ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
ΕΩΘΙΝΟΝ Θ΄
Οὔσης ὀψίας
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ
μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ
μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας
καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τόν Κύριον. εἶπεν οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν , Εἰρήνη ὑμῖν, καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω
ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων
ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δέ,
εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν Ἰησοῦς,
ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Ἐὰν
μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς
τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ
πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ Θωμᾶς μετ'
αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ
εἶπεν, Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ, φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε, καὶ ἴδε τὰς
χεῖράς μου. καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου
ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ
Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ
ἰδόντες, καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς
ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ΄ ταῦτα δὲ
γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα
πιστεύοντες, ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
( Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
19 Καί ἡ
μαρτυρία αὐτή τῆς Μαρίας ἐπιβεβαιώθηκε τήν ἴδια ἡμέρα. Διότι ὅταν βράδιασε τήν
ἡμέρα ἐκείνη, τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν μαζεμένοι σ’ ἕνα
σπίτι καί εἶχαν τίς θύρες κλειστές ἐπειδή φοβοῦνταν τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων,
ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καί στάθηκε στή μέση καί τούς εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ
σᾶς. 20 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια του καί τήν
πλευρά του, γιά νά δοῦν τά σημάδια τῶν πληγῶν καί νά πεισθοῦν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ
Διδάσκαλός τους πού σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό μέ τήν
ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν οἱ μαθητές πού εἶδαν τόν Κύριο. 21
Ὅταν λοιπόν οἱ μαθητές ἠρέμησαν κάπως ἀπό τήν πρώτη σφοδρή συγκίνηση πού
αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τούς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σέ σχέση
μέ τή μελλοντική τους τώρα κλήση καί ἀποστολή: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς. Ὅπως μέ
ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς
στέλνω νά συνεχίσετε τό ἴδιο ἔργο. 22 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό,
προκειμένου νά τούς μεταδώσει τήν πνοή τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς ἐμφύσησε στά
πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καί τούς εἶπε: Λάβετε
Πνεῦμα Ἅγιον. 23 Σ’ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι
συγχωρημένες κι ἀπό τόν Θεό. Σ’ ὅποιους ὅμως τίς κρατᾶτε ἀσυγχώρητες, θά μείνουν
γιά πάντα κρατημένες. 24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, πού ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα
ἀποστόλους καί τόν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι Ἑβραῖοι μιλοῦσαν τήν ἑλληνική
γλώσσα, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. 25 Ὅταν λοιπόν τόν
εἶδαν, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές: Εἴδαμε τόν Κύριο. Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε:
Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου στά χέρια του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό
δάχτυλό μου στό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του,
ὥστε ὄχι μόνο μέ τά μάτια μου ἀλλά καί μέ τά δάχτυλά μου νά βεβαιωθῶ, δέν θά
πιστέψω. 26 Πράγματι λοιπόν, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦταν πάλι μέσα
στό σπίτι οἱ μαθητές, καί μαζί μ’ αὐτούς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ
Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστές οἱ θύρες, καί στάθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές καί εἶπε:
Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς. 27 Ἔπειτα λέει στόν Θωμᾶ: Φέρε τό δάχτυλό
σου ἐδῶ. Ψηλάφησε καί ἐξέτασε τά σημάδια τῶν πληγῶν μου, καί δές συγχρόνως μέ
τά μάτια σου τά χέρια μου. Φέρε τό χέρι σου κάτω ἀπό τά ἐνδύματά μου καί βάλ’
το στήν πλευρά μου πού χτυπήθηκε ἀπό τή λόγχη. Καί μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά
κυριευθεῖ ἀπό τήν ἀπιστία, ὥστε νά γίνεις μόνιμα καί ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλά
νά προοδεύεις καί νά στηρίζεσαι στήν πίστη, ὥστε νά γίνεις ἀμετακίνητος καί
ἀδιάσειστος σ’ αὐτή. 28 Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Πιστεύω καί ὁμολογῶ
ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. 29 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς:
Πίστεψες ἐπειδή μέ εἶδες. Μακάριοι καί πιό εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού
πιστεύουν χωρίς νά μέ ἔχουν δεῖ μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ. Καί θά
πιστέψουν ἔτσι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στίς γενιές πού θά
ἔλθουν. 30 Σύμφωνα λοιπόν μέ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτός ἀπό τό θαῦμα
τῆς Ἀναστάσεώς του, ὁ Ἰησοῦς μπροστά στά μάτια τῶν μαθητῶν του ἔκανε καί πολλά
ἄλλα θαύματα πού ἀποδείκνυαν τή θεότητά του καί τά ὁποῖα δέν εἶναι γραμμένα στό
βιβλίο αὐτό. 31 Αὐτά πού ἐκθέσαμε, γράφηκαν γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ
Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός πού προκηρύχθηκε ἀπό τούς προφῆτες, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ
Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας νά ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τή νέα, θεία καί
αἰώνια ζωή, τήν ὁποία μεταδίδει ὁ ἴδιος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού
ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά του.
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κ΄[20ης] ΚΥΡΙΑΚΗΣ)
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν
ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον
αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν
ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς
συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου
παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ
καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα
εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι,
οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς
᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς
῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον
δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
(Γαλ. α΄[1] 11-19)
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Τὸ
Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ
οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον...
ἀλλὰ δι᾿
ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»
Tὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς ἐκήρυξα, λέγει στὸ σημερινό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν εἶναι ἐπινόημα ἀνθρώπου.
Διότι δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα ἀπευθείας
μὲ ἀποκάλυψη Θεοῦ. Δὲν ἔμαθε λοιπὸν ὁ θεῖος Παῦλος τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως ἀπὸ ἄλλους
Ἀποστόλους ἢ πιστούς, ἀλλὰ τὶς πληροφορήθηκε μὲ ἐσωτερικὴ
θεϊκὴ ἔλλαμψη ποὺ φώτισε τὸν νοῦ του. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ συγγραφεῖς τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μὲ ἀποκάλυψη καὶ ἔμπνευση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατέγραψαν τις θεῖες
ἀλήθειες. Ἂς δοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅτι τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο εἶναι θεόπνευστο, καὶ πῶς
πρέπει νὰ τὸ μελετοῦμε.
1. ΠΑΣΑ ΓΡΑΦΗ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΣ
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ ἄλλοι συγγραφεῖς τῆς
Καινῆς Διαθήκης συγκλονισμένοι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχαν ἐπὶ τρία χρόνια μὲ τὸν
Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, σαγηνευμένοι ἀπὸ τὴν θεία του διδασκαλία, ἔκπληκτοι ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα
θαύματα, μεταρσιωμένοι ἀπὸ τὴ θέα τῆς ἀκτινοβόλου θεϊκῆς παρουσίας του, κατέγραψαν
μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅσα ἦσαν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἀλλὰ
καὶ ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι καὶ ὁ ἴδιος δεν κηρύττει ἕνα Εὐαγγέλιο ποὺ
τὸ παρέλαβε ἐμμέσως ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους ἢ ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν
ἴδιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό με εἰδικὲς καὶ ἔκτακτες ἀποκαλύψεις. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς γράφει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττει δὲν ἀποτελεῖ προσωπική του διδασκαλία
ἀλλὰ θεϊκὴ ἀποκάλυψη. Καὶ ἀλλοῦ τονίζει ὅτι «πᾶσα Γραφὴ θεόπνευστος»
(Β ́ Τιμ. γ'[3] 16), θέλοντας νὰ μᾶς δείξει ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, δὲν ἔγραψαν ἀνθρώπινες σκέψεις, ἀλλὰ ἀξιώθηκαν
νὰ δεχθοῦν μέσα τους την πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία τους καθοδηγοῦσε στη συγγραφὴ τῶν θείων ἀληθειῶν.
Ἡ καταγραφή λοιπὸν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποτελεῖ προϊόν
συνεργασίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν συγγραφέων, ὄχι βέβαια ἐπὶ ἴσοις ὅροις. Τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα μετέδωσε στοὺς ἱερούς συγγραφεῖς τὶς θεῖες ἀλήθειες καὶ τοὺς ἐφώτισε νὰ ἐκθέσουν
τὰ ἱερὰ νοήματα, ὥστε ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ ἀποτελεῖ ἀλάθητο λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς
ἔγιναν «καλοὶ ἀγωγοί» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἔνθεα ὄργανα» διὰ τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς
φανέρωσε τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Γι᾿
αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία
μας πιστεύει καὶ διδάσκει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ ἔχει θεανθρώπινο χαρακτήρα. Καὶ ὁ Μέγας
Βασίλειος λέγει ὅτι τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὁμιλεῖ διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν,
τῶν συγγραφέων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
2. ΜΕΛΕΤΗ
Ἐφόσον λοιπὸν ἡ Ἁγία Γραφὴ
ἀποτελεῖ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, δὲν πρέπει νὰ τὴν ἔχουμε στὸ σπίτι μας μόνο
ὡς ἱερὸ βιβλίο γιὰ νὰ τὸ βλέπουμε στὸ εἰκονοστάσι, ἀλλὰ θὰ πρέπει καθημερινὰ νὰ
λαχταροῦμε νὰ τὸ ἀνοίξουμε γιὰ νὰ ἀκούσουμε «τί λαλήσει ἐν ἡμῖν Κύριος ὁ Θεός» (Ψαλ.
πδ' [84] 9). Νὰ ποθοῦμε τὴ μελέτη του μὲ τὴν πίστη ὅτι δὲν θὰ διαβάσουμε ἁπλῶς ἕνα ὠφέλιμο βιβλίο
ἀλλὰ τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ νὰ τὴ μελετοῦμε μέ δίψα ἱερὴ καὶ πεῖνα ἀκόρεστη,
με πόθο ἅγιο. Νὰ τὴ μελετοῦμε μὲ τὴν συναίσθηση ὅτι χωρὶς αὐτὴν δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε πνευματικὴ
ζωή.
Καθημερινά λοιπόν, πρὶν ἀνοίξουμε τὴν Ἁγία Γραφή,
νὰ προσευχόμαστε στὸν Κύριο νὰ διανοίγει τὸν νοῦ μας «τοῦ
συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ'[24] 45) γιὰ νὰ κατανοοῦμε δηλαδὴ τὰ θεῖα του λόγια.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει ὅτι «χρειάζεται να λάμψει μέσα στην
ψυχή μας ἡ θεία φωταγωγία, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τη θεόπνευστο Γραφή». Διότι
χωρὶς τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἂν κουραζόμαστε, δὲν μποροῦμε νὰ
καταλάβουμε τίποτε.
Καθὼς πάλι καθημερινὰ θὰ ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο τοῦ
Θεοῦ, νὰ τὸ μελετοῦμε αἰσθανόμενοι ὅτι ἀκοῦμε τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ μιλᾶ στὴν ψυχή μας, καὶ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ τὴν μελετοῦμε μετά φόβου Θεοῦ,
πίστεως καὶ ἀγάπης. Καὶ νὰ ἀνοίγουμε τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Θεός μὲ τρόπο ἀνεξιχνίαστο καὶ μυστικά θὰ πεῖ στην καρδιά μας. Νὰ τὴν μελετοῦμε σὰν νὰ ἔχουμε μπροστά μας τὸν ἴδιο τὸν
Κύριο νὰ μᾶς ὁμιλεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ νὰ τὴν μελετοῦμε μὲ ἱερὸ δέος καὶ ταπείνωση πολλή. Καὶ νὰ περιμένουμε νὰ δοῦμε ποιό μήνυμα θὰ μᾶς δώσει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς
στὴν κάθε μας μέρα καὶ νὰ σπεύδουμε νὰ τὸ ἐκτελέσουμε.
Ἀδελφοί, ἐὰν ἔτσι μελετοῦμε καθημερινὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸ
ἐσωτερικό μας ὁλόκληρο θὰ φωτίζεται ἀπὸ τὴ γνώση αὐτὴ καὶ θὰ μεταμορφώνει σταδιακὰ καὶ ἀδιόρατα τη ζωή μας. Κι ἂν εἴμαστε
δεκτικοὶ σ᾿ αὐτὴν τὴ θεία ἀλλοίωση, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ καταστήσει τὸν καθένα μας
μιὰ ζωντανὴ Ἁγία Γραφή, «ἐπιστολὴν Χριστοῦ γινωσκομένην καὶ ἀναγινωσκομένην» (Β'
Κορ. γ'[3] 3, 2), διότι μέσα μας θὰ σχηματίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο
τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ
ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ
ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ
τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ
ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ' ἐν τοῖς μνήμασιν. ἰδὼν
δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε·
Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς.
παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου.
πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις
φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος
εἰς τὰς ἐρήμους. ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα;
ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει
αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη
χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ
αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. ἐξελθόντα δὲ
τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν
ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. ἰδόντες δὲ οἱ
βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς
τοὺς ἀγρούς. ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν,
καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον
καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. ἀπήγγειλαν
δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν
τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ' αὐτῶν, ὅτι φόβῳ
μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖο ὑπέστρεψεν. ἐδέετο
δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε
δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα
ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ' ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
(Λουκ. η΄[8] 26 – 39)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Ἰησοῦς κατέπλευσε στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, πού
εἶναι ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Κι ὅταν βγῆκε στὴ στεριά, τὸν συνάντησε
κάποιος ἄνθρωπος πού καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του
δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Αὐτὸς δὲν φοροῦσε πάνω του ροῦχα οὔτε ἔμενε
σὲ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε μέσα στὰ μνήματα. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ
τὸ φόβο του ἔβγαλε μιὰ δυνατὴ κραυγή, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μὲ φωνὴ
μεγάλη εἶπε: Ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα
σὲ μένα καὶ σὲ σένα καὶ τί ζητᾶς ἀπὸ μένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου;
Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ βασανίσεις καὶ μὴ μοῦ ἐπιβάλεις τὴν τιμωρία νὰ
κλειστῶ ἀπὸ τώρα μέσα στὰ σκοτάδια τοῦ Ἅδη. Καὶ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ
ὁ δαιμονισμένος, διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τὸ ἀκάθαρτο δαιμονικὸ
πνεῦμα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Διότι ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχε κυριεύσει,
καὶ τοῦ δημιουργοῦσε ἄγρια ἔξαψη. Γι’ αὐτό τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες
καὶ μὲ σιδερένια δεσμὰ στὰ πόδια, καὶ τὸν φύλαγαν νὰ μὴν κάνει κανένα
κακὸ ἢ βλάψει κανέναν. Ἀλλὰ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ συρόταν βίαια
ἀπὸ τὸν δαίμονα στὶς ἐρημιές. Τὸν ρώτησε τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου; Κι αὐτὸς
τοῦ ἀπάντησε: Λεγεών, δηλαδὴ
ταξιαρχία στρατιωτῶν. Καὶ εἶχε
αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι εἶχαν μπεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ ὄχι μόνο ἕνα
ἀλλά πολλὰ δαιμόνια. Καὶ τὰ δαιμόνια αὐτὰ μὲ τὸ στόμα τοῦ δαιμονισμένου
τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴν τὰ διατάξει νὰ πᾶνε στὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. Στὸ
μεταξὺ ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους πού ἔβοσκαν
στὸ βουνό. Καὶ τὰ δαιμόνια τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ μποῦν
σ' ἐκείνους τοὺς χοίρους. Καὶ ὁ Κύριος τούς τὸ ἐπέτρεψε, ἐπειδὴ αὐτοὶ
πού ἔτρεφαν τοὺς χοίρους τὸ ἔκαναν αὐτὸ παραβαίνοντας τὸ Μωσαϊκὸ
νόμο, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε ὡς ἀκάθαρτο τὸ χοιρινὸ κρέας. Μὲ τὸν τρόπο
αὐτὸ ὁ Κύριος τιμώρησε τὴν παρανομία τους αὐτή. Κι ἀφοῦ βγῆκαν τὰ
δαιμόνια ἀπό τὸν ἄνθρωπο, μπῆκαν στοὺς χοίρους. Τότε τὸ κοπάδι ὅρμησε
μὲ ἀσυγκράτητη μανία πρὸς τὸ γκρεμό, κι ἔπεσε κάτω στὴ λίμνη καὶ πνίγηκε.
Μόλις εἶδαν αὐτὸ πού ἔγινε ἐκεῖνοι πού ἔβοσκαν τοὺς χοίρους, ἔφυγαν
καὶ ἀνήγγειλαν τὸ συμβὰν τῆς καταστροφῆς τῶν χοίρων στοὺς κατοίκους τῆς
πόλεως καὶ σ' ὅσους ἔμεναν ἔξω στὴν ὕπαιθρο. Τότε οἱ ἄνθρωποι βγῆκαν
ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα γιὰ νὰ δοῦν αὐτὸ πού ἔγινε, καὶ ἦλθαν
στόν Ἰησοῦ. Καὶ πράγματι, βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τόν ὁποῖον εἶχαν βγεῖ
τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί
σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. Κι ὅσοι εἶχαν δεῖ τὸ περιστατικὸ τοὺς διηγήθηκαν
πῶς ἔγινε καλὰ καὶ σώθηκε ὁ δαιμονισμένος. Τότε ὅλο τὸ πλῆθος τῆς
περιφέρειας τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τὸν Ἰησοῦ νὰ φύγει ἀπὸ κοντά
τους, διότι κυριεύθηκαν ἀπὸ μεγάλο φόβο ὅταν εἶδαν τὴ δίκαιη τιμωρία
πού ἐπιβλήθηκε σ' ἐκείνους πού ἐξέτρεφαν χοίρους παρὰ τὴν ἀπαγόρευση
τοῦ νόμου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἐπέστρεψε στὸ μέρος ἀπὸ τὸ
ὁποῖο εἶχε ἔλθει. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τὰ δαιμόνια
τὸν παρακαλοῦσε νὰ μένει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ
νὰ φύγει λέγοντας: Γύρισε πίσω στὸ σπίτι σου καὶ νὰ διηγεῖσαι ὅσα σοῦ
ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε
καὶ διεκήρυττε σ' ὅλη τὴν πόλη ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου