ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν
ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι·
καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι
γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ' ἕνα
ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς
τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ
κατοικοῦντες
Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης
συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον
εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων
αὐτῶν. ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες
τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν,
Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην,
καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί
τε
καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις
γλώσσαις
τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
(Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τό
πρωΐ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς (καθώς ὁλοκληρωνόταν ἡ ἡμέρα αὐτή ἡ ὁποία
ἄρχισε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς της) ὅλοι οἱ πιστοί μέ μιά καρδιά ἦταν
συναγμένοι στό ἴδιο μέρος. Καί ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένει κανείς, ἦλθε ἀπό
τόν οὐρανό μιά βοή σάν φύσημα σφοδροῦ ἀνέμου, πού κινεῖται μὲ ὀρμή καὶ βιαιότητα.
Καὶ ἡ βοὴ αὐτὴ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου κάθονταν οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι
οἱ μαθητές. Καὶ εἶδαν μέ τά μάτια τους νὰ διαμοιράζονται σ’ αὐτοὺς γλῶσσες
σὰν τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, καὶ στὸν καθένα ἀπ' αὐτοὺς κάθισε ἀπὸ μία
γλώσσα. Ὅλοι τους τότε πλημμύρισαν ἐσωτερικὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, κι ἄρχισαν
νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ὅπως τὸ Πνεῦμα τοὺς ἐνέπνεε καὶ τοὺς ἔδινε
τὴν ἱκανότητα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ λένε θεϊκὰ καὶ οὐράνια λόγια καὶ διδασκαλίες
ὑψηλὲς καὶ θεόπνευστες. Στὴν Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχαν τότε Ἰουδαῖοι ἀπ'
ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ ἀπ' ὅλα τὰ ἔθνη πού βρίσκονται κάτω ἀπὸ
τὸν οὐρανό. Αὐτοὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ μόνιμα, ἦταν εὐλαβεῖς
καὶ σέβονταν τὸν Θεό. Ὅταν λοιπὸν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτὴ τοῦ ἀνέμου, συγκεντρώθηκε
πλῆθος ἀπ' αὐτοὺς κι ὅλοι κυριεύθηκαν ἀπὸ σύγχυση καὶ κατάπληξη·
διότι ὁ καθένας τους ἄκουγε τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ μιλοῦν
στὴ δική του γλώσσα. Ἔμεναν ὅλοι ἐκστατικοὶ καὶ μὲ θαυμασμὸ ἔλεγαν
ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: Μά, ὅλοι αὐτοί πού μιλοῦν δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς
λοιπὸν ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας νὰ μιλοῦν στὴ δική μας μητρικὴ
γλώσσα, τὴν ὁποία μάθαμε καὶ μιλοῦμε ἀπὸ τότε πού γεννηθήκαμε; Ὅσοι
εἴμαστε Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμίτες, κι ὅσοι κατοικοῦμε στὴ Μεσοποταμία
καὶ στὴν Ἰουδαία καὶ στὴν Καππαδοκία, στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία,
στὴ Φρυγία καὶ στὴν Παμφυλία, στὴν Αἴγυπτο καὶ στὰ μέρη τῆς Λιβύης
πού εἶναι κοντὰ στὴν Κυρήνη, καὶ οἱ Ρωμαῖοι πού διαμένουμε ἐδῶ, τόσο
αὐτοί πού λόγῳ τῆς καταγωγῆς μας εἴμαστε Ἰουδαῖοι, ὅσο καὶ οἱ ἐθνικοὶ
πού προσελκυσθήκαμε στὴν ἰουδαϊκὴ πίστη καὶ γίναμε προσήλυτοι,
καθὼς καὶ ὅσοι καταγόμαστε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ οἱ Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς
πού καταγόμαστε ἀπὸ τὰ διάφορα αὐτὰ μέρη πῶς συμβαίνει νὰ ἀκοῦμε
αὐτοὺς νὰ μιλοῦν καί νά διακηρύττουν στὶς γλῶσσες μας τὰ μεγάλα καί θαυμαστὰ
ἔργα τοῦ Θεοῦ;
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ
τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν
ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ
ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο
δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες
εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς
οὐδέπω
ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες
τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας
ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν
ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο
δι'
αὐτόν. τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν
ἐπ' αὐτὸν
τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται
πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους,
καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων
ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί
εἰσι!
λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ
πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ·
Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον
καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας
οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε
λέγων·
Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
(Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἡ Σκηνοπηγία
ἦταν ἡ τρίτη μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων μετὰ τὸ Πάσχα καὶ τὴν Πεντηκοστή
τους. Μία ἑορτὴ ποὺ τοὺς θύμιζε τὴν πορεία τους στὴν ἔρημο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο
πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ἑπτὰ μέρες ἄφηναν ὅλοι τὰ σπίτια τους καὶ
ἔμεναν σὲ σκηνὲς φτιαγμένες ἀπὸ πράσινα κλωνάρια καὶ στημένες
στοὺς δρόμους, τὶς πλατεῖες καὶ τὶς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν, γιὰ νὰ θυμοῦνται
τὶς ταλαιπωρίες τους στὴν ἔρημο. Οἱ ἱερεῖς ράντιζαν μὲ νερὸ τὸν Ναὸ
καὶ τὰ πλήθη, γιὰ νὰ θυμοῦνται τὸ θαῦμα τοῦ νεροῦ ποὺ ἀνέβλυσε, ὅταν ὁ
Μωυσῆς χτύπησε τὸν βράχο μὲ τὸ ραβδί του. Καὶ δύο πολύφωτα λυχνάρια
ἄναβαν κάθε βράδυ στὴν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ, γιὰ νὰ θυμίζουν τὴ φωτεινὴ
νεφέλη ποὺ τοὺς φώτιζε τὶς νύχτες στὴν ἔρημο. Ἡ ὄγδοη μέρα ἦταν πανηγυρικὴ
καὶ συμβόλιζε τὴν εἴσοδό τους στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Μὲ σαλπίσματα
καὶ πανηγυρισμοὺς μετέφεραν νερὸ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ
στὸν Ναὸ καὶ οἱ ἱερεῖς ράντιζαν μὲ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ τὸν λαό.
1. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΠΟΤΑΜΙΑ
Σ' αὐτὴν
ἀκριβῶς τὴν τελευταία μέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας μᾶς μεταφέρει
τὸ Εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα. Ὁ Κύριος, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὰ ὅσα
γίνονταν καὶ βλέποντας τὴ λαχτάρα τῶν ἀνθρώπων νὰ δεχθοῦν τὸ εὐλογημένο
νερὸ ἀπό τοὺς ἱερεῖς, φώναξε δυνατά: Ὅποιος
διψᾶ, ἂς ἔρθει σὲ Μένα γιὰ νὰ πιεῖ.
Ποτάμια ὁλόκληρα θὰ τρέξουν μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
ποὺ πιστεύει σὲ Μένα. Τὰ λόγια αὐτά, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής,
ὁ Κύριος τὰ εἶπε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ σὲ λίγο, μετὰ τὴν Ἀνάσταση
καὶ Ἀνάληψή Του, θὰ ξεχυνόταν στοὺς πιστούς. Διότι αὐτὴ ἡ πλούσια παρουσία
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ὑπῆρχε μέχρι τότε, ἀφοῦ ἀκόμη ὁ Κύριος δὲν
εἶχε δοξασθεῖ μὲ τὸ Πάθος καὶ τὴν εἰς Οὐρανοὺς Ἀνάληψή Του. Ἦταν ἀκόμη
νύχτα. Τώρα μόλις ἄρχιζε νὰ ροδίζει ἡ αὐγή.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ
ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ εἴμαστε ἑπομένως οἱ πιστοὶ Χριστιανοί, ποὺ ζοῦμε πλέον
ἀπὸ τότε στὴν εὐλογημένη ἐποχὴ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δὲν προσπαθοῦμε τώρα νὰ ξεδιψάσουμε μὲ ἁλμυρὰ νερά, οὔτε πασχίζουμε
νὰ ξεγελάσουμε τὴ δίψα μας μὲ ζωγραφισμένα ποτάμια. Τώρα τὰ ποτάμια
τρέχουν μέσα μας, ἀναβλύζουν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας. Δὲν εἶναι δικά
μας αὐτὰ τὰ ποτάμια, ὄχι! Ἀλλὰ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ἀληθινὸς Θεός
μας, ποὺ κατοικεῖ στὶς καρδιὲς καὶ ξεχύνει σ᾿ αὐτὲς καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὲς
τὶς πλούσιες καὶ ὑπεράφθονες δωρεές Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ δίνει τὴ λύτρωση,
τὸν ἁγιασμό, τὴ βεβαιότητα ὅτι οἱ πιστοὶ εἴμαστε υἱοὶ καὶ θυγατέρες
τοῦ Οὐρανίου Πατρός.
Καὶ ὄχι
μόνον αὐτά. Κάθε τι τὸ καλὸ καὶ ἅγιο, ποὺ γεννιέται μέσα μας, ἀπὸ τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα προέρχεται. «Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον». Τὰ πάντα
ἀπ᾿ Αὐτὸ πηγάζουν καὶ μᾶς προσφέρονται. Οἱ καλὲς σκέψεις, οἱ ἅγιες ἐπιθυμίες,
οἱ ἡρωικὲς ἀποφάσεις, ὁ ζῆλος τῆς προσευχῆς, ἡ φλόγα τῆς ἱεραποστολῆς,
ἡ δύναμη τῆς διακονίας, ὅλα αὐτὰ εἶναι δῶρα δικά Του, ποὺ τὰ ἐνεργεῖ
μέσα μας μυστικά.
Αὐτὴ
εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καὶ εἶναι σημαντικὸ γιὰ μᾶς νὰ τὴ γνωρίζουμε. Γιὰ νὰ
μὴν πετᾶμε στὰ σύννεφα σφετεριζόμενοι τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ παρουσιάζοντάς
τα σὰν δικά μας κατορθώματα. Δὲν εἶναι δικά μας. Προέρχονται ὅλα ἀπὸ τὰ μεγάλα μυστικὰ ποτάμια τῆς Πεντηκοστῆς,
ἀπὸ τὴ ζωογόνο παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲς στὶς καρδιές μας.
2. Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ
Ἀναταραχὴ
δημιούργησαν στὰ πλήθη τῶν Ἑβραίων τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου. Ἄλλοι
ὁμολογοῦσαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος μεγάλος Προφήτης, ὁ
Χριστός. Ἄλλοι ἀντιδροῦσαν σ᾿ αὐτό, διότι, ὅπως ἔλεγαν, ὁ Μεσσίας
θὰ ἔπρεπε νὰ κατάγεται σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ.
Δὲν ἐνδιαφέρθηκαν οἱ στενόψυχοι νὰ μάθουν πὼς ὁ Κύριος καταγόταν
πράγματι ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ καὶ σ᾿ αὐτὴν εἶχε γεννηθεῖ καὶ ὄχι στὴ Ναζαρὲτ
τῆς Γαλιλαίας, ὅπως ἐκεῖνοι ἐπιπόλαια νόμιζαν. Διχασμὸς λοιπὸν ὀξὺς
ἐπικράτησε στὰ πλήθη καὶ ἡ ἀντίδραση ἔφτασε στὸ ἀποκορύφωμά της
μὲ τὴν προσπάθεια τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν Φαρισαίων νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ.
Ἀλλὰ οἱ ὑπηρέτες, ποὺ ἔστειλαν γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπό, γύρισαν ἄπρακτοι
καί, ὅταν τοὺς ρώτησαν: γιατί δὲν τὸν συνελάβατε;, ἀπάντησαν: Ποτὲ
κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μίλησε σὰν αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο! Θαυμαστὴ ἀπάντηση,
ποὺ ὅμως ἔκανε τοὺς Φαρισαίους περισσότερο νὰ φρυάξουν καὶ νὰ ποῦν
στοὺς ὑπηρέτες: Μήπως πλανηθήκατε καὶ ἐσεῖς ἀπὸ αὐτόν; Πίστευσε μήπως
σ᾿ αὐτὸν κανεὶς ἄρχοντας ἢ Φαρισαῖος, ποὺ κατέχουν τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ;
Ὄχι. Πίστευσε μόνον αὐτὸς ὁ καταραμένος ὄχλος, ποὺ δὲν ξέρει τὸν Νόμο.
Εἶχαν
πράγματι οἱ Φαρισαῖοι ἐκμανεῖ, γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸν Νικόδημο, ποὺ εἶχε
ἐπισκεφθεῖ κρυφὰ τὴ νύχτα τὸν Κύριο καὶ ὁ ὁποῖος τοὺς ὑπενθύμισε
πὼς σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔλεγαν ὅτι τὸν γνωρίζουν, κανεὶς
δὲν ἐπιτρεπόταν – οὔτε ἑπομένως ὁ Ἰησοῦς – νὰ καταδικασθεῖ ἀναπολόγητος
καὶ ἀνεξέταστος, ἀπάντησαν ὀργισμένοι πὼς ἐδῶ τὰ πράγματα βοοῦν
καὶ κράζουν. Ποτέ, τοῦ εἶπαν, δὲν ἔχει βγεῖ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία προφήτης!
Οἱ ἄνθρωποι ἦσαν τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια καὶ τὴν προκατάληψη,
γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ λόγια, ποὺ ἀκούστηκαν λίγο ἀργότερα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
Κυρίου, οὐσιαστικὰ περιέγραφαν καὶ τὴν κατάσταση τοῦ ἐμπαθοῦς
καὶ θεληματικοῦ σκοτισμοῦ τους. Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, εἶπε ὁ
Κύριος. Ὅποιος λοιπὸν ἀκολουθεῖ Ἐμένα, δὲν θὰ περπατήσει ποτὲ στὸ
σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει μέσα του τὸ φῶς τῆς ζωῆς, θὰ ζεῖ μέσα στὸ ὑπερκόσμιο
Φῶς τοῦ Θεοῦ.
Η
ΤΡΑΓΩΔΙΑ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν δὲν ἦταν τὸ ὅτι ζοῦσαν στὸ σκοτάδι – ποὺ
ζοῦσαν πράγματι – ἀλλὰ τὸ ὅτι νόμιζαν πὼς βλέπουν καὶ γι᾿ αὐτὸ περιφρονοῦσαν
τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁλοφάνερο αὐτὸ σ᾿ ὅλες τὶς κινήσεις τους, ἰδιαιτέρως
ὅμως στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, ὅπου ὁ Νικόδημος τοὺς ὑποδεικνύει τὸ στοιχειῶδες
δικαίωμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ ἀπολογηθεῖ ἐνώπιον αὐτῶν ποὺ τὸν κρίνουν.
Ὁ ἴδιος ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ ὁρίζει, τοὺς λέγει, νὰ γίνεται ἀκουστὸς ὁ κατηγορούμενος
καὶ νὰ ἐξετάζεται προσεκτικὰ ἡ ὑπόθεσή του. Ἀλλὰ οἱ φανατισμένοι
καὶ ἐμπαθεῖς δὲν ἄκουσαν. Καὶ στὸ τέλος τὸ ξέρουμε ποῦ κατάληξαν: νὰ
θανατώσουν τὸν ἴδιο τὸν Μεσσία τους, ποὺ ὡς λαὸς ἐπὶ τόσους αἰῶνες ἐναγωνίως
περίμεναν.
Στὸ σημεῖο
ὅμως αὐτὸ θὰ πρέπει καὶ ὅλοι μας νὰ προσέχουμε καὶ νὰ μὴν ἀφήνουμε
τὴν ἐμπάθεια νὰ μᾶς τυφλώνει. Ἀλλά, ὅταν πρόκειται νὰ ἐκφέρουμε κρίση
γιὰ κάποιον ἄνθρωπο, νὰ ἐξετάζουμε πρῶτα καλὰ τὴν ὑπόθεσή του. Νὰ
ἀκοῦμε καὶ τὸν ἴδιο προσεκτικά. Νὰ μὴ βιαζόμαατε. Νὰ μὴ παρασυρόμαστε
ἀπὸ τὴ γενικὴ ἐντύπωση καὶ τὶς φῆμες. Νὰ ἐρευνοῦμε εἰς βάθος. Καὶ
προπαντὸς νὰ ἀκοῦμε τί ὁ ἴδιος ἔχει νὰ πεῖ γι᾿ αὐτὰ ποὺ λέγονται τυχὸν
εἰς βάρος του. Δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς δικαστὴς γιὰ νὰ τὸ κάνει
αὐτό. Τὸ πράγμα μᾶς ἀφορᾶ ὅλους, γιατί ὅλοι, λίγο ὡς πολύ, ἐκφέρουμε
κρίσεις γιὰ διάφορους ἀνθρώπους, εἴτε εἶναι αὐτοὶ στὴν οἰκογένειά
μας, εἴτε στὸ περιβάλλον μας, εἴτε στὴν ἐργασία μας.
Πολὺ
περισσότερο ἀσφαλῶς θὰ πρέπει νὰ προσέχουν σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὅσοι
κατέχουν ὑπεύθυνες θέσεις καὶ διευθύνουν ἢ διοικοῦν κάποια ἐπιχείρηση
ἢ ὑπηρεσία. Νὰ μὴ δέχονται ἀνεξέταστα ποτὲ κατηγορίες γιὰ κάποιον.
Ἂς τὸ ὑπογραμμίσουμε αὐτὸ καὶ ἂς τὸ γράψουμε μὲ κεφαλαῖα: ΠΟΤΕ! Ὅσο
κι ἂν φαίνονται τὰ πράγματα ὀφθαλμοφανῆ καὶ αὐταπόδεικτα. Ἀλλὰ
ΠΑΝΤΟΤΕ νὰ καλοῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀκοῦν μὲ προσοχὴ καὶ νὰ ἐξετάζουν
εἰς βάθος, πρὶν ἐνεργήσουν.
Περιττὸ
νὰ ὑπογραμμισθεῖ πὼς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση δὲν ἐξαιρεῖται κανένας
οὔτε ἀσφαλῶς οἱ ἄρχοντες καὶ πολὺ περισσότερο οἱ ἐκκλησιαστικοί,
ποὺ ὁπωσδήποτε ὀφείλουν, σύμφωνα καὶ μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας,
νὰ ἐξετάζουν λεπτομερῶς τὰ διάφορα ζητήματα καὶ πάντοτε – ἀκόμη
καὶ στὶς πιὸ ὀφθαλμοφανεῖς περιπτώσεις – νὰ δίνουν στὸν κατηγορούμενο
τὴν εὐκαιρία νὰ ἀπολογηθεῖ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο χρειάζεται πολλὴ
προσοχή, γιατὶ ἄνθρωποι ἀδύνατοι εἴμαστε ὅλοι, ἡ ἐξουσία καὶ ἡ γενικὴ
ἀναγνώρηση μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ τότε ὁ κίνδυνος νὰ ἐπαναληφθεῖ καὶ
ἀπὸ μᾶς τὸ λάθος τῶν Ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων εἶναι ἴσως παραπάνω
καὶ ἀπὸ κοντά. Ἀλλὰ κάτι τέτοιο θὰ ἦταν πράγματι φρικτό!
«Πεντηκοστὴν
ἑορτάζομεν καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν...». Ἐπὶ 20 αἰῶνες τώρα ὁ ἀγαθὸς
Παράκλητος κατευθύνει τὴν ἁγία Ἐκκλησία, τὴ ζωογονεῖ, τὴν πλημμυρίζει
μὲ τὶς θεῖες δωρεές Του. Νὰ εὐχηθοῦμε λοιπὸν ὅλοι μας, ἑνωμένοι μὲ
τὴν Ἐκκλησία μας, νὰ κατευθυνόμαστε ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα «εἰς πᾶσαν
τὴν ἀλήθειαν», νὰ μετέχουμε τῆς θείας Ζωῆς Του καὶ νὰ πορευόμαστε ἔτσι
ἀσφαλῶς πρὸς τὴν αἰώνια, τὴν εὐλογημένη καὶ παμπόθητη Βασιλεία
Του.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου