ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)
(20 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπών͵ ἐκ σκότους φῶς λάμψαι͵
ὃ ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης
τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις
σκεύεσιν͵ ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν· ἐν
παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι͵ ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι͵
διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι͵ καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι͵
πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες͵ ἵνα καὶ
ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες
εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν͵ ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ
ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ μέν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται͵ ἡ δὲ
ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως͵ κατὰ τὸ γεγραμμένον͵
ἐπίστευσα͵ διὸ ἐλάλησα͵ καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν͵ διὸ καὶ λαλοῦμεν͵ εἰδότες
ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει
σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς͵ ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων
τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
(Β΄ Κορινθ.
δ΄[4]6-15)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὅταν, Ἀδελφοί, κηρύττουμε ἀποκλειστικά καί
μόνο γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ, διότι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος στή
δημιουργία τοῦ κόσμου διέταξε ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει τό φῶς, αὐτός
καί τώρα ἔλαμψε στίς καρδιές μας, ὄχι μόνο γιά νά φωτισθοῦμε ἐμεῖς, ἀλλά καί γιά νά μεταδοθεῖ μέσα ἀπό μᾶς ὁ φωτισμός πού προέρχεται ἀπό τή γνώση τῆς δόξας
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία φανερώθηκε μέσα ἀπό τό
πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Φθάνουμε σέ ἀπορία, χωρίς ὅμως καί νά ἀπελπιζόμαστε ἤ νά στερηθοῦμε τελείως κάθε μέσο καί δυνατότητα
σωτηρίας. Μᾶς καταδιώκουν
οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ ὁ Θεός. Φαίνεται ὅτι μᾶς κατανικοῦν
καί μᾶς ρίχνουν
κάτω στή γῆ σάν τούς παλαιστές, ἀλλά δέν χανόμαστε. Διαρκῶς καί κάθε μέρα
περιφέρουμε στίς περιοδεῖες μας τό σῶμα μας κυκλωμένο ἀπό τόν ἔσχατο κίνδυνο νά πεθάνουμε, ὅπως πέθανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἀλλά αὐτό γίνεται γιά νά φανερωθεῖ στόν κόσμο μέ τή διάσωση τοῦ σώματός μας ἀπό τούς καθημερινούς κινδύνους ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ. Διότι πάντοτε ἐμεῖς, πού παρά τούς τόσους κινδύνους ζοῦμε, παραδιδόμαστε σέ θάνατο
γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ, γιά νά φανερωθεῖ μέ τή θνητή σάρκα μας καί ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ, πού παρεμβαίνει καί προλαβαίνει τό θάνατό μας.
Κι ἔτσι, ἐνῶ ἐμεῖς ὑποφέρουμε τούς
κινδύνους τοῦ θανάτου, ἐσεῖς ἀντιθέτως καρπώνεστε τήν πνευματική ζωή πού προέρχεται ἀπό τήν ἐπικίνδυνη δράση μας. Παρόλους ὅμως αὐτούς τούς κινδύνους, ἐπειδή ἔχουμε τό ἴδιο Ἅγιον Πνεῦμα πού μᾶς στηρίζει στήν πίστη, ὅπως παλιότερα εἶχε καί ὁ Δαβίδ σύμφωνα μ’ αὐτό πού εἶναι γραμμένο στούς
ψαλμούς· «πίστεψα, γι’ αὐτό καί μίλησα», ἔτσι κι ἐμεῖς πιστεύουμε, καί γι’ αὐτό καί θαρραλέα ὁμολογοῦμε καί κηρύττουμε τόν λόγο τῆς πίστεώς
μας. Καί γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός, πού ἀνέστησε τόν
Κύριο Ἰησοῦ, θά ἀναστήσει κι ἐμᾶς διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ καί θά μᾶς παρουσιάσει ἔνδοξους στό βῆμα του μαζί μέ σᾶς. Ναί,
μαζί μέ σᾶς. Διότι ὅλα γιά σᾶς γίνονται· ἔτσι ὥστε ἡ εὐεργεσία πού μᾶς κάνει ὁ Θεός σώζοντάς
μας ἀπό τούς κινδύνους γιά χάρη σας, νά πλεονάσει καί
νά γίνει εὐεργεσία καί χάρη ὄχι μόνο σέ μᾶς ἀλλά καί σ’ ὅλους ἐσᾶς. Κι ἔτσι αὐτοί πού εὐεργετοῦνται θά εἶναι περισσότεροι, ὥστε καί ἡ εὐχαριστία πρός τόν Θεό νά πλεονάσει καί νά περισσεύσει,
γιά νά δοξάζεται τό ὄνομά του.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,
εἰσερχομένου τοῦ ᾿Ιησοῦ εἴς τινα κώμην, ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ
ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόῤῥωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν, λέγοντες· ᾿Ιησοῦ
ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν, εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε
ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς, ἐκαθαρίσθησαν.
Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων
τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ, εὐχαριστῶν
αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐχὶ
οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες
δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς
πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
(Λουκ. ιζ΄[17] 12 – 19)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Μέσα Ἰανουαρίου.
Στὴν καρδιὰ τοῦ Χειμώνα μιὰ Ἀνοιξη, ἕνα μικρὸ Καλοκαίρι κάθε χρόνο
μᾶς γεμίζει μὲ δύναμη καὶ ἐλπίδα. Εἶναι οἱ λεγόμενες ἀλκυονίδες
ἡμέρες. Καὶ κατὰ κάποιον τρόπο θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο,
ποὺ περιγράφει τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν, ταιριάζει νὰ
ἀναγινώσκεται σ᾿ αὐτὴν τὴν περίοδο. Ταιριάζει, διότι καὶ ἐδῶ, μέσα
στὴν βαρειὰ πνευματικὴ παγωνιὰ τῆς ἀχαριστίας, βλέπουμε στὸ τέλος
νὰ ἀνθίζει μιὰ μικρὴ ἀλλὰ καὶ πολὺ ὄμορφη ἄνοιξη εὐγνωμοσύνης.
Ἂς σκύψουμε
ὅμως μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸ ἱερὸ κείμενο, γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε
αὐτὲς τὶς τόσο θεαματικὲς ἀλλαγὲς τοῦ πνευματικοῦ καιροῦ.
1. ΤΟ ΠΟΛΙΚΟ ΨΥΧΟΣ
ΤΗΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
Οἱ δέκα λεπροὶ
συνάντησαν τὸν Κύριο στὴν εἴσοδο ἑνὸς μικροῦ χωριοῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο περνοῦσε
πορευόμενος πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐστάθηκαν μακριά, διότι δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν
νὰ πλησιάζουν σὲ κατοικημένες περιοχές, καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ Τὸν παρεκάλεσαν
νὰ τοὺς θεραπεύσει ἀπὸ τὴν φρικτή – τότε ἀθεράπευτη ἀπολύτως – ἀσθένεια.
Καὶ ὁ φιλάνθρωπος
Κύριος τοὺς θεράπευσε. Τοὺς παρήγγειλε νὰ πᾶνε νὰ δείξουν τὸ σῶμα τους
στοὺς ἱερεῖς, ὥστε αὐτοί, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου,
νὰ βεβαιώσουν ὅτι πράγματι ἔχουν θεραπευθεῖ. Μὲ ἀπόλυτη πίστη στὰ
λόγια τοῦ Κυρίου οἱ δέκα λεπροὶ ξεκίνησαν νὰ πᾶνε στοὺς ἱερεῖς. Καὶ
ἐνῶ βάδιζαν πρὸς τὰ ἐκεῖ, τὸ θαῦμα ἔγινε! Θεραπεύθηκαν!
Ἄλλα τί θλιβερό!
Ἐνῶ θεραπεύθηκαν ὅλοι, οἱ ἐννέα δὲν γύρισαν νὰ ποῦν οὔτε ἕνα ἁπλὸ
«εὐχαριστῶ» στὸν Εὐεργέτη τους. Πῆγαν κατευθείαν στὰ σπίτια τους,
στοὺς δικούς τους. Ἡ συμπεριφορά τους αὐτὴ προκάλεσε τὸ τόσο γνωστὸ
σὲ ὅλους μας παράπονο τοῦ Κυρίου: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ
ἐννέα ποῦ;». Δὲν ἐκαθαρίσθηκαν ἀπὸ τὴν λέπρα καὶ οἱ δέκα; Ποῦ εἶναι λοιπὸν
οἱ ἐννιά; Γιατί δὲν ἦρθαν νὰ δοξάσουν τὸν Θεὸν γιὰ τὴν θεραπεία τους;
«Ἄ, τοὺς ἀχάριστους!»,
ἀκούγονται νὰ ψιθυρίζουν μερικοί, καθὼς μελετοῦν τὶς γραμμὲς αὐτές.
Ἀλλὰ μήπως οἱ καλοὶ αὐτοὶ ἀδελφοὶ καὶ ὅλοι μας βέβαια πρέπει νὰ προσέξουμε;
Νὰ προσέξουμε, διότι ἀγανακτώντας – δικαίως ἀσφαλῶς – κατὰ τῶν ἐννέα
ἀχάριστων λεπρῶν, δὲν ἀποκλείεται οὐσιαστικὰ νὰ τὰ βάζουμε μὲ τὸν
ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς σχεδὸν τὰ ἴδια κάνουμε.
-«Ἐμεῖς, τὰ ἴδια;»,
φαίνεται πάλι νὰ ἀποροῦν μερικοί.
Ἐμεῖς λοιπὸν
τὰ ἴδια καὶ μάλιστα, ἂν θέλετε, συχνὰ μερικοὶ καὶ χειρότερα ἐνεργοῦμε.
Διότι τὸ βλέπουμε. Ἐμεῖς ἔχουμε δεχθῆ μύριες ὅσες εὐεργεσίες ἀπὸ
τὸν Κύριον. Μύριες! Πρωτίστως τὸ ὅτι μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία
στὴν ὕπαρξη. Διότι ἐμεῖς ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας εἴμαστε μηδέν, ἡ ἀφετηρία
τῆς ὑπάρξεως μας εἶναι τὸ μηδέν. Ἀπὸ αὐτὸ μᾶς ἀνέσυρε μὲ τὴν ἄπειρη
ἀγάπη Του ὁ Θεὸς καὶ μᾶς χάρισε τὴ ζωή. Ἔπειτα τὸ ὅτι μᾶς ἔβαλε μέσα
στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας, νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴ χαρὰ
καὶ τὴ χάρη τῆς σωτηρίας μας καὶ τῆς ἀναδείξεώς μας σὲ κατὰ χάριν υἱοὺς
καὶ θυγατέρες Του. Κι ἂν ψάξει ὁ καθένας μας στὸ παρελθόν του, ἀμέτρητες
δωρεὲς τοῦ ἁγίου Θεοῦ θὰ διαπιστώσει στὴ ζωή του. Θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις
σὲ κρίσιμα γεγονότα· λύσεις σὲ ἀδιέξοδα· ἀνθρώπους συμπαραστάτες
σὲ δύσκολες στιγμὲς καὶ περιστάσεις.
Λοιπόν, γιὰ ὅλα
αὐτὰ ποιὰ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη μας; Ἂς τὸ ποῦμε καθαρά: τὰ βήματα
τῶν ἐννέα ἀχάριστων λεπρῶν δυστυχῶς οἱ πολλοὶ ἀκολουθοῦμε. Καὶ ἢ
δὲν εὐχαριστοῦμε καθόλου τὸν Θεὸ ἢ τοῦ προσφέρουμε ἕνα τυπικὸ «εὐχαριστῶ»
ἄτονα καὶ νυσταλέα, ἀνάμεσα σὲ πλῆθος χασμουρητὰ καὶ περιπλανήσεις
τοῦ νοῦ μας στὰ τοῦ κόσμου τούτου.
Γιατί ὅμως
φερόμαστε ἔτσι; Βασικῶς διότι δὲν ἐκτιμοῦμε τὶς μεγάλες δωρεές
Του. Τὶς ἔχουμε δυστυχῶς συνηθίσει καὶ σχεδὸν θεωροῦμε πὼς ὁ Θεὸς
εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ μᾶς εὐεργετεῖ καὶ ὅτι ἐμεῖς δικαιωματικὰ ἀπολαμβάνουμε
αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες. Τώρα ἀπὸ ποῦ μέχρι ποῦ τὶς ἀπολαμβάνουμε δικαιωματικά,
αὐτὸ τὸ θεωροῦμε δεδομένο καὶ δὲν λαβαίνουμε τὸν κόπο οὔτε κἂν νὰ
τὸ ἐρευνήσουμε.
Ἑπομένως μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δὲν
βρισκόμαστε καὶ ἐμεῖς στὸν Βόρειο Πόλο τῆς ἀχαριστίας; Καὶ δὲν ἀφήνουμε
ἔτσι νὰ γεμίζει μὲ πάγους ἡ ψυχή μας; Ἀλλὰ τὸ τί θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουμε,
μᾶς τὸ ὑποδεικνύει στὴ συνέχειά του τὸ ἀνάγνωσμά μας.
2. ΣΤΗΝ ΕΥΚΡΑΤΗ ΖΩΝΗ
ΤΗΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ
Τὸ ἱερὸ κείμενο
μᾶς παρουσιάζει τώρα μὲς στὸ βαρὺ ψύχος τῆς ἀχαριστίας μιὰ μικρὴ ἄνοιξη.
Ἕνας, λέγει, ἀπὸ τοὺς δέκα λεπρούς, βλέποντας ὅτι ἔγινε καλά, ἐπέστρεψε
πίσω καί, δοξάζοντας μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸν Θεό, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Κυρίου
εὐχαριστώντας Τὸν γιὰ τὴν μεγάλη αὐτὴ δωρεά. Ἕνας μόνον! Καὶ – τί παράξενο!
– αὐτὸς ὃ ἕνας ἦταν ἀλλοεθνής, Σαμαρείτης. Σαμαρείτης! Ἄνθρωπος
δηλαδὴ μισητός, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Σαμαρεῖτες, στοὺς Ἑβραίους. Καὶ ὅμως
μόνον αὐτὸς ἐπέστρεψε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν ἀντάμειψε πλουσίως.
Στὴν πρώτη μεγάλη δωρεὰ τῆς θεραπείας του ἀπὸ τὴν λέπρα πρόσθεσε
καὶ δεύτερη πολὺ μεγαλύτερη: τὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς του, τὸ δῶρο
τῆς σωτηρίας. «Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», τοῦ εἶπε. Δηλαδή,
σήκω καὶ πήγαινε· ἐσὺ εἶσαι σὲ σωστὸ δρόμο. Ἡ πίστη σου δὲν ἔγινε αἰτία
νὰ θεραπευθεῖ μόνον τὸ σῶμα σου, ἀλλὰ καὶ νὰ μπεῖς στόν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Εὐλογημένη
ψυχὴ αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης. Εὐλογημένη καὶ ἀξιοθαύμαστη. Πόσο ἐλέγχει
καὶ διδάσκει ὅλους ἐμᾶς τοὺς μυριοευεργετημένους Ὀρθόδοξους Χριστιανούς,
ποὺ μερικοὶ εἴμαστε συχνὰ τόσο ψυχροὶ στὸ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ
γιὰ τὶς δωρεές Του.
Μᾶς διδάσκει
τί; Νὰ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς εὐγνώμονες. Στραμμένοι πρὸς Ἐκεῖνον, τὸν Δημιουργόν
μας, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ αἰτία ἀλλὰ καὶ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξής μας. Νὰ περάσουμε
δηλαδὴ ἀπὸ τὴν παγωνιὰ τῆς ἀχαριστίας στὴ ζεστασιὰ τῆς εὐγνωμοσύνης.
Νὰ ἔχουμε πλημμυρισμένη τὴν ψυχή μας ἀπὸ τέτοια ἅγια αἰσθήματα εὐχαριστίας
γιὰ ὅλες τὶς δωρεὲς τοῦ Κυρίου, ἰδιαιτέρως δὲ γιὰ τὴ μεγάλη Toυ θυσία
ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, μὲ τὸ αἷμα τῆς ὁποίας μᾶς λούζει ἀπὸ τὸν βόρβορο τῶν
ἁμαρτιῶν μας.
Ἀλλὰ βέβαια
τὸ γνωρίζουμε. Εὐγνωμοσύνη δὲν εἶναι μόνον αἰσθήματα, λόγια καὶ ὑποσχέσεις.
Εὐγνωμοσύνη ἀληθινὴ εἶναι κυρίως τρόπος ζωῆς. Εἶναι ποτὲ δυνατὸν
νὰ λέμε ὅτι αἰσθανόμαστε εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θυσία τοῦ Κυρίου, χωρὶς
νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ ἐξομολογούμαστε εἰλικρινῶς τὰ ἁμαρτήματά μας;
Ἤ χωρὶς νὰ ἐκκλησιαζόμαστε; Ἀσφαλῶς ὄχι!
Ἡ εὐγνωμοσύνη
λοιπὸν εἶναι πράξη! Εἶναι ἀγώνας κατὰ τῆς ἁμαρτίας, τὴν ὁποία τόσο
ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Ἀγώνας νὰ ὑποστοῦμε γιὰ χάρη Του ἀκόμη καὶ ἀδικίες,
δοκιμασίες, διωγμούς, θυσίες. Νὰ ἀντιμετωπίσουμε πειρασμοὺς
σκληρούς. Ὅλα δηλαδὴ αὐτά, τὰ ὁποῖα δοκιμάζουν τὴν γνησιότητα τῶν
αἰσθημάτων μας πρὸς τὸν Θεόν.
Δωρεάν, ἀδελφοί,
μᾶς φιλοξενεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ὁ ἀγαθὸς Θεός. Δωρεάν!
Κι ὅλα μᾶς τὰ
δίνει νὰ τὰ χαροῦμε: τὸν ἥλιο, τὸ φῶς, τὰ ἀστέρια, τοὺς καρποὺς τῆς γῆς,
τὸ νερό, τὸν ἀέρα, τὶς τόσες ὀμορφιὲς τῆς γῆς μας. Δωρεάν! Ἀλλά, ἂν
δὲν μᾶς ὑποχρεώνει νὰ πληρώσουμε τὸ ἐνοίκιο, δὲν θὰ πρέπει τουλάχιστον
γιὰ ὅλα αὐτὰ ἐμεῖς ὁλόψυχα νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε;
Νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε!
Γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ στὴν πιὸ μεγάλη δωρεά Του νὰ μετάσχουμε: στὴν
εὐλογημένη Βασιλεία Του!
(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου