ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄
ΛΟΥΚΑ
(Η ΣΥΝΑΞΙΣ
ΤΩΝ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ)
(8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015)
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΩΝ)
Ἀδελφοί, εἰ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα
παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα
τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; Ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου,
ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη, συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις τε
καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι καὶ Πνεύματος ῾Αγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ
θέλησιν. Οὐ γὰρ ἀγγέλοις ὑπέταξε τὴν οἰκουμένην τὴν μέλλουσαν, περὶ ἧς
λαλοῦμεν, διεμαρτύρατο δέ πού τις λέγων· «Τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ,
ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους,
δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ»· ἐν
γὰρ τῷ «ὑποτάξαι» αὐτῷ τὰ «πάντα» οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον. Νῦν δὲ οὔπω
ὁρῶμεν αὐτῷ τὰ «πάντα ὑποτεταγμένα»· τὸν δὲ «βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλλους ἠλαττωμένον»
βλέπομεν ᾿Ιησοῦν διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου «δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον», ὅπως
χάριτι Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου. Ἔπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι᾿ ὃν τὰ πάντα καὶ
δι᾿ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα, τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας
αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι.
(Ἑβρ, β΄[2] 2-10)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐάν ὁ νόμος πού ἀνήγγειλε ὁ Θεὸς στό Μωυσῆ διαμέσου ἀγγέλων
ἀποδείχθηκε ἔγκυρος καί ἰσχυρός, καί κάθε παράβασή του καί παρακοή τιμωρήθηκε
δίκαια μέ τήν ἀνάλογη τιμωρία, πῶς ἐμεῖς θά ξεφύγουμε τήν
τιμωρία, ἐάν ἀμελήσουμε μιά τόσο μεγάλη καί σπουδαία σωτηρία; Τή σωτηρία αὐτή
δέν μᾶς τήν γνωστοποίησαν κάποιοι ἄγγελοι, ὅπως ἔγινε στό νόμο, ἀλλά ἀφοῦ
ἄρχισε νά τήν κηρύττει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μᾶς τήν παρέδωσαν ὡς ἀληθινή καί
ἀξιόπιστη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πού τήν ἄκουσαν κατευθείαν ἀπό τό στόμα τοῦ
Κυρίου. Καί μαζί μέ τή μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων πρόσθεσε τή μαρτυρία του καί ὁ
ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτός ἐπιβεβαίωνε τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων μέ θαύματα καί
καταπληκτικά ἔργα καί ποικίλες ὑπερφυσικές δυνάμεις καὶ θεία χαρίσματα, τά
ὁποῖα τό Ἅγιον Πνεῦμα διαμοίραζε στούς πιστούς σύμφωνα μέ τό θέλημά του. Πρέπει
λοιπὸν νά προσέξουμε πολύ ποιός εἶναι αὐτός πού μᾶς κήρυξε τή σωτηρία αὐτή.
Διότι ὁ Θεὸς δέν ὑπέταξε σέ ἀγγέλους τό νέο κόσμο πού θά ἐγκαθίδρυε ὁ Μεσσίας,
καί γιά τόν ὑποῖο μιλοῦμε, ἀλλά τόν ὑπέταξε στόν ἴδιο τόν Μεσσία. Ἔδωσε μάλιστα
τή μαρτυρία του κάποιος σ' ἕνα σημεῖο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί εἶπε: «Κύριε, ποιά ἀξία ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὥστε νά τόν
θυμᾶσαι, ἢ ὁ ἀπόγονος τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά τόν ἐπισκέπτεσαι καί νά φροντίζεις
γι' αὐτόν; Τόν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους καί τόν στεφάνωσες μέ
δόξα καί τιμή ὡς βασιλιά τῆς φύσεως. Ὅλα τά ὑπέταξες κάτω ἀπό τά πόδια του».
Λοιπόν, ἀφοῦ ὑπέταξε σ' αὐτόν τά πάντα, δὲν ἄφησε τίποτε πού νά μήν τοῦ τό
ὑποτάξει. Τώρα ὅμως δέν βλέπουμε ἀκόμη νά εἶναι ὅλα ὑποταγμένα οὔτε στόν τέλειο
ἐκπρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως Ἰησοῦ, ἀφοῦ κι αὐτός δέν ἀναγνωρίσθηκε ἀπ'
ὅλους τούς ἀνθρώπους ὡς βασιλιάς καί λυτρωτής, ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία του διώκεται
καί δοκιμάζεται. Βλέπουμε ὅμως τόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος γιά ἕνα μικρό χρονικό
διάστημα, ὅταν πέθανε καί τάφηκε, ἔγινε κατώτερος ἀπό τούς ἀθάνατους ἀγγέλους,
νά ἔχει στεφανωθεῖ μέ δόξα καί τιμή λόγω τοῦ παθήματος πού τοῦ ἐπέφερε τό
θάνατο. Καί ὑπέστη τό πάθημα τοῦ θανάτου γιά τή χάρη πού εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός νά
δώσει στήν ἀνθρωπότητα. Γιά νά συγχωρήσει δηλαδή ὁ Θεὸς τό ἀνθρώπινο γένος,
χρειάστηκε ὁ Ἰησοῦς νά γευθεῖ τό πικρό ποτήρι τοῦ θανάτου γιά κάθε ἄνθρωπο.
Διότι ἔπρεπε στό Θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τά πάντα καί πρός τόν ὁποῖο
ἀποβλέπουν τά πάντα καί ὅλα τά κατευθύνει στό ἄριστο τέλος τους, νά μήν ἀφήσει
νά ματαιωθεῖ τό σχέδιό του γιά τόν ἄνθρωπο. Προκειμένου λοιπὸν νά ὁδηγήσει
πολλούς ἀνθρώπους στή δόξα, ἔπρεπε νά ἀποδείξει τέλειο Σωτήρα καί νά ἀνυψώσει
σέ τέλεια δόξα τόν ἀρχηγό καί αἴτιο τῆς σωτηρίας τους. Καί ἡ ἀνύψωση αὐτή ἔγινε
μὲ παθήματα καί σκληρό θάνατο. Μ' αὐτά ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ἐξιλέωσε γιά τίς
ἁμαρτίες μας καί ἀναδείχθηκε τέλειος Σωτήρας.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλθε
τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα
Ἰάειρος,
καὶ αὐτός ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα
ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ' οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα
ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ' ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι' ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου
εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων
αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν
ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ
λέγων· Μὴ φοβοῦ·
μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες
ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς
δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ
εἰπεῖν τὸ γεγονός.
(Λουκ. η΄ [8] 41– 56)
ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΜΙΑ ΠΙΣΤΗ
ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ
Μόλις
ἐπέστρεψε ὁ Κύριος στὴν Καπερναούμ, Τὸν ὑποδέχθηκαν πλήθη λαοῦ, διότι ὅλοι Τὸν
περίμεναν ἀνυπόμονα. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζε ὁ Ἰάειρος, ποὺ ἦταν ἄρχοντας τῆς
Συναγωγῆς. Ἕνα πρόβλημα μεγάλο τόν εἶχε ἀναστατώσει. Γι’ αὐτό καί ἔπεσε
γονατιστὸς στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί Τόν παρακαλοῦσε νά ἔλθει στό σπίτι του· ἡ
μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη του ἦταν βαριά ἄρρωστη, ἑτοιμοθάνατη. Ὁ Κύριος
σπλαχνίστηκε τόν πονεμένο πατέρα κι ἀμέσως τόν ἀκολούθησε.
Στό δρόμο ὅμως
τά πλήθη τοῦ λαοῦ Τόν πίεζαν ἀσφυκτικά. Κάποια στιγμή ἔγινε κάτι πού κανείς ἀπό
τά πλήθη δέν τό πῆρε εἴδηση. Μία γυναίκα πού ὑπέφερε δώδεκα χρόνια ἀπό
αἱμορραγία καί εἶχε ξοδεύσει ὅλη τήν περιουσία της σέ γιατρούς χωρίς νά βρεῖ
πουθενά γιατρειά, πλησίασε τόν Κύριο κρυφά ἀπό πίσω, ἐπειδή ντρεπόταν νά γίνει
φανερό τό νόσημά της, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ἐνδύματος κι ἀμέσως τό θαῦμα ἔγινε,
σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Ὅμως ὁ Κύριος ἄρχισε νά ρωτᾶ: Ποιός μέ ἄγγιξε; Κι
ἐπειδή κανείς τριγύρω δέν ἀποκρινόταν, εἶπε ὁ Πέτρος καί οἱ ἄλλοι μαθητές:
Διδάσκαλε, τόσα πλήθη λαοῦ Σέ ἔχουν περικυκλώσει καί Σέ πιέζουν, κι Ἐσύ ρωτᾶς:
ποιός μέ ἄγγιξε; Μά ὁ Κύριος ἐπιμένει: Κάποιος μέ ἄγγιξε. Αἰσθάνθηκα νά βγαίνει
ἀπό πάνω μου δύναμη θαυματουργική. Τότε ἡ γυναίκα, πού κατάλαβε ὅτι δέν ἔμεινε
κρυφή ἡ πράξη της, ἦλθε τρέμοντας κι ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστή στά πόδια του,
ὁμολόγησε μπροστά σ’ ὅλους τό θαῦμα πού ἔγινε. Καί ὁ Κύριος τῆς εἶπε: Κόρη μου,
ἡ πίστη σου σὲ ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε στὸ καλό.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ρωτοῦσε
ποιός Τόν ἄγγιξε; Δέν ἤξερε; Ἀσφαλῶς ἤξερε. Ἀλλά ἤθελε νά δείξει ὅτι δέν
ἀγνοοῦσε τό γεγονός κι ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή δέν ὑπέκλεψε τή θεραπεία της, ἀλλά
τήν ἔλαβε ἀπό τήν πανάγαθη θέλησή του. Καί τήν ἔλαβε ἐπειδή ἔδειξε μία πολύ
μεγάλη πίστη. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν πίστη της ἤθελε νά δημοσιοποιήσει καί νά
ἐπιβραβεύσει· γιά νά διδαχθοῦν τά πλήθη πού ἦταν ἐκεῖ, καί πολύ περισσότερο ὁ
ἄρχοντας τῆς Συναγωγῆς πού περνοῦσε μία πολύ μεγάλη δοκιμασία· ἀλλά καί γιά νά
κάνει τή γυναίκα αὐτή αἰώνιο παράδειγμα πίστεως. Καί τήν ὀνομάζει «κόρη του», διότι μέ τήν πίστη της αὐτή
ἡ γυναίκα δέν βρῆκε μόνο τή θεραπεία τοῦ σώματός της ἀλλά καί τή σωτηρία τῆς
ψυχῆς της. Ἔγινε κατά τήν Παράδοση πιστή χριστιανή. Πίστεψε ὁλοκληρωτικὰ στόν
Κύριο καί ἔγινε ἁγία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγία Βερονίκη, καί σ’ ὅλη τήν ὑπόλοιπη
ζωή της διακήρυττε τό θαῦμα πού τῆς ἔκανε ὁ Κύριος. Καί μᾶς ἐμπνέει ἡ ἁγία
Βερονίκη νά ἔχουμε κι ἐμεῖς τήν πίστη της, τή βεβαιότητά της ὅτι μόνο στόν
Χριστό μποροῦμε νά βροῦμε λύτρωση καί σωτηρία. Ἀκόμη κι ὅταν τρέχουμε στους
γιατρούς, νά ἔχουμε τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μέγας ἰατρός τῶν ψυχῶν
καὶ τῶν σωμάτων μας.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Καθώς ὁ Κύριος
συνέχιζε τήν πορεία του, ἦλθε κάποιος ἀπό τό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καί τοῦ
εἶπε: Ἡ κόρη σου πέθανε· μήν κουράζεις ἄλλο τόν διδάσκαλο. Μποροῦμε ἄραγε νά
φανταστοῦμε τί ἔνιωσε τή φοβερή ἐκείνη ὥρα ὁ δύστυχος πατέρας; Ὁ κύριος ὅμως,
μόλις ἄκουσε τήν εἴδηση αὐτή, τοῦ εἶπε: Μή φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καί θά σωθεῖ
ἡ κόρη σου. Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ἀντίκρισε ἕνα ὀδυνηρό θέαμα.
Ἔκλαιγαν ὅλοι καί χτυποῦσαν τά στήθη τους καί τά κεφάλια τους γιά τή νεκρή. Κι
Αὐτός τότε τούς εἶπε: Μήν κλαῖτε· δέν πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται. Μά ἐκεῖνοι Τόν
περιγελοῦσαν, διότι ἦταν βέβαιοι ὅτι τό κοριτσάκι ἦταν νεκρό. Αὐτός ὅμως, ἀφοῦ
τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἄφησε νά μείνουν στό δωμάτιο τῆς νεκρῆς μόνο ὁ Πέτρος, ὁ
Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης καί οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐκείνη τή μοναδική ὥρα
ἔπιασε τό χέρι τοῦ μικροῦ κοριτσιοῦ καί φώναξε: Κόρη, σήκω ἐπάνω! Ἡ στιγμή ἦταν
συγκλονιστική. Τό πρόσωπο τῆς κορούλας ροδίζει, τά δύο μάτια τῆς ζωῆς καί τοῦ
θανάτου. Οἱ γονεῖς κοιτοῦν ἐκστατικοί, γεμάτοι ἀσυγκράτητη χαρά. Κι Ἐκεῖνος
τούς προστάζει νά δώσουν στή μικρή φαγητό καί νά μήν ποῦν σέ κανένα τό γεγονός.
Γιατί ὅμως
τούς ἔδωσε αὐτή τήν ὁδηγία; Γιά νά μήν ἐρεθιστεῖ ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν του,
ἐξηγοῦν οἱ ἱεροί ἑρμηνευτές. Διότι τό θαῦμα αὐτό διαλαλοῦσε περίτρανα ὅτι ὁ
Κύριος δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά ἔχει τή δύναμη νά ἀνασταίνει
νεκρούς, νά νικᾶ τό θάνατο. Αὐτή ἡ πραγματικότητα εἶναι ἀσύλληπτη. Δὲν εἶναι
μία λεπτομέρεια στήν Πίστη μας ἀλλά ἡ μεγαλύτερη ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ
κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἀνέστησε νεκρούς, ἀναστήθηκε καί ὁ ἴδιος γιά
νά μᾶς δείξει ὅτι εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου καί ὁ καθαιρέτης τοῦ Ἅδη, ἡ ζωή τῶν
ἀπάντων.
Ἡ πίστη αὐτή
πρέπει νά κυριαρχεῖ διαρκῶς στή σκέψη μας, νά ἀλλάξει τή ζωή μας. Δὲν ἔχουμε
πλέον τό δικαίωμα ἐμεῖς νά τρέμουμε μπροστά στό θάνατο· νά τόν φοβόμαστε ὅπως
ὅλοι ὅσοι ζοῦν χωρίς ἐλπίδα. Δέν εἴμαστε πλασμένοι γιά τά λίγα χρόνια τῆς ἐπίγειας
ζωῆς μας. Ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος μας ἀλλά ἡ ἀρχή μιᾶς ἄλλης, ἀτελεύτητης
ζωῆς. Ἡ ζωή μας ἐδῶ στή γῆ εἶναι ἕνα μικρὸ ἐπεισόδιο μπροστά στήν αἰωνιότητα.
Κάποτε θά ἀναστήσει ὁ Κύριος κι ὅλους ἐμᾶς. Θά ἀκούσουμε ὅλοι μας τή φωνή του
νά μᾶς καλεῖ καί πάλι στή ζωή, στήν αἰώνια ζωή. Μὴ φοβόμαστε τόν θάνατο. Ἡ ζωή
μας ἔχει νόημα μόνο ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Χριστός, πού εἶναι «ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν». Ἂς ζοῦμε λοιπόν μέ προοπτική
αἰωνιότητας, προσμένοντας καί τή δική μας ἀνάσταση.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου