ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
(22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς
σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καί σφραγισάμενος ἡμᾶς
καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. ᾿Εγὼ δὲ
μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν
οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. Οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως,
ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε. ῎Εκρινα
δὲ ἑμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. Εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ
ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; καὶ ἔγραψα
ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω, ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς
ἐπὶ πάντας ὑμᾶς, ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως
καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε,
ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.
(Β΄ Κορινθ. α΄ [1] 21 – β΄ [2] 4)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐκεῖνος πού δίνει τὴ βεβαιότητα καὶ σέ μᾶς καὶ σὲ σᾶς,
καὶ μᾶς στηρίζει νὰ μένουμε πιστοὶ καί ἀσάλευτοι στὸ Χριστὸ καὶ πού μᾶς
ἔχρισε μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς καὶ μᾶς σφράγισε
ὡς δικούς του καὶ ἔδωσε στὶς καρδιές μας τὸ Πνεῦμα του ὡς ἀρραβώνα καί ἀσφαλή
ἐγγύηση γιὰ τὸ ὅτι θὰ ἐκπληρώσει ὅλες τίς ὑποσχέσεις πού μᾶς δίνει μὲ τὸ
Εὐαγγέλιό του. Καὶ γιὰ νὰ ἐπανέλθω στὸ ζήτημα τοῦ ταξιδιοῦ μου, ἐπικαλοῦμαι
τὸν καρδιογνώστη Θεὸ νὰ δεῖ αὐτός τά βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ νὰ μαρτυρήσει
ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν ἦλθα ἀκόμη στὴν Κόρινθο ἐπειδὴ σᾶς λυποῦμαι
καί δὲν θέλω νὰ δοκιμάσετε τὴν αὐστηρότητά μου. Καὶ δὲν λέω τὸ τελευταῖο
αὐτὸ ἐπειδὴ δῆθεν εἴμαστε κύριοι τῆς πίστεώς σας καὶ ἔχουμε ἐξουσία
ἐπάνω σας σὰν νὰ εἶστε δοῦλοι μας. Ἀντιθέτως εἴμαστε συνεργάτες τῆς χαρᾶς
σας καὶ θέλουμε νὰ συντελοῦμε ὥστε νὰ αὐξάνει ἡ χαρά σας. Καὶ ἀποκλείεται
ὁλότελα νά ἐξουσιάζουμε τὴν πίστη σας, διότι ἐσεῖς στέκεστε καλά
καὶ εἶστε στερεωμένοι στὴν πίστη. Καί τό ἀποφάσισα αὐτὸ καὶ γιὰ τὸν
ἑαυτό μου. Βρῆκα δηλαδὴ καλύτερο καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου νὰ μὴν ἔλθω πάλι
σὲ σᾶς ἀναγκασμένος κι ἐγὼ νὰ σᾶς προξενῶ λύπη μὲ τοὺς ἐλέγχους μου,
ἀλλά κι ἐσεῖς νά μοῦ προξενεῖτε λύπη μὲ τὶς ἀταξίες πού θὰ βλέπω ἀνάμεσά
σας. Ὁπωσδήποτε λοιπὸν ἢ ἐγώ ἢ ἐσεῖς θὰ αἰσθανόμασταν λύπη. Διότι,
ἐὰν ἐγώ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου προκαλῶ λύπη μετανοίας σὲ σᾶς, ποιὸς ἄλλος
μὲ εὐφραίνει παρὰ ἐκεῖνος πού δέχεται τοὺς ἐλέγχους μου καὶ λυπᾶται ἀπὸ
τὶς δικές μου ἐπιτιμήσεις; Ἔτσι, ἐὰν δὲν λυπᾶμαι ἐγώ, θὰ λυπᾶστε ὅμως
ἐσεῖς. Καὶ σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς αὐτὸ σὲ προηγούμενη ἐπιστολή μου, γιὰ
νὰ διορθώσετε στὸ μεταξὺ τὶς ἀταξίες, ὥστε, ὅταν ἔλθω στὴν Κόρινθο,
νὰ τὰ βρῶ ὅλα ἐντάξει καὶ νὰ μὴ νιώσω λύπη ἀπὸ ἐκείνους πού ἔπρεπε
νὰ μοῦ δώσουν χαρά. Ἄλλωστε ἡ λύπη μου θὰ λυποῦσε κι ἐσᾶς. Διότι ἔχω
γιὰ ὅλους σας τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρὰ ὅλων σας. Καὶ μὴ
νομίσετε ὅτι γιὰ τοὺς ἐλέγχους πού σᾶς ἔγραψα στὴν ἐπιστολή μου ἐκείνη
ἐγώ δὲν ἔνιωσα καμία λύπη. Διότι σᾶς ἔγραψα πλημμυρισμένος ἀπὸ θλίψη
καὶ στενοχώρια τῆς καρδιᾶς, μὲ δάκρυα πολλά, ὄχι γιὰ νὰ λυπηθεῖτε,
ἀλλά γιὰ νὰ γνωρίσετε τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη πού ἔχω γιὰ σᾶς.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα
παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς
ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. ἐμβὰς
δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν
αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν
ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο
λαλῶν, εἶπε
πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν
εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς
Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι' ὅλης
τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί
σου χαλάσω
τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων
πολύ· διερρήγνυτο
δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας
συλλαβέσθαι
αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν
ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν
δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ
λέγων· Ἔξελθε
ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ
τῶν ἰχθύων
ᾗ συνέλαβον,
ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν
κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους
ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες
ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
(Λουκ. ε΄[5] 1 – 11)
ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΙ ΘΕΪΚΗ ΛΟΓΙΚΗ
Βέβαια δὲν εἶχαν κληθεῖ ἀκόμη νὰ γίνουν μαθηταί Του, γνώριζαν ὅμως
ἤδη τὸν Κύριο ὁ Σίμων (ὁ Πέτρος δηλαδή) καὶ ὁ ἀδελφός του ὁ Ἀνδρέας,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ἄλλα δύο ἀδέλφια, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης. Γι᾿
αὐτὸ καὶ δὲν ξαφνιάστηκε ὁ Πέτρος ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ μετὰ τὸ ἄκαρπο
ὁλονύκτιο ψάρεμα ποὺ ἔκανε, ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε νὰ χρησιμοποίησει
τὸ καΐκι του γιὰ νὰ διδάξει τὰ πλήθη ποὺ εἶχαν ἐκεῖ συγκεντρωθεῖ. Ξαφνιάστηκε
ὅμως, ὅταν μετὰ τὸ τέλος τῆς διδασκαλίας, ἄκουσε τὸν Κύριο νὰ τοῦ παραγγέλλει
νὰ ξαναπάει γιὰ ψάρεμα. Ὅλη τὴ νύχτα, Κύριε, ποὺ ἦταν ὁ κατάλληλος
χρόνος, εἶπε ὁ Πέτρος, κουραστήκαμε χωρὶς νὰ πιάσουμε οὔτε ἕνα ψάρι.
Τώρα πιὰ εἶναι ἡμέρα καὶ βέβαια ἀκατάλληλη ὥρα γιὰ ψάρεμα. Ἀφοῦ ὅμως
τὸ λὲς Ἐσύ, θὰ ξαναρρίξω τὰ δίχτυα.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ψαρὰς ἦταν ὁ Πέτρος. Τὰ χέρια του ἦσαν ροζιασμένα
ἀπ᾿ τὸ τράβηγμα τῶν κουπιῶν, καὶ τὸ κορμί του ψημένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι
καὶ τὸν ἥλιο. Καὶ βέβαια τὸ ἤξερε καλά: τέτοια ὥρα νὰ πιάσει ψάρια ἦταν
ἀδύνατον! Τὸ ἤξερε. Ὅμως – αὐτὸ εἶναι τὸ συγκινητικό – ἐνῶ τὸ ἤξερε,
δὲν ἔφερε ἀντίρρηση. «Ἐπὶ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον», εἶπε.
Ἀφοῦ τὸ λὲς Ἐσύ, Κύριε, θὰ ξαναρρίξω τὰ δίχτυα στὰ νερά. Καὶ τὰ ἔρριξε.
Τὸ περιστατικὸ τὸ βλέπουμε, μιλάει μόνο του. Τὰ λόγια τοῦ Πέτρου,
ἴσια καὶ καθαρά, τὸ φανερώνουν. Φανερώνουν πόσο σημαντικὸ εἶναι
γιὰ ὅλους μας νὰ ὑπακούουμε στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου πάντοτε, ἀκόμη
καὶ ὅταν μᾶς φαίνεται πὼς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐφαρμοσθεῖ, ἀκόμη κι ὅταν
τὸ βλέπουμε παράλογο.
Διότι, ἀδελφοί, ἡ θεϊκὴ λογικὴ διαφέρει ἀφάνταστα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη.
Ἐμεῖς βλέπουμε μόνο πολὺ κοντά. Ὅπως λέμε συνήθως: «Ἴσα μὲ τὴ μύτη
μας». Ὁ Θεὸς ὅμως βλέπει μακριά. Γνωρίζει ποιὸ εἶναι πράγματι τὸ συμφέρον
μας καὶ ἑπομένως τὰ ὅσα ζητάει ἀπὸ μᾶς εἶναι πάντοτε γιὰ τὸ καλό
μας.
Παράδειγμα. Ἔχουμε κάποια καλὴ ἐργασία ἢ θέση ποὺ ξαφνικὰ τὴν
χάνουμε. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ δοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ. Θὰ πρέπει ἴσα – ἴσα νὰ τὸ δεχθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη
Του καὶ τὴν φροντίδα Του γιὰ μᾶς, καὶ νὰ δοῦμε ποῦ τώρα μᾶς κατευθύνει.
Ἀκόμη δὲ κι ἂν μᾶς φανεῖ ἀκατανόητη ἡ κατεύθυνση ποὺ μᾶς δείχνει,
νὰ μὴ διστάσουμε. Νὰ προχωρήσουμε μὲ πίστη. Καὶ δὲν θὰ βραδύνουμε νὰ
διαπιστώσουμε πώς, ὡσὰν τὸν Πέτρο, οὐσιαστικὰ θὰ «πνιγοῦμε» καὶ ἐμεῖς
στὶς εὐλογίες Του.
Ἄλλο παράδειγμα. Ζητάει ὁ Κύριος ἀπό τους πιστοὺς συζύγους νὰ βαδίζουν
τὴ συζυγική τους ζωὴ κατὰ τὸ θέλημά Του. Λοιπόν, δὲν ἀποκλείεται τὰ
οἰκονομικά τους νὰ εἶναι φτωχικὰ καὶ νὰ διστάζουν νὰ προχωρήσουν
στὸ νὰ ἀποκτήσουν περισσότερα ἀπὸ 1 ἢ 2 παιδιά. Καὶ βέβαια τότε ἀρχίζουν
νὰ κάνουν ἀβαρίες στὴ συνείδησί τους ἢ – ἀκόμη χειρότερα – σαφεῖς
παραβάσεις τοῦ θελήματος τοῦ Κυρίου (ὅπως μὲ τὶς ἐκτρώσεις). Ἐδῶ
λοιπὸν εἶναι ποὺ ἀπαιτεῖται ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἂν
κάτι τέτοιο φαίνεται στοὺς πολλοὺς παράλογο. Θὰ δοῦν θαύματα στὴ ζωή
τους οἱ πιστοὶ γονεῖς! Θὰ πιάνουν ψάρια τὴν ἡμέρα! Ὅσο πιὸ πολλὰ παιδιὰ
θὰ ἀποκτοῦν, τόσο τὰ οἰκονομικά τους θὰ βελτιώνονται. Διότι πολὺ
θὰ τοὺς εὐλογεῖ ὁ Θεός.
Συνεπῶς ὅλοι μας «ἐπὶ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» νὰ λέμε.
Ἐμένα Κύριε, αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς μοῦ φαίνεται ἀκατανόητο καὶ ἀσύμφορο.
Ἐπειδὴ ὅμως μοῦ τὸ ζητᾶς Ἐσύ, θὰ τὸ κάνω.
2. ΑΝΑΞΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ
Ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψάρια ποὺ ἔπιασε ὁ Πέτρος, ὅταν κατὰ τὴν ὑπόδειξη
τοῦ Κυρίου ξαναπῆγε γιὰ ψάρεμα, ὥστε τὰ δίχτυα κινδύνευσαν νὰ σπάσουν.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔκανε νόημα στοὺς συνεταίρους του, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη,
νὰ σπεύσουν νὰ τὸν βοηθήσουν. Ἀλλὰ τώρα παρουσιάστηκε ἄλλος κίνδυνος·
τὰ δύο πλοῖα γέμισαν ἀπὸ ψάρια καὶ κινδύνευσαν νὰ βυθισθοῦν!
Τὸ γεγονὸς τοὺς θάμβωσε ὅλους. Ὁ δὲ Πέτρος τόσο συγκλονίστηκε, ὥστε
ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Κυρίου λέγοντας: ἔβγα, Κύριε, ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ
φύγε ἀπὸ κοντά μου, διότι ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Μὴ φοβᾶσαι,
τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Κύριος, ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα θὰ ψαρεύεις πλέον ἀνθρώπους,
θὰ γίνεις Ἀπόστολός μου. Καὶ πραγματικὰ καὶ οἱ τέσσερις – ὁ Ἀνδρέας,
ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης – μόλις ἔφθασαν στὴν στεριά, τὰ ἐγκατέλειψαν
ὅλα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Κύριο.
Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ τῆς ἁμαρτωλότητος, ποὺ ἐκδήλωσε ὁ Πέτρος ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, εἶναι ἀσφαλῶς ἐντυπωσιακή. «Ἔξελθε ἐπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ
ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε». Ἔδιωχνε τὸν Κύριο, διότι αἰσθανόταν τὸν
ἑαυτό του ἁμαρτωλὸ καὶ ἑπομένως ἀνάξιο νὰ εὑρίσκεται κοντὰ στὸν Ἅγιο
τῶν ἁγίων.
Λοιπὸν καὶ ὅλων τῶν ἁγίων μας τὸ βαθὺ καὶ ἀκριβὸ μυστικό τους αὐτὸ
εἶναι: τὸ ὅτι αἰσθάνονται ἀνάξιοι ἀπολύτως νὰ εὑρίσκονται κοντὰ
στὸν Θεὸ καὶ νὰ δέχονται τὶς δωρεές Του. Διότι, ὅσο πιὸ βαθιὰ αἰσθάνεται
ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ τὴν ἀναξιότητά του ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, τόσο πιὸ πολὺ σημαίνει πὼς εὑρίσκεται κοντὰ στὸν Θεό. Καὶ
τὸ ἀντίστροφο: ὅσο πιὸ πολὺ νομίζει πὼς εἶναι καλὸς καὶ ὅτι ἀξίζει
νὰ εὑρίσκεται κοντὰ στὸν Κύριο, τόσο περισσότερο φανερώνει μὲ αὐτὸ
πὼς εἶναι μακριά Του, ξένος ἐντελῶς πρὸς Αὐτόν.
Ἑπομένως, νὰ μὴν πετᾶμε στὰ σύννεφα, ἀδελφοί. Ἂν δὲν βλέπουμε
στὸν ἑαυτό μας βαθειὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ἀναξιότητός
μας, νὰ καταλαβαίνουμε πὼς εἴμαστε μακριά, πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
«Οἱ δίκαιοι οἱ ἀληθινοί», λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, «ἀεὶ τοῦτο λογίζονται
ἐν ἑαυτοῖς· ὅτι οὐκ εἰσὶν ἄξιοι τοῦ Θεοῦ». Οἱ πραγματικὰ δίκαιοι καὶ
ἅγιοι ἄνθρωποι πάντοτε αὐτὸ σκέπτονται μέσα τους, ὅτι δὲν εἶναι ἄξιοι
τοῦ Θεοῦ.
Πῶς ἐξηγεῖται αὐτὸ τὸ πράγμα; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κάποιος
ἅγιος καὶ ὅμως νὰ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό του τόσο ἁμαρτωλό; Μήπως πρόκειται
γιὰ κάποια ψευδαίσθηση; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἀλλὰ συμβαίνει κάτι ἀνάλογο
μὲ τὸ νὰ βρίσεται κανεὶς μέσα σὲ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Στὴν κατάσταση
αὐτὴ δὲν ἀντιλαμβάνεται τὶς ἀταξίες ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ. Ἂν ἀνάψει
ἕνα κερί, θὰ δεῖ βέβαια ἀρκετές. Ἂν ἀνάψει τὸ ἠλεκτρικὸ φῶς, θὰ δεῖ
περισσότερες. Καὶ ἂν ἀνοίξει τὰ παράθυρα καὶ τὸ φωτίσει ὁ ἥλιος, θὰ
δεῖ καὶ τὶς ἀπειροελάχιστες σκόνες πάνω στὰ ἔπιπλα.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό. Ὅταν εἴμαστε μακριά
Του, βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι καὶ νομίζουμε πὼς εἴμαστε ἅγιοι. Ὅταν
Τὸν πλησιάσουμε λίγο, φωτιζόμαστε κάπως ἀπὸ τὸ φῶς καὶ βλέπουμε κάποια
μεγάλα ἁμαρτήματα. Ἂν πλησιάσουμε περισσότερο, βλέπουμε καὶ τὰ
μικρά. Καὶ ὅταν, ὅπως οἱ ἅγιοι, πλησιάσουμε πολὺ καὶ τὸ Φῶς Του πλημμυρίσει
τὴν ὕπαρξή μας, τότε βλέπουμε καὶ τὰ ἀπειροελάχιστα ἁμαρτήματα
καὶ αἰσθανόμαστε πὼς αὐτὰ ἀποτελοῦν ἐμπόδιο ἀνυπέρβλητο γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε
μαζί Του.
Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἡ ψυχὴ ὑποφέρει φριχτά, διότι, ἐνῶ φλέγεται
ἀπὸ τὸν πόθο νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, βλέποντας τὴν ἁμαρτωλότητά της,
αἰσθάνεται πὼς εἶναι ἀπολύτως ἀνάξια νὰ Τὸν δεχτεῖ. Αὐτὴ ὅμως ἡ συναίσθηση
εἶναι τελικὰ ὕψιστη εὐλογία. Διότι σ᾿ αὐτὴν εὐδοκεῖ ὁ Θεός. Εὐδοκεῖ!
Ἐναγκαλίζεται τὴν ψυχή, τὴν καθαρίζει, τὴν ἁγιάζει καὶ ἑνώνεται
μαζί της αἰώνια!
Εἴθε νὰ πραγματοποιηθεῖ καὶ μὲ τὸν καθένα μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο
τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου