ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ
(13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)
Ἀδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ
τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. διὸ
λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν
αἰχμαλωσίαν
καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα
μέρη τῆς γῆς; ὁ καταβὰς αὐτός
ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω
πάντων
τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν
τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας,
εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι
καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος
τοῦ Χριστοῦ.
(Ἐφεσ. δ΄[4], 7 – 13)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, πρέπει νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα. Βέβαια ὅλοι οἱ πιστοὶ δὲν ἔχουμε λάβει τὰ ἴδια χαρίσματα, ἀλλὰ διάφορα καὶ ποικίλα. Αὐτὴ ὅμως ἡ διανομὴ γιὰ κανένα λόγο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται αἰτία χωρισμοῦ μεταξὺ τῶν πιστῶν. Διότι ἡ διανομὴ αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία, ἀλλὰ γίνεται ἀπ' τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Αὐτὸς δηλαδὴ στὸν καθένα ξεχωριστὰ ἀπὸ ἐμᾶς ἔδωσε τὴ θεία χάρη, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο ποὺ μὲ σοφία καὶ δικαιοσύνη χρησιμοποιεῖ στὴ διανομὴ τῆς δωρεᾶς του.Κι ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς διανέμει τὰ χαρίσματα, γι᾿ αὐτὸ λέει καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ στοὺς ψαλμούς: Ὅταν ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάληψή του ἀνέβηκε ψηλὰ στὸν οὐρανό, ἔδεσε αἰχμάλωτους τοὺς ἐχθρούς του, δηλαδὴ τὸν σατανᾶ καὶ τὸν θάνατο, κι ἔδωσε χαρίσματα στοὺς ἀνθρώπους. Λέγοντας λοιπὸν ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι ἀνέβηκε, τί ἄλλο σημαίνει παρὰ ὅτι πρωτύτερα καὶ κατέβηκε στὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε; Ὁ Χριστὸς ποὺ κατέβηκε, εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ καὶ ἀνέβηκε ἐπάνω ἀπ᾿ ὅλους τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ γεμίσει μὲ τὴν παρουσία του καὶ τὶς δωρεές του τὰ πάντα. Κι αὐτὸς ἔδωσε διάφορα χαρίσματα καὶ διακονίες: Ἄλλους ἔθεσε ἀποστόλους, ἄλλους προφῆτες, ἄλλους εὐαγγελιστές, ἄλλους ποιμένες καὶ διδασκάλους, γιὰ νὰ καταρτίζονται οἱ Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἐπιτελεῖται τὸ ἔργο τῆς διακονίας, μὲ τὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι νὰ φθάσουμε νὰ ἔχουμε ὅλοι μία καὶ τὴν ἴδια ἀληθινὴ πίστη καὶ τέλεια γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προοδεύσουμε πνευματικά, ἕως ὅτου γίνουμε ἕνας τέλειος
ἄνθρωπος· καὶ ν᾿ ἀποκτήσουμε τὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος
καὶ τελειότητος τοῦ Χριστοῦ δηλαδὴ νὰ ἔχουμε πλήρεις τὶς δωρεὲς καὶ τὴν πνευματικὴ τελειότητά του.
ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ᾿Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν
εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ, ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς
Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν, ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα
πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου, λέγοντος· Γῆ Ζαβουλὼν
καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία
τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε
φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν
αὐτοῖς. Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς
κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
(Ματθ. δ΄[4], 12-17)
«Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς
ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν»
(Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἄκουσε
ὅτι ὁ Ἰωάννης συνελήφθη κατὰ διαταγὴ τοῦ Ἡρώδη Ἀντύπα καὶ ὁδηγήθηκε
στὴ φυλακή, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Ἰουδαία γιὰ τὴν Γαλιλαία).
Γιὰ ποιὸν λόγο ὁ Ἰησοῦς ἀναχωρεῖ;
Ἐπειδὴ πάλι θέλει νὰ μᾶς διδάξει νὰ
μὴ σπεύδουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε κατὰ μέτωπον τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ
νὰ ὑποχωροῦμε καὶ νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ αὐτούς· διότι ἀξιοκατάκριτο
δὲν εἶναι τὸ νὰ μὴ ρίχνεις τὸν ἑαυτό σου στὸν κίνδυνο, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν ἀντισταθεῖς
μὲ γενναιότητα, ὅταν πέσεις σ᾿ αὐτόν. Αὐτὸ λοιπὸν θέλοντας νὰ διδάξει
καὶ προσπαθώντας νὰ περιορίσει τὸν φθόνο τῶν Ἰουδαίων, ἀναχωρεῖ
γιὰ τὴν Καπερναούμ. Ἔτσι, ἀφενὸς καὶ τὴν προφητεία ἐκπληρώνει καὶ ἀφετέρου
σπεύδει γιὰ νὰ ἁλιεύσει τοὺς μελλοντικοὺς διδασκάλους τῆς οἰκουμένης,
ἐπειδὴ βέβαια διέμεναν ἐκεῖ, ἀσχολούμενοι βιοποριστικὰ μὲ τὸ
ψάρεμα.
Ἐσύ, ὅμως, πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, μὲ ποιὸν
τρόπο, ἀπὸ παντοῦ σκοπεύοντας νὰ στραφεῖ στοὺς ἐθνικούς, ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους
λαμβάνει τὶς αἰτίες. Πραγματικά, καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση, αὐτοὶ
εἶναι πού, ἐπειδὴ ἐπιβουλεύτηκαν τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν ἔριξαν στὸ δεσμωτήριο, ὠθοῦν
τὸν Ἰησοῦ πρὸς τὴν εἰδωλολατρικὴ Γαλιλαία (:τὴν «Γαλιλαία
τῶν Ἐθνῶν»). Ὅτι, ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν ἐννοεῖ ἕνα μέρος τοῦ ἰουδαϊκοῦ
ἔθνους, οὔτε ὑπαινίσσεται ὅλες τὶς φυλές, πρόσεξε μὲ ποιὸν τρόπο
προσδιορίζει τὴν περιοχὴ ἐκείνη ὁ προφήτης, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Γῆ
Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία
τῶν ἐθνῶν· ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει, εἶδε φῶς μέγα»(:Ἡ περιοχὴ
τῆς φυλῆς Ζαβουλὼν καὶ ἡ περιοχὴ τῆς φυλῆς Νεφθαλείμ, ποὺ ἐκτείνεται
πλησίον της θάλασσας τῆς Γενησαρὲτ καὶ ἀνατολικά του Ἰορδάνη ποταμοῦ,
ἡ Γαλιλαία ἡ γεμάτη ἀπὸ εἰδωλολάτρες· ὁ λαὸς που καθόταν στὸ
σκοτάδι της θρησκευτικῆς ἄγνοιας καὶ πλάνης, εἶδε πνευματικὸ
φῶς μέγα, τὸν Χριστὸ (Ἡσαΐας θ΄[9] 1· Ματθ. δ΄[4] 15)». Σκότος ἐδώ
λέγει ὄχι τὸ αἰσθητό, ἀλλὰ τὴν πλανημένη πίστη καὶ ἀσέβεια, γι᾿ αὐτὸ
καὶ πρόσθεσε: «Τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αὐτοίς»(:καὶ
σὲ αὐτοὺς ποὺ κάθονταν ψυχικὰ ὑπόδουλοι στὴ χώρα, ποὺ τὴ σκεπάζει καταθλιπτικὸ
τὸ πυκνότατο σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, ἀνέτειλε καὶ ἔλαμψε
φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ (:Ἡσαΐας θ΄[9] 2, Ματθ. δ΄[4] 16)».
Γιὰ νὰ μάθεις λοιπὸν ὅτι οὔτε φῶς, οὔτε σκοτάδι
αἰσθητὸ ἐννοεῖ, πρόσεξε ὅτι, ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ τὸ φῶς, δὲν τὸ ἀποκαλεῖ
ἁπλῶς «φῶς», ἀλλὰ «φῶς μεγάλο», τὸ ὁποῖο σὲ ἄλλο
σημεῖο ὀνομάζεται «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» (Ἰω. α΄[1]
9: «Ἦν
τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον»[:
Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν πάντοτε
τὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο]»).
Ἑρμηνεύοντας ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ «σκότος», τὸ ὀνόμασε «σκιὰν
θανάτου». Ἔπειτα, δείχνοντας ὅτι δὲ βρῆκαν τὸ φῶς, ἐπειδὴ οἱ
ἴδιοι τὸ εἶχαν ἀναζητήσει, ἀλλά ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλά τοὺς φανερώθηκε,
λέγει: «Φῶς ἀνέτειλε γι᾿ αὐτούς»·
δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ φῶς ἀνέτειλε καὶ ἔλαμψε, δὲν ἔτρεξαν αὐτοὶ πρῶτοι
πρὸς τὸ φῶς. Πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν φτάσει σὲ ἔσχατα σημεῖα ἀπελπισίας,
πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καθὼς οὔτε κἂν περπατοῦσαν στὸ σκοτάδι,
ἀλλὰ κάθονταν μέσα στὸ σκοτάδι. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν σημάδι ὅτι μήτε
κἂν ἔλπιζαν ὅτι θὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ σκοτάδι αὐτό. Γιατί σὰν νὰ μὴν
ἤξεραν κἂν πρὸς ποῦ πρέπει νὰ προχωρήσουν, ἔτσι, ἀφοῦ τοὺς εἶχε καταλάβει
τὸ σκοτάδι, κάθονταν, χωρὶς νὰ μποροῦν πλέον οὔτε νὰ εἶναι ὄρθιοι.
«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ
λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»: ( Ἀπὸ τότε πλέον ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς
νὰ κηρύττει δημοσία καὶ νὰ λέγει· “μετανοεῖτε,
διότι ἔχει πλησιάσει πλέον ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ πνευματικὴ
καὶ ἁγία ζωὴ τῆς λυτρώσεως καὶ τῆς μακαριότητας) [Ματθ. δ΄[4],
17].
«Ἀπὸ τότε»· πότε, δηλαδή; Από τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Ἰωάννης
ρίχτηκε στὴ φυλακή. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Ἰησοῦς δὲν κήρυξε ἐξαρχῆς
σὲ αὐτούς; Γιατί ἐπίσης ἐξ ὁλοκλήρου χρειαζόταν τὸν Ἰωάννη,
τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ μαρτυρία τῶν ἔργων Του κήρυττε ἀπὸ μόνη της γιὰ τὸ Ποιὸς
ἦταν ὁ Ἰησοῦς; Για νὰ μάθεις καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἀξία Του, ὅτι ὅπως
ἀκριβῶς ὁ Πατέρας, ἔτσι καὶ Αὐτὸς ἔχει προφῆτες· αὐτὸ ἀκριβῶς
καὶ ὁ Ζαχαρίας ἔλεγε: «Καὶ σύ, παιδίον, Προφήτης Ὑψίστου κληθήση»
(:Καὶ σύ, παιδί μου, θὰ ἀναδειχτεῖς
καὶ θὰ ὀνομαστεῖς ‘’προφήτης τοῦ Ὑψίστου’’) [Λουκ. α΄[1] 76]· καὶ
γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει καμία δικαιολογία στοὺς ἀναίσχυντους τοὺς Ἰουδαίους.
Αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρέθεσε ὡς παρατήρηση γιὰ
τοὺς Ἰουδαίους, λέγοντας: «Ἦλθεν Ἰωάννης μήτε ἐσθίων, μήτε πίνων,
καὶ λέγουσι· δαιμόνιον ἔχει. Ἦλθεν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων,
καὶ λέγουσιν· Ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ
ἁμαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς!» (:ἦρθε ὁ Ἰωάννης, ποὺ ζοῦσε ἀσκητικὴ
ζωή, χωρὶς νὰ τρώγει καὶ χωρὶς νὰ πίνει ὅπως οἱ ἄλλοι, καὶ εἶπαν οἱ ἄνθρωποι
τῆς γενεᾶς αὐτῆς ὅτι ἔχει δαιμόνιο. Ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
καὶ τρώγει καὶ πίνει, ὅπως κάθε φυσιολογικός, ἐγκρατὴς καὶ κοινωνικὸς
ἄνθρωπος, καὶ λέγουν· ‘’νά, ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν
καὶ ἀμαρτωλῶν’’. Και ἔτσι ἡ θεία
σοφία θαυμάστηκε καὶ δικαιώθηκε μόνο ἀπὸ τὰ συνετὰ τέκνα της, διότι
χρησιμοποιεῖ πάντοτε σοφοὺς καὶ δικαίους τρόπους γιὰ σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου”) [Ματθ. ια΄[11] 19].
Ἐξάλλου, ἦταν ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλον προηγουμένως
νὰ λεχθοῦν τὰ σχετικὰ μὲ Αὐτόν, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Ἴδιο· διότι, ἐὰν ἀκόμη
καὶ μετὰ ἀπὸ τόσο πολλὲς καὶ τόσο μεγάλες, καὶ μαρτυρίες καὶ ἀποδείξεις,
ἔλεγαν: «σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής»
(: σὺ δίδεις μόνος σου μαρτυρία γιὰ
τὸν ἑαυτό σου. Ἡ μαρτυρία σου ὅμως αὐτὴ δὲν εἶναι ἀληθινή, ἐφόσον
κανεὶς ἄλλος δὲν τὴν ἐπιβεβαιώνει) (Ἰω. η΄[8] 13), ἐάν, χωρὶς
νὰ ἔχει προηγηθεῖ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννη, ἐμφανιζόταν πρῶτος ὁ Ἴδιος
καὶ ἔδιδε μαρτυρία γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, τί δὲν θὰ ἔλεγαν; Γιὰ τὸν
λόγο αὐτό, οὔτε κήρυξε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, οὔτε θαυματούργησε,
μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνος κλείστηκε στὴ φυλακή, ὤστε να μὴ δημιουργεῖται
μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διχασμὸς ἀνάμεσα στὸ λαό. Γι᾿ αὐτὸ οὔτε ἕνα
θαυματουργικὸ σημεῖο δὲν ἔκανε ὁ Ἰωάννης, ὥστε καὶ μὲ ἐκεῖνον τὸν
τρόπο νὰ παραδώσει τὸ πλῆθος στὸν Ἰησοῦ, καθὼς τὰ θαύματα θὰ τοὺς προσέλκυαν
πρὸς ἐκεῖνον. Διότι, μολονότι οἰκονομήθηκαν τόσα πρίν, καὶ πρὶν ἀπὸ
τὴ φυλάκιση τοῦ Ἰωάννη στὸ δεσμωτήριο, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, Τὸν ἀντιμετώπιζαν
μὲ ζηλοτυπία οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου καὶ οἱ περισσότεροι ὑποψιάζονταν
ὅτι δὲν ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Χριστός, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης, ἐὰν δὲ γινόταν τίποτε
ἀπὸ αὐτά, τί δὲ θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ;
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ματθαῖος κάνει τὴν ἐπισήμανση
ὅτι «ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ
κηρύττει»· καὶ ὅταν ἄρχισε τὸ κήρυγμα, ὅ,τι κήρυττε ὁ Ἰωάννης,
τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἰησοῦς δίδασκε (πρβλ. Ματθ. γ΄[3] 1-2: «Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις
παραγίνεται Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῆ ἐρήμῶ τῆς Ἰουδαίας
καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»
καὶ Ματθ. δ΄[4] 17: «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε·
ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν») καὶ δὲν ἀναφέρει τίποτε
ἀκόμη γιὰ τὸν ἑαυτό Του τὸ κήρυγμα, τὸ ὁποῖο ἔκανε· διότι ἦταν ἀρκετὸ
γιὰ τότε, τὸ νὰ παραδεχθοῦν καὶ αὐτό, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἀκόμη τὴν ἁρμόζουσα
γνώση γι᾿ Αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἀρχίζει δὲν λέγει τίποτε τὸ δυσάρεστο
καὶ τὸ βαρύ, ὅπως ὁ Ἰωάννης, μνημονεύοντας τὴν ἀξίνα καὶ τὸ κοπτόμενο
δέντρο, καὶ τὸ φτυάρι καὶ τὸ ἁλώνι καὶ τὸ ἄσβεστο πῦρ [πρβ. κήρυγμα Ἰωάννη
τοῦ Βαπτιστῆ, Μάτθ. γ΄[3] 10: «ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν
δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ
εἰς πῦρ βάλλεται» (: Τώρα δὲ καὶ τὸ τσεκούρι βρίσκεται πλέον
κοντὰ στὴ ρίζα τῶν δέντρων. (Ἔφτασε δηλαδὴ ὁ καιρός, ποὺ θὰ ἐκδηλωθεῖ
ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ)· κάθε δένδρο, ποὺ δὲν κάνει καρπὸ καλό, κόπτεται
σύριζα καὶ ρίχνεται στὴ φωτιὰ (αὐτὸ θὰ πάθει κάθε ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου
τὰ ἔργα δὲν εἶναι καλά)»], ἀλλά αναφερει στὸ προοίμιο τῆς διδασκαλίας
Του πράγματα χρηστὰ καὶ ἀγαθά, εὐαγγελιζόμενος στοὺς ἀκροατές Του
τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν ἐκεῖ βασιλεία. […]
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία ΙΔ΄ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Χρυσοστόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου