Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Γ΄ ΛΟΥ­ΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕ­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ         

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Γ΄ ΛΟΥ­ΚΑ

(6 Ο­ΚΤΩΒ­ΡΙΟΥ 2024)




ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

 

Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ (Ι­Ε΄ Ε­ΠΙ­ΣΤΟ­ΛΩΝ)

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃ ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν· ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον, Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

 (Β΄ Κορ. δ΄[4] 6-15)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ! 

«Γενηθήτω φς»! Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο δημιουργικό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος, μᾶς λέγει ἡ  ̔Αγία Γραφή.  ̓Απὸ τὸ γεγονὸς αὐτό παίρνει ἀφορμὴ ὁ ἀπόστολος Παλος στὸ σημερινό Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα καὶ λέγει πώς ὁ Θεός, ποὺ τότε δημιούργησε τό φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι, Αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶναι, ποὺ τώρα φώτισε τίς σκοτεινές καρδιές μας μὲ οὐράνιο πνευματικὸ φῶς. Καὶ τὶς φώτισε γιὰ νὰ γνωρίσουμε τή δόξα Του, ἡ ὁποία φανερώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς φράσεως «ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». 

Μὲ πιό ἁπλά λόγια ατά σημαίνουν πρτο, πὼς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ τὴν γνωρίζουμε οἱ ἄνθρωποι «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀόρατη καὶ ἀκατάληπτη, ὁ μόνος τρόπος νὰ τὴν γνωρίσουμε εἶναι νὰ γνωρίσουμε τή δόξα της, τὴν θεϊκὴ ἀκτινοβολία της, ὅπως αὐτὴ φανερώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας ησο Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, πού γι᾿ αὐτό τόν λόγο ἔγινε καὶ ἄνθρωπος. Γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει δηλαδὴ τὴ θεϊκή Του δόξα, καὶ νὰ τὴν χαρίσει καὶ σ᾿ ἐμᾶς, ἑνώνοντάς μας μὲ τὸν Εαυτό Του. 

Δεύτερο, τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν πὼς εἶναι ἀδύνατο οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίσουμε τόν Θεό, ἂν Ἐκεῖνος δὲν φωτίσει τίς καρδιές μας. πομένως, ἂν ἔχουμε κάποιον μικρὸ ἢ μεγαλύτερο σύνδεσμο μὲ τὸν Χριστό μας, νὰ γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι κατόρθωμα δικό μας, ἀλλὰ ἔργο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φωτίζει τίς καρδιές μας καὶ τὶς καθοδηγεῖ νὰ Τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του. «Ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν», λέγει ὁ  ̓Απόστολος. Αὐτὸς δηλαδὴ ἐφώτισε τις καρδιές μας. 

Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ποὺ θέλησε μέσα στὸ πυκνό πνευματικὸ σκοτάδι τῆς ἐποχῆς μας νά φωτίσει καὶ τὶς δικές μας καρδιὲς γιὰ νὰ Τὸν γνωρίσουμε! Μέσα στὴν ἄπειρη ἀγάπη Του σὲ κάποια στιγμὴ ἄγγιξε τήν καρδιά μας προστάζοντας καὶ πάλι τὸ πρῶτο ἐκεῖνο δημιουργικό πρόσταγμά Του: Γενηθήτω φῶς καὶ πράγματι «ἐγένετο φῶς»! Τὰ πνευματικά μας μάτια ἄνοιξαν καὶ ἀντίκρυσαν μὲ ἔκπληξη, χαρά καί εὐγνωμοσύνη τὸν Λυτρωτή μας Κύριο, Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου. 

Νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μένουμε πάντοτε μέσα στὸ φῶς Του, μακριὰ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.

2. Ο ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ

 Θησαυρὸ ὀνομάζει στη συνέχεια ὁ μέγας πόστολος τὴ γνῶση αὐτὴ τῆς θεϊκῆς τοῦ Κυρίου δόξης, ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ Θεός. 

Καὶ εἶναι πράγματι Θησαυρὸς!μόνος θησαυρός! Και τί θησαυρός! Αμύθητος! 

Ἂν μπορούσαμε, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ μόνο στιγμή, οἱ πιστοὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ πόσο μεγάλο εἶναι αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, νά μᾶς ἀποκαλύψει δηλαδὴ τὸν αυτό Του, καὶ νὰ μᾶς κάνει μετόχους τῆς δόξης Του, θὰ μέναμε ἔκθαμβοι. 

Δὲν τὸ αἰσθανόμαστε δυστυχς! Και ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία; Ἡ αἰτία εἶναι ὅτι εὔκολα θαμπωνόμαστε ἀπὸ ἄλλους ὑλικούς καὶ ἐπίγειους θησαυρούς. Τά μάτια μας μπερδεύονται. Ζαλιζόμαστε ἀπὸ τὰ χρωματιστά γυάλινα ψευδοκοσμήματα τῆς γῆς, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ ἀτίμητο διαμάντι τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεός. 

Πῶς νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ, ὅταν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἀγαπᾶμε τὰ πλούτη αὐτοῦ τοῦ κόσμου; Ὅταν ἄλλοι ζηλεύουμε τις δόξες καὶ τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων; Ὅταν δίνουμε λες μας τίς δυνάμεις γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ κάποιο ἐπίγειο ἀξίωμα, συχνά κάνοντας σοβαρὲς ἀβαρίες καί συμβιβασμοὺς μὲ τὴ συνείδησή μας; 

Μακάριοι ὅσοι ἐκτιμοῦν αὐτὸν τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ καὶ δίνουν ὅλο τὸν ἑαυτό τους προκειμένου νὰ τὸν ἀποκτήσουν. Αὐτοὶ θὰ εἶναι γιὰ πάντα πλούσιοι, κάτοχοι τοῦ πιο μεγάλου θησαυρο, πού κανένας ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει, νὰ τοὺς τὸν ἀφαιρέσει. Μακάριοι καὶ εὐλογημένοι!

3. ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΣΑΣ 

«Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς», λέγει πρὸς τὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος ὁ  ̓Απόστολος. Δηλαδή: Ὅλα γίνονται γιά σς. 

Ποιὰ ὅλα; Αὐτὰ ποὺ περιέγραψε στοὺς προηγούμενους στίχους, καὶ τὰ ὁποα ὑποφέρουν οἱ  ̓Απόστολοι, προκειμένου νά μεταδώσουν στοὺς πιστούς τόν θησαυρό τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ: τίς θλίψεις, τὰ ἀδιέξοδα, τοὺς διωγμούς, τίς καταστροφές, τοὺς κινδύνους τοῦ θανάτου, στοὺς ὁποίους καθημερινά παραδίδονται, καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους θαυματουργικά τοὺς σώζει ὁ Θεός. Ὅλα αὐτὰ καὶ τὸ κήρυγμα τέλος τῆς πίστεως, ποὺ μὲ ἀκατάβλητο θάρρος ὁμολογοῦν καὶ μεταγγίζουν στίς καρδιὲς τῶν πιστῶν.

Ὅλα γίνονται γιὰ σᾶς! Ἀλλὰ ὁ ἴδιος αὐτός λόγος μπορεῖ νὰ ἀπευθυνθε καὶ σὲ μᾶς. Πόσα ἀλήθεια δὲν ἔχουν γίνει καὶ γιὰ χάρη μας! Οἱ ὑπεράνθρωποι κόποι τῶν Ἀποστόλων, τὰ φρικτά μαρτύρια τῶν Μαρτύρων, οἱ τιτάνιοι ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων! Πόσοι καὶ πόσοι δὲν ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς σήμερα νὰ ἀπολαμβάνουμε τη σωτηρία! Θα χρειαζόντουσαν χιλιάδες σελίδες γιὰ νὰ τὰ ἀναφέρουμε ὅλα.

ς σταματήσουμε λοιπὸν ἐδῶ. Νὰ σημειώσουμε μόνον πὼς καὶ σήμερα, καὶ τώρα ἀκόμη, ἐξακολουθοῦν νὰ γίνονται τέτοια καὶ παρόμοια γιά χάρη μας. Ὑπάρχουν πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ τὰ ἔχουν δώσει ὅλα στὸν Χριστό, καὶ ἀγωνίζονται μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τους γιὰ νὰ μᾶς μεταδώσουν τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεως. 

Ἂς τὸ ἐκτιμήσουμε αὐτό. Ἂς τοὺς εὐγνωμονομε. Καὶ ἂς δεχόμαστε μὲ προθυμία τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως ποὺ κηρύττουν, γιὰ νὰ δοξαστοῦμε ὅλοι μαζὶ στὴν αἰώνια καί ὑπερδοξασμένη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μας. μήν.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πο­ρε­ύ­ε­το ὁ Ἰ­η­σοῦς εἰς πό­λιν κα­λου­μέ­νην Να­ΐν· καὶ συ­νε­πο­ρε­ύ­ον­το αὐ­τῷ οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἱ­κα­νοὶ καὶ ὄ­χλος πο­λύς. ὡς δὲ ἤγ­γι­σε τῇ πύ­λῃ τῆς πό­λε­ως, καὶ ἰ­δοὺ ἐ­ξε­κο­μί­ζε­το τε­θνη­κὼς υἱ­ὸς μο­νο­γε­νὴς τῇ μη­τρὶ αὐ­τοῦ, καὶ αὕ­τη ἦν χή­ρα, καὶ ὄ­χλος τῆς πό­λε­ως ἱ­κα­νὸς ἦν σὺν αὐ­τῇ. καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὴν ὁ Κύ­ριος ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τῇ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Μὴ κλαῖ­ε· καὶ προ­σελ­θὼν ἥ­ψα­το τῆς σο­ροῦ, οἱ δὲ βα­στά­ζον­τες ἔ­στη­σαν, καὶ εἶ­πε· Νε­α­νί­σκε, σοὶ λέ­γω, ἐ­γέρ­θη­τι. καὶ ἀ­νε­κά­θι­σεν ὁ νε­κρὸς καὶ ἤρ­ξα­το λα­λεῖν, καὶ ἔ­δω­κεν αὐ­τὸν τῇ μη­τρὶ αὐ­τοῦ. ἔ­λα­βε δὲ φό­βος πάν­τας, καὶ ἐ­δό­ξα­ζον τὸν Θε­ὸν, λέ­γον­τες ὅ­τι Προ­φή­της μέ­γας ἐ­γή­γερ­ται ἐν ἡ­μῖν, καὶ ὅ­τι ἐ­πε­σκέ­ψα­το ὁ Θε­ὸς τὸν λα­ὸν αὐ­τοῦ.   

                                                (Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό πή­γαινε ὁ Ἰ­η­σοῦς σὲ μί­α πό­λη ποὺ λε­γό­τα­ν Να­ΐν. Μα­ζί του βά­δι­ζαν καί οἱ μα­θη­τές του, οἱ ὁποῖοι ἦ­ταν ἀρ­κε­τοί, κα­θὼς καὶ πλῆθος λα­οῦ πο­λύ. Μό­λις ὅ­μως πλη­σί­α­σε στὴν πύ­λη τῆς πό­λε­ως, ἔ­βγα­ζαν ἔ­ξω ἕ­να νε­κρό, τὸν μο­νά­κρι­βο γιὸ μιᾶς μητέρας πού ἦ­ταν χή­ρα καὶ δὲν εἶ­χε κα­νέ­ναν ἄλ­λο προστάτη στὸν κό­σμο. Καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τὴν ἦ­ταν καὶ πο­λὺς λαός ἀπ' τὴν πό­λη πού συ­νό­δευ­ε καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε μέ με­γά­λη συμ­πό­νια τὴν κη­δεί­α. Ὅ­ταν εἶ­δε τὴ χή­ρα ὁ Ἰ­η­σοῦς, τὴν σπλα­χνί­σθη­κε, καί γνω­ρί­ζον­τας μὲ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι σὲ λί­γο θὰ ἀ­νέ­σται­νε τό γιὸ της τῆς εἶ­πε: Μὴν κλαῖς. Τό­τε πλη­σί­α­σε κι ἄγ­γι­ξε τὸ φέ­ρε­τρο. Κι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸ σή­κω­ναν στά­θη­καν. Καὶ εἶ­πε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Νέ­ε μου, σέ σέ­να μι­λῶ. Σή­κω. Τό­τε ὁ νε­κρὸς ἀ­να­ση­κώ­θη­κε καὶ κά­θι­σε ζωντανός πά­νω στὸ φέ­ρε­τρο κι ἄρ­χι­σε νὰ μι­λά­ει. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν πα­ρέ­δω­σε στὴ μη­τέ­ρα του. Ὅ­λους τό­τε τοὺς κυ­ρί­ευ­σε φό­βος, δι­ό­τι αἰσθάνονταν τὴν πα­ρου­σί­α θεί­ας δυ­νά­με­ως μέ­σα στὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀ­να­ξι­ό­τη­τά τους. Καὶ δό­ξα­ζαν τὸν Θεό καὶ ἔ­λε­γαν ὅ­τι με­γά­λος προ­φή­της ἐμ­φα­νί­στη­κε ἀνάμεσά μας καὶ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τὸ λα­ό του γιὰ τὸν προ­στα­τεύ­σει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου