ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
(ΜΝΗΜΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)
(1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023)
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)
Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς
τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος
διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν ἐκεῖνος
κλέπτης ἐστὶν καὶ λῃστής· ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστιν τῶν
προβάτων. Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ
τὰ ἴδια πρόβατα φωνεῖ κατ᾽ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. Ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ,
ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασιν τὴν φωνὴν
αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσουσιν ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾽ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ
οἴδασιν τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς·
ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. Εἶπεν οὖν πάλιν ὁ ᾽Ιησοῦς,
᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ
ἐμοῦ κλέπται εἰσὶν καὶ λῃσταί· ἀλλ᾽ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. Ἐγώ εἰμι ἡ
θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ
νομὴν εὑρήσει.
(Ἰωάν. ι΄[10] 1-9)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Νομίζετε ὅτι εἶστε οἱ ἀναγνωρισμένοι ὁδηγοὶ καὶ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Σᾶς διαβεβαιώνω ὅμως ἀληθινὰ ὅτι εἶστε ἐκμεταλλευτὲς τοῦ ποιμνίου καὶ κλέφτες τῶν προβάτων. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν μπαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα στὴ μάνδρα, ὅπου
φυλάγονται τὰ πρόβατα, ἀλλὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ ἄλλο μέρος γιὰ νὰ πηδήσει μέσα κρυφά, ἐκεῖνος εἶναι κλέφτης καὶ ληστής. (Δηλαδὴ εἶναι κλέφτης καὶ ληστὴς ἐκεῖνος ποὺ χωρὶς νὰ κληθεῖ καὶ νὰ ἀνυψωθεῖ άπὸ τὸν Θεὸ στὸ ἀξίωμα τοῦ ποιμένος καὶ ὁδηγοῦ τῶν προβάτων τοῦ Θεοῦ, ζητᾶ νὰ τὸ σφετερισθεῖ καὶ νὰ τὸ ἁρπάξει, ὅπως τὸ κάνατε ἐσεῖς οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς. Διότι, ἐνῶ
βλέπετε ἀπὸ τὰ θαύματά μου ὅτι εἶμαι ὁ ἀναγνωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ποιμένας, σφετερίζεσθε τὰ
δικαιώματά μου καὶ τὴν ἐξουσία μου). Ἀντίθετα, ἐκεῖνος ποὺ μπαίνει στὴ μάνδρα ὄχι λαθραία ἄλλα φανερά, ἀπὸ τὴν πόρτα, εἶναι ποιμένας τῶν προβάτων. Σ' αὐτὸν ὁ θυρωρὸς ποὺ φυλάει τὴ μάνδρα ἀνοίγει τὴν πόρτα, ἀλλὰ καὶ τὰ πρόβατα ἀκοῦν τὴ φωνή του καὶ τὴ γνωρίζουν. Κι αὐτὸς πάλι, γεμάτος ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ πρόβατά του, φωνάζει τὸ καθένα μὲ τ᾿ ὄνομά του καὶ τὰ βγάζει ἀπὸ τὴ μάνδρα γιὰ νὰ τὰ βοσκήσει. Κι ὅταν βγάλει τὰ δικά του προβατὰ ἔξω ἀπὸ τὴ μάνδρα, στὴν ὁποία μένουν καὶ ἄλλα ποίμνια μαζί, πηγαίνει μπροστὰ ἀπ᾿ αὐτά, καὶ τὰ πρόβατά του τὸν ἀκολουθοῦν. Διότι γνωρίζουν τὴ φωνή του καὶ τὸ σφύριγμά του, μὲ τὸ ὁποῖο τὰ φωνάζει. Ἕναν ξένο ὅμως δὲν θὰ τὸν ἀκολουθήσουν ποτέ, ἀλλὰ θὰ φύγουν μακριὰ ἀπ` αὐτόν, διότι δὲν γνωρίζουν τὴ φωνὴ τῶν ξένων. Ἔτσι καὶ τὰ λογικὰ πρόβατά μου· θὰ μὲ ἀναγνωρίσουν ὡς ποιμένα τους, θὰ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία μου καὶ θὰ αἰσθανθοῦν τὸ ἐνδιαφέρον μου καὶ τὴ στοργή μου γι' αὐτά. Καὶ δὲν θὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀπατεῶνες, οἱ ὁποῖοι θὰ προσπαθήσουν νὰ τὰ ἐξαπατήσουν καὶ νὰ τὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ μένα. Αὐτὸν τὸν ἀλληγορικὸ λόγο τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν κατάλαβαν ποιὰ σημασία εἶχαν αὐτὰ ποὺ τοὺς ἔλεγε. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν κατάλαβαν τὴ σημασία τῆς παραβολῆς αὐτῆς, τοὺς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοὺς καθαρότερα καὶ σαφέστερα τὰ ἑξῆς: Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέω ὅτι ἐγώ εἶμαι ἡ πόρτα ἀπὸ τὴν ὀποία τὰ πρόβατα μπαίνουν στὴ μάνδρα γιὰ νὰ ἀσφαλισθοῦν, καὶ βγαίνουν γιὰ νὰ βοσκήσουν. Ὅλοι ὅσοι ἦλθαν τὰ τελευταῖα αὐτὰ χρόνια, προτοῦ νὰ ἔλθω ἐγώ, καὶ πῆραν μόνοι τους τὸ ἀξίωμα τοῦ ὁδηγοῦ τῶν προβάτων, εἶναι κλέφτες καὶ ληστές, διότι ἐπιδίωξαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν καὶ νὰ ἐξολοθρεύσουν τὰ πρόβατα. Ἀλλὰ τὰ πρόβατα δὲν τοὺς ἄκουσαν. Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα. Ἀπ᾿ αὐτὴ καὶ μόνο ἐὰν μπεῖ κανεὶς ἑνωμένος μαζί μου, θὰ σωθεῖ· καὶ θὰ εἰσέλθει ὅπως τὸ πρόβατο στὴ μάνδρα γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ ἀσφαλισθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας· καὶ θὰ βγεῖ τὸ πρωὶ ἀπὸ τὴ μάνδρα γιὰ νὰ βοσκήσει, καὶ θὰ βρεῖ τροφή. Κάθε ψυχὴ δηλαδή, μόνο ὅταν εἶναι ἑνωμένη μαζί μου, θὰ ἀσφαλισθεῖ ἀπὸ κάθε πνευματικὸ κίνδυνο. Θὰ τραφεῖ ἄφθονα μὲ τὴ σωτηριώδη ἀλήθεια καὶ θὰ κατακτήσει τὴν αἰώνια ζωή.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Ἀδελφοί, βλέπετε μή
τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν
παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν· ὅτι ἐν
αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ
πεπληρωμένοι, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε
περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν
τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καὶ
συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν
νεκρῶν.
(Κολ. β΄[2] 8-12)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Προσέχετε μήπως σᾶς ἐξαπατήσει κανεὶς μὲ τὴν
ψευδοφιλοσοφία καὶ τὴν ἀπάτη ποὺ εἶναι ἄδεια ἀπὸ ὠφέλιμο περιεχόμενο καὶ στηρίζεται ὄχι σὲ θεία ἀποκάλυψη ἀλλὰ στὴν παράδοση τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ εἶναι φτιαγμένη σύμφωνα μὲ τὴ στοιχειώδη καὶ παιδαριώδη θρησκευτικὴ διδασκαλία τοῦ πλανεμένου κόσμου
καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μείνετε σταθεροὶ στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Διότι
μέσα στὸ Χριστὸ κατοικεῖ ὁλόκληρη ἡ θεότητα σωματικῶς, δηλαδὴ μέσα στὸ σῶμα καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ προσέλαβε μὲ τὴ σάρκωσή του. Κι ἐσεῖς ἑνωμένοι
μ᾿ αὐτὸν εἶστε πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὶς χάριτές του. Αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ ἡ αἰτία κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Ἔχοντας κοινωνία μαζί του περιτμηθήκατε
μὲ πνευματικὴ περιτομή, ποὺ δὲν γίνεται ἀπὸ χέρι ἀνθρώπινο, ὅπως ἡ ἰουδαϊκὴ περιτομή, ἀλλὰ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ ἡ περιτομὴ αὐτὴ συνίσταται στὸ γδύσιμο καὶ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σώματος ποὺ ἦταν ὑποδουλωμένο στὶς ἁμαρτίες τῆς σάρκας. Καὶ τὸ γδύσιμο αὐτὸ δὲν ἔγινε μὲ τὴν κατακοπὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ εἶναι ἡ περιτομὴ ποὺ λάβατε ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅταν θαφτήκατε μαζί του
στὸ βάπτισμα. Καὶ δὲν θαφτήκατε μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀναστηθήκατε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ μυστηριακῶς μὲ τὸ βάπτισμα. Κι ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἐπειδὴ πιστέψατε στὴν ἐνέργεια καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος
τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Πιστέψατε δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἴδια δύναμη καὶ ἐνέργεια θὰ ἀναστήσει κι ἐσᾶς ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,
ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν
καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ
περιτεμεῖν αὐτόν, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Ιησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου
πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ’ αὐτό. Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ’ ἔτος εἰς Ἱερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα
κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς καὶ
τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς
συγγενέσι καὶ τοῖς
γνωστοῖς· καὶ μὴ εὑρόντες αὐτόν ὑπέστρεψαν
εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν. καὶ ἐγένετο
μεθ’ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν
διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· ἐξίσταντο
δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· Τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε. καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς· Τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου
δεῖ εἶναί με; καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. καὶ κατέβη μετ’
αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε
σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.
(Λουκ.β΄[2]
20-21, 40-52)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Καί οἱ ποιμένες γύρισαν πίσω στό
ποίμνιό τους καί δόξαζαν καί ὑμνολογοῦσαν τόν Θεό γιά ὅλα ὅσα ἄκουσαν ἀπό τόν
ἄγγελο καί εἶδαν τά μάτια τους ὅταν πῆγαν στή Βηθλεέμ, καί τά ὁποῖα ἦταν
ἀκριβῶς ὅπως τούς τά εἶπε ὁ ἄγγελος. Κι ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ὀκτώ
ἡμέρες γιά νά γίνει στό παιδί ἡ περιτομή, τοῦ ἔκαναν περιτομή, γιά νά
ἐπιβεβαιωθεῖ καί μέ τήν πράξη αὐτή ὅτι ἦταν γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Καί
τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Ἰησοῦς, ὅπως δηλαδή τό εἶχε ὀνομάσει ὁ ἄγγελος προτοῦ ἀκόμα
συλληφθεῖ τό παιδί στήν κοιλιά τῆς μητέρας του.Τό παιδί στό μεταξύ
μεγάλωνε στό σῶμα. Καί ἡ θεότητα, μέ τήν ὁποία ἦταν ἑνωμένο, ἐνίσχυε τίς
διανοητικές καί πνευματικές του δυνάμεις. Καί καθώς ἡ ἡλικία του προχωροῦσε,
ἐκδήλωνε σταδιακά τή σοφία πού σέ τέλειο βαθμό τοῦ εἶχε μεταδώσει ἐξαρχῆς ἡ
θεία του φύση. Καί ἦταν πάνω του ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τό ἐνίσχυε σ’ ὅλες
τίς ἀρετές καί τό φύλαγε ἀπό κάθε ἁμαρτία, διευθύνοντας τήν ὁμαλή καί
ἀπρόσκοπτη ἀνάπτυξή του. Κάθε
χρόνο οἱ γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν στήν Ἱερουσαλήμ γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα,
ὅπως ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλίτες. Ὅταν λοιπόν τό παιδί ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, καί
ἀνέβηκαν αὐτοί στά Ἱεροσόλυμα σύμφωνα μέ τή συνήθεια πού εἶχε καθιερωθεῖ ἀπό τό
νόμο γιά τήν ἑορτή, τό πῆραν κι αὐτό μαζί τους. Κι ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες
τῆς παραμονῆς τους στά Ἱεροσόλυμα καί ἐπέστρεφαν στήν πατρίδα τους, ὁ μικρός
Ἰησοῦς ἔμεινε πίσω στήν Ἱερουσαλήμ. Αὐτό ὅμως δέν τό ἀντιλήφθηκαν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ
μητέρα τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐπειδή νόμισαν ὅτι αὐτός ἦταν στό καραβάνι τῶν
προσκυνητῶν, προχώρησαν μιᾶς ἡμέρας δρόμο. Καί τό ἀπόγευμα ζητοῦσαν νά τόν
βροῦν ἀνάμεσα στούς συγγενεῖς καί τούς γνωστούς τους. Κι ἐπειδή δέν τόν βρῆκαν,
γύρισαν πίσω στήν Ἱερουσαλήμ, καί στό δρόμο ζητοῦσαν νά τόν βροῦν ρωτώντας καί
τούς προσκυνητές πού συναντοῦσαν. Ὅταν τελικά ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ ὕστερα
ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἀπό τότε πού εἶχαν ἀναχωρήσει ἀπό ἐκεῖ χωρίς τόν Ἰησοῦ, τόν
βρῆκαν στόν ἱερό περίβολο τοῦ Ναοῦ νά κάθεται ἀνάμεσα στούς διδασκάλους, καί νά
τούς ἀκούει καί νά τούς ρωτᾶ γιά σπουδαῖα ζητήματα, ἀσυνήθιστα γιά τήν ἡλικία
του. Κι ὅλοι ὅσοι τόν ἄκουγαν ἀποροῦσαν καί θαύμαζαν γιά τήν ἐξαιρετική
νοημοσύνη του καί γιά τίς ἀπαντήσεις πού ἔδινε. Μόλις τόν εἶδαν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ
Μαρία, καταλήφθηκαν ἀπό ἔκπληξη, διότι γιά πρώτη φορά ὁ μικρός Ἰησοῦς φαινόταν
νά μή σκέπτεται τήν ἀνησυχία πού θά τούς προκαλοῦσε ἡ καθυστέρηση αὐτή. Καί ἡ
μητέρα του τοῦ εἶπε: Παιδί μου, γιατί μᾶς τό ἔκανες αὐτό ἔτσι κι ἔμεινες πίσω;
Ἰδού, ὁ πατέρας σου κι ἐγώ μέ πόνο καί λαχτάρα σέ ζητούσαμε. Καί ὁ Ἰησοῦς τούς
εἶπε: Γιατί ζητούσατε νά μέ βρεῖτε; Δέν ξέρατε ὅτι πρέπει νά βρίσκομαι στό
σπίτι τοῦ Πατέρα μου; Δέν ἔπρεπε λοιπόν νά ἀνησυχεῖτε, οὔτε ὑπῆρχε λόγος νά μέ
ἀναζητεῖτε νομίζοντας ὅτι χάθηκα. Αὐτοί ὅμως δέν κατάλαβαν τά λόγια αὐτά πού
τούς εἶπε, διότι δέν ἤξεραν ἀκόμη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε καί τή θεία φύση καί ἦταν ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ καί συνεπῶς δικαιοῦνταν νά ὀνομάσει τόν ναό πατρική κατοικία του.
Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς κατέβηκε μαζί τους ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί ἦλθε στή Ναζαρέτ. Καί
ἐξακολουθοῦσε ὡς ὑπάκουο παιδί νά ὑποτάσσεται σ΄ αὐτούς. Ἡ μητέρα του μάλιστα
διατηροῦσε τά λόγια καί τά γεγονότα αὐτά στή μνήμη της, βαθιά χαραγμένα στήν
καρδιά της. Καί ὁ Ἰησοῦς βαθμιαῖα καί προοδευτικά ἐκδήλωνε τή θεία σοφία πού
ἐξαρχῆς εἶχε. Ἐπίσης ἀναπτυσσόταν καί σωματικά. Καί σταδιακά ἀπεκάλυπτε τή χάρη
πού τοῦ εἶχε δώσει ἐξαρχῆς ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐκδήλωνε τήν εὔνοιά του σ’ αὐτόν.
Κατά τό μέτρο δηλαδή τῆς σωματικῆς αὐξήσεως καί ἀναπτύξεώς του ἀπεκάλυπτε
περισσότερο τήν ἐνίσχυση καί τήν εὐλογία πού ὁ Θεός ἐξέχυνε πάνω στήν ἀνθρώπινη
φύση του ἤδη ἀπό τή σύλληψή του. Ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι ἔβρισκαν σ’ αὐτόν ὁλοένα
καί περισσότερο ἔκτακτα καί ἀσυνήθιστα χαρίσματα σοφίας, καλοσύνης καί ἀρετῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου