ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(15 ΜΑΪΟΥ 2016)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς
τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ
τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος
τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ
ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας,
οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ
διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον
παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως
καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα
καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον
τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ
σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.
(Πράξ. στ΄[6]
1 – 7)
ΟΙ ΕΠΤΑ ΔΙΑΚΟΝΟΙ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ:
«Ἐπισκέψασθε ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνέυματος Ἁγίου καὶ
σοφίας»
Τὶς πρῶτες
ἡμέρες τῆς ζωῆς
τῆς Ἐκκλησίας,
μᾶς ἀναφέρει
τὸ βιβλίο τῶν
Πράξεων, οἱ Ἑλληνιστές, οἱ Ἑβραῖοι δηλαδὴ
ποὺ μιλοῦσαν
τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἄρχισαν
νὰ παραπονοῦνται,
διότι οἱ χῆρες αὐτῶν παραμελοῦνταν
κατὰ τὴν
καθημερινὴ διανομὴ
τροφῶν καὶ
ἐλεημοσυνῶν. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι
κατενόησαν ὅτι μιὰ νέα ἀνάγκη
δημιουργεῖται, αὐτή
τῆς διακονίας τῶν τραπεζῶν.
Γι' αὐτὸ
συγκέντρωσαν τὸ πλῆθος
τῶν πιστῶν
καί τοὺς εἶπαν: Ἐξετάστε
προσεκτικὰ καὶ ἐκλέξτε ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς ἴδιους
ἑπτὰ ἄνδρες, τοὺς ὁποίους θὰ ἐγκαταστήσουμε
διακόνους στὴ διακονία τῶν τραπεζῶν. Τὰ κριτήρια τῆς
ἐκλογῆς
τῶν ἑπτὰ διακόνων ἦσαν νὰ ἔχουν τὴν καλὴ
μαρτυρία ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ εἶναι
πλήρεις Πνεύματος καὶ σοφίας. Αὐτὰ
θὰ δοῦμε
στὴν συνέχεια.
1. Η ΕΞΩΘΕΝ
ΚΑΛΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι,
ὅταν ἀνεκοίνωσαν στοὺς
πιστοὺς τὴν
ἀνάγκη τῆς
ἐκλογῆς
τῶν ἑπτὰ διακόνων, ἔθεσαν
σ' αὐτοὺς
καὶ τὰ
κριτήρια τὰ ὁποῖα θὰ
ἔπρεπε νὰ πληροῦν
οἱ ἑπτὰ αὐτοὶ
ἄνδρες. Ἐζήτησαν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς νὰ
ἐκλέξουν «ἄνδρας μαρτυρουμένους ἑπτά». Τὸ
πρῶτο λοιπὸν
κριτήριο γιὰ τὴν
ἐκλογὴ
τῶν ἑπτὰ διακόνων ἦταν
νὰ ἔχουν
τὴν καλὴ
μαρτυρία ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἔπρεπε νὰ ἐκλέξουν διακόνους ποὺ νὰ
εἶναι ἀποδεκτοὶ καὶ
ἀγαπητοὶ
ἀπὸ τοὺς πιστούς. Λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ἐνῶ θὰ μποροῦσαν οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ ἐκλέξουν
μόνοι τους ἑπτὰ διακόνους, κινούμενοι ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ζητοῦν ἀπὸ τὰ πλήθη
τῶν πιστῶν νὰ τοὺς
δώσουν τὴν μαρτυρία
τους». Κι
αὐτὸ
ἀκριβῶς
δείχνει πόσο μεγάλη σημασία ἔχει ἡ
καλὴ μαρτυρία καὶ
ἀποδοχὴ
τῶν διακόνων ἀπὸ τοὺς
πιστούς. Αὐτὸ
τὸ στοιχεῖο
ἀποτελοῦσε
ἀναγκαία προϋπόθεση καὶ γιὰ κάθε λειτουργὸ τῆς
Ἐκκλησίας. Φαίνεται αὐτὸ
καὶ στὴν
περίπτωση τοῦ Τιμοθέου, ὁ ὁποῖος «ἐμαρτυρεῖτο
ὑπὸ τῶν ἐν
Λύστροις καὶ Ἰκονίῳ ἀδελφῶν» (Πράξ.
ις'[16] 2).
Κάθε λειτουργὸς λοιπὸν
τῆς Ἐκκλησίας
θὰ πρέπει νὰ εἶναι
ἄνδρας ἀξιόπιστος καὶ
ἀκέραιος, νὰ
μὴν ἔχει
δώσει καμμίαν ἀφορμὴ
σκανδάλου. Ὄχι μόνον νὰ εἶναι ἐλεύθερος
ἀπὸ κάθε κατηγορία, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιβεβαιώνουν
οἱ πιστοὶ ὅτι εἶναι
ἐνάρετος. Ὅσοι λοιπὸν θέλουν νὰ
διακονήσουν στὴν Ἐκκλησία
θὰ πρέπει νὰ
ἔχουν ζωὴ
ἀνεπίληπτη καὶ χαρακτήρα λαμπρό. Αὐτὸ
ἀκριβῶς
τονίζει καὶ ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, ὅταν λέγει ὅτι οἱ διάκονοι θὰ πρέπει νὰ
εἶναι σεμνοὶ
καὶ ἐγκρατεῖς καὶ
ὄχι διπρόσωποι ἢ
αἰσχροκερδεῖς,
νὰ ἔχουν
ζωὴ ἄμεμπτη καὶ
συνείδηση καθαρή· νὰ ἐξετάζονται
καὶ νὰ
ἀποδεικνύονται ἀνέγκλητοι, ἀκατηγόρητοι καὶ
ἄμεμπτοι (βλ. Α Τιμ.γ'[3] 8-10).
2. ΠΛΗΡΕΙΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Ἡ δεύτερη
προϋπόθεση, τὴν ὁποία
ἔπρεπε νὰ ἔχουν
οἱ ἑπτὰ
διάκονοι, ἦταν ὅτι θὰ
ἔπρεπε νὰ εἶναι
«πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ
σοφίας». Νὰ ἔχουν
τὰ διοικητικὰ
καὶ τὰ
ἁγιαστικὰ
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νὰ
μὴν εἶναι
ἁπλῶς πνευματικοὶ
ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ εἶναι
πλήρεις Πνεύματος, σοφίας καὶ
συνέσεως. Νὰ πλημμυρίζει τὴν
ψυχή τους καὶ τὴν
ζωή τους ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι
φαίνεται ξεκάθαρα ἀπὸ αὐτὸ ὅτι ἡ αἰτία
ποὺ τοὺς
κατέστησε διακόνους δὲν ἦταν μία ἁπλή πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ μιὰ
πνευματικὴ ζωὴ
πλήρης καὶ γνήσια. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μὴ νομίζεις,
ἐπειδὴ οἱ διάκονοι ἀρχικῶς δὲν διακονοῦσαν στὸ
κήρυγμα ἀλλὰ στὴ διακονία τῶν τραπεζῶν, ὅτι δὲν εἶχαν ἀνάγκη τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς σοφίας καὶ συνέσεως· κάθε ἄλλο». Οἱ ἑπτὰ
διάκονοι ἀλλὰ καὶ ὅλοι
οἱ λειτουργοὶ τῆς
Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι τίμιοι στὴν
διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν ἀλλὰ καὶ
φρόνιμοι καὶ συνετοί, ὥστε νὰ
προλαμβάνουν τὰ δίκαια παράπονα καὶ νὰ
διανέμουν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀνάλογα
μὲ τὶς
πραγματικὲς ἀνάγκες
τῶν πιστῶν.
Θὰ πρέπει νὰ
ἔχουν ὄχι
ἁπλῶς σύνεση ἀνθρώπινη
ἀλλὰ σύνεση πνευματικὴ καὶ ἁγία,
ποὺ δίνει τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ
νὰ ἐκζητοῦν διαρκῶς
τὸν φωτισμὸ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ ἐπιτελοῦν
τὸ ἱερὸ λειτούργημά τους μὲ φόβο Θεοῦ καὶ σύνεση ἱερή.
Ἀδελφοί, σὲ μία ἐποχὴ τόσο μεγάλης ἀποστασίας,
ἡ κοινωνία μας ἔχει ἰδιαίτερη
ἀνάγκη ἀπὸ κληρικοὺς
καὶ γενικότερα ἀπὸ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνεργάτες
τῶν κληρικῶν
μας ἄμεμπτους, πνευματέμφορους καὶ
συνετούς. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς
καλεῖ καθημερινὰ
νὰ
δεόμαστε «ὑπὲρ τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου, τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας, παντὸς τοῦ
κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ». Ἂς προσευχόμαστε λοιπὸν θερμὰ
στὸν ἅγιο
Θεὸ νὰ
ἀναδείξει ἰδιαιτέρως
σήμερα ἁγίους λειτουργοὺς
καὶ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας
μας. Ἀλλὰ καὶ νὰ
δώσει τὴν νεύση καὶ
τὴν εὐλογία
του στοὺς πιστοὺς
καὶ ἐνάρετους γονεῖς
ποὺ ἔχουν
κάποιο παιδὶ μὲ
τέτοια ἱερὴ
κλίση νὰ τὸ
προετοιμάζουν μέσα σὲ περιβάλλον
ἁγνότητος καὶ ἁγιότητος,
ὥστε νὰ τὸ δοῦν
κάποια ἡμέρα νὰ καθίσταται ἄξιος
καὶ ἅγιος ἱερουργὸς τοῦ Κυρίου. Γιὰ
νὰ δοῦμε
ὅλοι μας καιροὺς
ἀναψύξεως στὴν
Ἐκκλησία μας καὶ
στὴν Ἑλλάδα
μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθὼν Ἰωσὴφ
ὁ
ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων
βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν
αὐτόν.
καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων
ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν
ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος·
ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον
καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον
στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ' ὑπάγετε εἴπατε
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16]
1 – 8)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν
καιρό ἦλθε ὁ Ἰωσὴφ πού καταγόταν ἀπ' τὴν πόλη Ἀριμαθαία, ἕνα σεβαστὸ
καὶ ἐπίσημο μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου, πού εἶχε πιστέψει κι αὐτὸς
στὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ περίμενε τὴ βασιλεία
αὐτὴ χωρὶς νὰ κλονισθεῖ ἡ ἐλπίδα του ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ· αὐτὸς
λοιπὸν τόλμησε καὶ παρουσιάστηκε στὸν Πιλάτο καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος μάλιστα ἔμεινε ἔκπληκτος κι ἀπόρησε πού τόσο γρήγορα
εἶχε κιόλας πεθάνει ὁ Ἰησοῦς. Κι ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο,
τὸν ρώτησε ἐὰν εἶχε ὥρα πολλὴ πού πέθανε. Κι ὅταν ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο
ὅτι πραγματικὰ πέθανε ὁ Ἰησοῦς, χάρισε τὸ σῶμα του στὸν Ἰωσήφ. Κι
ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀγόρασε καινούργιο καὶ ἀμεταχείριστο σεντόνι καὶ κατέβασε
τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν σταυρό, τύλιξε τὸ σῶμα του στὸ σεντόνι καὶ τὸν ἔβαλε
κάτω σ' ἕνα μνημεῖο, τὸ ὁποῖο ἦταν σκαλισμένο μέσα στὸ βράχο· καὶ κύλισε
ἕνα μεγάλο λίθο πάνω στὸ στόμιο τοῦ μνημείου κλείνοντας ἔτσι τὴν εἴσοδο
τοῦ μνημείου. Στὸ μεταξὺ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν
προσεκτικὰ καὶ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ποῦ τοποθετήθηκε τὸ σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ.
Ἀφοῦ πέρασε
τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου
καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιὰ νὰ ἔλθουν
τὸ πρωὶ στὸν τάφο καὶ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς
πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά
διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν᾿ ἀνατέλλει κάτω ἀπ᾿ τόν ὁρίζοντα. Κι
ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσει
τὴ μεγάλη πέτρα μακριὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Μόλις ὅμως ἔστρεψαν
τὰ μάτια τους πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριὰ
ἀπ’ τό μνημεῖο. Καὶ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ ἦταν
πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ μετακινηθεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆκαν στὸ
μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στὰ δεξιὰ τοῦ μνημείου καὶ ἦταν ντυμένος
μὲ λευκή στολή, καὶ γέμισαν μὲ τρόμο καὶ κατάπληξη. Αὐτὸς ὅμως τοὺς
εἶπε: Μὴν τρομάζετε καὶ μὴ φοβάστε.
Ξέρω ποιὸν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζαρηνὸ τὸν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε.
Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανὸ τὸ μέρος πού τὸν ἔβαλαν. Ἀλλὰ πηγαίνετε
καὶ πέστε στοὺς μαθητές του καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη
παρηγοριᾶς καὶ βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιὰ τὴν ἄρνησή του, ὅτι
πηγαίνει πρὶν ἀπό σᾶς στὴ Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θὰ
τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν
ἀπὸ τὸ μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καὶ ἔκσταση. Δὲν εἶπαν ὅμως
τίποτε σὲ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου