ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(22 ΜΑΪΟΥ 2016)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων
κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα
Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται
Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης
ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν
ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερώῳ. ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας
καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ'
αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς.
ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν
ζῶσαν. γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ' ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.
(Πράξ. Ἀποστ. θ΄ [9] 32 –
42)
Η
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΤΑΒΙΘΑ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ:
«Ταβιθά, ἀνάστηθι»
Στὴν πόλη
Ἰόππη κατοικοῦσε ἡ πολὺ εὐσεβὴς Χριστιανὴ μαθήτρια Ταβιθά. «Αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν». Κάποτε ὅμως ἀρρώστησε
βαριὰ καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἀπέθανε. Μεγάλη ἦταν ἡ θλίψη ὅλων τῶν κατοίκων τῆς
πόλεως γιὰ τὴν ἀκούραστη μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ. Ἀπέστειλαν λοιπὸν δύο ἄνδρες
πρὸς τὸν Πέτρον «παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι
διελθεῖν ἕως αὐτῶν». Καὶ πράγματι ὁ Πέτρος ἀνταποκρίθηκε στὴν πρόσκληση καὶ
«συνῆλθεν αὐτοῖς». Τότε, ἐκεῖ στὸ
δωμάτιο ποὺ ἦταν ἡ νεκρή, «θεὶς τὰ γόνατα
προσηύξατο». Ἔπειτα στράφηκε πρὸς τὸ νεκρὸ σῶμα καὶ μ᾿ ὅλη τὴ δύναμη τῆς
πίστεώς του εἶπε «Ταβιθά, ἀνάστηθι»!
Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἂς δοῦμε λοιπὸν γιατί ὁ Κύριος διὰ τοῦ Πέτρου ἔκαμε τὸ
θαῦμα αὐτὸ καὶ ποιὰ σημασία ἔχει γιὰ τὴ ζωή μας.
1. ΘΑΥΜΑ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΣΕΩΣ
Τὸ
θαῦμα αὐτὸ τῆς ἀναστάσεως τῆς Ταβιθὰ ἦταν μιὰ ἐπιβράβευση ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου
πρὸς τὴν ἀφοσιωμένη του μαθήτρια. Διότι ἡ Ταβιθὰ δὲν ἦταν ἁπλῶς μία πιστὴ μαθήτρια
τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἦταν ὑπόδειγμα ἀγάπης, ἐργάτιδος καλῶν ἔργων καὶ
φιλανθρωπίας. Καὶ τὸ ἑβραϊκὸ ὄνομα τῆς Ταβιθά, ποὺ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα
σημαίνει «Δορκάς», δηλαδὴ ζαρκάδι,
φανερώνει τὸν χαρακτῆρα τῆς Ταβιθά, ἡ ὁποία ἦταν ταχύτατη καὶ ἔξυπνη σὰν τὸ
ζαρκάδι στὴν ἐπιτέλεση ἱερῶν ἔργων. «Αὕτη
ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει». Ἔκανε πολλὲς ἐλεημοσύνες
καὶ ἄλλα καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα τῆς τὰ ἐνέπνεε ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε πρὸς τὸν Χριστὸ
καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἦταν ἀκούραστη νὰ εὐεργετεῖ ἰδιαιτέρως τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς
χῆρες.
Αὐτὴ ἡ
μεγάλη ἀρετὴ καὶ τὰ καλὰ ἔργα τῆς Ταβιθὰ ἀποκαλύφθηκαν πλήρως κατὰ τὸν θάνατό
της. Ἔτρεξαν ὅλοι οἱ γνωστοί της μπροστὰ στὸ σκῆνος της μὲ θλίψη μεγάλη. Διότι
δὲν θρηνοῦσαν ἁπλῶς ἕνα γνώριμο πρόσωπο ἀλλὰ μία ἀκούραστη μαθήτρια τοῦ
Χριστοῦ. Τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν γενικὴ ἀναγνώριση τῆς ἁγίας της ζωῆς καὶ τῆς
πολλῆς της ἀγάπης διεπίστωσε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Πέτρος, μόλις ἐπῆγε στὸ
σπίτι της. Ἐκεῖ «παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ
χῆραι» κλαίοντας για τὸν θάνατό της. Οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ τῆς πόλεως
ἔδειχναν στὸν Πέτρο τοὺς «χιτῶνας καὶ τὰ
ἱμάτια», τὰ ὁποῖα κατεσκεύαζε ἡ Ταβιθὰ γιὰ χάρη τους καὶ τὰ θέρμαινε μὲ τὴν
πνοὴ τῆς ἀγάπης της. Αὐτὴ τοὺς παρηγοροῦσε, τοὺς συμβούλευε, τοὺς ἀνακούφιζε
στὸν πόνο τους.
Ἄπο
αὐτὴν τὴν ἀρετὴ τῆς γυναίκας συγκινημένος ὁ Πέτρος, μὲ ὅλη τὴν θερμότητα τῆς
καρδιᾶς του «θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο».
Ἴσως στὴν προσευχή του αὐτὰ τὰ δάκρυα τῶν εὐεργετημένων ἀνθρώπων νὰ
ἐπικαλέστηκε ὁ Πέτρος, ἀλλὰ καὶ τὴν μεγάλη φιλανθρωπία της. Καὶ ὁ Κύριος μας
ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ Πέτρου ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας βραβεύοντας τὴν
ἀφοσιωμένη του μαθήτρια, τὴν κόρη τῆς ἀγάπης καὶ τῶν καλῶν ἔργων, τὴν Ταβιθά. Ἡ
ἀνάστασή της ἀποτελοῦσε μόνον τὴν ἀρχὴ τῶν ἀμοιβῶν ποὺ θὰ τῆς χάριζε ὁ Κύριος
καὶ σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στὴν αἰώνια Βασιλεία. Διότι ὁ Κύριος
ἐπιβλέπει ἰδιαιτέρως ἐπὶ τοὺς ἐλεήμονες καὶ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἀγάπης, οἱ
ὁποῖοι ἑλκύουν πολλὴ τὴν Χάρη του.
2. ΜΙΜΗΤΑΙ ΤΗΣ
Ἡ ἁγία
Ταβιθὰ μὲ τὸ παράδειγμά της ἐμπνέει κι ἐμᾶς νὰ γίνουμε σήμερα ταπεινοὶ μαθηταὶ
τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἀθόρυβα, ταπεινὰ καὶ ἀνιδιοτελῶς, μὲ κίνητρο μόνο τὴν ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ νὰ προσφέρουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη στοὺς γύρω μας· νὰ στηρίζουμε τοὺς
ἀδυνάτους· νὰ παρηγοροῦμε τοὺς ὀλιγοψύχους· νὰ εὐεργετοῦμε τοὺς ἐνδεεῖς· νὰ
παρέχουμε βάλσαμο παρηγοριᾶς στοὺς πονεμένους. Ἐὰν ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ
πραγματικά, θὰ πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ ἀποδεικνύουμε στὴ ζωή μας μὲ ἔργα ἀγάπης καὶ
φιλανθρωπίας. Μὲ πράξεις ἐλεημοσύνης καὶ προσφορᾶς πρὸς τοὺς πάσχοντας, τοὺς
πεφορτισμένους. τοὺς ἐνδεεῖς ὑλικῶς καὶ πνευματικῶς, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ
θλίβονται καὶ πονοῦν.
Νὰ
προσφέρουμε ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς μας καὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημα τῶν ἀγαθῶν
μας ἀκόμη στοὺς ἄλλους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη τροφές, ροῦχα καὶ χρήματα. Νὰ
διακονοῦμε ἰδιαιτέρως στὸ ὀργανωμένο φιλανθρωπικὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ Ἐκκλησία
μας σήμερα. Εἶναι πραγματικὰ ἀξιοθαύμαστο τὸ φιλανθρωπικὸ αὐτὸ ἔργο, στὸ ὁποῖο
συμμετέχουν ἰδιαιτέρως γυναῖκες. Καὶ μᾶς ἐμπνέουν κι αὐτὲς μὲ τὴν αὐτοθυσία
τους καὶ μᾶς διδάσκουν μὲ τὴν προσφορά τους νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἄνθρωποι
διακονίας, ὄχι μόνο μὲ τὴ δική μας πρωτοβουλία καὶ ἔμπνευση, ἀλλὰ καὶ
συμμετέχοντας στὴ συντονισμένη φιλανθρωπικὴ δράση τῆς Ἐκκλησίας μας: στὸ
φιλόπτωχο ταμεῖο, στὰ συσσίτια ποὺ ὀργανώνουν πολλὲς ἐνορίες, στὰ ἔργα τῆς
φιλανθρωπίας, στὸν τομέα τῆς προνοίας, στοὺς ἐράνους τῆς ἀγάπης, στὰ
νοσοκομεῖα, στὰ γηροκομεῖα ἢ ἄλλα ἱδρύματα, στὶς φυλακές, στὰ κοιμητήρια, στοὺς
ἀρρώστους, στὶς κατασκηνώσεις, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη.
Ἀδελφοί, ὁ Κύριος μᾶς
ἐβεβαίωσε ὅτι στοὺς ἀνθρώπους τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ἀγάπης θὰ χαρίσει μισθὸ
πολὺ καὶ θὰ τοὺς ἀναδείξει υἱοὺς τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς
ἐμπράκτου χριστιανικῆς ἀγάπης, κάθε ὑλικῆς καὶ πνευματικὴς προσφορᾶς πρὸς τὸν
συνάνθρωπό μας, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά,
πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος
τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσε τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε
κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα
καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει
αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας
αὐτὸν ὑγιῆ.
(Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὕστερα ἀπ’ αὐτὰ ἦταν ἡ ἑορτὴ
τῶν Ἰουδαίων, πιθανότατα ἡ ἑορτὴ τῶν Πουρίμ, πού ἔπεφτε περίπου ἕνα
μήνα πρὶν τὸ Πάσχα. Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἐκεῖ, στὰ Ἱεροσόλυμα, κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη τοῦ τείχους τῆς πόλεως
ὑπάρχει κάποια λίμνη στὴν ὁποία κολυμποῦσαν, καὶ ἡ ὁποία στὴν ἑβραϊκὴ
γλώσσα ὀνομαζόταν Βηθεσδά. Ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ εἶχε τριγύρω της πέντε
στοές, πέντε θολωτὰ ὑπόστεγα. Σ' αὐτὰ τὰ θολωτὰ ὑπόστεγα βρίσκονταν
ξαπλωμένοι πάρα πολλοὶ ἄρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, ἄνθρωποι μὲ κάποιο
μέλος πιασμένο καὶ ἀναίσθητο ἢ ἀτροφικὸ· κι ὅλοι αὐτοὶ περίμεναν
νὰ κινηθεῖ τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας. Διότι ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ἕνας ἄγγελος
κατέβαινε στὴν κολυμβήθρα καὶ ἀνατάραζε τὰ νερά της. Καὶ ὅποιος ἔμπαινε
πρῶτος σ' αὐτὴ μετὰ τὴν ἀνατάραξη τοῦ νεροῦ, γινόταν ὑγιής, ὁποιαδήποτε
κι ἂν ἦταν ἡ ἀρρώστια πού εἶχε. Ὑπῆρχε λοιπὸν ἐκεῖ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος
τῶν ἀρρώστων καὶ κάποιος ἄνθρωπος πού ἦταν ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα
χρόνια. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς νὰ εἶναι ξαπλωμένος κάτω καὶ μὲ τὸ θεῖο
Του βλέμμα διέκρινε ὅτι ἀπὸ πολὺ καιρὸ εἶχε αὐτὴν τὴν ἀσθένεια, τοῦ
εἶπε: Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής;
Καὶ μὲ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ Κύριος ἔδινε ἀφορμὴ στὸν παράλυτο νὰ ζητήσει
τὴ βοήθειά Του. Πράγματι λοιπὸν ὁ ἄρρωστος τοῦ ἀποκρίθηκε: Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ ρίξει
στὴν κολυμβήθρα ἀμέσως μόλις ἀναταραχθοῦν τὰ νερά της. Κι ἐνῶ προσπαθῶ
νὰ πλησιάσω ἐγώ μόνος μου, προλαβαίνει ἄλλος καὶ κατεβαίνει στὸ νερὸ
πρὶν ἀπὸ μένα. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Σήκω
ἐπάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο σου καὶ περπάτα. Κι ἀμέσως ὁ
ἄνθρωπος ἔγινε καλά, πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ περπατοῦσε ἐλεύθερα.
Ἦταν
ὅμως Σάββατο ἡ ἡμέρα πού ἔγινε αὐτό. Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ πρόκριτοι Ἰουδαῖοι
στὸν θεραπευμένο: Σήμερα εἶναι Σάββατο.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνεις καὶ νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου. Αὐτὸς
ὅμως τοὺς ἀποκρίθηκε: Ἐκεῖνος πού
μὲ ἔκανε καλὰ μὲ θαῦμα καὶ θεϊκὴ δύναμη, αὐτὸς μοῦ εἶπε, πάρε τὸ κρεβάτι
σου καὶ περπάτα. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ τὸν ρώτησαν ἐκεῖνοι:
Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πού σοῦ
εἶπε πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα; Ὁ θεραπευμένος ὅμως παράλυτος
δὲν ἤξερε ποιὸς εἶναι· διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε φύγει ἀπαρατήρητος καί
εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Καὶ ἦταν εὔκολο νὰ ἐξαφανιστεῖ, διότι ὑπῆρχε πολὺς
λαὸς στὸν τόπο πού ἔγινε τὸ θαῦμα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ τὸν βρῆκε
ὁ Ἰησοῦς στό ἱερὸ καὶ τοῦ εἶπε: Βλέπεις,
τώρα ἔχεις γίνει ὑγιής. Πρόσεξε λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις
πιά γιὰ νὰ μὴ πάθεις τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια πού εἶχες, καὶ ἡ
ὁποία σοῦ συνέβη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Πρόσεξε μὴν πάθεις χειρότερη
συμφορὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χάσεις μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός σου καὶ
τὴν ψυχή σου. Ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἱερὸ καί, ἀφοῦ συνάντησε
τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ἀνήγγειλε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν αὐτὸς πού τὸν γιάτρεψε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου