ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2023)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ΄
Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται
πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον΄ καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ
μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν,
ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ
οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἤρχοντο
εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον
τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια,
οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ
μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε
οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν.
Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν
πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.
(Ἰωάν. κ΄[20] 1 – 10)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη
ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται στὸ μνημεῖο πρωί, ὅταν ἦταν ἀκόμη
σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου ἦταν σηκωμένος ἀπὸ
τὸ μνῆμα. \2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοιχτό, τρέχει κι ἔρχεται
στὸ Σίμωνα Πέτρο καὶ στὸν ἄλλο μαθητὴ τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τοὺς εἶπε:
Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξερουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν. 3 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη αὐτὴ εἴδηση,
βγῆκε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν βγῆκε καὶ ὁ ἄλλος
μαθητής, καὶ ἔρχονταν στὸ μνημεῖο. 4 Ἔτρεχαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μαζί· ἀλλὰ
ὁ ἄλλος μαθητής, ἐπειδὴ ἦταν νεότερος, ἔτρεξε μπροστὰ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Πέτρο
καὶ ἔφθασε πρῶτος στὸ μνημεῖο. 5
Καὶ σκύβοντας ἀπ᾿ ἔξω βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κάτω στὴ γῆ· ἐπειδὴ
ὅμως ἦταν πολὺ συγκινημένος, δὲν προχώρησε νὰ μπεῖ μέσα. 6 Ἐνῶ λοιπὸν περίμενε ἀπ᾿ ἔξω, ἔρχεται
καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν καί, θαρραλέος καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν ἀπὸ
τὸ χαρακτήρα του, μπῆκε στὸ μνημεῖο καὶ παρατήρησε ἀπὸ κοντὰ ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι
ἦταν κάτω στὴ γῆ καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ συμβεῖ ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε
κλαπεῖ. 7 Παρατήρησε ἀκόμη
ὅτι τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν σκεπάσει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦταν ἀνακατεμένο
μὲ τοὺς ἐπιδέσμους ἀκατάστατα, ἀλλὰ ἦταν τυλιγμένο χωριστὰ κάπου ἐκεῖ μὲ τάξη,
ποὺ δὲν πρόδιδε βιασύνη καὶ σπουδή. 8 Τότε λοιπὸν καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ποὺ εἶχε
ἔλθει πρῶτος στὸ μνῆμα, παρακινημένος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου, μπῆκε μέσα,
καὶ τὰ εἶδε αὐτὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ πίστεψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε. 9 Δὲν εἶχε πιστέψει πιὸ πρίν, ἀλλὰ
μόλις τώρα ποὺ εἶδε ἀδειανὸ τὸν τάφο· διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν γνώριζαν
ἀκόμη τὴν ἀληθινὴ σημασία τῶν προφητειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ
σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας ἔπρεπε νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. 10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξέτασαν τὸν τάφο καὶ
πείσθηκαν ὅτι κάθε ἄλλη ἔρευνα ἦταν περιττή, ἐπέστρεψαν πάλι στὰ καταλύματά
τους οἱ μαθητές.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΗ΄
ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως καὶ θερίσει,
καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς
προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ
ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν
παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον
ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ᾽Εσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη
αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ
ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσει
τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν
ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾽ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
(Β΄ Κορινθ. θ΄ [9] 6-11)
ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΑΛΗΘΙΝΗ
1. ΝΑ ΔΙΝΟΥΜΕ ΜΕ ΑΦΘΟΝΙΑ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος παίρνει μία εἰκόνα ἀπὸ τὴ γεωργικὴ
ζωὴ στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα γιὰ νὰ μᾶς τονίσει μεγάλες ἀλήθειες σχετικὲς μὲ τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης. Ἐκεῖνος
ὁ γεωργός, λέει, ποὺ σπέρνει τὸν σπόρο του μὲ τσιγγουνιά, μὲ
τσιγγουνιὰ θὰ θερίσει καὶ τὸν
καρπό. Κι ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει ἄφθονους σπόρους θὰ
θερίσει πλούσιους καρπούς. Ἔτσι καὶ
στὴν ἐλεημοσύνη κάθε πιστὸς πρέπει νὰ μοιράζει ἁπλόχερα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του,
γιὰ νὰ
κερδίσει πολὺ περισσότερα ὑλικὰ καὶ πνευματικά. Γιατί ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ὅτι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης ἁπλόχερα;
Διότι σὲ κάθε ἐποχὴ πολλοὶ πιστοὶ φοβοῦνται καὶ διστάζουν νὰ κάνουν ἐλεημοσύνες, φοβοῦνται μήπως στερηθοῦν, μήπως γίνουν φτωχοί.
Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ γεωργοῦ γιὰ νὰ
δείξει ὅτι καὶ οἱ
γεωργοί, ὅταν παίρνουν τὸν σπόρο γιὰ νὰ σπείρουν τὰ χωράφια τους, προσωρινὰ φαίνεται ὅτι ἀδειάζουν οἱ
ἀποθῆκες τῶν
σιτηρῶν τους καὶ ὅτι χάνουν τὸ
σιτάρι ποὺ μὲ τόσο κόπο συνέλεξαν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ κάποιους μῆνες, κατὰ τὸν θερισμό, θὰ συλλέξουν στὶς ἀποθῆκες τους ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ποσότητα σιταριοῦ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ σκόρπισαν στὴ σπορά. Ἔτσι καὶ
στὴν ἐλεημοσύνη. Φαίνεται ἀρχικῶς ὅτι χάνουμε τὰ ἀγαθὰ ποὺ μοιράζουμε, ἀλλὰ μόνο πρόσκαιρα,
διότι πρόκειται νὰ
θερίσουμε πολλαπλάσια ἀγαθά, καὶ σ᾿
αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη. Στὸ
παράδειγμα μάλιστα τῆς
σπορᾶς οἱ γεωργοὶ μπορεῖ κάποιες χρονιὲς νὰ μὴν ἔχουν τοὺς καρποὺς
ποὺ περιμένουν, διότι δυσμενεῖς καιρικὲς συνθῆκες μπορεῖ νὰ καταστρέψουν τὴ συγκομιδή τους. Ὅσοι ὅμως ἐλεοῦν, δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ χάσουν τοὺς
καρπούς τους. Ἂς προσφέρουμε λοιπὸν τὶς ἐλεημοσύνες μας ἁπλόχερα, χωρὶς τσιγγουνιὰ καὶ φειδώ.
2. ΝΑ ΔΙΝΟΥΜΕ ΜΕ ΠΡΟΘΥΜΙΑ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ
συνέχεια μᾶς ζητεῖ νὰ ἐλεοῦμε ὄχι μόνον ἁπλόχερα ἀλλὰ καὶ μὲ πρόθυμη καὶ ἐλεύθερη διάθεση, ὄχι μὲ
λύπη ἢ ἀπὸ ἀνάγκη. Διότι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ἐκεῖνον ποὺ δίνει μὲ προθυμία καὶ
χαρά. Νὰ προσφέρουμε λοιπὸν ἐλεημοσύνη μὲ ἐλεύθερη διάθεση καὶ ὄχι ἐπειδὴ μερικοί
μᾶς πιέζουν ἢ μᾶς ἐξαναγκάζουν ἠθικῶς μὲ τὴν
παρουσία τους ἢ ἐπειδὴ φοβόμαστε μὴν ἐκτεθοῦμε στοὺς
γύρω μας· καὶ κατόπιν νὰ αἰσθανόμαστε λύπη ἐπειδὴ νομίζουμε ὅτι χάσαμε τὰ χρήματά μας. Ἔτσι οἱ ἐλεημοσύνες μας δὲν
θὰ ἔχουν καμία ἀπολύτως ἀξία. Καὶ ἐπιπλέον ὅταν ἔτσι εἴμαστε
σφιχτοὶ καὶ τρέμουμε μήπως ἀδειάσει τὸ
πορτοφόλι μας, καὶ
κρατοῦμε ὅλες τὶς
οἰκονομίες μας γιὰ μᾶς, ὅταν θὰ ἔλθει ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου μας, δὲν θὰ
μπορέσουμε νὰ πάρουμε τίποτε μαζί μας, καὶ θὰ ἀναχωρήσουμε γιὰ τὸ αἰώνιο
ταξίδι μας γυμνοὶ καὶ
πάμπτωχοι. Ἂς μάθουμε λοιπὸν νὰ προσφέρουμε μὲ χαρὰ καὶ
προθυμία, χωρὶς στενότητα καρδιᾶς καὶ ἰδιοτέλεια.
3. ΕΤΣΙ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΣΣΕΥΟΥΝ
Καὶ
τί λοιπὸν ἔχουμε νὰ
κερδίσουμε; Μᾶς τὸ
λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὸ πρῶτο καὶ
σπουδαιότερο, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι προτιμότερη ἀπὸ κάθε ἄλλο ἀγαθὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴ
ζωή μας. Ἔπειτα ὁ Θεός, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, θὰ μᾶς
πλουτίσει μὲ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερες δωρεές. Διότι ὁ πανάγαθος καὶ πολυέλεος Κύριος ὅταν μᾶς
χορηγεῖ τὰ ἀγαθά του ὑλικὰ καὶ
πνευματικά, τὰ χορηγεῖ πλούσια, τὰ πληθύνει καὶ τὰ
πολλαπλασιάζει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ μᾶς ἀνταποδώσει τόσο
πολλὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ
ἀγαθά, ὥστε ὄχι μόνο νὰ μᾶς ἀρκοῦν γιὰ νὰ ζήσουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς περισσεύουν γιὰ νὰ
μποροῦμε καὶ πάλι νὰ κάνουμε κι ἄλλες ἐλεημοσύνες. Καὶ ὅσο ἐμεῖς θὰ προσφέρουμε, τόσο ὁ Θεὸς θὰ αὐξάνει καὶ τὰ ἀγαθά μας καὶ τὴν προθυμία μας, γιὰ νὰ
γινόμαστε ἀκόμη πιὸ εὐεργετικοὶ
στοὺς ἄλλους. Ὥστε ὅσο πιὸ
πολὺ πλεονάζουν τὰ ὑλικά μας ἀγαθά, τόσο περισσότερο ἐμεῖς νὰ δίνουμε κι ἄλλα. Κι ἔτσι στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ νὰ ἔχουμε πάντοτε ἐπάρκεια, πολὺ δὲ
περισσότερο στὰ
πνευματικὰ νὰ ἔχουμε περίσσεια.
Κι ἔτσι οὐσιαστικὰ θὰ
γίνουμε πραγματικὰ πλούσιοι, πάμπλουτοι. Διότι μπορεῖ βέβαια νὰ μὴ
ζοῦμε μέσα στὴ χλιδὴ καὶ τὴν
πολυτέλεια, μέσα σὲ
παλάτια καὶ βίλες· ἀλλὰ μὲ τὴ
φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη θὰ ἀποταμιεύουμε πνευματικὰ
ἀποθέματα, γιὰ νὰ κτίσουμε ἀσυγκρίτως καλύτερα παλάτια, ποὺ δὲν παλιώνουν, δὲν χάνουν ποτὲ τὴν ἀξία τους, ἀνάκτορα αἰώνια καὶ ἄφθαρτα στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα.
Ἐκεῖ θὰ δοῦμε πιὸ καθαρὰ τὴν
αἰώνια συγκομιδή μας. Ἐκεῖ θὰ μᾶς προσφέρει ὁ Θεὸς ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια, ἀντὶ τῶν
φθαρτῶν τὰ ἄφθαρτα, ἀντὶ τῶν
πρόσκαιρων τὰ αἰώνια.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
(Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τόν καιρό πήγαινε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία πόλη ποὺ λεγόταν Ναΐν. Μαζί του βάδιζαν
καί οἱ μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀρκετοί, καθὼς καὶ πλῆθος λαοῦ πολύ.
Μόλις ὅμως πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, ἔβγαζαν ἔξω ἕνα νεκρό,
τὸν μονάκριβο γιὸ μιᾶς μητέρας πού ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε κανέναν ἄλλο
προστάτη στὸν κόσμο. Καὶ μαζὶ μ' αὐτὴν ἦταν καὶ πολὺς λαός ἀπ' τὴν πόλη
πού συνόδευε καὶ παρακολουθοῦσε μέ μεγάλη συμπόνια τὴν κηδεία. Ὅταν
εἶδε τὴ χήρα ὁ Ἰησοῦς, τὴν σπλαχνίσθηκε, καί γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα
ὅτι σὲ λίγο θὰ ἀνέσταινε τό γιὸ της τῆς εἶπε: Μὴν κλαῖς. Τότε πλησίασε
κι ἄγγιξε τὸ φέρετρο. Κι ἐκεῖνοι πού τὸ σήκωναν στάθηκαν. Καὶ εἶπε ὁ
Ἰησοῦς: Νέε μου, σέ σένα μιλῶ. Σήκω. Τότε ὁ νεκρὸς ἀνασηκώθηκε
καὶ κάθισε ζωντανός πάνω στὸ φέρετρο κι ἄρχισε νὰ μιλάει. Καὶ ὁ Ἰησοῦς
τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ὅλους τότε τοὺς κυρίευσε φόβος, διότι
αἰσθάνονταν τὴν παρουσία θείας δυνάμεως μέσα στὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀναξιότητά
τους. Καὶ δόξαζαν τὸν Θεό καὶ ἔλεγαν ὅτι μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε
ἀνάμεσά μας καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του γιὰ νὰ τὸν προστατεύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου