ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Δ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
(13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν
θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς
κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς. καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν
πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς
καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν
ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς
ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποί; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς,
ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν·΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως
τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον
αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ
λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν
ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλά γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην
ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν
ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ,
ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν
τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον,
αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ
τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν
Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων
τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν
εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ
παρεβιάσαντο αὐτόν λέγοντες· Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν
ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν
μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν.
Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν
ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν
εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας,
ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ,
καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.
(Λουκ. κδ΄[24] 12 – 35)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος
σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς
νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε
στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει. 13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό
τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα
στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς. 14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα
αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ,
καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές. 15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί
συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους. 16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα
γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου
Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε
τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν. 17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό
ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε,
καί εἶστε σκυθρωποί; 18
Τότε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ᾿
τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί
δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές; 19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν:
Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε
δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ. 20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο
τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν
σταύρωσαν; 21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε
ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει
τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή
του κι ἀπ᾿ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν
αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας. 22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε,
αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο
δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί
στό μνημεῖο 23 καί δέν βρῆκαν
ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι
τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ. 24
Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως
τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ
δέν τόν εἶδαν. 25 Τότε ὁ Ἰησοῦς
εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ
τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ᾿ ὅλα ὅσα
εἶπαν οἱ προφῆτες! 26
Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά
δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ᾿ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή
δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή
του. 27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό
τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ,
κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ᾿ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν
Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό
του. 28 Κάποτε πλησίασαν
στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά
πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν
νά τόν κρατήσουν. 29 Ἀλλά
αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει
νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς
μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους. 30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε
μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε
εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε
σέ κομμάτια, τούς ἔδινε. 31
Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν
τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά
μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος
ἀπό μπροστά τους. 32 Εἶπαν
τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική
φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή
θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε
τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως; 33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή
περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα
ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους, 34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά
ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο. 35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά
τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν
ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
Τέκνον Τίτε, πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι,
ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ.
ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ
γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιίστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς
καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν
παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος.
Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν·
ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ Ἀπολλὼ σπουδαίως
πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι
καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι.
Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ' ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει.
Ἡ χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.
(Τἰτ. γ΄[3] 8 – 15)
ΣΚΕΨΕΙΣ –
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. ΜΝΗΜΗ ΣΥΝΟΔΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ!
Στὴν ἱερή μνήμη τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων, ποὺ συνεκρότησαν τὴν Ζ'
Οἰκουμενική Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινὴ
Κυριακή. Αἰῶνες τώρα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὶς μεγάλες αὐτὲς μορφές, ὅπως τιμᾶ καί
τοὺς Πατέρες ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μὲ εὐγνωμοσύνη συμμετέχουμε καὶ
ἐμεῖς κάθε χρόνο στὸν ἑορτασμό αὐτό, καὶ μὲ ρίγη ἱερῆς συγκίνησης ψάλλουμε τοὺς
ὑπέροχους ὕμνους πρὸς τιμήν τους.
Πρὸς τιμὴν τους διαβάζεται καί τὸ Ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα ἀπό τὴν
ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν μαθητὴ του Τίτο, μέσα στοὺς στίχους τοῦ
ὁποίου ὑπογραμμίζονται μεγάλες ἀλήθειες, ἀλήθειες για τὶς ὁποῖες οἱ ἅγιοι
Πατέρες ἀγωνίστηκαν ἡρωικά, ὡρισμένοι μάλιστα ἔχυσαν καὶ τὸ αἷμα τους γι'
αὐτές.
Ἂς ἐμπνευστοῦμε ἀπό τὸ παράδειγμά τους καί, ἐμβαθύνοντας στὸ ἱερὸ κείμενο,
ἂς ὑποσχεθοῦμε νὰ μείνουμε πιστοὶ στὴν ἱερή παρακαταθήκη, ποὺ ἐκεῖνοι
διαφύλαξαν καὶ τὴν ἐμπιστεύθηκαν σὲ μᾶς τοὺς ἀπογόνους τους.
2. Η
ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ
«Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ
τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», γράφει στὸν Τίτο ὁ Ἀπόστολος. Δηλαδή, αὐτὰ πού
σοῦ γράφω (για τὴν σωτηρία μας, τὴν ἀναγέννησή μας καὶ τὴν κληρονομιὰ τῆς
αἰωνίου ζωῆς) εἶναι λόγος ἄξιος κάθε ἐμπιστοσύνης, καί γι' αὐτά θέλω νά
κηρύττεις μὲ αὐθεντία καὶ βεβαιότητα στοὺς πιστούς.
Αὐτὸ τὸ «διαβεβαιοῦσθαι» εἶναι
λόγος πολὺ σημαντικός. Σημαίνει τὴν αὐθεντία, τὸ κύρος καί τὴ σιγουριά, ποὺ
ὀφείλουν νὰ ἔχουν οἱ κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας στὸ κήρυγμά τους. Κυρίως οἱ
Ἐπίσκοποι καὶ μάλιστα ἡ Συνοδος τῶν Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία μὲ τὴν πνοὴ καὶ τὴν
καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατευθύνει τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴ
θάλασσα τοῦ κόσμου.
Αὐτὸ τὸ κύρος, τὴν αὐθεντία καὶ τὴν βεβαιότητα στὸν ὕψιστο βαθμὸ διέθεταν
καὶ οἱ 350 Πατέρες τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνέτριψαν τὴν βλάσφημη
αἵρεση τῶν Εἰκονομάχων τὸ 787, καὶ διατύπωσαν ἀλάθητα τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, μὲ
τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὴν ἴδια αὐθεντία ἔχουν βέβαια ὅλες – καί οἱ ἑπτά – Οἰκουμενικές Σύνοδοι,
πού σάν ἀκλόνητες πνευματικὲς κολῶνες στηρίζουν γερὰ καὶ ἀσάλευτα τὸν Οἶκο τοῦ
Κυρίου, τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Εἶναι «πύργοι
ἀκαθαίρετοι», ποὺ τὴν προστατεύουν ἀπό τὶς σατανοκίνητες φάλαγγες τῶν
αἱρετικῶν.
Αὐτά, ἀσφαλῶς, οἱ πιστοὶ τὰ γνωρίζουμε πολὺ καλά, καὶ καμμιὰ ἀμφιβολία δὲν
ἔχουμε ὅτι οἱ ἑπτά ἅγιες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὴν ὕψιστη αὐθεντικὴ
διαβεβαίωση γιὰ τὴν πίστη μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νὰ τὰ ὑπενθυμίζουμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, νὰ τὰ λέμε δὲ
καὶ πρὸς κάθε κατεύθυνση, γιατί τὸν τελευταῖο καιρὸ ὡρισμένοι ἐπιζητοῦν νὰ
μειώσουν τὸ κύρος τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, προκειμένου νά μή
δυσαρεστήσουν κάποιους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δὲν τὶς δέχονται ὅλες.
Οἱ κατ' ὄνομα αὐτοὶ Ὀρθόδοξοι – ξένοι κυρίως – ἐπηρεασμένοι βαθύτατα ἀπό
τούς αἱρετικοὺς Προτεστάντες, δὲν διστάζουν νὰ ἀποκαλοῦν τὶς ἅγιες Οἰκουμενικὲς
Συνόδους ἁπλῶς «αὐτοκρατορικές», μὲ
προφανὴ διάθεση νὰ πλήξουν τὸ θεῖο κύρος τους, ὑποβαθμίζοντάς τες ἀπό αὐθεντικὰ
ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ἀνθρώπινα ἔργα τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων.
Ὅμως, ἀλήθεια, πιστεύουν πώς εἶναι δυνατὸν οἱ Ὀρθοδοξοι νὰ δεχτοῦμε ποτὲ
ὑποτίμηση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Αὐτὸ θὰ ἦταν ἀληθινὴ παραφροσύνη! Ἐμεῖς
πιστεύουμε ὁλόψυχα πώς οἱ ἅγιες ἑπτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶναι γιὰ τὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀλάθητες, αἰώνιες, ἀσάλευτες, ὄργανα ἐκλεκτὰ καὶ μοναδικὰ
τῆς πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Τὸ πιστεύουμε καὶ θὰ τὸ διακηρύττουμε πάντοτε
καὶ πρὸς κάθε κατεύθυνση!
3. ΟΙ
«ΦΙΛΟΥΝΤΕΣ ΕΝ ΠΙΣΤΕΙ»
«Ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς
ἐν πίστει». Χαιρέτησε ὅσους μᾶς ἀγαποῦν ἕνεκα τῆς κοινῆς πίστεως πού ἔχουμε.
Κλείνοντας τὴν ἐπιστολὴ του ὁ Ἀπόστολος ὑπογραμμίζει τὴ σημασία τῆς πίστης
στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τί λέγει; λέγει ὅτι προϋπόθεση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς
ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν πιστῶν εἶναι ἡ κοινή πίστη. Δὲν λέγει «ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς», ἀλλά «τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει». Τὸ ἴδιο ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν
καί οἱ ἅγιοι Πατέρες.
Αὐτὸ ἑπομένως, ποὺ ὑποστηρίχτηκε τελευταῖα γιὰ τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικοὺς
Μονοφυσίτες, ὅτι: ἐφόσον ἐκεῖνοι μᾶς ἀγαποῦν – ἔτσι λένε – καὶ θέλουν νὰ
ἑνωθοῦν μαζί μας, ἂς ἑνωθοῦμε καὶ ὁ χρόνος θὰ ἑξαφανίσει τὶς διαφορές, αὐτὸ –
ἐπαναλαμβάνουμε – εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ τελείως ξένο πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ
Εὐαγγελίου καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Δὲν ἔχουμε περισσότερη ἀγάπη ἐμεῖς ἀπό τούς
ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα – «ἐπιστενάξαντες καὶ ἐπιδακρύσαντες ἐπί τῇ παντελεῖ ἀπωλείᾳ» αὐτῶν,
καθὼς ἔγραφαν στὶς ἀποφάσεις τους – ἀναθεμάτιζαν τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικούς,
καὶ τοὺς ἔβγαζαν ἔξω ἀπό τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Καὶ κάτι ἀκόμη, ποὺ ἀφορᾶ ὅλους μας στὴν καθημερινὴ μας ζωή. Νὰ ἀγαποῦμε
καί ἐμεῖς ἰδιαιτέρως «τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς
ἐν πίστει». Κριτήριο, γιὰ νὰ ἀναπτύξουμε θερμὲς σχέσεις μὲ κάποιους, νὰ μὴν
εἶναι ἡ συγγένεια, ἢ τὸ συμφέρον, ἢ ὁποιαδήποτε συμπάθεια, ἀλλά τί; Ἡ κοινὴ πίστη. Αὐτὸ πάλι σημαίνει πώς
ἀδελφικὲς σχέσεις μὲ ἀμετανόητους καὶ πείσμονες αἱρετικοὺς καὶ ἀντίχριστους δὲν
μποροῦμε νὰ ἔχουμε. Ὄχι βέβαια νὰ τοὺς ἐχθρευόμαστε καί νά τοὺς ἀντιπαθοῦμε.
Κάθε ἄλλο! Θά πρέπει ἀντίθετα, νὰ πονᾶμε καὶ νὰ προσευχόμαστε γι' αὐτούς, ὥστε
νά ξεφύγουν ἀπό τὴ σατανικὴ πλάνη, νὰ ἐπιστρέψουν κοντὰ στὸν Θεό καὶ νὰ σωθοῦν.
Ἀδελφικὲς σχέσεις ὅμως μαζί τους, ἐφόσον
παραμένουν στὴν πλάνη, δὲν θὰ ἔχουμε. Ἀδελφικὲς σχέσεις θὰ ἀναπτύσσουμε
μὲ ὅσους μᾶς ἀγαποῦν «ἐν πίστει», μὲ τοὺς πιστοὺς δηλαδή,
ποὺ ἐκκλησιάζονται καὶ ζοῦν μὲ φόβο Θεοῦ. Ἂς ἔχουν κάποιες ἀδυναμίες – τέλειος
εἶναι μόνο ὁ Θεός – νὰ μή στεκόμαστε σ’ αὐτές.
Νὰ τοὺς ἀγαποῦμε καὶ μαζί τους νὰ πορευόμαστε τὸν δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν
ἀληθινή μας Πατρίδα, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην.
ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν
ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη
διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ
συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν
γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα
λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη; ὁ δὲ εἶπεν· Ὑμῖν
δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς
ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν.
Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ
τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει
τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ
ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ
οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ
ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες,
καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται
καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ
καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν
ἐν ὑπομονῇ.
(Λουκ. η΄[8] 5 – 15)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή: Βγῆκε ὁ σποριὰς
στὸ χωράφι του, γιὰ νὰ σπείρει τὸ σπόρο του. Καὶ καθὼς ἔσπερνε, μερικοὶ
σπόροι ἔπεσαν κοντὰ στὸ δρόμο τοῦ χωραφιοῦ καὶ καταπατήθηκαν ἀπό
τούς διαβάτες, καὶ τοὺς κατέφαγαν τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἄλλοι σπόροι
πάλι ἔπεσαν πάνω σὲ πετρῶδες ἔδαφος, κι ἀφοῦ φύτρωσαν, ξεράθηκαν,
ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ὑγρασία· Κι ἄλλοι σπόροι ἔπεσαν σὲ ἔδαφος γεμάτο
ἀπὸ σπόρους ἀγκαθιῶν, κι ὅταν τὰ ἀγκάθια φύτρωσαν μαζί τους, τοὺς ἔπνιξαν
τελείως. Κι ἄλλοι σπόροι ἔπεσαν μέσα στὴ γῆ τὴ μαλακὴ καὶ εὔφορη,
καὶ ὅταν φύτρωσαν, ἔκαναν καρπὸ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο ἀπ' τὸ
σπόρο. Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτά, γιὰ νὰ δώσει μεγαλύτερο τόνο στοὺς λόγους
του καὶ γιὰ νὰ διεγείρει τὴν προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν του, φώναζε δυνατά:
Αὐτὸς πού ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ καὶ
ἐνδιαφέρον πνευματικὸ γιὰ νὰ ἀκούει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐτὰ πού λέω,
ἂς ἀκούει.
Οἱ μαθητές του τότε τὸν ρωτοῦσαν καὶ τοῦ ἔλεγαν:
Ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς παραβολῆς; Κι αὐτὸς
τοὺς ἀπάντησε: Σὲ σᾶς πού ἔχετε ἐνδιαφέρον καὶ καλὴ διάθεση σᾶς ἔδωσε
ὁ Θεὸς τὴ χάρη του νὰ μάθετε τὶς μυστηριώδεις ἀλήθειες τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ· στοὺς ἄλλους ὅμως μιλάω μὲ παραβολές. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἐνδιαφέρον
νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ δεχθοῦν τὶς πνευματικὲς ἀλήθειες, καὶ ὁ νοῦς τους
εἶναι ἀμαθής καὶ ἀνίκανος γιὰ πνευματικὴ διδασκαλία. Γι' αὐτὸ διδάσκω
μὲ τὸν τρόπο αὐτό, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ δοῦν βαθύτερα καὶ καθαρότερα,
ἂν καὶ θὰ βλέπουν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια, καὶ γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ καταλάβουν,
ἂν καὶ θὰ ἀκοῦν τὴ διδασκαλία πού τοὺς ἐξηγεῖ τὰ μυστήρια. Καὶ τὸ κάνω
αὐτὸ ὄχι μόνο γιὰ λόγους δικαιοσύνης, ἀλλά καὶ ἀπὸ ἀγαθότητα, γιὰ
νὰ μὴν ἐπιβαρύνουν τὴ θέση τους περιφρονώντας τὴν ἀλήθεια, καὶ σκληρυνθοῦν
περισσότερο. Ἡ σημασία τῆς παραβολῆς εἶναι αὐτή: Ὁ σπόρος συμβολίζει
τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἔδαφος πού εἶναι κοντὰ στὸ δρόμο συμβολίζει αὐτοὺς
πού ἄκουσαν ἁπλῶς καὶ μόνο τὸ λόγο. Ἔπειτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ ἀφαιρεῖ
τὸ λόγο ἀπὸ τὶς καρδιές τους, γιὰ νὰ μὴν πιστέψουν καὶ σωθοῦν. Τὸ πετρῶδες
ἔδαφος ἐξάλλου πού δέχθηκε τὸ σπόρο συμβολίζει αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ὅταν
ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τὸν δέχονται μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμό. Μέσα
τους ὅμως δὲν ἔχει αὐτὸς βαθιὰ ρίζα, γιὰ νὰ στερεωθεῖ. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς
αὐτοὶ γιὰ λίγο χρόνο πιστεύουν, ὅταν ὅμως ἔλθει καιρὸς πειρασμοῦ ἢ
διωγμοῦ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν πίστη. Οἱ σπόροι πού ἔπεσαν στὰ ἀγκάθια
συμβολίζουν ἐκείνους πού ἄκουσαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ κι ἀρχίζουν μὲ κάποια
προθυμία νὰ βαδίζουν στὸ δρόμο τῆς πίστεως. Πνίγονται ὅμως ἀπὸ τὶς
ἀγωνιώδεις φροντίδες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν πλούτη, καθὼς κι ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις
τῆς σαρκικῆς ζωῆς, στὴν ὁποία διευκολύνουν τὰ πλούτη πού ἀπέκτησαν,
κι ἔτσι δὲν προκύπτουν οὔτε φτάνουν μέχρι τὸ τέλος, προκειμένου νὰ δώσουν
τὸν καρπό. Οἱ σπόροι τώρα πού ἔπεσαν στὴν εὔφορη γῆ συμβολίζουν τοὺς
ἀνθρώπους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ καρδιὰ καλοπροαίρετη, εὐθεία καὶ ἀγαθὴ
ἄκουσαν καὶ κατανόησαν τὸ λόγο καὶ τὸν κρατοῦν σφιχτὰ μέσα τους, καὶ
καρποφοροῦν τὶς ἀρετὲς δείχνοντας ὑπομονὴ καὶ καρτερία στὶς θλίψεις
καὶ τοὺς πειρασμοὺς καὶ σ' ὅλα τὰ ἐμπόδια πού συναντοῦν στὴν ἄσκηση
τῆς πνευματικῆς ζωῆς.