ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2015)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, ὁ
βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καί σφραγισάμενος
ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. ᾿Εγὼ δὲ μάρτυρα
τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς
Κόρινθον. Οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς
ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε. ῎Εκρινα δὲ ἑμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ
ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. Εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ
λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω, ἀφ᾿ ὧν
ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς, ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. Ἐκ
γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα
λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.
(Β΄ Κορ. α΄[1] 21 – β’ 4)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐκεῖνος ποὺ δίνει τὴ βεβαιότητα καὶ σέ μᾶς καὶ σὲ σᾶς, καὶ μᾶς στηρίζει νὰ μένουμε πιστοὶ καὶ ἀσάλευτοι στὸ Χριστὸ καὶ ποὺ μᾶς ἔχρισε μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς καὶ μᾶς σφράγισε ὡς δικούς του καὶ ἔδωσε στὶς καρδιές μας τὸ Πνεῦμα του ὡς ἀρραβῶνα καί ἀσφαλῆ ἐγγύηση γιά τό ὅτι θὰ ἐκπληρώσει ὅλες τίς ὑποσχέσεις πού μᾶς δίνει μὲ τὸ Εὐαγγέλιό του. Καὶ γιὰ νὰ ἐπανέλθω στὸ ζήτημα τοῦ ταξιδιοῦ μου, ἐπικαλοῦμαι τόν καρδιογνώστη Θεὸ νὰ δεῖ αὐτὸς τά βάθη τῆς ψυχῆς μου και νὰ μαρτυρήσει ἄν εἶναι ἀλήθεια ὅτι
δέν ἦλθα ἀκόμη στὴν Κόρινθο ἐπειδὴ σᾶς λυποῦμαι καὶ δὲν θέλω νὰ δοκιμάσετε τὴν αὐστηρότητά μου. Καὶ δὲν λέω τὸ τελευταῖο αὐτὸ ἐπειδὴ δῆθεν εἴμαστε κύριοι τῆς πίστεώς σας καὶ ἔχουμε ἐξουσία ἐπάνω σας σάν νὰ εἶστε δοῦλοι μας. Ἀντιθέτως εἴμαστε συνεργάτες τῆς χαρᾶς σας καὶ θέλουμε νὰ συντελοῦμε ὥστε νὰ αὐξάνει ἡ χαρά σας. Καὶ ἀποκλείεται ὁλότελα νά ἐξουσιάζουμε τὴν πίστη σας, διότι ἐσεῖς στέκεστε καλά καὶ εἶστε στερεωμένοι στὴν πίστη. Καί τὸ ἀποφάσισα αὐτὸ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Βρῆκα δηλαδὴ καλύτερο καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου νὰ μὴν ἔλθω πάλι σὲ σᾶς ἀναγκασμένος κι ἐγώ νὰ σᾶς προξενῶ λύπη μὲ τοὺς ἐλέγχους μου, ἀλλά κι ἐσεῖς νὰ μοῦ προξενεῖτε λύπη μὲ τίς ἀταξίες ποὺ θὰ βλέπω ἀνάμεσά σας. Ὁπωσδήποτε λοιπὸν ἢ ἐγώ ἢ ἐσεῖς θὰ αἰσθανόμασταν λύπη. Διότι, ἐάν ἐγώ
μέ τούς ἐλέγχους μου προκαλῶ λύπη μετανοίας σὲ σᾶς, ποιός ἄλλος μὲ εὐφραίνει παρὰ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τοὺς ἐλέγχους μου καὶ λυπᾶται ἀπό τὶς δικές μου ἐπιτιμήσεις; Ἔτσι, ἐάν δὲν λυπᾶμαι ἐγώ, θά λυπᾶστε ὅμως ἐσεῖς.
Καὶ σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς αὐτὸ σὲ προηγούμενη ἐπιστολή μου, γιὰ νὰ διορθώσετε στὸ μεταξὺ τὶς ἀταξίες, ὥστε, ὅταν ἔλθω στὴν Κόρινθο, νὰ τὰ βρῶ ὅλα ἐντάξει καὶ νὰ μή νιώσω λύπη ἀπό ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε νὰ μοῦ δώσουν χαρά. Ἄλλωστε ἡ λύπη μου θὰ λυποῦσε κι ἐσᾶς. Διότι ἔχω γιὰ ὅλους σας τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρὰ ὅλων σας. Καὶ μὴ νομίσετε ὅτι γιὰ τοὺς ἐλέγχους ποὺ σᾶς ἔγραψα στὴν ἐπιστολή μου ἐκείνη ἐγώ δὲν ἔνιωσα καμία λύπη. Διότι σᾶς ἔγραψα πλημμυρισμένος ἀπό θλίψη καὶ στενοχώρια τῆς καρδιᾶς, μὲ δάκρυα πολλά, ὄχι γιά νά λυπηθεῖτε, ἀλλά γιά νά γνωρίσετε τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη ποὺ ἔχω γιὰ σᾶς.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος
τὴν παραβολὴν ταύτην· Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις
ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους
αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων·
εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ
σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὃς μὲν εἰς
τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὃς δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς
δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. ἀκούσας
δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς
φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. τότε
λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν
ἄξιοι· πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους
τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους. καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς
τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ
γάμος ἀνακειμένων. εἰσελθὼν δὲ ὁ
βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα
γάμου· καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε,
πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. τότε
εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν
καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν
ὀδόντων. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοὶ,
ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
(Ματθ. κβ΄[22] 2 – 14)
Ο θεος μας εδωσε νυμφιο τοΝ χριστο,
ας προσπαθησομε να φανουμε ανταξιοι του
Καλή
Ἐκκλησιαστικὴ Χρονιὰ καὶ καλὸ μήνα! φίλοι ἀναγνῶσται. Δεκάτη τετάρτη Κυριακὴ
τοῦ Ματθαίου σήμερα, καὶ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴν παραβολὴ τῶν
Βασιλικῶν Γάμων, τὴν ὁποίαν εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ λαὸ τῶν Ἑβραίων καὶ στὴν
πνευματικὴ του ἡγεσία, ἐλάχιστες ἡμέρες πρὶν σταυρωθεῖ.
Καὶ ἤθελε,
μ' αὐτὴ τὴν παραβολή, νὰ τοὺς τονίσει τὸν ἐρχομό Του καὶ τὰ ὑπόλοιπα, τὰ ὁποῖα
θὰ ἔκαμε γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἐκείνων καί ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ τοὺς μιλοῦσε
παραβολικά, γιὰ νὰ πέσει πιὸ ἁπαλὰ καὶ νὰ γίνει πιὸ δεκτὴ ἡ διδασκαλία Του
στοὺς σκληροτράχηλους Ἰουδαίους.
Κι ἐδῶ οἱ
γάμοι τοῦ Βασιλέως εἶναι οἱ γάμοι, τοὺς ὁποίους ἔκαμε ὁ Θεὸς Πατέρας γιὰ τὸν
Γιό Του, τὸ Χριστό, τὸ Μονογενῆ, πού ἦρθε στὸν κόσμο, προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν
ἀνθρώπινη φύση, καὶ μᾶς πῆρε ἐπάνω Του, γιά νά μᾶς σώσει.
Καὶ μίλησε παραβολικὰ ὁ Κύριος.
Καὶ κάλεσε, λέει, ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς γάμους τοῦ Υἱοῦ Του τὸν Ἰσραήλ, στέλνοντας τοὺς Προφήτας,
κι ἐκεῖνοι δὲν τοὺς ἄκουσαν. Καὶ ἀργότερα ἔστειλε πιὰ τὸν μεγάλο Πρόδρομο, ποὺ
'χαν φθάσει τὰ πράγματα πολὺ κοντά, ἀλλὰ καὶ κεῖνον τὸν ἐφόνευσαν, καὶ
προφασίστηκαν πολλὰ καὶ διάφορα.
Καὶ τότε
ὁ οἰκοδεσπότης Θεός, ἀφοῦ δὲν θέλησαν τὸ Γιό Του, τὸν ἐνανθρωπήσαντα,
ὀργίσθηκε. Κι ἔστειλε στρατεύματα, τοῦ Τίτου καὶ τοῦ Βεσπασιανοῦ, καὶ ἐφόνευσαν
τούς σταυρωτάς Του, καὶ λεηλάτησαν τὴν Ἱερουσαλήμ.
Καὶ στὴ
συνέχεια, λέει ἡ παραβολή, ἀφοῦ δὲν θέλησαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ Τὸν δεχτοῦν, ἔστειλε
ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς τοὺς Ἀποστόλους στὴν οἰκουμένη, καὶ ἐκάλεσαν δικαίους καὶ
ἀδίκους στὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἦρθαν ἀμέτρητοι. Καὶ γέμισε τὸ οἴκημα, κι
ἦταν μεγάλη ἡ χαρά τοῦ Κυρίου.
Καὶ ἦλθε,
λοιπόν, ὁ Βασιλεὺς τοῦ κόσμου, ὁ Θεός, νὰ δεῖ τοὺς καλεσμένους, κι ἀνάμεσά τους
βρῆκε κάποιον, ποὺ δὲν εἶχε ἔνδυμα γάμου. Καὶ τοῦ εἶπε: «Φίλε, πῶς ἐμπῆκες ἐδῶ;». Κι αὐτὸς
δὲν μίλησε. Καὶ εἶπε στοὺς ὑπηρέτες, νὰ τὸν δέσουν χειροπόδαρα καὶ νὰ τὸν
ρίξουν στὸν τόπο τῆς βασάνου. Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ παραβολὴ ἐδῶ μᾶς ὁμιλεῖ, γιὰ
ὅσους μπῆκαν στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, καὶ στὴ συνέχεια δὲν ἔκαναν
τίποτα. Ἀρκέστηκαν μόνο στὴν πίστη, τὴν ὁποίαν ἔχουν καὶ οἱ δαίμονες καὶ
φρίττουν, καὶ δὲν εἶχαν ἔργα ἀγαθὰ καὶ βίον καθαρόν.
Καὶ
κλείνοντας τὴν παραβολὴ ὁ Φιλάνθρωπος, εἶπε, πώς «πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι στὴν Ἐκκλησία, καὶ πολλοὶ
φέρουν τὸ χριστιανικὸ ὄνομα, ἀλλὰ ὅμως λίγοι εἶναι οἱ ἐκλεκτοί». Αὐτὸ μᾶς
φοβίζει καὶ μᾶς στενοχωρεῖ. Θὰ ἔπρεπε, ὅμως, νὰ μᾶς κινητοποιεῖ σὲ ἔργα
μετανοίας καὶ ἀγάπης καὶ σὲ κόπους πολλούς, μικροὺς καὶ μεγάλους, προκειμένου
νά καθαρίσομε τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ
πνεύματος, καὶ νὰ εἰσέλθομε στὴ Θεία Βασιλεία.
Ἀρχιμανδρίτης
Ἀνανίας Κουστένης, «ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», ΤΟΜΟΣ Β΄
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου