ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
(28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2025)
(ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα΄ καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν
θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς
κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς΄ καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν
πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς
καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς΄ οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν
ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς΄ Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς
ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποὶ; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς,
ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν ΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως
τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον
αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ
λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ΄ ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν΄ ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν
ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλὰ γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην
ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν
ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ,
ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν
τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον΄
αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς΄ Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ
τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν
Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων
τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν
εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ
παρεβιάσαντο αὐτόν , λέγοντες΄ Μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν
ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν
μετ' αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν΄ καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν.
Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους΄ Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν
ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν
εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας,
ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ,
καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.
(Λουκ. κδ΄[24] 12 – 35)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος
σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς
νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε
στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει. 13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό
τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα
στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς. 14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα
αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ,
καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές. 15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί
συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους. 16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα
γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου
Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε
τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν. 17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό
ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε,
καί εἶστε σκυθρωποί; 18
Τότε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ’
τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί
δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές; 19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν:
Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε
δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ. 20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο
τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν
σταύρωσαν; 21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε
ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει
τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή
του κι ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν
αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας. 22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε,
αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο
δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί
στό μνημεῖο 23 καί δέν βρῆκαν
ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι
τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ. 24
Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως
τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ
δέν τόν εἶδαν. 25 Τότε ὁ Ἰησοῦς
εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ
τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ’ ὅλα ὅσα
εἶπαν οἱ προφῆτες! 26
Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά
δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ’ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή
δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή
του. 27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό
τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ,
κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν
Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό
του. 28 Κάποτε πλησίασαν
στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά
πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν
νά τόν κρατήσουν. 29 Ἀλλά
αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει
νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς
μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους. 30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε
μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε
εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε
σέ κομμάτια, τούς ἔδινε. 31
Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν
τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά
μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος
ἀπό μπροστά τους. 32 Εἶπαν
τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική
φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή
θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε
τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως; 33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή
περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα
ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους, 34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά
ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο. 35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά
τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν
ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(ΑΓ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ)
Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη,
μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων
οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ
ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα
κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. ᾽Αδελφοί, ἐὰν καὶ
προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν
τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος· σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. ᾽Αλλήλων
τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.
(Γαλ. ε΄5] 22-26, Ϛ΄[6] 1-2)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Ἀδελφοί,
ὁ
καρπός ὅμως πού παράγει τό Ἅγιον Πνεῦμα μέ τό φωτισμό καί τή
χάρη πού χορηγεῖ στίς ψυχές μας, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά πού προέρχεται ἀπό τήν ἀγαθή συνείδηση, ἡ εἰρήνη πού εἶναι ἀχώριστη ἀπ’ αὐτήν, ἡ ἀνοχή καί ἡ πλατιά καρδιά στίς ἀδικίες πού μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ἡ ἀγαθή διάθεση καί
καλοσύνη, ἡ εὐεργετική διάθεση καί
συμπεριφορά, ἡ πίστη καί ἡ ἀξιοπιστία στά λόγια καί
τίς ὑποσχέσεις μας, ἡ πραότητα, ἡ ἐγκράτεια σέ ὁτιδΠποτε πονηρό. Ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν τίς ἀρετές αὐτές δέν ἰσχύει ὁ νόμος. Κι ὅσοι ἀνήκουν πραγματικά στό
Χριστό, ἔχουν νεκρώσει τό σαρκικό ἄνθρωπο μέ τά πάθη καί τίς
ἐπιθυμίες του. Ἐάν ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄς συμπεριφερόμαστε καί
σύμφωνα μέ τίς προσταγές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι κινούμενοι ἀπό ἐλατήρια ἰδιοτέλειας καί
ματαιοδοξίας. Ἄς μή γινόμαστε ματαιόδοξοι, προκαλώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο σέ φιλονικίες καί
φθονώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Σᾶς κάνω προσεκτικούς στή
ματαιοδοξία καί τό φθόνο, διότι οἱ ἀδυναμίες τῶν ἀδελφῶν γίνονται ἀφορμή νά ἐκδηλώνει ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος τή φιλαρχία του. Ὄχι, ἀδελφοί· κι ἐάν ἀπό ἀδυναμία πέσει ἕνας ἄνθρωπος σέ κάποιο ἁμάρτημα, ἐσεῖς πού εἶστε πνευματικά ἰσχυροί, νά τόν διορθώνετε
καί νά τόν παιδαγωγεῖτε μέ πνεῦμα πραότητος. Ἐσύ μάλιστα πού διορθώνεις
τόν ἄλλο πρόσεχε τόν ἑαυτό σου μήν πέσεις κι ἐσύ σέ πειρασμό· καί θά
συμβεῖ αὐτό εἴτε μέ τό νά παρασυρθεῖς στό ἴδιο ἁμάρτημα, εἴτε μέ τό νά κυριευθεῖς ἀπό ἀνυπομονησία ἤ ματαιοδοξία καί
φιλαρχία, καί γενικότερα ἀπό ἐγωισμό. Γιά νά
προστατεύεστε λοιπόν ἀπό τόν κίνδυνο νά πέσετε κι ἐσεῖς, νά ὑπομένετε ὁ ἕνας τίς ἐνοχλήσεις τοῦ ἄλλου, πού ὀφείλονται στά ἐλαττώματα καί τίς ἐλλείψεις του· κι ἔτσι, μέ τήν ὑπομονετική αὐτή ἀνοχή, ἐκπληρῶστε τελείως τό νόμο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Ἄνθρωπος πού δέν ὑπομένει μέ ἀγάπη τήν ἀδυναμία τοῦ ἄλλου, δέν συναισθάνεται ὅτι ἔχει κι αὐτός ἐλαττώματα, ἀλλά ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Ἡ ἰδέα του ὅμως αὐτή εἶναι ψεύτικη.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι' ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
(Λουκ. ε΄[5] 1 – 11) ΥΠΑΚΟΗ ΟΛΟΨΥΧΗ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΠΑΡΑΔΟΞΟΣ ΠΟΛΥ ὑπῆρξε ὁ ἄμβωνας τὸν ὁποῖο
χρησιμοποίησε ὁ Κύριος, γιά νά μιλήσει ἐκεῖνο τὸ πρωινό. Βρίσκεται στὴν ὄχθη
τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, ὅπου δύο πλοιάρια ἦσαν ἀραγμένα καὶ οἱ ψαράδες
ἰδιοκτῆτες τους εἶχαν ἀποβιβασθεῖ στήν ξηρά καὶ ἔπλεναν τὰ δίχτυα μετὰ ἀπό τό
ὁλονύκτιο, ἀλλὰ καὶ τελείως ἄκαρπο ψάρεμα. Ἐν τῷ μεταξὺ πλήθη λαοῦ
συγκεντρώθηκαν, μόλις πῆραν εἴδηση ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται ἐκεῖ. Ὁ χῶρος εἶναι
ἄβολος, ὁ Κύριος ὅμως βρίσκει λύση. Μπαίνει στὸ ἕνα ἀπό τὰ δύο πλοῖα, τό ὀποῖο
ἀνῆκε στόν Πέτρο, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸ ἀπομακρύνει λίγο ἀπό τήν ξηρά. Ὅταν
αὐτὸ ἔγινε, ὁ Κύριος κάθησε στὸ πλοιάριο καὶ ἄρχισε νὰ διδάσκει ἀπό ἐκεῖ τόν
λαό.
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ κάποια στιγμὴ τελείωσε. Τότε
ὁ Κύριος ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Πέτρο καὶ τὸν προτρέπει νὰ ὁδηγήσει καὶ πάλιν τό
πλοῖο στὸ βάθος τῆς λίμνης καί νά ρίξει τὰ δίχτυα γιά ψάρεμα. Ὁ Πέτρος, ὡς
ἔμπειρος ψαρᾶς, γνωρίζει ὅτι ἡ ὥρα δὲν εἶναι κατάλληλη. Παρ' ὅλο αὐτὸ ὅμως καὶ
παρ' ὅλον τὸν ὁλονύκτιο κόπο του πείθεται προθύμως στὸν λόγο τοῦ Κυρίου. «Ἐπί τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» ὑπακούοντας στὸν λόγον σου θὰ ρίξω τὸ δίχτυ,
λέγει.
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΥΠΗΡΞΕ θαυμαστό. Πλημμύρισε τὸ δίχτυ
ἀπό τὰ πολλὰ ψάρια. Ἀναγκάζεται τότε ὁ Πέτρος νά καλέσει καὶ τὸ ἄλλο πλοιάριο,
ποὺ ἀνῆκε στὸν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Γέμισαν καὶ τὰ δύο
πλοῖα μέ ψάρια καὶ τόσο πολύ, ὥστε κινδύνευαν
νὰ βυθισθοῦν.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΣΥΝΕΚΛΟΝΙΣΕ τὸν Πέτρο. Παρ’ ὅλο ὅτι εἶχε
ἤδη παρακολουθήσει καὶ ἄλλα θαύματα τοῦ Κυρίου, αὐτὸ ἐδῶ τοῦ ὁμιλεῖ ἰδιαιτέρως.
Ἀρχίζει νὰ ἀντιλαμβάνεται καλύτερα τό μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου καὶ ταυτόχρονα
αἰσθάνεται βαθιὰ τὴ δική του ἁμαρτωλότητα. Γι' αὐτὸ καὶ γονατίζει
συντετριμμένος ἐνώπιον τοῦ θαυματουργοῦ Διδασκάλου καὶ Τὸν παρακαλεῖ νὰ φύγει
ἀπό κοντά του, διότι Ἐκεῖνος εἶναι ἅγιος, ἐνῷ ὅ ἴδιος, ὁ Πέτρος, εἶναι
ἁμαρτωλὸς πολύ: «ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι
ἀνήρ ἁμαρτωλὸς εἰμι, Κύριε»! Τὰ λόγια του αὐτά ὑπῆρξαν ξεχείλισμα τῆς
μεγάλης ἐκπλήξεως πού τὸν κατέλαβε, ὅπως καί τούς συνεταίρους του, τὸν Ἰάκωβο
καί τόν Ἰωάννη, τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΙΓΜΗ εἶχε πλέον φθάσει. Ὁ Κύριος καλεῖ
τώρα τὸν Πέτρο νά γίνει Ἀποστολός Του. Μὴ φοβᾶσαι, τοῦ λέγει. «Ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν»· ἀπό
τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θά ψαρεύεις ζωντανοὺς ἀνθρώπους. Η ΚΛΗΣΗ ΕΓΙΝΕ. Καὶ ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι
Μαθηταί δὲν ἀναβάλλουν. Ὁδηγοῦν τὰ πλοῖα στὴν ξηρά, ἐγκαταλείπουν τὰ πάντα καὶ
ἀκολουθοῦν τόν Κύριο γιὰ πάντα.
ΑΝΑΓΚΗ ΠΡΟΘΥΜΙΑΣ
Ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει. Συχνὰ βασανίζεται πολύ.
Κοπιάζει, ταλαιπωρεῖται, πάσχει. Μπορεῖ νὰ ἐπαναλάβει αὐτολεξεί τὸ παρά- πονο
τοῦ Πέτρου: «δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς
κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν»· ἐνῷ κουρασθήκαμε ὅλη τὴ νύκτα, δὲν ἐπιάσαμε
τίποτε.
«Οὐδὲν ἐλάβομεν». Τόσος κόπος, τόση ταλαιπωρία καὶ
τὸ ἀποτέλεσμα, μηδέν. Πόσοι ἀπό μᾶς δὲν τὸ λέμε αὐτὸ διαπιστώνοντας τὴν
πνευματικὴ μας πτωχεία! Πόσοι γονεῖς, ποὺ βλέπουν τοὺς κόπους τους γιὰ τὰ
παιδιά τους νὰ πηγαίνουν χαμένοι, δὲν ἐκφράζουν τὴν πίκρα καὶ τὴν ἀπογοήτευσή
τους μὲ τὰ λόγια: «δὲν ἐκάναμε τίποτε»!
Ὁ Κύριος στὴ δύση τῶν προσπαθειῶν μας ἐμφανίζει στὴ
ζωὴ μας κάποιον ἀπεσταλμένο Του καὶ μᾶς ζητεῖ κάτι πολὺ συγκεκριμένο.
Προσπάθησε πάλι, μᾶς λέγει. Ἀγωνίσου γιὰ μιά ἀκόμη φορά. Κάνε μιά ἀκόμη
προσπάθεια, ἀλλ’ ἀκριβῶς μὲ τὸν τρόπο ποὺ τώρα σοῦ ὑποδεικνύω.
Κύριε, «ἐπί
τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον»! Ἰδού ἡ προθυμία τῆς ψυχῆς. Ἂν τὴν
δείξουμε, τό θαῦμα θά μᾶς κατακλύσει. Θὰ πάρουμε πολὺ περισσότερα ἀπό ὅσα θὰ
μπορούσαμε νὰ ἐπιθυμήσουμε, ἀκόμη καὶ νὰ φαντασθοῦμε. Καὶ ἡ ζωή μας θὰ ἀλλάξει
ριζικά. Θὰ γίνει πλέον ἀπό ἐπάγγελμα ἀποστολή!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου