Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

      ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ

(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς. καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποί; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν·΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλά γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτόν λέγοντες· Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

(Λουκ. κδ΄[24]  12 – 35)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.  13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς.  14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ, καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές.  15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους.  16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν.  17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε, καί εἶστε σκυθρωποί;  18 Τότε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ᾿ τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές;  19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ.  20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν σταύρωσαν;  21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή του κι ἀπ᾿ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας.  22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε, αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί στό μνημεῖο  23 καί δέν βρῆκαν ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ.  24 Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ δέν τόν εἶδαν.  25 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ᾿ ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες!  26 Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ᾿ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή του.  27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ, κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ᾿ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό του.  28 Κάποτε πλησίασαν στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν νά τόν κρατήσουν.  29 Ἀλλά αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους.  30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδινε.  31 Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά τους.  32 Εἶπαν τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως;  33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους,  34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο.  35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

Τέκνον Τίτε, πι­στὸς ὁ λό­γος· καὶ πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι οἱ πε­πι­στευ­κό­τες τῷ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τὰ κα­λὰ καὶ ὠ­φέ­λι­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δὲ ζη­τή­σεις καὶ γε­νε­α­λο­γί­ας καὶ ἔ­ρεις καὶ μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γὰρ ἀ­νω­φε­λεῖς καὶ μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν καὶ δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος καὶ ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρός σε ἢ Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρός με εἰς Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γὰρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τὸν νο­μι­κὸν καὶ Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. μαν­θα­νέ­τω­σαν δὲ καὶ οἱ ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι εἰς τὰς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μὴ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε οἱ με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τοὺς φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. Ἡ χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· ἀ­μήν.

                                                 (Τἰτ. γ΄[3] 8 – 15)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. ΜΝΗΜΗ ΣΥΝΟΔΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ!

Στὴν ἱερή μνήμη τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων, ποὺ συνεκρότησαν τὴν Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινὴ Κυριακή. Αἰῶνες τώρα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὶς μεγάλες αὐτὲς μορφές, ὅπως τιμᾶ καί τοὺς Πατέρες ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μὲ εὐγνωμοσύνη συμμετέχουμε καὶ ἐμεῖς κάθε χρόνο στὸν ἑορτασμό αὐτό, καὶ μὲ ρίγη ἱερῆς συγκίνησης ψάλλουμε τοὺς ὑπέροχους ὕμνους πρὸς τιμήν τους.

Πρὸς τιμὴν τους διαβάζεται καί τὸ Ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα ἀπό τὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν μαθητὴ του Τίτο, μέσα στοὺς στίχους τοῦ ὁποίου ὑπογραμμίζονται μεγάλες ἀλήθειες, ἀλήθειες για τὶς ὁποῖες οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίστηκαν ἡρωικά, ὡρισμένοι μάλιστα ἔχυσαν καὶ τὸ αἷμα τους γι' αὐτές.

Ἂς ἐμπνευστοῦμε ἀπό τὸ παράδειγμά τους καί, ἐμβαθύνοντας στὸ ἱερὸ κείμενο, ἂς ὑποσχεθοῦμε νὰ μείνουμε πιστοὶ στὴν ἱερή παρακαταθήκη, ποὺ ἐκεῖνοι διαφύλαξαν καὶ τὴν ἐμπιστεύθηκαν σὲ μᾶς τοὺς ἀπογόνους τους.

2. Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ

«Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», γράφει στὸν Τίτο ὁ Ἀπόστολος. Δηλαδή, αὐτὰ πού σοῦ γράφω (για τὴν σωτηρία μας, τὴν ἀναγέννησή μας καὶ τὴν κληρονομιὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς) εἶναι λόγος ἄξιος κάθε ἐμπιστοσύνης, καί γι' αὐτά θέλω νά κηρύττεις μὲ αὐθεντία καὶ βεβαιότητα στοὺς πιστούς.

Αὐτὸ τὸ «διαβεβαιοῦσθαι» εἶναι λόγος πολὺ σημαντικός. Σημαίνει τὴν αὐθεντία, τὸ κύρος καί τὴ σιγουριά, ποὺ ὀφείλουν νὰ ἔχουν οἱ κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας στὸ κήρυγμά τους. Κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι καὶ μάλιστα ἡ Συνοδος τῶν Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία μὲ τὴν πνοὴ καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατευθύνει τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴ θάλασσα τοῦ κόσμου.

Αὐτὸ τὸ κύρος, τὴν αὐθεντία καὶ τὴν βεβαιότητα στὸν ὕψιστο βαθμὸ διέθεταν καὶ οἱ 350 Πατέρες τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνέτριψαν τὴν βλάσφημη αἵρεση τῶν Εἰκονομάχων τὸ 787, καὶ διατύπωσαν ἀλάθητα τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὴν ἴδια αὐθεντία ἔχουν βέβαια ὅλες – καί οἱ ἑπτά – Οἰκουμενικές Σύνοδοι, πού σάν ἀκλόνητες πνευματικὲς κολῶνες στηρίζουν γερὰ καὶ ἀσάλευτα τὸν Οἶκο τοῦ Κυρίου, τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Εἶναι «πύργοι ἀκαθαίρετοι», ποὺ τὴν προστατεύουν ἀπό τὶς σατανοκίνητες φάλαγγες τῶν αἱρετικῶν.

Αὐτά, ἀσφαλῶς, οἱ πιστοὶ τὰ γνωρίζουμε πολὺ καλά, καὶ καμμιὰ ἀμφιβολία δὲν ἔχουμε ὅτι οἱ ἑπτά ἅγιες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὴν ὕψιστη αὐθεντικὴ διαβεβαίωση γιὰ τὴν πίστη μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νὰ τὰ ὑπενθυμίζουμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, νὰ τὰ λέμε δὲ καὶ πρὸς κάθε κατεύθυνση, γιατί τὸν τελευταῖο καιρὸ ὡρισμένοι ἐπιζητοῦν νὰ μειώσουν τὸ κύρος τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, προκειμένου νά μή δυσαρεστήσουν κάποιους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δὲν τὶς δέχονται ὅλες.

Οἱ κατ' ὄνομα αὐτοὶ Ὀρθόδοξοι – ξένοι κυρίως – ἐπηρεασμένοι βαθύτατα ἀπό τούς αἱρετικοὺς Προτεστάντες, δὲν διστάζουν νὰ ἀποκαλοῦν τὶς ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἁπλῶς «αὐτοκρατορικές», μὲ προφανὴ διάθεση νὰ πλήξουν τὸ θεῖο κύρος τους, ὑποβαθμίζοντάς τες ἀπό αὐθεντικὰ ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ἀνθρώπινα ἔργα τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων.

Ὅμως, ἀλήθεια, πιστεύουν πώς εἶναι δυνατὸν οἱ Ὀρθοδοξοι νὰ δεχτοῦμε ποτὲ ὑποτίμηση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Αὐτὸ θὰ ἦταν ἀληθινὴ παραφροσύνη! Ἐμεῖς πιστεύουμε ὁλόψυχα πώς οἱ ἅγιες ἑπτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀλάθητες, αἰώνιες, ἀσάλευτες, ὄργανα ἐκλεκτὰ καὶ μοναδικὰ τῆς πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Τὸ πιστεύουμε καὶ θὰ τὸ διακηρύττουμε πάντοτε καὶ πρὸς κάθε κατεύθυνση!

3. ΟΙ «ΦΙΛΟΥΝΤΕΣ ΕΝ ΠΙΣΤΕΙ»

«Ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει». Χαιρέτησε ὅσους μᾶς ἀγαποῦν ἕνεκα τῆς κοινῆς πίστεως πού ἔχουμε.

Κλείνοντας τὴν ἐπιστολὴ του ὁ Ἀπόστολος ὑπογραμμίζει τὴ σημασία τῆς πίστης στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τί λέγει; λέγει ὅτι προϋπόθεση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν πιστῶν εἶναι ἡ κοινή πίστη. Δὲν λέγει «ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς», ἀλλά «τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει». Τὸ ἴδιο ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες.

Αὐτὸ ἑπομένως, ποὺ ὑποστηρίχτηκε τελευταῖα γιὰ τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικοὺς Μονοφυσίτες, ὅτι: ἐφόσον ἐκεῖνοι μᾶς ἀγαποῦν – ἔτσι λένε – καὶ θέλουν νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας, ἂς ἑνωθοῦμε καὶ ὁ χρόνος θὰ ἑξαφανίσει τὶς διαφορές, αὐτὸ – ἐπαναλαμβάνουμε – εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ τελείως ξένο πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Δὲν ἔχουμε περισσότερη ἀγάπη ἐμεῖς ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα – «ἐπιστενάξαντες καὶ ἐπιδακρύσαντες ἐπί τῇ παντελεῖ ἀπωλείᾳ» αὐτῶν, καθὼς ἔγραφαν στὶς ἀποφάσεις τους – ἀναθεμάτιζαν τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικούς, καὶ τοὺς ἔβγαζαν ἔξω ἀπό τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἡ ἁγία  Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.

Καὶ κάτι ἀκόμη, ποὺ ἀφορᾶ ὅλους μας στὴν καθημερινὴ μας ζωή. Νὰ ἀγαποῦμε καί ἐμεῖς ἰδιαιτέρως «τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει». Κριτήριο, γιὰ νὰ ἀναπτύξουμε θερμὲς σχέσεις μὲ κάποιους, νὰ μὴν εἶναι ἡ συγγένεια, ἢ τὸ συμφέρον, ἢ ὁποιαδήποτε συμπάθεια, ἀλλά τί; Ἡ κοινὴ πίστη. Αὐτὸ πάλι σημαίνει πώς ἀδελφικὲς σχέσεις μὲ ἀμετανόητους καὶ πείσμονες αἱρετικοὺς καὶ ἀντίχριστους δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε. Ὄχι βέβαια νὰ τοὺς ἐχθρευόμαστε καί νά τοὺς ἀντιπαθοῦμε. Κάθε ἄλλο! Θά πρέπει ἀντίθετα, νὰ πονᾶμε καὶ νὰ προσευχόμαστε γι' αὐτούς, ὥστε νά ξεφύγουν ἀπό τὴ σατανικὴ πλάνη, νὰ ἐπιστρέψουν κοντὰ στὸν Θεό καὶ νὰ σωθοῦν. Ἀδελφικὲς σχέσεις ὅμως μαζί τους, ἐφόσον παραμένουν στὴν πλάνη, δὲν θὰ ἔχουμε. Ἀδελφικὲς σχέσεις θὰ ἀναπτύσσουμε μὲ ὅσους μᾶς ἀγαποῦν «ἐν πίστει», μὲ τοὺς πιστοὺς δηλαδή, ποὺ ἐκκλησιάζονται καὶ ζοῦν μὲ φόβο Θεοῦ. Ἂς ἔχουν κάποιες ἀδυναμίες – τέλειος εἶναι μόνο ὁ Θεός – νὰ μή στεκόμαστε σ’ αὐτές.

Νὰ τοὺς ἀγαποῦμε καὶ μαζί τους νὰ πορευόμαστε τὸν δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινή μας Πατρίδα, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην. ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπε­ί­ρων τοῦ σπεῖ­ραι τὸν σπό­ρον αὐ­τοῦ. καὶ ἐν τῷ σπε­ί­ρειν αὐ­τὸν ὃ μὲν ἔ­πε­σε πα­ρὰ τὴν ὁ­δόν, καὶ κα­τε­πα­τή­θη, καὶ τὰ πε­τει­νὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τέ­φα­γεν αὐ­τό· καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν, καὶ φυ­ὲν ἐ­ξη­ράν­θη δι­ὰ τὸ μὴ ἔ­χειν ἰ­κμά­δα· καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐν μέ­σῳ τῶν ἀ­καν­θῶν, καὶ συμ­φυ­εῖ­σαι αἱ ἄ­καν­θαι ἀ­πέ­πνι­ξαν αὐ­τό. καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀ­γα­θήν, καὶ φυ­ὲν ἐ­πο­ί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· Ὁ ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν ἀ­κου­έ­τω. Ἐ­πη­ρώ­των δὲ αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Τίς εἴ­η ἡ πα­ρα­βο­λή αὕ­τη; ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὑ­μῖν δέ­δο­ται γνῶ­ναι τὰ μυ­στή­ρι­α τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ, τοῖς δὲ λοι­ποῖς ἐν πα­ρα­βο­λαῖς, ἵ­να βλέ­πον­τες μὴ βλέ­πω­σι καὶ ἀ­κο­ύ­ον­τες μὴ συ­νι­ῶ­σιν. Ἔ­στι δὲ αὕ­τη ἡ πα­ρα­βο­λή· ὁ σπό­ρος ἐ­στὶν ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ· οἱ δὲ πα­ρὰ τὴν ὁ­δόν εἰ­σιν οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες, εἶ­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ αἴ­ρει τὸν λό­γον ἀ­πὸ τῆς καρ­δί­ας αὐ­τῶν, ἵ­να μὴ πι­στε­ύ­σαν­τες σω­θῶ­σιν. οἱ δὲ ἐ­πὶ τῆς πέ­τρας οἳ ὅ­ταν ἀ­κο­ύ­σω­σι, με­τὰ χα­ρᾶς δέ­χον­ται τὸν λό­γον, καὶ οὗ­τοι ῥί­ζαν οὐκ ἔ­χου­σιν, οἳ πρὸς και­ρὸν πι­στε­ύ­ου­σι καὶ ἐν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀ­φί­σταν­ται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀ­κάν­θας πε­σόν, οὗ­τοί εἰ­σιν οἱ ἀ­κού­σαν­τες, καὶ ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν καὶ πλο­ύ­του καὶ ἡ­δο­νῶν τοῦ βί­ου πο­ρευ­ό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται καὶ οὐ τε­λε­σφο­ροῦ­σι. τὸ δὲ ἐν τῇ κα­λῇ γῇ, οὗ­τοί εἰ­σιν οἵ­τι­νες ἐν καρ­δί­ᾳ κα­λῇ καὶ ἀ­γα­θῇ ἀ­κο­ύ­σαν­τες τὸν λό­γον κα­τέ­χου­σι καὶ καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ἐν ὑ­πο­μο­νῇ.             

                 (Λουκ. η΄[8] 5 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν πα­ρα­βο­λή: Βγῆ­κε ὁ σπο­ριὰς στὸ χω­ρά­φι του, γιὰ νὰ σπεί­ρει τὸ σπό­ρο του. Καὶ κα­θὼς ἔ­σπερ­νε, με­ρι­κοὶ σπό­ροι ἔ­πε­σαν κον­τὰ στὸ δρό­μο τοῦ χω­ρα­φιοῦ καὶ κα­τα­πα­τή­θη­καν ἀ­πό τούς δι­α­βά­τες, καὶ τοὺς κα­τέφα­γαν τὰ που­λιὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἄλ­λοι σπό­ροι πά­λι ἔ­πε­σαν πά­νω σὲ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος, κι ἀφοῦ φύ­τρω­σαν, ξε­ρά­θη­καν, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χαν ὑ­γρα­σί­α· Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν σὲ ἔ­δα­φος γε­μά­το ἀ­πὸ σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν, κι ὅ­ταν τὰ ἀγ­κά­θια φύ­τρω­σαν μα­ζί τους, τοὺς ἔ­πνι­ξαν τε­λεί­ως. Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν μέ­σα στὴ γῆ τὴ μα­λα­κὴ καὶ εὔ­φο­ρη, καὶ ὅ­ταν φύ­τρω­σαν, ἔ­κα­ναν καρ­πὸ ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π' τὸ σπό­ρο. Κι ἐ­νῶ τὰ ἔ­λε­γε αὐ­τά, γιὰ νὰ δώ­σει με­γα­λύ­τε­ρο τό­νο στοὺς λό­γους του καὶ γιὰ νὰ δι­ε­γεί­ρει τὴν προ­σο­χὴ τῶν ἀ­κρο­α­τῶν του, φώ­να­ζε δυ­να­τά: Αὐ­τὸς πού ἔ­χει αὐ­τιὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον πνευ­μα­τι­κὸ γιὰ νὰ ἀ­κού­ει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐ­τὰ πού λέ­ω, ἂς ἀ­κού­ει.

Οἱ μα­θη­τές του τό­τε τὸν ρω­τοῦ­σαν καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α καὶ ἡ ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­βο­λῆς; Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Σὲ σᾶς πού ἔ­χε­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ κα­λὴ δι­ά­θε­ση σᾶς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὴ χά­ρη του νὰ μά­θε­τε τὶς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἀ­λή­θει­ες τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ· στοὺς ἄλ­λους ὅ­μως μι­λά­ω μὲ πα­ρα­βο­λές. Αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν ἐν­δι­α­φέ­ρον νὰ γνω­ρί­σουν καὶ νὰ δε­χθοῦν τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, καὶ ὁ νοῦς τους εἶ­ναι ἀμαθής καὶ ἀ­νί­κα­νος γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α. Γι' αὐ­τὸ δι­δά­σκω μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ δοῦν βα­θύ­τε­ρα καὶ κα­θα­ρό­τε­ρα, ἂν καὶ θὰ βλέ­πουν μὲ τὰ σω­μα­τι­κά τους μά­τια, καὶ γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κα­τα­λά­βουν, ἂν καὶ θὰ ἀκοῦν τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἐ­ξη­γεῖ τὰ μυ­στή­ρια. Καὶ τὸ κά­νω αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο γιὰ λό­γους δι­και­ο­σύ­νης, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ ἀ­γα­θό­τη­τα, γιὰ νὰ μὴν ἐ­πι­βα­ρύ­νουν τὴ θέ­ση τους πε­ρι­φρο­νών­τας τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ σκλη­ρυν­θοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι αὐ­τή: Ὁ σπό­ρος συμ­βο­λί­ζει τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τὸ ἔ­δα­φος πού εἶ­ναι κον­τὰ στὸ δρό­μο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς πού ἄ­κου­σαν ἁ­πλῶς καὶ μό­νο τὸ λό­γο. Ἔ­πει­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ ἀ­φαι­ρεῖ τὸ λό­γο ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ές τους, γιὰ νὰ μὴν πι­στέ­ψουν καὶ σω­θοῦν. Τὸ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος ἐξάλλου πού δέ­χθη­κε τὸ σπό­ρο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς οἱ ὁποῖοι ὅ­ταν ἀ­κού­σουν τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ τὸν δέ­χον­ται μὲ χα­ρὰ καὶ ἐν­θου­σια­σμό. Μέ­σα τους ὅ­μως δὲν ἔ­χει αὐ­τὸς βα­θιὰ ρί­ζα, γιὰ νὰ στε­ρε­ω­θεῖ. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τοὶ γιὰ λί­γο χρό­νο πι­στεύ­ουν, ὅ­ταν ὅ­μως ἔλ­θει και­ρὸς πει­ρα­σμοῦ ἢ δι­ωγ­μοῦ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη. Οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στὰ ἀγ­κά­θια συμ­βο­λί­ζουν ἐ­κεί­νους πού ἄ­κου­σαν τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ κι ἀρ­χί­ζουν μὲ κά­ποι­α προ­θυ­μί­α νὰ βα­δί­ζουν στὸ δρό­μο τῆς πί­στε­ως. Πνί­γον­ται ὅ­μως ἀ­πὸ τὶς ἀ­γω­νι­ώ­δεις φρον­τί­δες γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σουν πλού­τη, κα­θὼς κι ἀ­πὸ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς σαρ­κι­κῆς ζω­ῆς, στὴν ὁποία δι­ευ­κο­λύ­νουν τὰ πλού­τη πού ἀ­πέ­κτη­σαν, κι ἔ­τσι δὲν προ­κύ­πτουν οὔ­τε φτά­νουν μέ­χρι τὸ τέ­λος, προ­κει­μέ­νου νὰ δώ­σουν τὸν καρ­πό. Οἱ σπό­ροι τώ­ρα πού ἔ­πε­σαν στὴν εὔ­φο­ρη γῆ συμ­βο­λί­ζουν τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους οἱ ὁποῖοι μὲ καρ­διὰ κα­λο­προ­αί­ρε­τη, εὐ­θεί­α καὶ ἀ­γα­θὴ ἄ­κου­σαν καὶ κα­τα­νό­η­σαν τὸ λό­γο καὶ τὸν κρα­τοῦν σφι­χτὰ μέ­σα τους, καὶ καρ­πο­φο­ροῦν τὶς ἀ­ρε­τὲς δεί­χνον­τας ὑ­πο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρί­α στὶς θλί­ψεις καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ σ' ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δια πού συ­ναν­τοῦν στὴν ἄ­σκη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου