ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
2022)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς
καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας,
ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει
τὴν πόλιν Δαμασκηνῶν πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην
διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας
καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων·
εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν·
ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον·
εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη
εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.
Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ
ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων·
ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει
με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι,
ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.
Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν
μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται·
ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ
ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
(Β΄ Κορ. ια΄[11] 31-33, ιβ΄[12]
1-9)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, θά σᾶς πῶ πράγματα πού ἴσως σᾶς
φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλά ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογημένος
στούς αἰῶνες, γνωρίζει ὅτι δέν λέω ψέματα. Στή Δαμασκό ὁ διοικητής πού εἶχε διορισθεῖ ἀπό τόν βασιλιά Ἀρέτα φρουροῦσε τήν πόλη τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδή ἤθελε νά μέ συλλάβει. Κι ἀπό κάποιο παράθυρο μέ κατέβασαν κάτω μέσα σέ δικτυωτό καλάθι,
μέσα ἀπό κάποιο ἄνοιγμα τοῦ τείχους τῆς πόλεως, καί ξέφυγα ἀπό τά χέρια του. Νά σᾶς μιλήσω λοιπόν καί γιά ἄλλους διωγμούς
μου, δέν μέ συμφέρει νά καυχιέμαι. Σταματῶ λοιπόν γι’ αὐτό νά μιλῶ
γιά τούς διωγμούς καί τούς ἄλλους κόπους μου. Θά ἀναφερθῶ ὅμως σέ ὀπτασίες
καί ἀποκαλύψεις πού μοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο
πού βρίσκεται σέ στενή σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος
αὐτός πρίν ἀπό δεκατέσσερα χρόνια ἁρπάχθηκε καί ἀνυψώθηκε μέχρι
τόν τρίτο οὐρανό, ὅπου διαμένουν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις. Δέν γνωρίζω
ὅμως ἐάν ἦταν μέ τό σῶμα του τήν ὥρα ἐκείνη ἤ ἦταν σέ ἔκσταση, ἔξω ἀπό
τό σῶμα του. Ὁ Θεός ξέρει. Καί γνωρίζω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (εἴτε
μέ τό σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπ’ τό σῶμα του, μόνο μέ τήν ψυχή του, δέν γνωρίζω,
ὁ Θεός γνωρίζει) ἁρπάχθηκε καί μεταφέρθηκε στόν Παράδεισο κι
ἄκουσε λόγια πού κανένας ἄνθρωπος δέν ἔχει τή δύναμη νά τά πεῖ, κι οὔτε
ἐπιτρέπεται νά τά ξεστομίσει λόγῳ τῆς ἱερότητός τους. Γιά τόν
ἄνθρωπο αὐτόν θά καυχηθῶ. Δέν εἶναι ὁ συνηθισμένος Παῦλος αὐτός, ἀλλά
ἄλλος Παῦλος, στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔδωσε πολλές χάριτες. Γιά τόν ἑαυτό
μου ὅμως δέν θά καυχηθῶ παρά μόνο γιά τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς
μου, ὅπου φανερώνεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλά καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ πού
δέν μ’ ἀφήνει νά καταρρεύσω. Μόνο γιά τίς ἀσθένειές μου αὐτές θά
καυχηθῶ κι ὄχι γιά τίς ἐπιτυχίες καί τή δράση μου. Διότι ἐάν θελήσω
καί γι’ αὐτά νά καυχηθῶ, δέν θά εἶμαι ἄμυαλος καί ἀνόητος, ἐπειδή θά
πῶ τήν ἀλήθεια. Δυσκολεύομαι ὅμως νά καυχηθῶ, γιά νά μή μοῦ λογαριάσει
κανείς τίποτε περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο πού βλέπει ἤ ἀκούει ἀπό μένα. Καί
ἐξαιτίας τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψε ὁ Θεός καί
μοῦ δόθηκε ἀγκαθωτό ξύλο στό σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτη, ἄγγελος
τοῦ σατανᾶ, γιά νά μέ χτυπᾶ στό πρόσωπο καί νά μέ ταλαιπωρεῖ, γιά νά
μήν ὑπερηφανεύομαι. Γιά τόν πειρασμό αὐτό τρεῖς φορές παρακάλεσα
τόν Κύριο νά μοῦ τόν ἀπομακρύνει. Ἀλλά ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: Σοῦ εἶναι
ἀρκετή ἡ χάρις πού σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια,
ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενής καί μέ τήν ἐνίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα
καί θαυμαστά. Μέ πολύ μεγάλη εὐχαρίστηση λοιπόν θά καυχιέμαι περισσότερο στίς
ἀσθένειές μου, γιά νά κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
ΤΟ
ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος.
Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς. πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν
χορτασθῆναι
ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο
δὲ ἀποθανεῖν
τὸν
πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον
Ἀβραάμ· ἀπέθανε
δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ
ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτοῦ,
ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τόν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε·
πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.
εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ
Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις
μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι
ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται,
μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.
εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·
ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται
αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον
τοῦτον τῆς βασάνου. λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ' ἐάν
τις
ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν.
εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
(Λουκ. ιϚ΄[16] 19 – 31)
Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο
ΠΤΩΧΟΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΑΓΕΦΥΡΩΤΟ ΧΑΣΜΑ
Ὁ πλούσιος φοροῦσε πολυτελέστατα, βασιλικὰ ἐνδύματα,
καὶ καθημερινὰ διασκέδαζε ξοδεύοντας τὰ πλούτη του σὲ φαγοπότια καὶ ἀπολαύσεις.
Ὁ ἄλλος ἦταν πάμπτωχος. Λάζαρος λεγόταν καὶ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴ μεγάλη του
φτώχεια καὶ τὴν ὑποδειγματική του ὑπομονή. Πεταμένος στὴν ἐξώπορτα τοῦ
πλουσίου, ἄρρωστος καὶ γεμᾶτος πληγές, μάζευε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ
τραπέζι, γιὰ νὰ χορτάσει κάπως τὴν πεῖνα
του. Ἠταν τόσο ἀσθενικός, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ διώξη τοὺς σκύλους ποὺ ἔπεφταν
ἐπάνω του καὶ ἔγλειφαν τίς πληγές του στὸ μισόγυμνο κοκκαλιάρικο σῶμα του.
Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κλείσει τὰ μάτια του ὁ φτωχὸς
Λάζαρος. Καὶ τότε ἄγγελοι φωτεινοὶ πῆραν
τὴν ψυχή του καὶ τὴν μετέφεραν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, στὸν Παράδεισο. Ἀλλὰ
καὶ ὁ πλούσιος κάποια μέρα πέθανε καὶ τάφηκε μεγαλόπρεπα. Ἐκεῖ στὸν Ἅδη ὅμως
ποὺ πῆγε ἡ ψυχή του, οἱ ὅροι ἀντιστράφηκαν. Ὁ πτωχὸς Λάζαρος ζεῖ μέσα στὸ φῶς
τοῦ Παραδείσου, ἐνῶ ὁ πλούσιος μέσα στὸ καμίνι τῆς κολάσεως.
- Πάτερ Ἀβραάμ,
φωνάζει ἀπεγνωσμένα τώρα καὶ ὁ πλούσιος, «ἐλέησόν με», λυπήσου με καὶ στεῖλε
τὸν Λάζαρο νὰ βάλει τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴ
γλῶσσα μου. Ὑποφέρω φρικτὰ μέσα στὴ φλόγα τοῦ Ἅδη.
- Ὀταν ζοῦσες
στὴ γῆ, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἀβραάμ, ἀπόλαυσες τὰ πλούτη σου, καὶ ὁ Λάζαρος ὅμως πέρασε
τὴ ζωή του μέσα στὶς θλίψεις. Τώρα, καὶ νὰ θέλεις, εἶναι ἀδύνατο νὰ
ἐπικοινωνήσεις μαζί του, διότι «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται»,
μεταξύ μας ὑπάρχει μεγάλο χάσμα, ἄβυσσος, ὥστε κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς ἐδῶ δὲν μπορεῖ
νὰ ἔλθει σὲ σᾶς, οὔτε ἀπὸ σᾶς νὰ ἔλθει ἐδῶ, στὸν παράδεισο.
ΑΓΕΦΥΡΩΤΟ
λοιπὸν εἶναι τὸ χάσμα μεταξὺ παραδείσου καὶ κολάσεως. Ἕνα χάσμα ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ
αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ παγιώνεται στὴν ἄλλη ἕνα χάσμα ποὺ δημιουργεῖται πρῶτα στὴν
ψυχή μας κι ἀκολούθως στὴ ζωή μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείψει τὸν Θεὸ καὶ τὸν
νόμο Του, τότε γι᾿ αὐτὸν ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ψυχή του, τοὺς
γύρω του, τὸ αἰώνιο μέλλον του. Μεθᾶ μέσα στὶς μάταιες ἀπολαύσεις. Ἡ ζωή του
γίνεται μιὰ διαρκὴς ἀχόρταγη δίψα γιὰ ὅ,τι ἁμαρτωλό. Μαυρίζει ἡ ψυχή του,
ἀγριεύει καὶ σκοτεινιάζει τὸ βλέμμα του. Καὶ ὅσο περισσότερο βυθίζεται μέσα
στὶς ἀνέσεις καὶ ἡδονές, τόσο περισσότερο τὸ χάσμα βαθαίνει. Διότι τὴν πορεία
μας πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ ἢ τὴν αἰώνια κόλαση τὴν χαράσσουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή,
ἀνάλογα μὲ τίς ἐπιλογές μας. Κάθε μέρα ποὺ περνᾶ μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ πρὸς τὸν
αἰώνιο τόπο τῆς χαρᾶς καὶ τῆς δυστυχίας μας. Ὥσπου κάποια μέρα, συγκλονιστικὴ
γιὰ ὅλους μας, ἀποχαιρετοῦμε τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο καὶ ἀντικρίζουμε τίς
συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν μας. Ἀλλὰ ἐκεῖ εἶναι πλέον ἀργά. Ὅπως τὸ συνειδητοποίησε
καὶ ὁ πλούσιος τῆς Παραβολῆς.
2. ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ;
Ὁ πλούσιος λοιπὸν τώρα γεμᾶτος
ἀγωνία λέγει στὸν Ἀβραάμ:
- Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τοὐλάχιστον
τὸν Λάζαρο στοὺς πέντε ἀδελφούς μου, νὰ τοὺς βεβαιώσει γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή,
ὥστε νὰ μετανοήσουν.
- Ἔχουν τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσέως καὶ
τῶν Προφητῶν. Ἄς ἐφαρμόσουν ὅσα αὐτα διδάσκουν.
Ἀλλὰ ὁ πλούσιος ἐπιμένει:
- Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ
ὑπακούσουν στὸν Μωϋσὴ καὶ τοὺς Προφῆτες. Τότε μόνο θὰ μετανοήσουν, ὅταν
ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τὴ χώρα τῶν νεκρῶν.
- Ἐὰν δὲν ἔχουν καλὴ διάθεση, δὲν
θὰ πεισθοῦν «οὐδε ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ», ἀκόμη κι ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ
τοὺς νεκρούς.
Η ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ αὐτὴ τοῦ πατριάρχη
Ἀβραὰμ βγῆκε πολὺ ἀληθινὴ λίγο καιρὸ ἀργότερα. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὴν μοναδικὴ
τῆς Ἀναστάσεως ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλουσίου πραγματοποιήθηκε. Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε
ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ Ἅδη καὶ ἐμφανίστηκε ἔνδοξος καὶ πάλι σὲ τόσους αὐτόπτες
μάρτυρες, ποὺ τὸν εἶδαν, τὸν ἄκουσαν, τὸν ψηλάφησαν. Ἀλλὰ οἱ ἐχθροί Του, οἱ
φύλακες τοῦ μνημείου, οἱ πρῶτοι ποὺ ἔγιναν ἀδιάψευστοι μάρτυρες τοῦ θαύματος,
εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ πιστέψουν. Ὅμως αὐτοί, ἀντὶ νὰ μετανοήσουν, ἔδειξαν ἀκόμη
μεγαλύτερη ἀπιστία.
Πόσο ἄδικο λοιπὸν εἶχε ὁ πλούσιος
τῆς παραβολῆς! Δὲν φταίει ἡ ἔλλειψη εὐκαιριῶν στὸ ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι μένουν
μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τῆς
ζωῆς τους, δίνει ἀμέτρητες εὐκαιρίες νὰ τὸν γνωρίσουν, νὰ ἀλλάξουν ζωή. Αὐτὸ
ποὺ λείπει δὲν εἶναι οἱ εὐκαιρίες ἀλλὰ ἡ δική μας καλή διάθεση. Ἰδιαίτερα στὶς
μέρες μας ἔχουμε τόσες εὐκαιρίες: Ἀκολουθίες, κηρύγματα, βιβλία, περιοδικά,
Κύκλους μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐκκλησιαστικοὺς ραδιοφωνικοὺς σταθμοὺς καὶ
τόσα ἄλλα. Τὸ πρόβλημα λοιπὸν εἶναι σε μᾶς. Ἄς δείξουμε ἐμεῖς εἰλικρινὴ διάθεση
καὶ ἂς καταβάλουμε ἀγῶνα, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς θείας μακαριότητας μέσα στὴν
ἀγκαλιὰ τοῦ Ἄβραάμ.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου