ΙΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
(ΜΝΗΜΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)
(1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017)
ΒΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
«...τὰ τῶν
ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας». Μὲ τὴ φράση αὐτή, τὸ ἀπολυτίκιο, ἀπόλυτα
ἐπιτυχημένα, τονίζει τὴν κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ποὺ μὲ τὴ θεία
διδασκαλία του στόλισε μὲ ἀρετὲς τὰ ἤθη καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Μέγας αὐτὸς
πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γεννήθηκε τὸ 329 μ.Χ., κατ᾿
ἄλλους τὸ 330 μ.Χ., στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου στὸ χωριὸ Ἄννησα καὶ μεγάλωσε
στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Τὰ δὲ ἐγκυκλοπαιδικὰ λεξικὰ ἀναφέρουν σὰν
πατρίδα τοῦ Μ. Βασιλείου τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας. Εἶχε 8 ἀδέρφια, 3
ἀγόρια καὶ πέντε κορίτσια. Ἀπὸ τὰ 4 ἀγόρια τὰ 3 ἀγόρια ἔγιναν ἐπίσκοποι (ὁ
Βασίλειος Καισαρείας, ὁ Γρηγόριος Νύσσης καὶ ὁ Πέτρος Σεβαστείας) καὶ τὸ ἕνα
μοναχὸς (ὁ Ναυκράτιος). Ἀπὸ τὶς 5 ἀδερφές του ἡ πρώτη, καὶ συγχρόνως τὸ πιὸ
μεγάλο παιδὶ τῆς οἰκογένειας, ἡ Μακρίνα, ἔγινε μοναχή. Οἱ γονεῖς του Βασίλειος
(καὶ αὐτός), ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ Ἐμμέλεια, ποὺ
καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἂν καὶ κατὰ κόσμον εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, εἶχαν
συγχρόνως καὶ ἀκμαιότατο χριστιανικὸ φρόνημα. Αὐτοὶ μάλιστα ἔθεσαν καὶ τὶς
πρῶτες – καθοριστικῆς σημασίας – πνευματικὲς βάσεις τοῦ Ἁγίου.
Μὲ ἐφόδιο αὐτὴ
τὴ χριστιανικὴ ἀνατροφή, ὁ Βασίλειος ἀρχίζει μιὰ καταπληκτικὴ ἀνοδικὴ
πνευματικὴ πορεία. Ἔχοντας τὰ χαρίσματα τῆς εὐστροφίας καὶ τῆς μνήμης, κατακτᾶ
σχεδὸν ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, κατακτᾶ τὴ θεία
θεωρία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ τὴν κάνει ἀμέσως πράξη μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή
του.
Ἂς ἀναφέρουμε
ὅμως, περιληπτικά, τὴν πορεία τῶν δραστηριοτήτων του. Μετὰ τὶς πρῶτες του
σπουδὲς στὴν Καισαρεία καὶ κατόπιν στὸ Βυζάντιο, ἐπισκέφθηκε, νεαρὸς ἀκόμα, τὴν
Ἀθήνα, ὅπου ἐπὶ τέσσερα χρόνια συμπλήρωσε τὶς σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία,
ρητορική, γραμματική, ἀστρονομία καὶ ἰατρική, ἔχοντας συμφοιτητές του τὸν
Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ (τὸν Θεολόγο) καὶ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα
ἐπέστρεψε στὴν Καισαρεία καὶ δίδασκε τὴν ρητορικὴ τέχνη. Ἀποφάσισε ὅμως, νὰ
ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὰ κέντρα τοῦ ἀσκητισμοῦ, γιὰ νὰ
διδαχθεῖ τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὴν Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καὶ
Μεσοποταμία. Ὅταν ἐπέστρεψε, ἀποσύρθηκε σὲ μια Μονὴ τοῦ Πόντου, ἀφοῦ ἔγινε
μοναχός, καὶ ἀσκήθηκε ἐκεῖ μὲ κάθε αὐστηρότητα για πέντε χρόνια (357 – 362
μ.Χ.). Ἤδη τέλεια καταρτισμένος στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, χειροτονήθηκε διάκονος καὶ
πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο. Ὁ ὑποδειγματικὸς τρόπος τῆς
πνευματικῆς ἐργασίας του δὲν ἀργεῖ νὰ τὸν ἀνεβάσει στὸ θρόνο τῆς ἀρχιεροσύνης,
διαδεχόμενος τὸν Εὐσέβιο στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Καισαρείας (370 μ.Χ.). Μὲ
σταθερότητα καὶ γενναῖο φρόνημα, ὡς ἀρχιερέας ἔκανε πολλοὺς ἀγῶνες για τὴν
Ὀρθόδοξη Πίστη. Μὲ τοὺς ὀρθόδοξους λόγους ποὺ συνέγραψε, κατακεραύνωσε τὰ
φρονήματα τῶν κακοδόξων.
Στοὺς ἀγῶνες
του κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἀναδείχτηκε ἀδαμάντινος, οὔτε κολακεῖες βασιλικὲς τοῦ
Οὐάλεντα (364 - 378 μ.Χ.), ποὺ πῆγε αὐτοπροσώπως στὴν Καισαρεία γιὰ νὰ τὸν
μετατρέψει στὸν Ἀρειανισμό, οὔτε οἱ ἀπειλὲς τοῦ Μόδεστου μπόρεσαν νὰ κάμψουν τὸ
ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ Ἁγίου. Ὑπεράσπισε μὲ θάρρος τὴν Ὀρθοδοξία, καταπλήσσοντας
τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς Ἀρειανούς. Ἀκόμα, ἀγωνίστηκε κατὰ τῆς ἠθικῆς σήψεως καὶ
ἐπέφερε σοφὲς μεταρρυθμίσεις στὸ μοναχισμό.
Ἡ δὲ ὑπόλοιπη
ποιμαντορικὴ δράση του, ὑπῆρξε ἀπαράμιλλη, κτίζοντας τὴν περιφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα μὲ εὐαγῆ
ἱδρύματα, ὅπως φτωχοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο, ξενοδοχεῖο καὶ
νοσοκομεῖο κ.ἄ., ὅπου βρῆκαν τροφὴ καὶ περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε
ἡλικίας, γένους καὶ φυλῆς.
Ὁ Μέγας
Βασίλειος ἔχει πλούσιο καὶ σημαντικὸ συγγραφικὸ ἔργο. Τὰ κυριότερα ἔργα του
εἶναι οἱ 9 ὁμιλίες στὴν Ἑξαήμερο, ὁμιλίες στοὺς Ψαλμούς, πολλὲς καὶ διάφορες
ἄλλες ὁμιλίες, ἀσκητικὰ ἔργα καὶ ἐπιστολές. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔργων του, ἔγραψε
καὶ Θεία Λειτουργία, πού, μετὰ τὴν ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς συντομότερης τοῦ Ἁγ.
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τελεῖται 10 φορὲς τὸν χρόνο: τὴν 1η Ἰανουαρίου (ὅπου
γιορτάζεται καὶ ἡ μνήμη του), τὶς πρῶτες πέντε Κυριακὲς τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς,
τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, τὴν Μ. Πέμπτη καὶ τὸ Μ. Σάββατο.
Στὰ πενήντα
του χρόνια ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξαιτίας τῆς ἀσθενικῆς κράσεώς του καὶ τῆς
αὐστηρῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του (ὁρισμένες πηγὲς λένε ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστια τοῦ ἥπατος
ἢ τῶν νεφρῶν), τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 378 μ.Χ. ἢ κατ᾿ ἄλλους τὸ 379 μὲ 380 μ.Χ.,
ἐγκαταλείπει τὸν φθαρτὸ καὶ μάταιο αὐτὸ κόσμο, ἀφήνοντας παρακαταθήκη καὶ Ἱερὴ
κληρονομιὰ στὴν ἀνθρωπότητα ἕνα τεράστιο πνευματικὸ ἔργο.
ΠΗΓΗ:
http://www.saint.gr/1/saint.aspx#
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Ἀδελφοί,
βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ
τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν·
ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ
πεπληρωμένοι, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε
περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν
τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καὶ
συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν
νεκρῶν.
(Κολ. β΄[2] 8-12)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, προσέχετε μήπως σᾶς ἐξαπατήσει κανεὶς μὲ τὴν
ψευδοφιλοσοφία καὶ τὴν ἀπάτη ποὺ εἶναι ἄδεια ἀπὸ ὠφέλιμο περιεχόμενο καὶ στηρίζεται ὄχι σὲ θεία ἀποκάλυψη ἀλλὰ στὴν παράδοση τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ εἶναι φτιαγμένη σύμφωνα μὲ τὴ στοιχειώδη καὶ παιδαριώδη θρησκευτικὴ διδασκαλία τοῦ πλανεμένου κόσμου
καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μείνετε σταθεροὶ στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Διότι
μέσα στὸ Χριστὸ κατοικεῖ ὁλόκληρη ἡ θεότητα σωματικῶς, δηλαδὴ μέσα στὸ σῶμα καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ προσέλαβε μὲ τὴ σάρκωσή του. Κι ἐσεῖς ἑνωμένοι
μ᾿ αὐτὸν εἶστε πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὶς χάριτές του. Αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ ἡ αἰτία κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Ἔχοντας κοινωνία μαζί του
περιτμηθήκατε μὲ πνευματικὴ περιτομή, ποὺ δὲν γίνεται ἀπὸ χέρι ἀνθρώπινο, ὅπως ἡ ἰουδαϊκὴ περιτομή, ἀλλὰ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ ἡ περιτομὴ αὐτὴ συνίσταται στὸ γδύσιμο καὶ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σώματος ποὺ ἦταν ὑποδουλωμένο στὶς ἁμαρτίες τῆς σάρκας. Καὶ τὸ γδύσιμο αὐτὸ δὲν ἔγινε μὲ τὴν κατακοπὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ εἶναι ἡ περιτομὴ ποὺ λάβατε ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅταν θαφτήκατε μαζί του
στὸ βάπτισμα. Καὶ δὲν θαφτήκατε μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀναστηθήκατε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ μυστηριακῶς μὲ τὸ βάπτισμα. Κι ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἐπειδὴ πιστέψατε στὴν ἐνέργεια καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος
τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Πιστέψατε δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἴδια δύναμη καὶ ἐνέργεια θὰ ἀναστήσει κι ἐσᾶς ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς
ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ
περιτεμεῖν αὐτόν, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Ιησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου
πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. Τὸ δὲ
παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον
σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ’ αὐτό. Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ’ ἔτος εἰς Ἱερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ τοῖς γνωστοῖς· καὶ μὴ εὑρόντες αὐτόν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν. καὶ ἐγένετο μεθ’ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· Τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε. καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς· Τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. καὶ κατέβη μετ’ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.
(Λουκ.β΄[2]
20-21, 40-52)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Καὶ οἱ ποιμένες γύρισαν πίσω στὸ ποίμνιό τους καὶ δόξαζαν καὶ ὑμνολογοῦσαν τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα ἄκουσαν ἀπὸ τὸν ἄγγελο καὶ εἶδαν τὰ μάτια τους ὅταν πῆγαν στὴ Βηθλεέμ, καὶ τὰ ὁποῖα ἦταν ἀκριβῶς ὅπως τοὺς τὰ εἶπε ὁ ἄγγελος. Κι ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ὀκτὼ ἡμέρες γιὰ νὰ γίνει στὸ παιδὶ ἡ περιτομή, τοῦ ἔκαναν περιτομή, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ καὶ μὲ τὴν πράξη αὐτὴ ὅτι ἦταν γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ὅπως δηλαδὴ τὸ εἶχε ὀνομάσει ὁ ἄγγελος προτοῦ ἀκόμα συλληφθεῖ τὸ παιδὶ στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του. Ὅταν λοιπὸν τὸ παιδὶ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, καὶ ἀνέβηκαν αὐτοὶ στὰ Ἱεροσόλυμα σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια ποὺ εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τὸ νόμο γιὰ τὴν ἑορτή, τὸ πῆραν κι αὐτὸ μαζί τους. Κι ὅταν
συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τῆς παραμονῆς τους στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπέστρεφαν στὴν πατρίδα τους, ὁ μικρὸς Ἰησοῦς ἔμεινε πίσω στὴν Ἱερουσαλήμ. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἀντιλήφθηκαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐπειδὴ νόμισαν ὅτι αὐτὸς ἦταν στὸ καραβάνι τῶν προσκυνητῶν, προχώρησαν μιᾶς ἡμέρας δρόμο. Καὶ τὸ ἀπόγευμα ζητοῦσαν νὰ τὸν βροῦν ἀνάμεσα στοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς γνωστούς τους. Κι ἐπειδὴ δὲν τὸν βρῆκαν, γύρισαν πίσω στὴν Ἰερουσαλήμ, καὶ στὸ δρόμο ζητοῦσαν νὰ τὸν βροῦν ρωτώντας καὶ τοὺς προσκυνητὲς ποὺ συναντοῦσαν. Ὅταν τελικὰ ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τότε ποὺ εἶχαν ἀναχωρήσει ἀπὸ ἐκεῖ χωρὶς τὸν Ἰησοῦ, τὸν βρῆκαν στὸν ἱερὸ περίβολο τοῦ Ναοῦ νὰ κάθεται ἀνάμεσα στοὺς διδασκάλους, καὶ νὰ τοὺς ἀκούει καὶ νὰ τοὺς ρωτᾶ γιὰ σπουδαῖα ζητήματα, ἀσυνήθιστα γιὰ τὴν ἠλικία του. Κι ὅλοι ὅσοι τὸν ἄκουγαν ἀποροῦσαν καὶ θαύμαζαν γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ νοημοσύνη του καὶ γιὰ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδινε. Μόλις τὸν εἶδαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία, καταλήφθηκαν ἀπὸ ἔκπληξη, διότι γιὰ πρώτη φορὰ ὁ μικρὸς Ἰησοῦς φαινόταν νὰ μὴ σκέπτεται τὴν ἀνησυχία ποὺ θὰ τοὺς προκαλοῦσε ἡ καθυστέρηση αὐτή. Καὶ ἡ μητέρα του τοῦ εἶπε: Παιδί μου, γιατί μᾶς τὸ ἔκανες αὐτὸ ἔτσι κι ἔμεινες πίσω; Ἰδού, ὁ πατέρας σου κι ἐγὼ μὲ πόνο καὶ λαχτάρα σὲ ζητούσαμε. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: Γιατί ζητούσατε νὰ μὲ βρεῖτε; Δὲν ξερατε ὅτι πρέπει νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα μου; Δὲν ἐπρεπε λοιπὸν νὰ ἀνησυχεῖτε, οὔτε ὑπῆρχε λόγος νὰ μὲ ἀναζητεῖτε νομίζοντας ὄτι χάθηκα. Αὐτοὶ ὅμως δὲν κατάλαβαν τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ τοὺς εἶπε, διότι δὲν ἤξεραν ἀκόμη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε καὶ τὴ θεία φύση καὶ ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς δικαιοῦνταν νὰ ὀνομάσει τὸ ναὸ πατρικὴ κατοικία του. Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς κατέβηκε μαζί τους ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθε στὴ Ναζαρέτ. Καὶ ἑξακολουθοῦσε ὡς ὑπάκουο παιδὶ νὰ ὑποτάσσεται σ' αὐτούς. Ἡ μητέρα του μάλιστα διατηροῦσε τὰ λόγια καὶ τὰ γεγονότα αὐτὰ στὴ μνήμη της, βαθιὰ χαραγμένα στὴν καρδιά της. Καὶ ὁ Ἰησοῦς βαθμιαία καὶ προοδευτικὰ ἐκδήλωνε τὴ θεία σοφία ποὺ ἐξαρχῆς εἶχε. Ἐπίσης ἀναπτυσσόταν καὶ σωματικά. Καὶ σταδιακὰ ἀπεκάλυπτε τὴ χάρη ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἐξαρχῆς ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐκδήλωνε τὴν εὔνοιά του σ᾿ αὐτόν. Κατὰ τὸ μέτρο δηλαδὴ τῆς σωματικῆς αὐξήσεως καὶ ἀναπτύξεώς του ἀπεκάλυπτε περισσότερο τὴν ἐνίσχυση καὶ τὴν εὐλογία ποὺ ὁ Θεὸς ἐξέχυνε πάνω στὴν ἀνθρώπινη φύση του ἤδη ἀπὸ τὴ σύλληψή του. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔβρισκαν σ' αὐτὸν ὁλοένα καὶ περισσότερο ἔκτακτα καὶ ἀσυνήθιστα χαρίσματα
σοφίας, καλοσύνης καὶ ἀρετής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου