ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄
ΛΟΥΚΑ
(17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016)
(ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΑΝΤΩΝΙΟΥ)
Ἀδελφοί,
πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε, αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν
ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες, ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ
στενάζοντες, ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο. Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν, πεποίθαμεν γὰρ
ὅτι καλὴν συνείδησιν ἔχομεν, ἐν πᾶσι καλῶς θέλοντες ἀναστρέφεσθαι. Περισσοτέρως
δὲ παρακαλῶ τοῦτο ποιῆσαι ἵνα τάχιον ἀποκατασταθῶ ὑμῖν. Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης,
ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης
αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν ᾽Ιησοῦν, καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ
ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ἡμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ ᾽Ιησοῦ
Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(Ἑβρ. ιγ΄[13] 17-21)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, νά
ὑπακοῦτε στοὺς πνευματικοὺς προϊσταμένους σας καὶ νὰ
ὑποτάσσεσθε τελείως σ' αὐτούς. Διότι αὐτοί ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν
σας, καθὼς θὰ δώσουν λόγο στὸ Χριστὸ γιὰ τὶς ψυχές σας. Νὰ τοὺς ὑπακοῦτε, γιὰ
νὰ ἐνθαρρύνονται μὲ τὴν ὑπακοή σας, ὥστε νὰ ἐπιτελοῦν τὸ ἔργο τους
αὐτὸ μὲ χαρὰ καὶ ὂχι μὲ
στεναγμούς. Ἄλλωστε δὲν σᾶς
συμφέρει νὰ
στενάζουν ἐξαιτίας σας οἱ πνευματικοὶ σας
προεστοί, ἐπειδή ὁ
Θεὸς θὰ σᾶς
τιμωρήσει γι' αὐτό. Νὰ
προσεύχεσθε γιά μᾶς. Καὶ ἔχουμε τὸ θάρρος
νά ζητήσουμε τὶς
προσευχές σας, διότι εἴμαστε
βέβαιοι ὅτι ἡ συνείδησή μας δὲν μᾶς τύπτει
σὲ τίποτε,
ἀλλά μᾶς δίνει ἀγαθὴ
συμμαρτυρία, ἀφοῦ πάντοτε καὶ σὲ ὅλα
θέλουμε νὰ
συμπεριφερόμαστε καλά. Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν νὰ τὸ κάνετε αὐτὸ
περισσότερο γιὰ μένα, γιὰ νὰ μπορέσω
νὰ ἔλθω ξανὰ κοντά
σας τὸ
συντομότερο. Καί ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ
χορηγὸς καὶ
νομοθέτης τῆς εἰρήνης, ὁ
ὁποῖος ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν τὸν μεγάλο
ποιμένα τῶν
πνευματικῶν
προβάτων προκειμένου νά εἰσέλθει στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ
προσφέρει ἐκεῖ ὡς ἐξιλαστήριο
θυσία τὸ αἷμα
του, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπικυρώθηκε
διαθήκη αἰώνια, τὸν Κύριό
μας Ἰησοῦ Χριστὸ δηλαδή,
εὔχομαι νὰ σᾶς
τελειοποιήσει σὲ κάθε ἀγαθὸ ἔργο, ὥστε
νὰ κάνετε τὸ θέλημά
του. Αὐτὸς νὰ ἐνεργήσει
στὸ ἐσωτερικό
σας ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀρεστὸ ἐνώπιόν
του διαμέσου τῆς
μεσιτείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ
δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ ᾿Ιησοῦ εἴς τινα κώμην, ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα
λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόῤῥωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν, λέγοντες·
᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν, εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες
ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς,
ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς
μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας
αὐτοῦ, εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ
᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν
ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν
αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
(Λουκ.
ιζ΄[17] 12–19)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε σὲ κάποιο χωριό, τόν
συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν ἀπὸ μακριά, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ
τὸ νόμο κάθε λεπρός θεωροῦνταν ἀκάθαρτος καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσει
κανέναν. Κι
αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ φωνάζουν δυνατά: Ἰησοῦ,
Κύριε, σπλαχνίσου μας καὶ θεράπευσέ μας. Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: Πηγαίνετε καί δεῖξτε τὸ σῶμα σας στοὺς
ἱερεῖς, γιὰ νὰ βεβαιώσουν ἄν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη τοῦ
νόμου. Καὶ καθὼς αὐτοὶ πήγαιναν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπό τούς ἱερεῖς, καθαρίστηκαν
ἀπὸ τὴ λέπρα. Ἕνας ἀπ' αὐτούς, μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε καὶ μὲ
δυνατὴ φωνὴ ἐκφράζοντας τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του δόξαζε τὸν Θεὸ πού τὸν
θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπεσε τότε μὲ τὸ πρόσωπο κάτω στὴ γῆ κοντὰ στὰ
πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ
σχισματικὸς καὶ λιγότερο φωτισμένος ἀπό τούς Ἰουδαίους. Συνεπῶς κανεὶς δὲν θὰ
περίμενε νὰ δείξει αὐτὸς μιὰ τέτοια εὐγνωμοσύνη πού δὲν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι ἐννέα,
πού ἦταν Ἰσραηλίτες. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Δὲν
καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Χάθηκαν νὰ
γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, παρὰ μόνο ὁ ξένος αὐτός, πού δὲν ἀνήκει
στὸ γνήσιο ἰουδαϊκὸ γένος; Καὶ σ' αὐτὸν εἶπε: Σήκω καὶ πήγαινε. Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Δὲν θεράπευσε μόνο τὸ σῶμα σου,
ἀλλά ἀποτελεῖ καὶ καλὴ ἀρχή πού θὰ σὲ ὁδηγήσει καὶ στὴν πνευματική σου σωτηρία.
ΒΙΟΣ ΟΣΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
Ὁ Μέγας
Ἀντώνιος γεννήθηκε περὶ τὸ 251 μ.Χ. στὴν πόλη Κομὰ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντά στὴ
Μέμφιδα, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὔπορους. Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων
Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) μέχρι καὶ τὴν
ἐποχὴ τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου καὶ τῶν παιδιῶν του.
Ἀπὸ τὴν
παιδικὴ του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκής καὶ αὐτάρκης, «μόνοις δὲ οἷς εὕρισκεν ἠρκεῖτο καὶ πλέον οὐδὲν ἐζήτει». Σὲ νεαρὴ
ἠλικία, περίπου 20 ἐτῶν, ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τῶν
γονέων του, ἄκουσε στὴν ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου
νεανίσκου, στὴν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν πλούσιο νέο : «πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς». Τόση
μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ Εὐαγγελικὴ αὐτὴ προτροπὴ στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀντωνίου,
ὥστε ἀμέσως διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, ἀφοῦ φύλαξε τὰ
ἀπολύτως ἀναγκαία γιὰ τὴν συντήρηση αὐτοῦ καὶ τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τὴν ὁποία
φρόντισε νὰ παραδώσει σὲ Χριστιανὲς νέες παρθένους ποὺ εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴ
χριστιανικὴ ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θὰ εἶναι κατὰ πάντα ἀσφαλής.
Ἀπὸ τότε ὁ
Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικὸ βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καὶ
ὑποβαλλόμενος σὲ αὐστηρὴ νηστεία, γιὰ νὰ κατανικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς
σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκληρη τὴ νύχτα καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα.
Στὴ συνέχεια
ἀπῆλθε σὲ τόπο ἔρημο καὶ μακρινὸ ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ ἕνα
ἀπὸ αὐτὰ ἔκλεισε τὴ θύρα. Ἡ τροφὴ του ἦταν ἐλάχιστη καὶ τοῦ τὴν πήγαινε σὲ
καθορισμένες ἡμέρες ἕνας συνασκητής του. Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ,
νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε κοντὰ στὰ ἐρείπια ἑνὸς φρουρίου καὶ κατοίκησε
σὲ σπήλαιο χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανένας καὶ χωρὶς νὰ δέχεται κανένα παρὰ μόνο
ἕναν γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸ
ἑξάμηνο.
Μετὰ ἀπὸ
εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη πνευματικὴς τελειώσεως,
ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ τότε ἄρχισαν νὰ συρρέουν περὶ αὐτὸν πολλοὶ ποὺ τὸν
θαύμαζαν ὡς ἀσκητὴ καὶ θαυματουργό. Μαρτυρεῖται ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἅγιος βρισκόταν
ἀκόμα στὴ ζωή, ἔβλεπε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ σῶμα τους,
καθὼς καὶ τοὺς δαίμονες ποὺ τὶς ὁδηγοῦσαν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι πολὺ θαυμαστό,
ἀφοῦ μία τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερῆς καὶ ἀσώματης φύσεως.
Τὸ ἔτος 311 μ.Χ., κατὰ τὸν
διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια,
γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς, τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς
Μάρτυρες. Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἐπειδὴ
αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν παρουσία πολλῶν, ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν
συναντήσουν, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθε σὲ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὄρος
ψηλό, κοντὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Καὶ ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ
λάβουν τὴν εὐλογία του, νά διδαχθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Θεράπευσε δὲ τοὺς
ἀσθενεῖς «οὐ προστάζων, ἀλλ’ εὐχόμενος
καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάζων».
Ἡ φήμη τοῦ
Ὁσίου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τοὺς βασιλεῖς, τόσο ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ
οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, ἔγραφαν σὲ αὐτόν, σάν νὰ ἦταν πατέρας
τους καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀπαντήσει.
Κατὰ τὴν
διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτὲ δὲν ἄλλαξε ἔνδυμα καὶ ποτὲ δὲν ἔνιψε τὸ
σῶμα ἢ τὰ πόδια του μὲ νερό. Ὁ Ὅσιος, ἄν καὶ ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία,
ἦταν σοφὸς κατὰ Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον
τῷ θείω ἅλατι καὶ χαρίεντα». Δίδασκε στοὺς μαθητές του νά μὴν θεωροῦν
τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μή νομίζουν ὄτι, ἐπειδὴ ἀπέχουν
ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἀγαθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο. Τὸ νὰ ἀφήνει κανείς τὰ ἐπίγεια
ἀγαθὰ εἶναι σάν νὰ καταφρονεῖ μία δραχμὴ ἀπὸ χαλκό, γιὰ νὰ κερδίσει ἑκατὸ
χρυσές. Δὲν πρέπει, ἔλεγε, νὰ λησμονᾶμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος,
συγκρινόμενος πρὸς τὸν μέλλοντα αἰώνα. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε γιὰ
τὴν ἀπόκτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νά παρουμε μαζί μας, ἀλλὰ
γιά τὴν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδή τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς
σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.
Ὁ Μέγας
Ἀντώνιος, ἀφοὺ ἔζησε ἑκατὸν πέντε ἔτη, κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 356 μ.Χ. Ἂν καί, ὅπως
λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου
ἦταν νά μείνει κρυφὸς ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοὶ πού μόναζαν κοντά του
ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερὸ λείψανό του, τὸ ὁποῖο ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ (561 μ.Χ.),
κατατέθηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ
ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'.
Τὸν ζηλωτὴν
Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος,
Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καὶ τὴν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς
σου. Διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τοὺς
βιωτικούς, θορύβους ἀπωσάμενος, ἡσυχαστικῶς, τὸν βίον ἐξετέλεσας, τὸν Βαπτιστὴν
μιμούμενος, κατὰ πάντα τρόπον Ὁσιώτατε. Σὺν αὐτῷ οὖν σὲ γεραίρομεν, Ἀντώνιε
Πάτερ, τῶν Πατέρων κρηπίς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου