ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
(23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Ἀδελφοί,
πίστει παρῴκησεν Ἀβραάμ εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας
ὡς
ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας
μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας
τῆς αὐτῆς· ἐξεδέχετο
γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς
ὁ Θεός. Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γὰρ με διηγούμενον
ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών,
Ἰεφθάε, Δαυῒδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως
κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων,
ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως
τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι
τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως
τύχωσιν·
ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων
πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες
μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο
τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι
προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.
(Ἑβρ. ια΄[11] 9-10,
32- 40)
Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ
ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
1. Ο ΑΒΡΑΑΜ
Τὴν Κυριακὴ
πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα παρουσιάζονται
μεγάλες μορφὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πατριάρχες, κριτές, βασιλεῖς,
προφῆτες, προπάτορες. Ὅλοι αὐτοὶ ζοῦσαν μέρα καὶ νύχτα μὲ τὸ ὅραμα
τοῦ Μεσσία· ποθοῦσαν μὲ λαχτάρα νὰ Τὸν δοῦν, μὰ δὲν ἀξιώθηκαν νὰ ζήσουν
στὰ χρόνια του. Ἀρχικὰ ἐγκωμιάζεται ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ. Χάρη στὴν
πίστη του ὁ Ἀβραάμ, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔμεινε ὡς ξένος στὴ
γῆ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, καὶ τὴν θεωροῦσε ξένη χώρα. Καὶ ζοῦσε
μέσα σὲ σκηνὲς μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦταν συγκληρονόμοι
τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Ζοῦσε ὡς ξένος καὶ μετανάστης στὴ «γῆ
τῆς ἐπαγγελίας», διότι περίμενε μὲ πόθο νὰ κατοικήσει στὴν ἐπουράνια
πόλη, ἡ ὁποία ἔχει τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀδιάσειστα θεμέλια καὶ τεχνίτη
καὶ κτίστη τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Τί μποροῦμε
νὰ καταλάβουμε ἐμεῖς ἄραγε ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ;
Ἐνῶ ἦταν τόσο
πλούσιος – εἶχε πολλοὺς ὑπηρέτες καὶ ζῶα – δὲν ἀπέκτησε οὔτε ἕνα μέτρο
γῆς. Ἡ μοναδικὴ ἀκίνητη περιουσία ποὺ ἀπέκτησε ἦταν ὁ τάφος ὁ δικός
του καὶ τῆς γυναίκας του. Τίποτε ἄλλο. Δὲν ἤθελε νὰ ἐπιστρέψει στὴ γῆ
ἀπὸ τὴν ὁποία ξεκίνησε, οὔτε τὸν συγκινοῦσε ἡ γῆ αὐτή. Ζοῦσε μέσα
σὲ σκηνές, γιὰ νὰ θυμᾶται πὼς εἶναι προσωρινὸς ἔνοικος στὴ γῆ αὐτή.
Γιὰ νὰ ἔχει στραμμένο διαρκῶς τὸ νοῦ του στὴν οὐράνια πατρίδα μας. Διότι
εἶχε ἄλλα ὁράματα, τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ἦταν τὸ
ὅραμά του, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὸ ὅραμα κάθε πιστοῦ. Διότι δὲν
εἴμαστε μόνιμοι σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ. Κάποτε θὰ τὴν ἐγκαταλείψουμε ἀναγκαστικὰ
γιὰ πάντα. Θὰ ἀφήσουμε πίσω μας ὅλα αὐτὰ στὰ ὁποῖα κόλλησε ἡ καρδιά
μας. Μὴν ξεχνιόμαστε λοιπόν. Ἡ ζωή μας δὲν εἶναι στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώρα,
ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν αἰωνιότητα. Μὴ μᾶς ἀπορροφοῦν οἱ ἡδονὲς
καὶ οἱ μέριμνες τῆς ζωῆς, τὰ οἰκονομικὰ ἢ ἄλλα προβλήματα, καὶ ξεχνοῦμε
τὸν προορισμό μας. Δὲν ἀνήκουμε στὴ γῆ. Δὲν πλασθήκαμε γιὰ λίγα χρόνια
ζωῆς. Ἡ ζωή μας δὲν σταματᾶ στὸν τάφο. Ἔχουμε μέσα μας ψυχὴ ἀθάνατη.
Στὰ οὐράνια ἂς ἔχουμε τὶς καρδιές μας. Διότι γιὰ νὰ γίνουμε κάτοικοι
τοῦ οὐρανοῦ θὰ πρέπει νὰ τὸν ποθήσουμε ἀπὸ τώρα καὶ νὰ τὸν προγευόμαστε.
Νὰ ἀνεβαίνουμε καθημερινὰ τὴ θεία κλίμακα, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς, τῆς ὁποίας τὸ τελευταῖο σκαλὶ εἶναι ἀθέατο στὰ ἀνθρώπινα
μάτια. Αὐτὴ ἡ πορεία θὰ μᾶς ξεκουράζει, θὰ μᾶς πλημμυρίζει μὲ τὴ χάρη
τοῦ Θεοῦ. Ὅταν μᾶς γοητεύσει ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ ἀσύλληπτος θησαυρός
μας, ὁ Χριστός, θὰ χάσει πλέον τὴ γοητεία του ὁ κόσμος. Τότε θὰ περιφρονοῦμε
τὰ μάταια, θὰ ποθοῦμε τὰ αἰώνια.
2. ΟΙ ΠΡΟΠΑΤΟΡΕΣ
Στὴ συνέχεια
ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ μιὰ σειρὰ ἡρώων της πίστεως τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, προπάτορες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἄλλους
δικαίους, κριτὲς καὶ προφῆτες. Λέει ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἔφθανε ὁ χρόνος νὰ
διηγεῖται γιὰ τὸν Γεδεὼν καὶ τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Σαμψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε
καὶ γιὰ τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφῆτες. Ὅλοι αὐτοί, λέει,
οἱ ἅγιοι ἄνδρες ἔδειξαν μεγάλη γενναιότητα καὶ πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση
τῶν ὑποσχέσεων ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός. Ἔφραξαν τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν,
ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνο
τῆς σφαγῆς, ἐνδυναμώθηκαν καὶ θεραπεύτηκαν ἀπὸ ἀρρώστιες· ἀναδείχθηκαν
ἀνίκητοι στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τὶς ἐχθρικὲς παρατάξεις. Μὲ
τὴ δύναμη τῆς πίστεως γυναῖκες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ξαναπῆραν πίσω
ζωντανὰ τὰ νεκρὰ παιδιά τους ποὺ ἀναστήθηκαν. Ἄλλοι βασανίστηκαν
σκληρὰ μέχρι θανάτου, ἐπειδὴ δὲν δέχθηκαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη
τους· κι ἄλλοι δοκίμασαν σκληροὺς πειρασμούς, ἐμπαιγμούς, μαστιγώσεις,
φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, σφαγιάστηκαν. Κι ἄλλοι
περιφέρονταν σὰν μετανάστες ἐδῶ κι ἐκεῖ, στὶς ἐρημιές, στὰ βουνὰ
καὶ σὲ σπηλιὲς τῆς γῆς. Ἔζησαν μέσα σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν θλίψεις
καὶ κακοπάθειες. Κι ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν ἀνεκτίμητη ἀξία. Ὁλόκληρος
ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἄνθρωποι. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὅμως
«οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν», δὲν ἀπόλαυσαν τὴν ὑπόσχεση ποὺ
τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς προέβλεψε γιὰ μᾶς κάτι καλύτερο, ὥστε
αὐτοὶ νὰ μὴ λάβουν σὲ βαθμὸ τέλειο τὴ σωτηρία τους χωρὶς ἐμᾶς· ἀλλὰ
νὰ τὴ λάβουμε ὅλοι μαζί.
Ὅλοι αὐτοὶ
λοιπὸν οἱ πιστοὶ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ζοῦσαν μὲ τὸ ὅραμα
τοῦ Μεσσία. Ἐκεῖ ἦταν ἡ καρδιά τους. Περίμεναν τὸν ἐρχομό του, περίμεναν
τὴ λύτρωσή του, τὴν παρουσία του. Περίμεναν τὴ Γέννησή του. Καὶ ἑτοίμαζαν
τὶς ψυχές τους, γιὰ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν, νὰ Τὸν δοῦν, νὰ γεμίσει ἡ ψυχή
τους μὲ ἀγαλλίαση.
Ἀλήθεια ἐμεῖς
ἔχουμε αὐτὴν τὴν προσμονὴ τῶν πιστῶν της Παλαιᾶς Διαθήκης; Καθὼς
πλησιάζουν Χριστούγεννα, ἂς μαθητεύσουμε στὸν πόθο καὶ τὴ λαχτάρα
τους, ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν προσμονή τους κι ἂς λαχταρήσουμε
μὲ τὴ δική τους ἀγάπη τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία. Γιὰ νὰ γίνουν τὰ Χριστούγεννα
σταθμὸς στὴ ζωή μας, σταθμὸς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς, χάριτος καὶ ἀγῶνος.
Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστὸς καὶ στὶς δικές μας καρδιὲς καὶ νὰ μείνει μόνιμος
ἔνοικος τῆς καρδιᾶς μας.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Βίβλος γενέσεως
Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραὰμ ἐγέννησε
τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, Ἰούδας δὲ ἐγέννησε
τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἑσρώμ, Ἑσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ, Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών,
Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, Σαλμὼν
δὲ ἐγέννησε
τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἰεσσαί, Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυῒδ τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ἐγέννησε
τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, Σολομὼν
δὲ ἐγέννησε
τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀσά, Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ὀζίαν, Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἀχαζ, Ἀχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἑζεκίαν, Ἑζεκίας
δὲ ἐγέννησε
τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἀμών, Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν, Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἰεχονίαν
καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν
Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησε
τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ
δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἀζώρ, Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ
δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ, Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν
δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη
Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας
Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας
Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως
ἦν· μνηστευθείσης τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν
αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου. Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος
ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν
παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος
ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ' ὄναρ ἐφάνη
αὐτῷ
λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ,
μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου, τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματός ἐστιν ἁγίου· τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν, αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν
αὐτῶν.
Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ
τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν,
καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός. Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.
(Ματθ. α΄[1] 1-25)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Γενεαλογικὸς
κατάλογος στὸν ὁποῖο φαίνεται ἀκριβῶς ἀπὸ ποῦ κατάγεται ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος πάλι ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ.
Ὁ Ἀβραὰμ γέννησε τὸν Ἰσαάκ, ὁ Ἰσαὰκ γέννησε τὸν Ἰακώβ, ὁ Ἰακὼβ
γέννησε τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ἀδελφούς του, ὁ Ἰούδας γέννησε δίδυμα
παιδιά, τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἀπὸ τὴ νύφη του τὴ Θάμαρ, ὁ Φαρὲς γέννησε
τὸν Ἐσρώμ, ὁ Ἐσρώμ γέννησε τὸν Ἀράμ, ὁ Ἀρὰμ γέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, ὁ Ἀμιναδὰβ
γέννησε τὸν Ναασσών, ὁ Ναασσών γέννησε τὸν Σαλμών, ὁ Σαλμών γέννησε
τὸν Βοὸζ ἀπὸ τὴ Ραχὰβ τὴν πόρνη, ἡ ὁποία δέχθηκε στὴν Ἱεριχώ τοὺς κατασκόπους
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς φυγάδευσε σώους· ὁ Βοὸζ γέννησε τὸν Ὠβήδ ἀπὸ
τὴ Ρούθ, ἡ ὁποία ὡς προσήλυτη Μωαβίτισσα καταγόταν ἀπὸ ἔθνος πολὺ
μισητὸ στοὺς Ἑβραίους· ὁ Ὠβήδ γέννη σε τὸν Ἰεσσαί, ὁ Ἰεσσαί γέννησε τὸν
Δαβὶδ τὸν βασιλιά. Ὁ Δαβὶδ ὁ βασιλιὰς γέννησε τὸν Σολομώντα ἀπὸ τὴ
γυναίκα πού ὑπῆρξε σύζυγος τοῦ Οὐρία, γιὰ νὰ φαίνεται σαφῶς ὄχι μόνο
ἀπὸ τὶς περιπτώσεις τῆς Θάμαρ καὶ τῆς Ραχάβ, ἀλλά καὶ ἀπὸ τὸ ὀλίσθημα
αὐτὸ τοῦ Δαβίδ, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶχε εἰσχωρήσει καὶ σ' αὐτοὺς τοὺς προγόνους
τοῦ Μεσσία. Ὁ Σολομών γέννησε τὸν Ροβοάμ, ὁ Ροβοὰμ γέννησε τὸν Ἀβιά,
ὁ Ἀβιὰ γέννησε τὸν Ἀσά, ὁ Ἀσὰ ἀπέκτησε τρισέγγονο τὸν Ἰωσαφάτ, ὁ
Ἰωσαφάτ γέννησε τὸν Ἰωράμ, ὁ Ἰωράμ ἀπέκτησε τρισέγγονο τὸν Ὀζία, ὁ
Ὀζίας γέννησε τὸν Ἰωάθαμ, ὁ Ἰωάθαμ γέννησε τὸν Ἄχαζ, ὁ Ἄχαζ γέννησε τὸν
Ἐζεκία, ὁ Ἐζεκίας γέννησε τὸν Μανασσῆ, ὁ Μανασσῆς γέννησε τὸν Ἀμών, ὁ
Ἀμών γέννησε τὸν Ἰωσία, ὁ Ἰωσίας γέννησε τὸν Ἰωαχίμ ἢ Ἰεχονία καὶ τοὺς ἀδελφούς
του στὰ χρόνια ἐκεῖνα τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων στὴ Βαβυλώνα. Ὅταν
λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν ὡς αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλώνα, ὁ
Ἰεχονίας γέννησε ἐκεῖ τὸν Σαλαθιήλ, ὁ Σαλαθιὴλ γέννησε τὸν Ζοροβάβελ,
καὶ τοῦ Ζοροβάβελ ἀπόγονος ὑπῆρξε ὁ Ἀβιούδ. Ὁ Ἀβιοὺδ γέννησε τὸν
Ἐλιακείμ, ὁ Ἐλιακείμ γέννησε τὸν Ἀζώρ, ὁ Ἀζὼρ γέννησε τὸν Σαδώκ, ὁ Σαδὼκ
γέννησε τὸν Ἀχείμ, ὁ Ἀχείμ γέννησε τὸν Ἐλιούδ, ὁ Ἐλιούδ γέννησε τὸν Ἐλεάζαρ,
ὁ Ἐλεάζαρ γέννησε τὸν Ματθάν, ὁ Ματθάν γέννησε τὸν Ἰακώβ, κι ὁ Ἰακὼβ
γέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀρραβωνιαστικὸ τῆς Μαρίας. Ἀλλά καί ἡ Μαρία
καταγόταν ἀπ' τὸ ἴδιο γένος ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταγόταν κι ὁ Ἰωσήφ. Ἀπὸ
τὴ Μαρία αὐτή, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ Ἀβραάμ, γεννήθηκε
ὁ Ἰησοῦς πού ἐπονομάζεται Χριστός. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν παραπάνω
κατάλογο ὅλες οἱ γενιὲς πού ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τὸν Δαβίδ,
ὅπως ἀριθμοῦνται ἀπό τους συντάκτες τοῦ καταλόγου, εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις·
καί οἱ γενιὲς ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν ἐποχὴ πού οἰ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν
ὡς αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλώνα εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις· καί οἱ γενιὲς
πού ἔζησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ πού οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν στὴ Βαβυλώνα
μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ εἶναι γενιὲς δεκατέσσερις.
Ἡ
γέννηση τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ ἔγινε μὲ τὸν ἑξῆς
ὑπερφυσικὸ καὶ πρωτοφανῆ τρόπο: Ὅταν δηλαδὴ ἡ μητέρα του Μαρία
ἀρραβωνιάσθηκε μὲ τὸν Ἰωσήφ, προτοῦ συγκατοικήσουν ὡς σύζυγοι,
βρέθηκε ἡ Μαρία ἔγκυος μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κι ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ὅταν ἀντιλήφθηκε τὴν ἐγκυμοσύνη,
ἐπειδὴ ἦταν ἐνάρετος καὶ ἀγαθὸς καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴ διαπομπεύσει
γιὰ δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφθηκε νὰ τῆς δώσει μυστικὰ διαζύγιο.
Ἐνῶ ὅμως σκεπτόταν αὐτά, ἰδού, ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου φάνηκε στὸ
ὄνειρό του καὶ τοῦ εἶπε: Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, μὴ διστάσεις καὶ
μὴ φοβηθεῖς νὰ παραλάβεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαρία τὴ μνηστή σου. Διότι
τὸ παιδὶ πού συνέλαβε μέσα της προέρχεται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά γεννήσει γιό, καὶ σὺ πού ἀπὸ τὸ νόμο τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης ἀναγνωρίζεσαι ὡς προστάτης καὶ πατέρας του, θὰ τοῦ δώσεις
τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς», τὸ ὁποῖο σημαίνει «σωτήρας». Καὶ θὰ τοῦ δώσεις αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι αὐτὸς θὰ
σώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του τὸν νέο Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν πιστέψει
ὡς σωτήρα καὶ θὰ γίνει μὲ τὴν πίστη αὐτὴ ὁ πραγματικὸς λαός του. Μὲ ὅλο
αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ὑπερφυσικῆς συλλήψεως τῆς Παρθένου, πραγματοποιήθηκε
πλήρως καὶ ἐπαληθεύθηκε ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη Ἡσαΐα,
ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες εἶπε: Νά,
ἡ παρθένος, πού δὲν γνώρισε ἄνδρα, θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱό,
καὶ ὅσοι θὰ πιστεύουν σ' αὐτὸν θὰ τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ, ὄνομα ἑβραϊκὸ
πού σημαίνει «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί
μας». Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ σηκώθηκε ἀπ’ τόν ὑπνο, ἔκανε ὅπως
τὸν διέταξε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Καὶ παρέλαβε τὴ μνηστή του στὸ σπίτι
του καὶ δὲν ἦλθε σὲ σχέση συζυγικὴ μαζί της ποτέ, ἄρα καὶ ἕως ὅτου
γέννησε τὸν πρῶτο καὶ μονάκριβο υἱό της. Καὶ τότε ὁ Ἰωσὴφ τοῦ ἔδωσε
τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου