ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄
Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ
καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν
Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος
τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας
τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας
σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς
δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ
ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε,
ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ
Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις,
καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ
μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν
τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος
ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι,
καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁρίζοντα. 3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς
κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου; 4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους
πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ’ τό μνημεῖο. Καί τά
ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο
νά μετακινηθεῖ. 5 Κι ἀφοῦ
μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν
ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη. 6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε
καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο.
Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό
τό μέρος πού τόν ἔβαλαν. 7
Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη
παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν
ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε
πρίν σταυρωθεῖ. 8 Ἐκεῖνες
τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση.
Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι,
ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης
τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον
ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ
καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι
ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι,
καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου
᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι
ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα
διὰ ᾿Ιησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν.
Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ
τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα»,
καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν
Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν.
Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν
περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
(Β΄ Κορινθ. δ΄[4] 6-15)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ –
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1.
ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ!
«Γενηθήτω
φῶς»!
Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο δημιουργικὸ προστάγμα τοῦ Θεοῦ στὴν
ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ συμπαντος, μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
Ἀπό τὸ γεγονὸς αὐτὸ παίρνει ἀφορμὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος
στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα καὶ λέγει πώς ὁ Θεός,
ποὺ τότε δημιούργησε τὸ φῶς ἀπό τὸ σκοτάδι, Αὐτὸς ὁ Ἴδιος
εἶναι, ποὺ τώρα φώτισε τὶς σκοτεινὲς καρδιές μας μὲ οὐράνιο
πνευματικὸ φῶς. Καὶ τὶς φώτισε για νὰ γνωρίσουμε τὴ δόξα Του,
ἡ ὁποία φανερώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς φράσεως «ὁ Θεὸς ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν
ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης
τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Μὲ πιό ἀπλᾶ λόγια αὐτὰ σημαίνουν
πρῶτον, πώς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ τὴν γνωρίζουμε οἱ ἄνθρωποι «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐπειδὴ ἀκριβῶς
ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀόρατη καὶ ἀκατάληπτη, ὁ μόνος τρόπος
νὰ τὴν γνωρίσουμε εἶναι νὰ γνωρίσουμε τὴ δόξα της, τὴ θεϊκὴ
ἀκτινοβολία της, ὅπως αὐτή φανερώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ
Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ
γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἔγινε καὶ ἄνθρωπος. Γιά νὰ μᾶς ἀποκαλύψει δηλαδὴ
τὴ θεϊκή Του δόξα, καὶ νὰ τὴ χαρίσει καὶ σ᾿ ἐμᾶς, ἑνώνοντάς μας μέ
τόν Ἑαυτό Του.
Δεύτερον, τὰ λόγια
αὐτὰ σημαίνουν πώς εἶναι ἀδύνατον οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίσουμε
τον Θεό, ἄν Ἐκεῖνος δὲν φωτίσει τὶς καρδιές μας. Ἑπομένως, ἄν ἔχουμε
κάποιο μικρὸ ἢ μεγαλύτερο σύνδεσμο μὲ τὸν Χριστό μας, νὰ
γνωρίζουμε πώς αὐτὸ δὲν εἶναι κατόρθωμα δικό μας, ἀλλά
ἔργο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού φωτίζει τὶς καρδιές μας καὶ
τὶς καθοδηγεῖ νὰ Τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ ἐνωθοῦμε μαζί
Του. «Ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις
ἡμῶν», λέγει ὁ Ἀπόστολος. Αὐτὸς δηλαδὴ ἐφώτισε τὶς καρδιές μας.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ποὺ θέλησε
μέσα στὸ πυκνό πνευματικὸ σκοτάδι τῆς ἐποχῆς μας νά φωτίσει
καί τίς δικές μας καρδιές γιά νά Τόν γνωρίσουμε! Μέσα στὴν ἄπειρη ἀγάπη
Του σὲ κάποια στιγμὴ ἄγγιξε τὴν καρδιὰ μας προστάζοντας
καὶ πάλι τὸ πρῶτο ἐκεῖνο δημιουργικὸ πρόσταγμά Του: Γενηθήτω φῶς! καὶ πράγματι «ἐγένετο φῶς»! Τὰ πνευματικὰ
μας μάτια ἄνοιξαν καί ἀντίκρυσαν μέ ἔκπληξη, χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη
τὸν Λυτρωτὴ μας Κύριο, Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου.
Νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε καὶ
νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μένουμε πάντοτε μέσα στὸ φῶς Του, μακριά ἀπό τὸ
σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
2. Ο ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Θησαυρὸ ὀνομάζει στὴ
συνέχεια ὁ μέγας Ἀπόστολος τή γνώση αὐτὴ τῆς θεϊκῆς τοῦ Κυρίου
δόξης, πού μᾶς ἐχάρισε ὁ Θεός.
Καὶ εἶναι πράγματι θησαυρός! Ὁ μόνος θησαυρός! Καί
τί θησαυρός! Ἀμύθητος!
Ἂν μπορούσαμε, ἔστω καί
γιὰ μιὰ μόνο στιγμή, οἱ πιστοὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ πόσο μεγάλο
εἶναι αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, νᾶ μᾶς ἀποκαλύψει δηλαδή τόν Ἑαυτό
Του, καί νά μᾶς κάνει μετόχους τῆς δόξης Του, θὰ μέναμε ἔκθαμβοι.
Δὲν τὸ αἰσθανόμαστε δυστυχῶς!
Καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία; Ἡ αἰτία εἶναι ὄτι εὔκολα θαμπωνόμαστε
ἀπό ἄλλους ὑλικοὺς καὶ ἐπίγειους θησαυρούς. Τὰ μάτια μας μπερδεύονται.
Ζαλιζόμαστε ἀπό τὰ χρωματιστὰ γυάλινα ψευδοκοσμήματα
τῆς γῆς, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ ἀτίμητο διαμάντι
τοῦ Οὐρανοῦ, πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός.
Πῶς νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν
ἀνεκτίμητη ἀξία αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ, ὅταν πολλοί ἀπό μᾶς ἀγαπᾶμε
τὰ πλούτη αὐτοῦ τοῦ κόσμου; Ὅταν ἄλλοι ζηλεύουμε τὶς δόξες
καί τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων; Ὅταν δίνουμε ὅλες μας τὶς δυνάμεις
γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ κάποιο ἐπίγειο ἀξίωμα, συχνὰ κάνοντας
σοβαρὲς ἀβαρίες καὶ συμβιβασμοὺς μὲ τὴ συνείδησή μας;
Μακάριοι ὅσοι ἐκτιμοῦν
αὐτὸν τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ καί δίνουν ὅλο τόν ἑαυτό
τους προκειμένου νά τόν ἀποκτήσουν. Αὐτοὶ θὰ εἶναι γιὰ πάντα
πλούσιοι, κάτοχοι τοῦ πιό μεγάλου θησαυροῦ, πού κανένας ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει,
νά τούς τόν ἀφαιρέσει. Μακάριοι καὶ εὐλογημένοι!
3. ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΣΑΣ
«Τὰ
γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς», λέγει πρὸς τὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος
ὁ Ἀπόστολος. Δηλαδή: Ὅλα γίνονται γιά
σᾶς.
Ποιὰ ὅλα; Αὐτὰ ποὺ περιέγραψε στούς προηγούμενους στίχους,
καὶ τὰ ὁποῖα ὑποφέρουν οἱ Ἀπόστολοι, προκειμένου νὰ μεταδώσουν στοὺς
πιστοὺς τὸν θησαυρὸ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ: τὶς θλίψεις,
τὰ ἀδιέξοδα, τοὺς διωγμούς, τὶς καταστροφές, τοὺς κινδύνους
τοῦ θανάτου, στοὺς ὁποίους καθημερινὰ παραδίδονται,
καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους θαυματουργικὰ τοὺς σώζει ὁ Θεός. Ὅλα
αὐτὰ καὶ τὸ κήρυγμα τέλος τῆς πίστεως, ποὺ μὲ ἀκατάβλητο
θάρρος ὁμολογοῦν καὶ μεταγγίζουν στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν.
Ὅλα γίνονται
γιὰ σᾶς!
Ἀλλὰ ὁ ἴδιος αὐτὸς λόγος μπορεῖ νὰ ἀπευθυνθεῖ καὶ σὲ μᾶς. Πόσα
ἀλήθεια δὲν ἔχουν γίνει καὶ γιὰ χάρη μας! Οἱ ὑπεράνθρωποι
κόποι τῶν Ἀποστόλων, τὰ φρικτὰ μαρτύρια τῶν Μαρτύρων,
οἱ τιτάνιοι ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων! Πόσοι καὶ πόσοι
δὲν ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς σήμερα νὰ ἀπολαμβάνουμε
τὴ σωτηρία! Θὰ χρειαζόντουσαν χιλιάδες σελίδες γιὰ
νὰ τὰ ἀναφέρουμε ὅλα.
Ἂς σταματήσουμε λοιπὸν
ἐδῶ. Νὰ σημειώσουμε μόνον πὼς καὶ σήμερα, καὶ τώρα ἀκόμη,
ἑξακολουθοῦν νὰ γίνονται τέτοια καὶ παρόμοια γιὰ χάρη
μας. Ὑπάρχουν πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ τὰ ἔχουν δώσει ὅλα στὸν
Χριστό, καὶ ἀγωνίζονται μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τους γιὰ νὰ μᾶς
μεταδώσουν τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεως.
Ἂς τὸ ἐκτιμήσουμε αὐτό. Ἂς τοὺς εὐγνωμονοῦμε.
Καὶ ἂς δεχόμαστε μὲ προθυμία τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως ποὺ κηρύττουν,
γιὰ νὰ δοξαστοῦμε ὅλοι μαζὶ στὴν αἰώνια καὶ ὑπερδοξασμένη
Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀμήν.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο
τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις
προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν
τῷ νόμῳ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ
καρδίᾳ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη
καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.
Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων, ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ
τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; Λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυΐδ. Λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν
Δαυΐδ, ἐν πνεύματι, Κύριον αὐτὸν καλεῖ: λέγων· Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου·
Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. Εἰ οὖν
Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ
ἀποκριθῆναι λόγον· οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν
οὐκέτι.
(Ματθ.
κβ΄[22] 35-46)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τὸν καιρὸ ἕνας νομοδιδάσκαλος, τὸν ρώτησε δοκιμάζοντάς τον, γιὰ νὰ δεῖ ποιὰ
ἀπόκριση θὰ ἔδινε, καὶ τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἐντολὴ στὸν
νόμο; Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Νὰ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά,
ὥστε αὐτὸν ὁλοκληρωτικὰ νὰ ποθεῖς, καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, ὥστε ὁλόκληρη ἡ
θέλησή σου νὰ εἶναι παραδομένη σ᾿ αὐτόν, καὶ μὲ τὸ νοῦ σου ὁλόκληρο, ὥστε αὐτὸν
πάντοτε νὰ σκέφτεσαι. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Καὶ δεύτερη ἐντολὴ
ὅμοια μ᾿ αὐτὴν καὶ ἐξίσου σπουδαία εἶναι: Νὰ ἀγαπᾶς τὸν συνάνθρωπό σου ὅπως
ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου. Σ᾿ αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς στηρίζεται ὅλος ὁ νόμος καὶ ἡ διδασκαλία
τῶν προφητῶν. Κι ἐνῶ ἦταν συναγμένοι οἱ Φαρισαῖοι, τοὺς ρώτησε ὁ Ἰησοῦς: Τί
γνώμη ἔχετε σχετικὰ μὲ τὸν Μεσσία, ποὺ θὰ ἀναδειχθεῖ καὶ θὰ χρισθεῖ Μεσσίας ἀπὸ
τὸν ἴδιο τὸν Θεό; Ποιανοῦ ἀπόγονος εἶναι; Τοῦ ἀπαντοῦν: Τοῦ Δαβίδ. Τοὺς λέει:
Πῶς λοιπὸν ὁ Δαβὶδ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸν ὀνομάζει Κύριο, ὅταν
λέει· εἶπε ὁ Κύριος καὶ Θεὸς στὸν Κύριό μου Χριστό: Κάθισε στὸ θρόνο μου στὰ
δεξιά μου, ὡσότου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου νικημένους κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου. Ἀλλὰ
οἱ παπποῦδες δὲν ὀνομάζουν ποτὲ κυρίους τους τὰ ἐγγόνια τους καὶ τὰ δισέγγονά τους.
Οὔτε στέκει ποτὲ νὰ προσφωνοῦν οἱ πρόγονοι τοὺς ἀπογόνους τους κυρίους. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Δαβὶδ τὸν ὀνομάζει Κύριο, πῶς
εἶναι υἱὸς καὶ ἀπόγονός του; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνο υἱὸς τοῦ
Δαβὶδ ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι καὶ κύριος τοῦ Δαβίδ. Καὶ
κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τοῦ ἀποκριθεῖ οὔτε λέξη, οὔτε τόλμησε κανεὶς ἀπὸ τὴν
ἠμέρα ἐκείνη νὰ τοῦ ὑποβάλει πλέον ἄλλα ἐρωτήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου