ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
(29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2023)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν
ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος,
ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ
Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν
αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα
καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ
νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ
μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ
τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ
δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι
ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς
τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην
διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι
μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπὸ πηχῶν
διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν
ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε
ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον
ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων,
οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα
τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ
Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο
ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
(Ἰωάν.
κα΄[21] 1 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε
πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς
τρόπο: 2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων
Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν
Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές
του. 3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων
Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί
σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο
καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς
στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν
ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦταν
λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε
κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν. 6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ
δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε
ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε
πιάσει. 7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε
ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος
λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά
του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν,
ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο. 8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ
πλοιάριο σέρνοντας τὸ
δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν
περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα. 9
Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ
πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿
αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ
θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους. 10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ
καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ
πιάσατε τώρα. 11 Ὅμως τὸ
δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν
δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα
τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ. 12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ
πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ
τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ
συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό. 13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ
ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν
ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι. 14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά
πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή
του ἀπό τούς νεκρούς.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν
ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται
ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν
καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο.
Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι.
Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι·
ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει
ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ
ἐμοῦ.
(Γαλ. β΄[2] 16-20)
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΣ
ΛΟΓΟΣ
ΕΙΣ ΤΟ: «Ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος
ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ»
Στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ θεῖος Παῦλος
μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ζεῖ μιὰ ζωὴ μυστικὴ καὶ ἁγία, ζωὴ ποὺ σηματοδοτεῖται ἀπὸ τὴν
σχέση ἑνότητος καὶ ἀγάπης μὲ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο. Καὶ τελειώνει τις σκέψεις
του λέγοντας ὅτι καθημερινὰ ζεῖ μέσα στο μυστήριο τῆς πίστεώς του στὸν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό, ποὺ τὸν ἀγάπησε προσωπικὰ καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του πρὸς χάριν του. Μὲ
ἀφορμὴ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ θείου Παύλου ἂς δοῦμε κι ἐμεῖς πῶς ἀπεκάλυψε τὴν ἀγάπη
του ὁ Θεὸς σὲ μᾶς καὶ πῶς πρέπει νὰ ἀνταποκριθοῦμε ἐμεῖς σ ̓ αὐτήν.
1. ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ
ΜΑΣ
Ἡ πρώτη ἀποκάλυψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ἦταν τὸ ὅτι ἐδημιούργησε
ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια και φροντίδα. Μᾶς δημιούργησε ὄχι ἁπλῶς
καλοὺς λίαν ἀλλὰ κατὰ τὴν εἰκόνα του, δηλαδὴ μᾶς ἐπλούτισε μὲ δικά του θεϊκὰ
χαρακτηριστικά. Καί μᾶς κατέστησε βασιλεῖς τοῦ Παραδείσου, κοινωνοὺς τοῦ Θεοῦ,
τῶν ἀγγέλων καὶ τῆς κτίσεως. Κι ὅταν κι ἐμεῖς μέσα στην παραζάλη μας περιφρονήσαμε
τὴν ἄπειρη ἀγάπη του, δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε στην καταστροφική μας πορεία, ἀλλὰ ἀφοῦ
ἔστειλε στὴ γῆ μας προφῆτες καὶ διδασκάλους, ντύθηκε ὁ Ἴδιος τὴν ἀνθρώπινη
φύση μας, καὶ ἔγινε ὁ ἄπειρος Θεὸς ἄνθρωπος,
δηλαδὴ δοῦλος, καὶ μάλιστα δοῦλος τῶν δούλων του. Καὶ ἔκανε τα πάντα γιὰ νὰ μᾶς
σώσει. Ἔτρεχε ὡς καλὸς ποιμὴν στὰ βουνὰ καὶ τὶς ρεματιές γιὰ νὰ σώσει τὸ κάθε
χαμένο πρόβατο. Καὶ διέθετε χρόνο καὶ κόπο καὶ γιὰ μία μόνον ψυχή. Γιὰ μία
Σαμαρείτιδα, γιὰ ἕνα Νικόδημο, γιὰ ἕνα Ματθαῖο, γιὰ ἕνα Ζακχαῖο, γιὰ κάθε πληγωμένο ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει πὼς ὁ Χριστὸς τὸν ἀγάπησε
προσωπικῶς, ἐπειδὴ καταλάβαινε την προσωπικὴ αὐτὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας σὲ κάθε
μία ψυχή ξεχωριστά. Διότι ὁ Χριστὸς ἀγάπησε καὶ ἀγαπᾷ τὴν κάθε ψυχή· καὶ γι᾿ αὐτήν, γιὰ μία καὶ μόνον πληγωμένη ψυχή,
διέτρεχε πόλεις καὶ χωριά «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. ι'[10] 38),
θεραπεύοντας τὸ κάθε πλάσμα του πού βασανιζόταν ἀπὸ σωματικές καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες.
Καὶ μάλιστα τὴν ἀγάπη του αὐτὴ δὲν τὴν ἔδειξε σὲ
κτίσματα ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, ἀλλὰ σὲ μᾶς ποὺ γίναμε ἐχθροί του μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες
πτώσεις μας. Το τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς
ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε ́[5]
8). Παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του σὲ θάνατο γιὰ νὰ λυτρώσει ἐμᾶς ποὺ ἤμασταν ἁμαρτωλοὶ
καὶ ἄσωτοι. Ὑπέμεινε ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους ἀνθρώπους περιφρονήσεις και
συκοφαντίες, χλευασμοὺς καὶ θλίψεις, ὕβρεις καὶ ἀτιμώσεις, σταυρὸ καὶ θάνατο ἐπονείδιστο γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν
σκλαβιὰ τοῦ διαβόλου, «ὅπως ἐξέληται ἡμᾶς ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος αἰῶνος πονηροῦ»
(Γαλ. α'[1] 4).
2. ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ
ΜΟΝΑΔΙΚΑ
Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς
θυσιάσθηκε, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε ἔστω καὶ ἐλάχιστα στὴν ἀγάπη
του; Τὸν δρόμο μᾶς τὸν ἔδειξε καὶ πάλι ὁ θεῖος Παῦλος. Αὐτός, ἐπειδὴ κατάλαβε
πόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Χριστός, ἀπὸ τί μᾶς ἀπάλλαξε, ἀλλὰ καὶ τί μᾶς ἐχάρισε, πυρώθηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ
Χριστοῦ, ὥστε ἔζησε μιὰ νέα ζωὴ ἁγία. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀγάπησε δυνατὰ τὸν Χριστό,
ἔζησε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποκλειστικά δική του, ἐνῶ ὁ Χριστός την
προσέφερε σε ὅλους. Ἐνῶ ὁ Κύριος προσέφερε τὴ ζωή του γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὁ Παῦλος
ἰδιοποιεῖται τὸ γεγονός, ζεῖ μία προσωπικὴ σχέση ἀγάπης ἱερῆς μὲ τὸν Κύριο.
Διότι ἤξερε καλά, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖ, ὅτι ὁ
Χριστὸς «ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν» «τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτία» (Β' Κορ.
ε'[5] 15, Ρωμ. Ϛ΄[6] 6). Γιὰ νὰ μὴ ζοῦμε ἐμεῖς πλέον μέσα στὴν ἁμαρτία. Γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει «νεκρούς...
τῇ ἁμαρτίᾳ ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ζ ́[7] 11). Ἡ ἐλάχιστη λοιπόν ἀνταπόκρισή μας στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι νὰ
νεκρώσουμε τὸν ἑαυτό μας ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι
ἡ ζωή μας πλέον ἀνήκει στον Θεό. Καί, ὅπως γράφει ἀλλοῦ, θυσιάσθηκε Ἐκεῖνος «ἵνα...
μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶμεν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι» (Β ́ Κορ. ε
́[5] 15). Θυσιάσθηκε ὁ Χριστός, ὥστε ὅλοι ἐμεῖς νὰ μὴ ζοῦμε πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό
μας, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μόνον γιὰ Αὐτὸν ποὺ σταυρώθηκε, θυσιάσθηκε, ἀπέθανε καὶ ἀναστήθηκε
γιὰ μᾶς. Ἔχουμε χρέος λοιπὸν νὰ ἀποστραφοῦμε τὴν ἁμαρτία καὶ κάθε τι ποὺ μᾶς
χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζοῦμε νέα ζωή μετανοίας, ἁγιασμοῦ καὶ λατρείας πρὸς
Αὐτὸν ποὺ τόσο μᾶς ἀγάπησε.
Ἀδελφοί, μὴ φανοῦμε ἀγνώμονες, ἀλλὰ νὰ ἀγαπήσουμε ὅσο μποροῦμε
τὸν Δεσπότη μας Κύριο, ὥστε τίποτε πλέον νὰ μὴ μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη του. Αὐτὸν ποὺ
τόσο μᾶς ἀγάπησε νὰ Τὸν ἀγαποῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ ὅση δύναμη διαθέτουμε.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ
ὄνομα Ἰάειρος, καὶ
αὐτός ἄρχων τῆς
συναγωγῆς ὑπῆρχε·
καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς
πόδας τοῦ Ἰησοῦ
παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς
τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ
μονογενὴς ἦν αὐτῷ
ὡς ἐτῶν
δώδεκα καὶ
αὕτη ἀπέθνῃσκεν.
Ἐν δὲ
τῷ ὑπάγειν
αὐτὸν οἱ ὄχλοι
συνέπνιγον αὐτόν. καὶ
γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει
αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα,
ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον
τὸν βίον
οὐκ ἴσχυσεν
ὑπ' οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν
ἥψατο τοῦ
κρασπέδου τοῦ ἱματίου
αὐτοῦ, καὶ
παραχρῆμα ἔστη ἡ
ῥύσις τοῦ
αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν
ὁ Ἰησοῦς·
Τίς ὁ
ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων
δὲ πάντων
εἶπεν ὁ Πέτρος
καὶ οἱ
σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα,
οἱ ὄχλοι
συνέχουσί σε καὶ
ἀποθλίβουσι καὶ
λέγεις τίς ὁ
ἁψάμενός μου; ὁ
δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν· Ἥψατό μού
τις· ἐγὼ γὰρ
ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν
ἀπ' ἐμοῦ. ἰδοῦσα
δὲ ἡ
γυνὴ ὅτι οὐκ
ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε
καὶ προσπεσοῦσα
αὐτῷ δι' ἣν αἰτίαν
ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν
αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς
τοῦ λαοῦ, καὶ
ὡς ἰάθη
παραχρῆμα. ὁ
δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει,
θύγατερ, ἡ πίστις
σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς
εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ
λαλοῦντος ἔρχεταί τις
παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου
λέγων αὐτῷ ὅτι Τέθνηκεν
ἡ θυγάτηρ σου· μὴ
σκύλλε τὸν διδάσκαλον.
ὁ δὲ
Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ
λέγων· Μὴ φοβοῦ·
μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
ἐλθὼν δὲ
εἰς τὴν
οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν
εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ
μὴ Πέτρον
καὶ Ἰωάννην
καὶ Ἰάκωβον
καὶ τὸν
πατέρα τῆς παιδὸς
καὶ τὴν
μητέρα. ἔκλαιον δὲ
πάντες καὶ ἐκόπτοντο
αὐτήν. ὁ δὲ
εἶπε· Μὴ κλαίετε·
οὐκ ἀπέθανεν,
ἀλλὰ καθεύδει. καὶ
κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
αὐτὸς δὲ
ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ
κρατήσας τῆς χειρὸς
αὐτῆς ἐφώνησε λέγων·
Ἡ παῖς,
ἐγείρου. καὶ
ἐπέστρεψε τὸ
πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη
παραχρῆμα, καὶ
διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ
ἐξέστησαν οἱ
γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ
παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ
γεγονός.
(Λουκ. η΄ [8] 41– 56)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τόν καιρό ἦλθεν στόν Ἰησοῦ κάποιος ἄνθρωπος, πού ὀνομαζόταν Ἰάειρος καὶ ἦταν
ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς.
Κι ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὸς κοντὰ στὰ πόδια του,
τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει στὸ σπίτι του, διότι εἶχε μία μονάκριβη κόρη
περίπου δώδεκα χρόνων πού βρισκόταν στὰ τελευταῖα της καὶ πέθαινε.
Καὶ τὴν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς πήγαινε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ
τὸν περιέβαλλαν ἀσφυκτικὰ καὶ τὸν πίεζαν. Τότε λοιπὸν κάποια γυναίκα
πού ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία ἐδῶ καὶ δώδεκα χρόνια, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ
τὰ ἄλλα βάσανα τῆς ἀρρώστιας της εἶχε ξοδέψει καὶ ὅλη τὴν περιουσία
της σὲ γιατροὺς καὶ δὲν μπόρεσε νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ κανέναν, ἀφοῦ πλησίασε
τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ πίσω, ὥστε νὰ μὴν τὴν ἀντιληφθεῖ κανείς, ἐπειδὴ ντρεπόταν
νὰ γίνει φανερὴ ἡ ἀρρώστια της, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματός
του κι ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ἐπειδὴ ὅλοι οἱ
τριγύρω ἀρνοῦνταν, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς πού ἦταν μαζί
του: Διδάσκαλε, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ σὲ
περικύκλωσαν καὶ σὲ πιέζουν ἀσφυκτικὰ· καὶ σὺ λές, ποιὸς μὲ ἄγγιξε;
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε: Κάποιος μὲ ἄγγιξε.
Διότι ἐγώ κατάλαβα ὅτι βγῆκε ἀπὸ πάνω μου δύναμη θαυματουργική. Ὅταν
λοιπὸν ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ κρυφτεῖ καὶ δὲν ξέφυγε ἀπὸ
τὸν Ἰησοῦ αὐτὸ πού ἔκανε, ἦλθε τρέμοντας ἀπὸ τὸ φόβο της, κι ἀφοῦ ἔπεσε
γονατιστὴ μπροστά του, τοῦ διηγήθηκε μπροστὰ σ' ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ
λαοῦ γιὰ ποιὰ αἰτία τὸν ἄγγιξε καὶ πῶς θεραπεύθηκε ἀμέσως. Τότε ὁ Ἰησοῦς
τῆς εἶπε: Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πεποίθηση
πού εἶχες ὅτι θὰ ἔβρισκες τὴν ὑγεία σου ἂν μὲ ἄγγιζες, αὐτὴ ἡ πίστη
σου σ' ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε στὸ καλό, εἰρηνικὴ καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ
κάθε ἀνησυχία πού δοκίμαζες πιὸ πρὶν ἐξαιτίας τῆς ἀσθενείας σου. Κι
ἐνῶ μιλοῦσε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς, ἦλθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου
καὶ τοῦ εἶπε: Πέθανε ἡ κόρη σου· μὴν
κουράζεις ἄλλο καὶ μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν διδάσκαλο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως,
μόλις ἄκουσε τὴν εἴδηση αὐτή, τοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι, μόνο συνέχισε νὰ πιστεύεις, καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη
σου ἀπ' τὸ θάνατο. Κατόπιν, ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄφησε
νὰ μπεῖ κανεὶς ἄλλος στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς παρὰ μόνο ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης,
ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ καὶ ἡ μητέρα. Στὸ μεταξὺ ὅλοι
ἔκλαιγαν καὶ χτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὰ κεφάλια τους γιὰ τὴ νεκρή. Ὁ
Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖτε· δὲν
πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν, διότι ἦταν
βέβαιοι ὅτι τὸ κοριτσάκι εἶχε πεθάνει. Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε
ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ τῆς φώναξε δυνατά: Κόρη, σήκω ἐπάνω. Τότε ἡ ψυχὴ της ἐπέστρεψε
στὸ σῶμα καὶ ἀναστήθηκε ἀμέσως. Καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν
φαγητὸ νὰ φάει, γιὰ νὰ πάρει δυνάμεις μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξάντληση πού τῆς
εἶχε φέρει ἡ χρόνια καὶ θανατηφόρα ἀσθένειά της. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν
ἐκστατικοὶ καὶ κυριεύτηκαν ἀπὸ βαθὺ καὶ μεγάλο θαυμασμό. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως
τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν αὐτὸ πού ἔγινε, γιὰ νὰ μὴν
ἐρεθίζεται ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου