Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ              

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ

(21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2025)

 

ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  

Ἀ­δελ­φοί εἰ­δό­τες ὅ­τι ο δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μ δι­ὰ πί­στε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, κα ἡ­μεῖς ες Χρι­στὸν Ἰ­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν κ πί­στε­ως Χρι­στοῦ κα οκ ξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι ο δι­και­ω­θή­σε­ται ξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σρξ. Ε δ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν κα αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἆ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; μ γέ­νοι­το. ε γρ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. ἐ­γὼ γρ δι­ὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζ δ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζ δ ν ἐ­μοὶ Χρι­στός· δ νν ζ ν σαρκ, ν πί­στει ζ τ το υἱ­οῦ το Θε­οῦ το ἀ­γα­πή­σαν­τός με κα πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.

                                                  (Γαλ. β΄[2] 16 – 20)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, ἐπειδή μά­θα­με ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή μας πεί­ρα ὅ­τι δὲν γί­νε­ται δί­και­ος ὁ ἄν­θρω­πος καὶ δὲν σώ­ζε­ται μὲ τὴν τή­ρη­ση τῶν τυ­πι­κῶν δι­α­τά­ξε­ων τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου, ἀλλά μό­νο μὲ τὴν πί­στη στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, γι' αὐ­τὸ λοι­πὸν κι ἐμεῖς πι­στέ­ψα­με στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, γιὰ νὰ γί­νου­με δί­και­οι καὶ νὰ σω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὴν πί­στη στὸ Χρι­στὸ καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου. Δι­ό­τι, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται καὶ στοὺς ψαλ­μούς, μὲ τὰ ἔρ­γα τοῦ νό­μου δὲν θὰ δι­και­ω­θεῖ καὶ δὲν θὰ σω­θεῖ κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος. Ἀλλά ἐ­ὰν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ἡ τή­ρη­ση τοῦ νό­μου εἶ­ναι ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νη, καὶ συ­νε­πῶς ἐμεῖς πού ἀ­φή­σα­με τὸ νό­μο ἁ­μαρ­τή­σα­με καὶ βρε­θή­κα­με νὰ εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοὶ μό­νο καὶ μό­νο ἐ­πει­δὴ ζη­τοῦ­με νὰ δι­και­ω­θοῦ­με καὶ νὰ σω­θοῦ­με μὲ τὴν πί­στη καὶ τὴν κοι­νω­νί­α μας μὲ τὸν Χρι­στό, τό­τε γεν­νι­έ­ται τὸ ἄ­το­πο ἐ­ρώ­τη­μα: Ἄ­ρα ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὑ­πη­ρέ­της ἁ­μαρ­τί­ας, ἀφοῦ αὐ­τὸς μᾶς ὤ­θη­σε νὰ ἀ­φή­σου­με τὸ νό­μο; Μὴ συμ­βεῖ νὰ ποῦ­με μιὰ τέ­τοι­α βλα­σφη­μί­α. Καὶ κα­τα­λή­γου­με ὁ­πωσ­δή­πο­τε στὴ βλα­σφη­μί­α αὐ­τή, ἐ­ὰν δε­χθοῦ­με ὡς ἀ­λη­θι­νὴ τὴν ὑ­πό­θε­ση πού κά­να­με. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ἐκεῖνα πού κα­τάρ­γη­σα καὶ ἀ­θέ­τη­σα ὡς ἀ­νώ­φε­λα, δη­λα­δὴ τὶς τυ­πι­κὲς δι­α­τά­ξεις τοῦ νό­μου, αὐ­τὰ πά­λι τὰ τη­ρῶ ὡς ἀ­ναγ­καῖ­α καὶ ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α, μὲ τὴν ἐ­πά­νο­δό μου αὐ­τὴ στὴν τή­ρη­ση τοῦ νό­μου ἀ­πο­δει­κνύ­ω τὸν ἑ­αυ­τό μου πα­ρα­βά­τη· δι­ό­τι βε­βαι­ώ­νω ἔμ­πρα­κτα ὅ­τι ἔ­κα­να λά­θος πρω­τύ­τε­ρα πού ἀ­θέ­τη­σα τὸ νό­μο, καὶ ἁ­μάρ­τη­σα ὅ­ταν προ­τί­μη­σα τὴ σω­τη­ρί­α πού δίνει ὁ Χρι­στός. Ἀλλά ὄ­χι. Δὲν ἁ­μάρ­τη­σα, οὔ­τε εἶ­μαι πα­ρα­βά­της. Δι­ό­τι ἐγώ μὲ κρι­τή­ριο τὸ νό­μο πού κα­τάρ­γη­σα καὶ ὁ ὁποῖος τι­μω­ρεῖ μὲ θά­να­το κά­θε πα­ρα­βά­τη του, πέ­θα­να ὡς πρὸς τὸ νό­μο, γιὰ νὰ ζή­σω γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Μὲ τὸ βά­πτι­σμα ἔ­χω σταυ­ρω­θεῖ κι ἔ­χω πε­θά­νει μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό. Κι ἀφοῦ εἶ­μαι νε­κρός, δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἰ­σχὺ γιὰ μέ­να ὁ νό­μος. Ἔ­γι­να κοι­νω­νὸς τοῦ σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του τοῦ Χρι­στοῦ καὶ εἶ­μαι νε­κρός. Λοι­πὸν δὲν ζῶ πλέ­ον ἐγώ, ὁ πα­λαι­ὸς δη­λα­δὴ ἄν­θρω­πος, ἀλλά ζεῖ μέ­σα μου ὁ Χρι­στός. Καὶ τὴ φυ­σι­κὴ ζω­ὴ πού ζῶ μέ­σα στὸ σῶ­μα μου τώ­ρα πού ἐ­πέ­στρε­ψα στὸ Χρι­στό, τὴ ζῶ μὲ τὴν ἔμ­πνευ­ση καὶ τὴν κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς πί­στε­ως στὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ ἀ­γά­πη­σε καὶ πα­ρέ­δω­σε τὸν ἑ­αυ­τό του γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μου.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος, Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἀ­κο­λου­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν κα ἀ­ρά­τω τν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ, κα ἀ­κο­λου­θε­ί­τω μοι. ς γρ ν θέ­λῃ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ σῶ­σαι, ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τήν· ς δ' ν ἀ­πο­λέ­σῃ τν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χὴν ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ κα το εὐ­αγ­γε­λί­ου, οὗ­τος σώ­σει αὐ­τήν. τ γρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­ὰν κερ­δή­σῃ τν κό­σμον ὅ­λον, κα ζη­μι­ω­θῇ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ; τ δώ­σει ἄν­θρω­πος ἀν­τάλ­λαγ­μα τς ψυ­χῆς αὐ­τοῦ; ς γρ ἐ­ὰν ἐ­παι­σχυν­θῇ με κα τος ἐ­μοὺς λό­γους ν τ γε­νε­ᾷ τα­ύ­τῃ τ μοι­χα­λί­δι κα ἁ­μαρ­τω­λῷ, κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐ­παι­σχυν­θή­σε­ται αὐ­τὸν ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐν τ δό­ξῃ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ με­τὰ τν ἀγ­γέ­λων τν ἁ­γί­ων. Κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν ὅ­τι εἰ­σί τι­νες τν ὧ­δε ἑ­στη­κό­των, οἵ­τι­νες ο μ γε­ύ­σων­ται θα­νά­του ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυ­νά­μει. 

                                    (Μάρκ. η΄[8] 34 – θ΄[9] 1)

 

ΓΕΝΕΑ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ διαποτίζει ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ Σεπτεμβρίου. Οἱ ἡμέρες ποὺ προηγοῦνται τῆς Ἑορτῆς καὶ ἐκεῖνες ποὺ ἀκολουθοῦν περιστρέφονται γύρω ἀπό τὰ νοήματά της. Πολὺ περισσότερο αὐτὸ γίνεται κατὰ τὶς Κυριακές. Γι' αὐτὸ καὶ στὴ σημερινή Κυριακή, τὴν Κυριακή μετὰ τὴν Ὕψωση, ὄλα ἔχουν ὡς κεντρικό τους θέμα τὸν Σταυρό τοῦ Κυρίου.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΜΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ἀπό τὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο ὁμιλεῖ γιὰ τὴ σταυρικὴ αὐταπάρνηση, πού πρέπει νὰ ἔχουμε οἱ πιστοί. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι συγκλονιστικὰ καὶ ἀπευθύνονται σὲ ὅλους μας. Κάθε λέξη ἐδῶ ἔχει μεγάλη δύναμη. Κάθε λέξη εἶναι καίρια καὶ σημαντική.

Η ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ γιὰ νὰ ἀκολουθήσει κανείς τὸν Κύριο εἶναι νὰ τὸ θελήσει ἐλεύθερα. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος λέγει «ὅστις θέλει»· ὅποιος θέλει. Καλεῖ ὅλους, ἀλλά δὲν ἑξαναγκάζει κανένα. Ὅμως, ὅποιος θὲλήσει νὰ τὸν ἀκολουθήσει πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀναλαμβάνει ὑποχρεώσεις καί ὅτι χωρὶς αὐτές, ἀκόμη καὶ ἄν λέγεται Χριστιανός, στὴν πραγματικότητα δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν Χριστό. Ποιές εἶναι αὐτὲς οἰ ὑποχρεώσεις;

Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ. Ὁ Κύριος τὸ ἐκφράζει αὐτὸ τόσο παραστατικὰ μὲ τὶς λέξεις: «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Δύο λέξεις ἄγνωστες μέχρι τότε καί ἀκατανόητες μέχρι σήμερα, τουλάχιστον ἀπό τούς πιό πολλούς. Ἂς ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτὸ του ὅποιος θέλει νά μὲ ἀκολουθήσει. Ἂς ἀρνηθεῖ ὄχι τὸ ὄνομά του ἢ τὴν καταγωγὴ του, ἀλλά τὸν ἑαυτό του, δηλαδή τὸ «ἐγώ» του, τὰ θελήματά του, τὶς ἐπιθυμίες του, τὰ γήινα ὄνειρά του.

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ. «Ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ», εἶπε ὁ Κύριος. Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ πρέπει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ ὡς μελλοθάνατος ποὺ ὁδηγεῖται στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως: σηκώνοντας τὸν σταυρό του, ἔχοντας δηλαδή πάρει ἀπόφαση νά ὑποστεῖ ἀκόμη καὶ θάνατο πρὸς χάριν μου, ἄν χρειασθεῖ.

ΝΑ ΥΠΟΣΤΕΙ ΘΑΝΑΤΟ! Διότι, ἄν θελήσει νά σώσει τή ζωή του, θὰ χαθεῖ αἰώνια. Ἂν ὅμως χάσει τή ζωή του πρὸς χάριν μου καὶ χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ζήσει αἰώνια.

ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΛΟ νὰ κερδίσει ὁ ἄνθρωπος, ἄν χάσει τήν ψυχή του, τὰ ἔχασε ὅλα. Τίποτε δὲν ἰσοφαρίζει τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος λέγει: «τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»· τί μπορεῖ νὰ προσφέρει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ νὰ σώσει τὴν ψυχή του; Τίποτε ἀσφαλῶς.

ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΘΛΙΒΕΡΟ νὰ χάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ψυχή του ἀντί πινακίου φακῆς. Μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ντρέπεται νὰ ὁμολογήσει τήν  πίστη  του  στὸν Κύριο καὶ νὰ ζήσει συμφωνα μὲ τή θεϊκή Του διδασκαλία μέσα σ’ αὐτὸν τὸν διεφθαρμένο κόσμο, τήν γενεά «τὴν μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλόν». Ἀλλὰ τότε καὶ ὁ Κύριος λέγει ὅτι θά ντραπεῖ νά τὸν θεωρήσει ὡς δικόν Του κατὰ τὴν Δευτέρα Του Παρουσία.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ τοῦ Κυρίου στό σημερινό Ἀνάγνωσμα εἰπώθηκαν γιὰ νὰ δώσουν θάρρος στοὺς ἀκροατές Του. Βεβαίωσαν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, πρὶν πεθάνουν, θὰ δοῦν νὰ ἐγκαθιδρύεται ἐπάνω στὴ γῆ μὲ πολὺ δυναμισμὸ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία.

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Στὴν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἔχουν προδώσει πολλοὶ πολλούς. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως προδοσία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπιφύλαξαν τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ στὸν Δημιουργό τους. Τὸν πρόδωσαν, πρόδωσαν τὴν ἀγάπη Του, καί προσκολλήθηκαν στὸν χειρότερο ἐχθρό τους, τὸν διάβολο. Γι' αὐτὸ ὁ Κύριος αὐτὴν τὴν κατάσταση τοῦ κόσμου τὴν χαρακτήρισε ὡς μοιχεία. Τὴν ἀποστατημένη δὲ αὐτὴν ἀπό τὸν Θεὸ γενεά τῶν ἀνθρώπων τὴν ὀνόμασε «μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλόν».

Σὲ μιά τέτοια «μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλόν» γενεά ζοῦμε καί μεῖς. Καὶ εἶναι σημαντικό, μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἐξαχρειωμένη κοινωνία νά ἀγωνιζόμαστε νὰ μένουμε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι  στὸν Δημιουργό μας. Νὰ μή μᾶς ἐπηρεάζει ἡ διεφθαρμένη νοοτροπία τοῦ κόσμου, νά μή μᾶς φοβίζει τό ἀποθρασυμμένο κακό.

Νὰ βαδίζουμε μὲ συνέπεια τόν δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀδιαφορώντας γιά τὶς εἰρωνεῖες, τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὸ περιγέλιο τῶν ἀνθρώπων τῆς μοιχαλίδος γενεᾶς μας. Μάλιστα ὄχι μόνο νὰ βαδίζουμε μὲ συνέπεια, ἀλλά καί νά ὁμολογοῦμε μέ θάρρος αὐτὴν τὴν ἀφοσίωσή μας στὸν Δημιουργό μας. Ὅλη ἡ ζωή μας νὰ εἶναι μία ὁμολογία πίστεως. Καί θά εἶναι ὁμολογία πίστεως, ὅταν δὲν θὰ μετέχουμε στὴ γενική διαφθορά  ὅταν θὰ περιφρουροῦμε τὴν ψυχή μας ἀπό τή φρικτή αἰσχρότητα, ποὺ μὲ τρόπο κατακλυσμιαῖο πλημμυρίζει τά πάντα καί εἰσβάλλει θρασύτατα ὄχι μόνο μέσα στὰ σπίτια μας, ἀλλά καὶ μέσα στὶς ψυχές μας.

Τότε θὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου. Ἄνθρωποι τοῦ Σταυροῦ. Υἱοὶ τῆς Ἀναστάσεως. Κληρονόμοι τῆς αἰωνίου χαρᾶς καί δόξης.

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου