ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄
Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ
μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον
ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν
ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν,
εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη.
μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν
ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα
καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ
Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα
μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.
(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα
ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους
ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι
κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν
μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς
κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν
τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς
νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε.
Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7
λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ
τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ
Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα
μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες
ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ
Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια
τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας
τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ
ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό
μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη
γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(ΙΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃ
ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν
προσώπῳ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ
τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν· ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι,
ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι,
καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι
περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς
οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ
ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες
δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον, Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ
ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ
ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις
πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
(Β΄ Κορ. δ΄[4] 6-15)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ –
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ!
«Γενηθήτω φῶς»! Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο δημιουργικό πρόσταγμα τοῦ
Θεοῦ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος, μᾶς λέγει ἡ ̔Αγία Γραφή.
̓Απὸ τὸ γεγονὸς αὐτό παίρνει ἀφορμὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος
στὸ σημερινό Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα καὶ λέγει πώς ὁ Θεός, ποὺ τότε δημιούργησε τό
φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι, Αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶναι, ποὺ τώρα φώτισε τίς
σκοτεινές καρδιές μας μὲ οὐράνιο πνευματικὸ φῶς. Καὶ τὶς φώτισε γιὰ νὰ
γνωρίσουμε τή δόξα Του, ἡ ὁποία
φανερώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς φράσεως
«ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς
φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Μὲ πιό ἁπλά λόγια αὐτά σημαίνουν πρῶτο, πὼς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ τὴν
γνωρίζουμε οἱ ἄνθρωποι «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀόρατη καὶ ἀκατάληπτη, ὁ μόνος
τρόπος νὰ τὴν γνωρίσουμε εἶναι νὰ γνωρίσουμε τή
δόξα της, τὴν θεϊκὴ ἀκτινοβολία της, ὅπως αὐτὴ φανερώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ
Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, πού γι᾿
αὐτό τόν λόγο ἔγινε καὶ ἄνθρωπος.
Γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει δηλαδὴ τὴ θεϊκή Του δόξα,
καὶ νὰ τὴν χαρίσει καὶ σ᾿ ἐμᾶς,
ἑνώνοντάς μας μὲ τὸν Εαυτό Του.
Δεύτερο, τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν πὼς
εἶναι ἀδύνατο οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίσουμε τόν
Θεό, ἂν Ἐκεῖνος δὲν φωτίσει τίς
καρδιές μας. Ἑπομένως, ἂν ἔχουμε κάποιον
μικρὸ ἢ μεγαλύτερο σύνδεσμο μὲ τὸν Χριστό μας, νὰ γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι
κατόρθωμα δικό μας, ἀλλὰ ἔργο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φωτίζει τίς καρδιές μας καὶ τὶς καθοδηγεῖ νὰ Τὸν πλησιάσουμε
καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του. «Ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν», λέγει ὁ
̓Απόστολος. Αὐτὸς δηλαδὴ ἐφώτισε τις καρδιές μας.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ποὺ
θέλησε μέσα στὸ πυκνό πνευματικὸ σκοτάδι τῆς ἐποχῆς μας νά
φωτίσει καὶ τὶς δικές μας καρδιὲς
γιὰ νὰ Τὸν γνωρίσουμε! Μέσα στὴν ἄπειρη ἀγάπη Του σὲ
κάποια στιγμὴ ἄγγιξε τήν καρδιά μας προστάζοντας
καὶ πάλι τὸ πρῶτο ἐκεῖνο δημιουργικό πρόσταγμά Του: Γενηθήτω φῶς καὶ πράγματι «ἐγένετο
φῶς»! Τὰ πνευματικά μας μάτια ἄνοιξαν καὶ ἀντίκρυσαν μὲ ἔκπληξη, χαρά καί εὐγνωμοσύνη τὸν Λυτρωτή μας Κύριο, Αὐτὸν
ποὺ εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου.
Νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μένουμε πάντοτε μέσα στὸ φῶς Του, μακριὰ ἀπὸ
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
2. Ο
ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Θησαυρὸ ὀνομάζει στη συνέχεια ὁ μέγας Ἀπόστολος
τὴ γνῶση αὐτὴ τῆς θεϊκῆς τοῦ Κυρίου
δόξης, ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ Θεός.
Καὶ εἶναι πράγματι Θησαυρὸς! Ὁ μόνος θησαυρός! Και τί θησαυρός! Αμύθητος!
Ἂν μπορούσαμε, ἔστω καὶ γιὰ
μιὰ μόνο στιγμή, οἱ πιστοὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ πόσο μεγάλο εἶναι αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ
Θεοῦ, νά μᾶς ἀποκαλύψει δηλαδὴ τὸν Ἑαυτό Του, καὶ νὰ μᾶς κάνει
μετόχους τῆς δόξης Του, θὰ μέναμε ἔκθαμβοι.
Δὲν τὸ αἰσθανόμαστε δυστυχῶς! Και ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία; Ἡ αἰτία εἶναι ὅτι εὔκολα
θαμπωνόμαστε ἀπὸ ἄλλους ὑλικούς καὶ ἐπίγειους θησαυρούς. Τά
μάτια μας μπερδεύονται. Ζαλιζόμαστε ἀπὸ τὰ χρωματιστά γυάλινα ψευδοκοσμήματα τῆς
γῆς, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ ἀτίμητο διαμάντι τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ μᾶς
χαρίζει ὁ Θεός.
Πῶς νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀνεκτίμητη
ἀξία αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ, ὅταν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἀγαπᾶμε τὰ πλούτη αὐτοῦ τοῦ
κόσμου; Ὅταν ἄλλοι ζηλεύουμε τις δόξες καὶ τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων; Ὅταν δίνουμε
ὅλες μας τίς δυνάμεις γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ κάποιο ἐπίγειο ἀξίωμα,
συχνά κάνοντας σοβαρὲς ἀβαρίες καί συμβιβασμοὺς μὲ τὴ
συνείδησή μας;
Μακάριοι ὅσοι ἐκτιμοῦν αὐτὸν
τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ καὶ δίνουν ὅλο τὸν ἑαυτό τους προκειμένου νὰ τὸν ἀποκτήσουν.
Αὐτοὶ θὰ εἶναι γιὰ πάντα πλούσιοι, κάτοχοι τοῦ πιο μεγάλου θησαυροῦ, πού κανένας ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει, νὰ τοὺς τὸν ἀφαιρέσει.
Μακάριοι καὶ εὐλογημένοι!
3.
ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΣΑΣ
«Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς»,
λέγει πρὸς τὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος ὁ ̓Απόστολος. Δηλαδή: Ὅλα γίνονται γιά σᾶς.
Ποιὰ ὅλα; Αὐτὰ ποὺ
περιέγραψε στοὺς προηγούμενους
στίχους, καὶ τὰ ὁποῖα ὑποφέρουν οἱ
̓Απόστολοι, προκειμένου νά μεταδώσουν στοὺς πιστούς
τόν θησαυρό τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ: τίς θλίψεις, τὰ ἀδιέξοδα, τοὺς διωγμούς, τίς καταστροφές, τοὺς κινδύνους τοῦ θανάτου, στοὺς ὁποίους
καθημερινά παραδίδονται, καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους θαυματουργικά τοὺς σώζει ὁ Θεός. Ὅλα
αὐτὰ καὶ τὸ κήρυγμα τέλος τῆς πίστεως, ποὺ μὲ ἀκατάβλητο θάρρος ὁμολογοῦν καὶ
μεταγγίζουν στίς καρδιὲς τῶν πιστῶν.
Ὅλα
γίνονται γιὰ σᾶς! Ἀλλὰ
ὁ ἴδιος αὐτός λόγος μπορεῖ νὰ ἀπευθυνθεῖ καὶ
σὲ μᾶς. Πόσα ἀλήθεια δὲν ἔχουν γίνει καὶ γιὰ χάρη
μας! Οἱ ὑπεράνθρωποι κόποι τῶν Ἀποστόλων, τὰ φρικτά μαρτύρια τῶν Μαρτύρων, οἱ
τιτάνιοι ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων! Πόσοι καὶ πόσοι δὲν ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ
νὰ μποροῦμε ἐμεῖς σήμερα νὰ ἀπολαμβάνουμε τη σωτηρία! Θα χρειαζόντουσαν
χιλιάδες σελίδες γιὰ νὰ τὰ ἀναφέρουμε ὅλα.
Ἄς
σταματήσουμε λοιπὸν ἐδῶ. Νὰ σημειώσουμε μόνον πὼς καὶ σήμερα, καὶ τώρα ἀκόμη, ἐξακολουθοῦν
νὰ γίνονται τέτοια καὶ παρόμοια γιά χάρη
μας. Ὑπάρχουν πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ τὰ ἔχουν δώσει ὅλα στὸν
Χριστό, καὶ ἀγωνίζονται μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τους γιὰ νὰ μᾶς μεταδώσουν τὸν
θησαυρὸ τῆς πίστεως.
Ἂς τὸ ἐκτιμήσουμε αὐτό. Ἂς
τοὺς εὐγνωμονοῦμε. Καὶ ἂς δεχόμαστε μὲ προθυμία τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως ποὺ
κηρύττουν, γιὰ νὰ δοξαστοῦμε ὅλοι μαζὶ στὴν αἰώνια καί ὑπερδοξασμένη Βασιλεία
τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀμήν.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς
εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο
τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος
τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη
ἐπ' αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ
δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.
καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ
αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι
Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν
αὐτοῦ.
(Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό πήγαινε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία πόλη
ποὺ λεγόταν Ναΐν. Μαζί του βάδιζαν καί οἱ μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἦταν
ἀρκετοί, καθὼς καὶ πλῆθος λαοῦ πολύ. Μόλις ὅμως πλησίασε στὴν πύλη
τῆς πόλεως, ἔβγαζαν ἔξω ἕνα νεκρό, τὸν μονάκριβο γιὸ μιᾶς μητέρας πού
ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε κανέναν ἄλλο προστάτη στὸν κόσμο. Καὶ μαζὶ μ' αὐτὴν
ἦταν καὶ πολὺς λαός ἀπ' τὴν πόλη πού συνόδευε καὶ παρακολουθοῦσε μέ
μεγάλη συμπόνια τὴν κηδεία. Ὅταν εἶδε τὴ χήρα ὁ Ἰησοῦς, τὴν σπλαχνίσθηκε,
καί γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα ὅτι σὲ λίγο θὰ ἀνέσταινε τό γιὸ της
τῆς εἶπε: Μὴν κλαῖς. Τότε πλησίασε κι ἄγγιξε τὸ φέρετρο. Κι ἐκεῖνοι
πού τὸ σήκωναν στάθηκαν. Καὶ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Νέε μου, σέ σένα μιλῶ. Σήκω.
Τότε ὁ νεκρὸς ἀνασηκώθηκε καὶ κάθισε ζωντανός πάνω στὸ φέρετρο κι
ἄρχισε νὰ μιλάει. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ὅλους τότε
τοὺς κυρίευσε φόβος, διότι αἰσθάνονταν τὴν παρουσία θείας δυνάμεως
μέσα στὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀναξιότητά τους. Καὶ δόξαζαν τὸν Θεό καὶ ἔλεγαν
ὅτι μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε
τὸ λαό του γιὰ τὸν προστατεύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου