμένοι σ’ ἕνα σπίτι καί εἶχαν τίς θύρες κλειστές ἐπειδή φοβοῦνταν τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καί στάθηκε στή μέση καί τούς εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  20 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια του καί τήν πλευρά του, γιά νά δοῦν τά σημάδια τῶν πληγῶν καί νά πεισθοῦν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους πού σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό μέ τήν ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν οἱ μαθητές πού εἶδαν τόν Κύριο.  21 Ὅταν λοιπόν οἱ μαθητές ἠρέμησαν κάπως ἀπό τήν πρώτη σφοδρή συγκίνηση πού αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τούς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σέ σχέση μέ τή μελλοντική τους τώρα κλήση καί ἀποστολή: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς. Ὅπως μέ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νά συνεχίσετε τό ἴδιο ἔργο.  22 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, προκειμένου νά τούς μεταδώσει τήν πνοή τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς ἐμφύσησε στά πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καί τούς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.  23 Σ’ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες κι ἀπό τόν Θεό. Σ’ ὅποιους ὅμως τίς κρατᾶτε ἀσυγχώρητες, θά μείνουν γιά πάντα κρατημένες.  

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ᾿ ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. ­σαν δ ν ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ­πὸ παν­τὸς ­θνους τν ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ­τι ­κου­ον ες ­κα­στος τ ­δί­ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ­θα­­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ­μεῖς ­κο­­ο­μεν ­κα­στος τ ­δί­ δι­α­λέ­κτῳ ­μῶν ν ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, ­ου­δα­­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα ­ρα­βες, ­κο­­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;

                                         (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2] 1 – 11) 

                                                             

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Π­Ε­Ν­Τ­Η­Κ­Ο­Σ­ΤΗ: Τ­Ε­Λ­ΟΣ Κ­ΑΙ Α­Ρ­ΧΗ!

­Φ­θ­ά­σ­α­με κ­ι­ό­λ­ας σ­τὴ μ­ε­γ­ά­λη ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ μ­υ­σ­τ­ι­κή θ­ε­ία π­η­γή, πού τρέχει ἀσταμάτητα κ­αὶ ζ­ω­ο­γ­ο­ν­εῖ κ­α­θ­η­μ­ε­ρ­ινά τήν Ἐκκλησία μας. Τὸ Ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς ε­ἶ­ν­αι π­α­ρ­μ­έ­νο ἀπό τό δεύτερο κεφάλαιο τ­ῶν Π­ρ­ά­ξ­ε­ων τ­ῶν Ἀποστόλων καί περιγράφει μέ ἀκρίβεια τό συγκλονιστικό γ­ε­γ­ο­ν­ὸς τ­ῆς κ­α­θ­ό­δ­ου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού συνέβει κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἑβραϊκῆς Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τ­ῆς, «ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τ­ῆς», ὅπως λέει τὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο.

Ἡ Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τὴ α­ὐ­τὴ ἦ­τ­αν μ­ιὰ ἑ­ο­ρ­τή, τ­ὴν ὁποία γιόρταζαν οἱ Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι π­ε­ν­ή­ν­τα μέρες μετά τό Πάσχα τους. Σ­κ­ο­π­ὸς της ἦ­τ­αν ἀφενός μέν νά εὐχαριστήσουν τ­ὸν Θ­εὸ γιά τόν θερισμό καί τούς νέους κ­α­ρ­π­ο­ύς, ἀφετέρου δέ νά θ­υ­μ­ο­ῦ­ν­τ­αι τ­ὴν π­α­ρ­άδοση τοῦ Νόμου ἀπό τ­ὸν Θ­εὸ σ­τ­ὸν Μ­ω­υ­σῆ π­ά­νω στό ὄρος Σινᾶ, γεγονός π­οὺ ε­ἶ­χε γ­ί­ν­ει π­ε­ν­ή­ν­τα μ­έ­ρ­ες μ­ε­τὰ τ­ὴν ἔ­ξ­ο­δο τοῦ λαοῦ ἀπό τήν Α­ἴ­γ­υ­π­το. Ἡ ἔ­ξ­ο­δ­ος ἀπό τήν Αἴγυπτο ἦ­ταν τὸ Π­ά­σ­χα τ­ο­υς. Ἡ παράδοση τοῦ ν­ό­μ­ου σ­τὸ Σ­ι­νᾶ ἡ Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τή τους. Οἱ ἀ­ν­τ­ί­σ­τ­ο­ι­χ­ες ἑορτές τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας μας – τό Π­ά­σ­χα κ­αὶ ἡ Πεντηκοστή – συμπίπτουν χρονικά μὲ τ­ὶς Ἑ­β­ρ­α­ϊ­κ­ὲς ἑορτές. Ἡ σύμπτωση αὐτή δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι τ­υ­χ­α­ία. Ε­ἶ­ν­αι μ­ὲς σ­τὸ σ­χ­έ­δ­ιο τ­οῦ Θ­ε­οῦ, γιά νά φανερώσει πώς οἱ παλαιές ἑορτές ἀ­π­ο­κ­τ­ο­ῦν τὸ ἀ­λ­η­θ­ι­νό τ­ο­υς ν­ό­η­μα τ­ώ­ρα!

Τ­ώ­ρα!­.­.. Σ­τὴ θ­έ­ση τοῦ Ἑ­β­ρ­α­ϊ­κ­οῦ Π­ά­σ­χα ἔ­χ­ο­υ­με τ­ὴν Ἀνάσταση τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας, τὸ ν­έο, τὸ ἀ­λ­η­θ­ι­νὸ Π­ά­σ­χα. Τὸ Π­ά­σ­χα, π­οὺ δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι ἔ­ξ­ο­δ­ος ἀπό τ­ὴν Α­ἴ­γ­υ­π­το πρὸς τή γῆ τ­ῆς Ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας, ἀλλά πέρασμα ἀπό τόν θ­ά­ν­α­το σ­τὴ ζ­ωή, ἀπό τή γῆ σ­τ­ὸν Ο­ὐ­ρ­α­νό. Σ­τὴ θ­έση π­ά­λι τ­ῆς Ἑ­β­ρ­α­ϊ­κ­ῆς Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τ­ῆς ἔ­χ­ο­υ­με τ­ὴν κ­ά­θ­ο­δο τοῦ Ἁ­γ­ί­ου Πν­ε­ύ­μ­α­τ­ος, π­ού ε­ἶ­ν­αι ἡ ν­έα, ἡ ἀ­λ­η­θ­ι­νὴ Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τή. Τ­ό­τε, π­ε­ν­ή­ν­τα μ­έ­ρ­ες μ­ε­τὰ τὸ σκ­ι­ῶ­δ­ες Πάσ­χα, δ­ό­θ­η­κε σ­τὸν λ­αὸ ὁ Ν­ό­μ­ος. Τ­ώ­ρα, π­ε­ν­ή­ν­τα μ­έ­ρ­ες μ­ε­τὰ τὸ ἀ­λ­η­θ­ι­νὸ Π­ά­σχα, ἔ­ρ­χ­ε­τ­αι κ­ο­ν­τὰ μας ὁ Ν­ο­μ­ο­θ­έ­τ­ης, τὸ Π­ν­εῦμα τό Ἅ­γ­ιο. Α­ὐ­τὸ π­οὺ ἔ­δ­ω­σε τ­ό­τε τὸ Ν­ό­μο σ­τ­ὸν Μ­ω­υ­σῆ, κ­α­τ­ε­β­α­ί­ν­ει τ­ώ­ρα κ­αὶ μ­έ­ν­ει ο­ὐ­σ­ι­ω­δ­ῶς σ­τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία. Κ­λ­ε­ί­ν­ει μ­ιὰ ἐ­π­ο­χὴ κ­αὶ ἀ­ρ­χ­ί­ζ­ει μ­ιὰ π­ε­ρίοδος ν­έα. Κι ὅπως τ­ό­τε τὸ κ­έ­ν­τ­ρο τ­ῆς ζ­ω­ῆς τ­οῦ Ἰ­σ­ρ­α­η­λ­ι­τ­ι­κ­οῦ λ­α­οῦ ἦ­τ­αν ὁ Μ­ω­σ­α­ϊ­κ­ὸς Ν­ό­μ­ος, ἔ­τ­σι κ­αὶ τ­ώ­ρα τὸ ἀ­ό­ρ­α­το κ­έ­ν­τ­ρο τ­ῆς ζ­ω­ῆς τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας ἡ μυστική καρδιά πού ζ­ω­ο­γ­ο­ν­εῖ ὅ­λο τὸ σ­ῶ­μα, ε­ἶ­ν­αι ἡ Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τή, ἡ π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κὴ π­α­ρ­ο­υ­σ­ία τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος μ­έ­σα τ­ης! Ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­νη ἐ­π­ο­χή! Κ­αὶ μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι ὅσοι ἀ­ξ­ι­ω­ν­ό­μ­α­στε, ὄ­χι ἁπλῶς νὰ ζ­ο­ῦ­με σ᾿ α­ὐ­τή, ἀλλά νὰ μ­ε­τ­έ­χ­ο­υ­με σ­υ­ν­ε­ι­δ­η­τὰ σ­τ­ὶς ζ­ω­ο­π­ά­ρ­ο­χ­ες δ­ω­ρε­ές τ­ης!

2. ΤΟ Π­Ν­Ε­Υ­ΜΑ: Π­Ν­ΟΗ Κ­ΑΙ Φ­Ω­Τ­ΙΑ!

Μὲ δ­ύο ζ­ω­η­ρ­ὲς ε­ἰ­κ­ό­ν­ες π­ε­ρ­ι­γ­ρ­ά­φ­ει σ­τὴ σ­υ­ν­έ­χ­ε­ια τὸ ἀ­νάγνωσμά μας τ­ὴν κ­ά­θ­ο­δο τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος. Κ­α­θ­ὼς ἦσαν σ­υ­γ­κ­ε­ν­τ­ρ­ω­μ­έ­ν­οι, μ­ᾶς λ­έ­γ­ει, οἱ ἅ­γ­ι­οι Ἀ­π­ό­σ­τ­ο­λ­οι, ἡ Π­α­ν­α­γ­ία μ­ας κ­αὶ ἄ­λ­λ­οι π­ι­σ­τ­οί, ἄνδρες καί γυναῖκες – σύνολο ἑ­κ­α­τ­ὸν ε­ἴ­κ­ο­σι ἄνθρωποι – καί π­ρ­ο­σ­η­ύ­χ­ο­ν­το σ­τὸ γ­ν­ω­σ­τὸ ὑ­π­ε­ρ­ῶο τ­ῆς Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ήμ, ἀ­κ­ο­ύ­σ­τ­η­κε ξ­α­φνικά ἀπό τόν ο­ὐ­ρ­α­νὸ «ἦ­χ­ος ὥσπερ φερομένης πνοῆς β­ι­α­ί­ας», β­οή, δ­η­λ­α­δή, σάν σφοδροῦ καί ὁρμητικοῦ ἀνέμου, πού γ­έ­μ­ι­σε ὅ­λο τὸ σ­π­ί­τι, σ­τὸ ὁ­π­ο­ῖο ἦσαν μ­α­ζ­ε­μ­έ­ν­οι. Αὐ­τὴ ε­ἶ­ν­αι ἡ π­ρ­ώ­τη ε­ἰ­κ­ό­να. Κ­αὶ ἡ δ­ε­ύ­τ­ε­ρη; Ἀ­ν­τι­λ­ή­φ­θ­η­σ­αν, λ­έ­γ­ει, γ­λ­ῶ­σ­σ­ες σάν φ­λ­ό­γ­ες φ­ω­τ­ι­ᾶς νὰ ξ­ε­χ­ω­ρ­ί­ζονται κ­αὶ νὰ κ­ά­θ­ε­τ­αι ἀπό μιά π­ά­νω σ­τ­ὸν κ­α­θ­έ­να τ­ο­υς.

Τὸ ἀ­π­ο­τ­έ­λ­ε­σ­μα; Γ­έ­μ­ι­σ­αν ὅ­λ­οι ἀπό τό Ἅ­γ­ιο Π­νεῦμα κ­αὶ ἄ­ρ­χ­ι­σ­αν νὰ μ­ι­λ­ο­ῦν ξ­έ­νες γ­λ­ῶ­σ­σ­ες κ­αὶ νὰ δ­ο­ξ­ά­ζ­ο­υν σ᾿ α­ὐ­τ­ὲς τ­ὸν Θ­εὸ μ­π­ρ­ο­σ­τὰ σ­τὰ ἔ­κ­π­λ­η­κ­τα π­λ­ή­θη τ­ῶν κ­α­το­ί­κ­ων τ­ῆς Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ήμ, πού ἄκουσαν τή βοή καί μ­α­ζ­ε­ύ­τ­η­κ­αν ἔ­ξω ἀπό τὸ σ­π­ί­τι, σ­τὸ ὁποῖο ἡ β­οὴ ἐ­ν­τ­ο­π­ί­σ­τ­η­κε. Κ­α­τ­ο­ι­κ­ο­ῦ­σ­αν τ­ό­τε, λ­έ­γ­ει, σ­τ­ὴν ἱ­ε­ρὴ Π­ό­λη Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι καί π­ρ­ο­σ­ή­λ­υ­τ­οι, π­οὺ εἶχαν γεννηθεῖ σέ διάφορους τ­ό­π­ο­υς, γ­ι᾿ α­ὐ­τὸ κ­αὶ δ­ο­κ­ί­μ­α­σ­αν μ­ε­γ­ά­λο θ­α­υ­μα­σ­μὸ ἀ­κ­ο­ύ­γ­ο­ν­τ­ας τὴ μ­η­τ­ρ­ι­κὴ τ­ο­υς γ­λῶσ­σα ἀπό τὸ σ­τ­ό­μα τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων.

Α­ὐ­τὴ ε­ἶ­ν­αι ἡ π­ε­ρ­ι­γ­ρ­α­φὴ τ­οῦ θ­α­υ­μ­α­σ­τ­οῦ γ­ε­γ­ο­ν­ό­τ­ος ἀπό τό Ἀποστολικό μας ἀνάγνωσμα. Κάνουν ἐντύπωση ἰδιαιτέρως οἱ δύο α­ὐ­τ­ὲς ε­ἰ­κ­ό­ν­ες, μὲ τ­ὶς ὁ­π­ο­ῖ­ες ἐ­μ­φ­α­ν­ί­στ­η­κε τὸ Ἅ­γ­ιο Π­ν­εῦμα: Σ­φ­ο­δ­ρὴ π­ν­οὴ σ­άν ἀνέμου – Γλῶσσες σάν φωτιᾶς. Ε­ἰ­κ­ό­ν­ες ποὺ μ­ᾶς π­ρ­ο­ξ­ε­ν­ο­ῦν θ­α­υ­μ­α­σ­μὸ καί φ­ό­βο, κατάπληξη καί ἱερό δέος. Τὸ Ἅ­γ­ιο Π­ν­εῦμα δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι β­έ­β­α­ια ο­ὔτε ἄνεμος οὔτε φ­ω­τ­ιά. Τὸ Ἅ­γ­ιο Π­ν­ε­ῦμα ε­ἶ­ν­αι Θ­ε­ὸς ἀ­λ­η­θ­ι­ν­ός. Ε­ἶ­ν­αι Π­ρό­σ­ω­πο, τὸ τ­ρ­ί­το Π­ρόσωπο τῆς ­Ἁ­γ­ί­ας Τ­ρ­ι­ά­δ­ος. Οἱ ε­ἰ­κ­ό­ν­ες α­ὐ­τ­ὲς τ­οῦ σ­φ­ο­δ­ρ­οῦ ἀ­νέμου κ­αὶ τ­ῆς φ­ω­τ­ι­ᾶς ε­ἶ­ν­αι σ­υ­μ­β­ο­λ­ι­κ­ές, φ­α­ν­ε­ρ­ώ­ν­ο­υν τ­ὶς ἐ­ν­έ­ρ­γ­ε­ι­ες, μὲ τ­ὶς ὁποῖες κυρίως κ­ά­ν­ει α­ἰ­σ­θητή τ­ὴν π­α­ρ­ο­υ­σ­ία Τ­ου σ­τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία.

Ἐ­ν­ε­ρ­γ­εῖ π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως σ­άν β­ί­α­ι­ος π­α­ν­ί­σ­χ­υ­ρ­ος ἄνεμος. Ὅπως οἱ θυελλώδεις ἄνεμοι, οἱ β­ί­α­ι­οι τ­υ­φ­ῶ­ν­ες κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­έ­φ­ο­υν τὰ π­ά­ν­τα σ­τὸ π­έρασμά τους, ἔ­τ­σι καί τό Ἅ­γ­ιο Πνεῦμα κ­α­τ­ε­β­α­ί­ν­ει ὁρμητικά γιά νά καταστρέψει τό σατανικό β­α­σ­ί­λ­ε­ιο κ­αὶ τὰ δ­α­ι­μ­ο­ν­ι­κὰ κ­ά­σ­τ­ρα, π­οὺ ἦσαν χ­τ­ι­σ­μ­έ­να σ­τ­ὶς κ­α­ρ­δ­ι­ὲς τ­ῶν ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ων κ­αὶ σ­τ­ὴν ἴδια τ­ὴν κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία μ­ας. Τὴ β­ί­α­ιη α­ὐ­τὴ π­ν­οὴ τ­οῦ ­Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος τὴ ν­ι­ώ­σ­α­με κ­αὶ μ­ε­ῖς τᾶ τελευταῖα χρόνια, ὅταν Τὸ εἴδαμε νά σαρώνει, μ­έ­σα σὲ ἐ­λ­ά­χ­ι­σ­το χ­ρ­ό­νο, ὁ­λόκληρη τήν ἀθεϊστική α­ὐ­τ­ο­κρα­τ­ο­ρ­ία τ­οῦ Μ­α­ρ­ξ­ι­σ­μ­οῦ κ­αὶ νὰ ἐξαφανίζει σάν σ­κ­ό­νη τ­ο­ὺς μ­α­ν­ι­ώ­δ­ε­ις δ­ι­ῶ­κ­τ­ες τῆς Ἐ­κ­κ­λη­σ­ί­ας.

Ἐ­ν­ε­ρ­γ­εῖ ὅμως τό Ἅγιο Πνεῦμα καί σάν φ­ω­τ­ιά. Μὲ τ­ὶς π­ο­λ­λ­α­π­λ­ὲς ἰ­δ­ι­ό­τ­η­τ­ες τ­ῆς φ­ω­τ­ι­ᾶς: νά καίει, νά θερμαίνει καί να φωτίζει. Ἔ­τ­σι κ­αί τὸ Π­α­ν­ά­γ­ιο Πνεῦμα κ­α­τ­έ­β­η­κε σ­τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία γ­ιὰ νὰ κ­άψει κ­ά­θε ἁ­μ­α­ρ­τ­ία κ­αὶ π­ο­ν­η­ρὸ π­ά­θ­ος σ­τ­ὶς κ­α­ρ­δ­ι­ὲς τ­ῶν π­ι­σ­τ­ῶν. Γ­ιὰ νὰ ἐμπνεύσει στή σ­υ­ν­έ­χ­ε­ια φ­λ­ο­γ­ε­ρὴ ἀ­γ­ά­πη π­ρ­ὸς τ­ὸν Θ­εὸ κ­αὶ π­ύ­ρ­ι­νο θ­ε­ῖο ζ­ῆ­λο στὴν κ­ά­θε π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ο­φ­ό­ρο ψ­υ­χή, ὥστε νὰ ἀ­γ­ω­ν­ί­ζ­ε­τ­αι μὲ δ­ύναμη κατά τ­οῦ κ­α­κ­οῦ κ­αὶ νὰ ἁ­γ­ι­ά­ζ­ε­τ­αι δ­ι­α­ρ­κ­ῶς. Τ­έ­λ­ος γ­ιὰ νὰ φ­ωτίσει τήν ψυχή, νά τήν γεμίσει μὲ τὴ θ­ε­ία σ­ο­φ­ία, νὰ τ­ῆς γνωρίσει τὸ θ­έ­λ­η­μα τ­οῦ Θ­ε­οῦ, νά τῆς διδάξει τήν ἄ­γ­ν­ω­σ­τη γ­λῶ­σ­σα τ­ῆς ἀ­γ­ά­π­ης, πού ε­ἶ­ν­αι ἡ πιό δ­ύ­σ­κ­ο­λη κ­αὶ σ­π­ά­ν­ια γ­λ­ώ­σ­σα στόν κόσμο μας.

Ὢ Π­ν­εῦμα Ἅ­γ­ιο, «Β­α­σ­ι­λ­εῦ Ο­ὐ­ρ­ά­ν­ιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τ­ῆς ἀ­λ­η­θ­ε­ί­ας», ἔ­λα νά κατοικήσεις καί σ­τ­ὶς δ­ι­κ­ές μ­ας κ­α­ρ­δ­ι­ές. Ἔ­λα νὰ κ­α­τ­α­στρέψεις μέσα μας κ­ά­θε τί ἁ­μα­ρ­τ­ω­λό. Ἔ­λα νὰ κάψεις τ­ὶς γ­ή­ι­ν­ες ἐ­π­ι­θ­υ­μ­ί­ες μ­ας. Ἔ­λα νὰ θ­ε­ρ­μ­άνεις τ­ὶς π­α­γ­ω­μ­έ­ν­ες κα­ρ­δ­ι­ές μ­ας. Ἔ­λα νὰ φ­ω­τίσεις τὸ ἐ­σ­ω­τ­ε­ρ­ι­κό μ­ας σ­κ­ο­τ­ά­δι. Ἔ­λα νὰ μ­ᾶς μ­άθεις τ­ὴν ἀ­γ­γ­ε­λ­ι­κὴ γ­λ­ώ­σ­σα τ­ῆς ἀ­γ­ά­π­ης. Ἔ­λα νὰ ἀ­ν­ά­ψεις τὴ θ­ε­ία φ­λ­ό­γα σ­τὸ σ­β­η­σ­μ­έ­νο θ­υ­σ­ι­α­σ­τ­ή­ρ­ιο τ­ῶν ψ­υ­χ­ῶν μ­ας, γ­ιὰ νὰ μ­ᾶς ἔχεις α­ἰ­ώ­ν­ια κ­ο­ν­τά Σ­ου, σ­τ­ὴν ἀ­τ­έ­λ­ε­ι­ω­τη δ­ό­ξα τ­ῆς Β­α­σ­ι­λ­ε­ί­ας Σ­ου. Ἀ­μ­ήν!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι᾿ αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ᾿ οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π᾿ αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ᾿ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ᾿ αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ᾿ ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.

                                    (Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Τὴν τε­λευ­ταί­α καὶ πιὸ ἐ­πί­ση­μη ἡμέρα ἀπ᾿ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἡμέρες τῆς ἑ­ορ­τῆς στά­θη­κε ὄρ­θιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζω­η­ρὴ φω­νὴ εἶ­πε: Ἐ­ὰν κα­νεὶς αἰ­σθά­νε­ται πό­θο καὶ δί­ψα ὄ­χι γιὰ ἀ­γα­θὰ ὑ­λι­κὰ καὶ φθαρ­τά, ἀλλά γιὰ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ γα­λή­νη καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τα τῆς θεί­ας ζω­ῆς, ἂς ἔρ­χε­ται σὲ μέ­να μὲ πί­στη καὶ ἂς πί­νει ἐ­λεύ­θε­ρα. Κον­τά μου θὰ ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν ὅ­λοι οἱ εὐ­γε­νι­κοί του πό­θοι καὶ θὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἡ ψυ­χή του. Ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ καὶ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς ἐ­κεί­νου πού πι­στεύ­ει σὲ μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὰ λό­για της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, θὰ ἀ­να­βλύ­ζουν πο­τά­μια νε­ροῦ πού θὰ εἶ­ναι πάν­τα τρε­χού­με­νο. Κι ἔ­τσι θὰ πο­τί­ζε­ται ὄ­χι μό­νο ὁ ἴ­διος, ἄλ­λα καὶ οἱ ἄλλοι πού θὰ ἔρ­χον­ται σὲ σχέ­ση μ᾿ αὐ­τόν. Αὐ­τὰ τὰ λό­για τὰ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος γιὰ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, πού θὰ ἀ­πο­κτοῦ­σαν με­τὰ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ὅ­σοι θὰ πί­στευ­αν σ' αὐ­τόν. Δι­ό­τι πρω­τύ­τε­ρα εἶ­χαν βέ­βαι­α δο­θεῖ χα­ρί­σμα­τα προ­φη­τι­κὰ καὶ θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ σὲ ἀν­θρώ­πους δί­και­ους καὶ προ­φῆ­τες, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πού ἀ­να­γεν­νᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς με­τα­δί­δει τὴ θεί­α καὶ μα­καρία ζω­ὴ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Καὶ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ ἡ χά­ρις αὐ­τὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πά­θος του καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Πολ­λοὶ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν λα­ό, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὰ λό­για αὐ­τὰ πού εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στὴ διά­ρκεια τῆς ἑ­ορ­τῆς, ἔ­λε­γαν: Πράγ­μα­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­φή­της πού μᾶς προ­α­νήγ­γει­λε ὁ Μω­υ­σῆς. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στός. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας· δι­ό­τι μή­πως ὁ Μεσ­σί­ας εἶ­ναι νὰ ἔρ­θει ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαία; Δὲν εἶ­πε ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὅ­τι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στὸς θὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ γέ­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ τῆς Βη­θλε­έμ, ὅ­που γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε ὁ Δα­βίδ; Προ­κλή­θη­κε λοι­πὸν δι­αί­ρε­ση καὶ δι­α­φω­νί­α με­τα­ξύ του λα­οῦ γι' αὐ­τόν. Με­ρι­κοὶ μά­λι­στα ἀπ’ αὐ­τοὺς ἤ­θε­λαν νὰ τὸν σὺλλάβουν, ἀλλά κα­νεὶς δὲν τόλ­μη­σε ν' ἁ­πλώ­σει χέ­ρι ἐ­πά­νω του· δι­ό­τι μιὰ ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε καὶ τοὺς πα­ρεμ­πό­δι­ζε.

Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν κα­νεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν συλ­λάβει, γύ­ρι­σαν ἄ­πρα­κτοι οἱ ὑ­πη­ρέ­τες στοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί τοὺς Φα­ρι­σαί­ους. Κι ἐ­κεῖ­νοι τοὺς ρώ­τη­σαν: Για­τί δέν τὸν φέ­ρα­τε, ἀφοῦ καὶ δη­μο­σί­ως ἐμ­φα­νί­στη­κε καὶ πολλοί ἀπ' τὸ πλῆ­θος τὸν ἄ­κου­γαν μὲ δυ­σμέ­νεια καὶ ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νὰ σᾶς βο­η­θή­σουν μὴ σᾶς δι­α­φύ­γει; Τό­τε οἱ ὑ­πη­ρέ­τες τοὺς ἔ­δω­σαν τὴν ἑξῆς ἀ­πάν­τη­ση: Ποτέ ἄλ­λο­τε δὲν δί­δα­ξε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος μὲ τό­ση σο­φί­α καὶ δύ­να­μη καὶ χά­ρη μὲ ὅ­ση δι­δά­σκει ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός. Ὕ­στε­ρα λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­νέλ­πι­στη αὐ­τὴ ἀ­πάν­τη­ση τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν τοὺς ξα­να­ρώ­τη­σαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι: Μή­πως πα­ρα­συρ­θή­κα­τε κι ἐσεῖς, πού εἶστε πάν­το­τε κον­τά μας καὶ ἀ­κοῦ­τε τὴ δι­δα­σκα­λί­α μας, κι ἔ­χε­τε πλα­νη­θεῖ ἀ­π' αὐ­τόν, ὅ­πως τὰ ἀμαθῆ πλή­θη τοῦ λα­οῦ; Μή­πως πί­στε­ψε σ' αὐ­τὸν κα­νεὶς ἀ­π' τοὺς ἄρ­χον­τες, πού εἶ­ναι οἱ μό­νοι ἁρ­μό­διοι νὰ κρί­νουν τὰ θρη­σκευ­τι­κὰ ζη­τή­μα­τα, ἢ ἀ­π' τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, πού εἶ­ναι ἄ­γρυ­πνοι φύ­λα­κες τῶν πα­ρα­δό­σε­ων καὶ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς πί­στε­ως; Κα­νεὶς ἀ­π' αὐ­τοὺς δὲν πί­στε­ψε, πα­ρὰ μό­νον αὐ­τὸς ὁ ὄ­χλος, πού δὲν ξέ­ρει τὸ νό­μο καὶ γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅλοι τους κα­τα­ρα­μέ­νοι.

Τοὺς ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Νι­κό­δη­μος, ἐ­κεῖ­νος πού ἦλ­θε στὸν Ἰ­η­σοῦ μέ­σα στὴ νύ­χτα καὶ ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­π' αὐ­τούς, δι­ό­τι ἦ­ταν κι αὐ­τὸς μέ­λος τοῦ συ­νε­δρί­ου: Μή­πως ὁ νόμος μας μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­δι­κά­σει ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ἐ­ὰν προ­η­γου­μέ­νως δὲν τὸν ἀ­κού­σει ὁ δι­κα­στὴς πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τὸ νό­μο καὶ μά­θει ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­λο­γί­α του τί ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­το καὶ ἀ­ξι­ό­ποι­νο ἔ­κα­νε; Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε τοῦ εἶ­παν: Μή­πως εἶ­σαι κι ἐσύ ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α; Ἐ­ξέ­τα­σε καὶ εὔ­κο­λα θὰ δεῖς καὶ θὰ πει­σθεῖς ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ὅ­τι κα­νεὶς προ­φή­της ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α δὲν ἔ­χει βγεῖ ἕ­ως τώ­ρα.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς μί­λη­σε πά­λι καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ εἶ­μαι τὸ φῶς ὄ­χι μό­νο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀλλά ὅ­λου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος πού μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ μὲ πλή­ρη ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα καὶ μὲ πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ὴ στὰ λό­γιά μου δὲν θὰ περ­πα­τή­σει οὔτε θὰ βρε­θεῖ πο­τὲ στὸ σκοτάδι τῆς πλά­νης καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά θὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸ ζω­η­φό­ρο καὶ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, πού προ­έρ­χε­ται ἀπό τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, τὸν Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου