ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙϚ΄ ΛΟΥΚΑ
(Τελώνου και Φαρισαίου)
(25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν
θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς
κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς. καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν
πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς
καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν
ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς
ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποί; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς,
ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν·΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως
τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον
αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ
λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν
ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλά γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην
ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν
ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ,
ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν
τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον,
αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ
τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν
Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων
τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν
εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ
παρεβιάσαντο αὐτόν λέγοντες· Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν
ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν
μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν.
Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν
ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν
εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας,
ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ,
καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.
(Λουκ. κδ΄[24] 12 – 35)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο.
Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω
στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία
κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει. 13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό
τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα
στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς. 14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα
αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ,
καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές. 15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί
συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους. 16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα
γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου
Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε
τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν. 17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό
ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε,
καί εἶστε σκυθρωποί; 18
Τότε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ᾿
τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί
δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές; 19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν:
Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε
δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ. 20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο
τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν σταύρωσαν;
21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι
αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει
τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή
του κι ἀπ᾿ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν
αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας. 22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε,
αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο
δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί
στό μνημεῖο 23 καί δέν βρῆκαν
ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι
τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ. 24
Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως
τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ
δέν τόν εἶδαν. 25 Τότε ὁ Ἰησοῦς
εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ
τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ᾿ ὅλα ὅσα
εἶπαν οἱ προφῆτες! 26
Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά
δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ᾿ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή
δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή
του. 27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό
τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ,
κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ᾿ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν
Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό
του. 28 Κάποτε πλησίασαν
στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά
πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν
νά τόν κρατήσουν. 29 Ἀλλά
αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει
νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς
μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους. 30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε
μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε
εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε
σέ κομμάτια, τούς ἔδινε. 31
Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν
τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά
μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος
ἀπό μπροστά τους. 32 Εἶπαν
τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική
φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή
θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε
τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως; 33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή
περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα
ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους, 34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά
ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο. 35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά
τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν
ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(ΛΓ΄ Επιστολών)
Τέκνον
Τιμόθεε, παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! καὶ ἐκ πάντων
με ἐρρύσατο ὁ
Κύριος.
καὶ πάντες
δὲ
οἱ
θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες
προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν
διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
(Β΄ Τιμοθ. γ΄ [3] 10 – 15)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ
ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ
Στὴν ἀρχὴ τῆς κατανυκτικῆς περιόδου
τοῦ Τριωδίου, στὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα
ποὺ ἀκούγεται στοὺς ναούς μας τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου
καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ Δευτέρα ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου
πρὸς τὸ μαθητή του Τιμόθεο, ὁ μέγας Ἀπόστολος διατυπώνει
ἕνα πνευματικὸ νόμο. Τί λέγει; Λέγει ὅτι ὅλοι, ὅσοι θέλουν νὰ
ζοῦν μέ εὐσέβεια καὶ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, θά ὑποστοῦν διωγμούς. «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῇν ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται».
Ποιὸς ὅμως ὑποκινεῖ τοὺς διωγμούς,
γιατὶ τὸ κάνει, τί εἴδους διωγμοὶ εἶναι αὐτοί, ὁ Ἀπόστολος δὲν
τὸ διευκρινίζει. Δὲν εἶναι ὅμως δύσκολο νὰ τὸ καταλάβουμε.
Ὁ Διαβολος φυσικὰ ὑποκινεῖ τοὺς διωγμούς,
εἴτε μόνος του εἴτε χρησιμοποιώντας σάν ὄργανά του διαφόρους
ἀνθρώπους. Τὸ κάνει δὲ αὐτό, διότι δὲν ὑποφέρει νὰ βλέπει
τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀκτινοβολοῦν οἱ πιστοὶ μὲ τή Χριστομίμητη
ζωή τους. Ὅσο γιά τά εἴδη τῶν διωγμῶν, αὐτά εἶναι ποικίλα καὶ
διαφέρουν ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχὴ καὶ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Στὴν ἐποχὴ τῆς
Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ὁ Διάβολος ἔρριχνε τοὺς Χριστιανοὺς στὰ
λιοντάρια, ἀργότερα τοὺς πολέμησε μὲ τὶς αἱρέσεις, στὴν
Τουρκοκρατία τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ σφαγή, στὸν προηγούμενο αἰώνα τοὺς ἔκλεινε
στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῆς Σιβηρίας ἢ τοὺς φυλάκιζε
σὲ ψυχιατρικὰ ἄσυλα στὴ Μόσχα.
Ἐν τούτοις καὶ ὁ καθένας ἀπό μᾶς ὑφίσταται
κάποιο εἶδος διωγμοῦ. Γιατὶ διωγμὸς εἶναι καὶ οἱ εἰρωνεῖες
τῶν ἀπίστων πρὸς τοὺς πιστούς, διωγμὸς εἶναι οἱ συκοφαντίες,
οἰ ἀδικίες, ἀκόμη καὶ οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ ποικίλες δοκιμασίες
καὶ οἱ κάθε εἴδους πειρασμοί, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ πειραστὴς
μᾶς πειράζει καὶ πιέζει. Ὅλα δέ αὐτὰ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεός,
διότι λειτουργοῦν σὰν πνευματικὸ καμίνι, μέσα στὸ ὁποῖο
καθαρίζονται, λαμπικάρονται καὶ γίνονται καθαρὲς
καὶ διαυγεῖς οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν Του.
Μακάριοι εἶναι οἱ πιστοί, ποὺ κατανοοῦν
τὸ νόημα τῶν διωγμῶν καί τῶν θλίψεων στὴ ζωή τους. Μακάριοι,
ἄν τὰ ἀποδέχονται αὐτὰ χωρὶς νὰ γογγύζουν, εὐχαριστώντας
πάντοτε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Μακάριοι καὶ εὐτυχισμένοι, διότι
ὡς μαρτύριο τοὺς λογαριάζεται ἡ ὑπομονή, καί ἐδῶ μὲν θὰ ζήσουν
μὲ βαθειὰ ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ χαρὰ πνευματική, ἀργότερα
δὲ θὰ λάβουν τὸ δίκαιο στεφάνι ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ μας στὴν
αἰώνια Βασιλεία Του.
2. Η ΠΡΟΚΟΠΗ ΤΩΝ ΠΟΝΗΡΩΝ
Ἐνῶ ὅμως ὁ κλῆρος τῶν πιστῶν καὶ εὐσεβῶν
εἶναι οἱ διωγμοὶ καὶ οἱ θλίψεις, τὴν ἴδια ὥρα οἱ ἀσεβεῖς καὶ
πονηροὶ ἄνθρωποι προκόβουν, ἀνεβαίνουν, πλουτίζουν,
διακρίνονται, διασκεδάζουν. Αὐτή ἐν τούτοις ἡ προκοπή,
μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι προκοπὴ «ἐπί τὸ χεῖρον», καταστροφικὴ προκοπή.
Ἀνόητοι ἄνθρωποι! Πλανοῦν καὶ πλανῶνται!
Δὲν καταλαβαίνουν πώς, ὅσα κι ἄν ἀποκτήσουν σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή,
ὅσο κι ἄν δοξασθοῦν σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, στὸ τέλος παραμονεύει
ἡ καταστροφὴ τοῦ θανάτου. Καὶ μετὰ τὸν θάνατο τί; Ἡ φρίκη
τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ φρίκη τῆς Κολάσεως, τῆς χωρὶς
Χριστὸ αἰωνιότητος. Ἀλλοίμονο!
Ἀδελφέ μου! Ἴσως ἔχεις ἀδικηθεῖ καί σύ στὴ
ζωή σου. Μπορεῖ οἱ ἰκανότητές σου νά ἔχουν παραμερισθεῖ ἀπό ἀνίκανους
ἀνθρώπους. Πιθανὸν ἡ διευθυντικὴ θέση, ποὺ ἄξιζε σὲ σένα,
νὰ δόθηκε σὲ κάποιον «πονηρὸ
καὶ γόητα», πολὺ κατώτερό σου. Ἔχασες ἴσως μιὰ καθηγητικὴ
ἕδρα στὸ Πανεπιστήμιο ἢ μιὰ ἡγετικὴ θέση στὴν ὑπηρεσία
σου· ὁ Θεὸς ὅμως σοῦ ἑτοιμάζει ἕνα λαμπρὸ θρόνο στὴ Βασιλεία
Του. Μόνο νὰ μείνεις ἐσύ πιστὸς στὸ θέλημά Του μέχρι τέλους.
Πιστός· μὲ τὰ μάτια στραμμένα στὴ μυριοπόθητη Βασιλεία Του.
3. «ΑΠΟ ΒΡΕΦΟΥΣ»
Ἔντονη προτροπὴ ἀπευθύνει πρὸς τὸν
Τιμόθεο ὁ ἀπόστολος Παῦλος· τὴν προτροπὴ νὰ μένει σταθερὸς
καὶ ἀκλόνητος στὴν πίστη πρὸς τὸν Χριστό. Καὶ γιὰ νὰ
κάμει πειστικότερα τὰ λόγια του ὁ Ἀπόστολος, φέρνει ἕνα ἐπιχείρημα
ἀπό τὴν παιδικὴ ἡλικία τοῦ Τιμοθέου. Τοῦ λέγει: Πρέπει νὰ
μείνεις πιστός, Τιμόθεε, διότι, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, ἐσύ «ἀπό βρέφους τὰ ἱερά γράμματα
οἶδας». Εἶχες αὐτὸ τὸ σπάνιο προνόμιο: νὰ διδαχθεῖς ἀπὸ τὴ
βρεφική σου ἡλικία τὰ ἱερὰ γράμματα, τὸ θέλημα δηλαδή τοῦ
Θεοῦ, τὸν ἅγιο Νόμο Του, τὶς σωτήριες ἐντολές Του. Τὰ διδάχθηκες
ἀπὸ τὴ μητέρα σου Εὐνίκη καὶ τὴ γιαγιά σου Λωΐδα.
Προνομιοῦχος πράγματι ἦταν ὁ Τιμόθεος·
προνομιοῦχος, διότι ἀπὸ τὴν ἁπαλή του βρεφικὴ ἡλικία
ἐμάθαινε τὸν νόμο τοῦ Κυρίου. Ὅπως προνομιοῦχες ἦταν
καί οἱ περασμένες γενιές, οἱ προηγούμενες ἀπὸ τὴ δική μας,
ποὺ μάθαιναν γράμματα μὲ τὸ Ψαλτήρι καὶ τὸ Ὀκτωήχι, ἀπὸ κάποιον
καλόγερο, μὲς στὰ Κρυφὰ Σχολειά. Προνομιοῦχοι ὑπῆρξαν
καί ὅσοι ἀπό τὴ δική μας γενιὰ εὐτύχησαν νὰ ἔχουν μανάδες,
ποὺ τοὺς νανούριζαν μὲ ὕμνους καὶ τροπάρια, μὲ ἁγιασμένα
τραγούδια, βγαλμένα μέσα ἀπὸ τὴν ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας,
θρεμμένα μὲ τοὺς χυμοὺς τῆς εὐλογημένης παραδόσεώς
μας. Προνομιοῦχοι ὅσοι ἀπὸ μικρὴ ἡλικία βρεθήκαμε μέσα
στὴ γλυκειὰ ἀγκαλιὰ τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων καὶ τῶν Χριστιανικῶν
Ὁμάδων. Προνομιοῦχοι καὶ ὅσοι ἀξιωθήκαμε νὰ περάσουμε
τὰ χειμωνιάτικα βράδια τῶν παιδικῶν μᾶς χρόνων γύρω
ἀπό ἕνα ἀναμμένο τζάκι, νὰ ἀκοῦμε τὸν πατέρα μας νὰ διαβάζει διδακτικὲς
ἱστορίες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια νὰ τὶς ἐξηγεῖ ἢ νὰ
διηγεῖται μὲ πόνο καὶ εὐλάβεια τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, τὰ μαρτύρια
τῶν Μαρτύρων, τοὺς ἀπίστευτους ἄθλους τῶν Ἀσκητῶν.
Προνομιοῦχοι τόσο, ὅσο ἀξιολύπητα
εἶναι τὰ σημερινὰ παιδιά, ποὺ ἀπὸ αὐτὴ τὴν τρυφερὴ βρεφική
τους ἡλικία τρέφονται μὲ τὸ βόρβορο τῆς τηλεοράσεως,
ποὺ ἐξαπατοῦνται καί ὠθοῦνται νὰ θαυμάσουν τερατώδεις μορφὲς
τύπου «Σούπερμαν», ἐνῶ τὰ ὀνόματα τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας
καὶ τῶν Ἁγίων τὰ ἀκοῦν μόνο στὶς βλαστήμιες καὶ τὰ αἰσχρὰ
ἀνέκδοτα τῶν μεγάλων. Φτωχὰ παιδιά! Διδάσκονται «ἀπό βρέφους» ὄχι «τὰ ἱερά γράμματα», ἀλλά τὰ βέβηλα
γράμματα τῆς σατανικῆς διδασκαλίας.
Ὤ! τί ἐγκλήματα διαπράττονται σήμερα
εἰς βάρος τῶν ἀθώων παιδικῶν ψυχῶν! Πόσο κρίσιμος λοιπὸν
εἶναι ὁ ρόλος τῶν γονέων σήμερα γιὰ τὸ μέλλον τῶν παιδιῶν
τους καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ χρέος τους ὕψιστο:
Μητέρες,
ποὺ λάβατε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα νὰ φέρετε στὸν κόσμο νέες
ὑπάρξεις τρυφερὲς καὶ νὰ τὶς ἀνατρέφετε μέσα σὲ μιὰ ἐποχὴ
ἀποστασίας, μαζὶ μὲ τὸ μητρικὸ σας γάλα μεταγγίστε στὶς
ψυχὲς τῶν παιδιῶν σας τὰ ζωοπάροχα λόγια τοῦ Χριστοῦ μας!
Πατέρες, ποὺ
ἀγωνίζεσθε νά ἀφήσετε κληρονομιὰ στὰ παιδιά σας κάποιο σπίτι,
ἕνα αὐτοκίνητο, μιὰ ἐπιχείρηση, μεταδῶστε τους πρῶτα
τὴν ἀτίμητη κληρονομιά, ποὺ παραλάβατε καὶ σεῖς ἀπὸ τοὺς
προγόνους σας: τὴν ἅγια πίστη τοῦ Χριστοῦ μας!
Γονεῖς, παπποῦδες
καὶ γιαγιάδες εὐλογημένες,
ποὺ μεγαλώνετε τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια σας μὲ τὸ ὄνειρο
νὰ διακριθοῦν στὴ ζωή, ἐνθουσιάστε τα πρωτίστως μὲ τὸ ὅραμα
τῶν προπάππων μας. Τὸ ὅραμα, ποὺ λέγει ὅτι οὐσιαστικὴ ἐπιτυχία
δὲν εἶναι ἡ εἰσαγωγὴ σὲ κάποιο Πανεπιστήμιο, ἀλλά ἡ εἴσοδος
στὴν εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ
Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄνθρωποι
δύο
ἀνέβησαν
εἰς
τὸ
ἱερὸν προσεύξασθαι,
ὁ
εἷς
Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ' ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος
δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
(Λουκᾶ ιη΄[18] 10 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε ὁ Κύριος τὴν
πιὸ κάτω παραβολή· Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν
στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ὄρθιος, γιὰ νὰ φαίνεται καλά, καὶ προσευχόταν
πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Σ᾿ εὐχαριστῶ,
Θεέ μου, διότι δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἅρπαγες,
ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐκεῖ τὸν τελώνη. Ἐνῶ δηλαδὴ ὅλοι οἱ ἄλλοι
εἶναι ἔνοχοι καὶ ἀξιοκατάκριτοι, ἐγώ εἶμαι ὁ μόνος ἀνένοχος. Σ᾿ εὐχαριστῶ
λοιπόν, διότι δὲν βλέπω στὸν ἑαυτό μου τὶς τόσες κακίες πού ἔχουν οἱ ἄλλοι.
Ἔχω ὅμως καὶ ἀρετές: Νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, κάθε Δευτέρα
καὶ Πέμπτη. Δίνω τὸ ἕνα δέκατο ἀπ᾿ ὅλα ἐκεῖνα πού ἀποκτῶ, ἀκόμη κι ἀπὸ
τὰ πιὸ μικρὰ καὶ τιποτένια, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιβάλλει ὁ νόμος τὴ «δεκάτη». Ὁ τελώνης, ἀντίθετα,
στεκόταν μακριὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ὅπου καίγονταν οἱ θυσίες, καὶ
δὲν εἶχε τὴν τόλμη ὄχι μόνο τὰ χέρια του ἀλλὰ οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει
ἐπάνω πρὸς τὸν οὐρανό. Ἀλλά χτυποῦσε συνεχῶς τὸ στῆθος του, πού περιέκλειε
τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ ἀκάθαρτη καρδιά του, καὶ ἔλεγε: Κύριε καὶ Θεέ,
σπλαχνίσου με καὶ συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι αὐτὸς
ὁ περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ πῆγε στὸ σπίτι
του ἀθωωμένος καὶ δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος.
Δικαιώθηκε λοιπὸν ὁ τελώνης καὶ κατακρίθηκε ὁ Φαρισαῖος, διότι ὅποιος
ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ κατακριθεῖ. Ἀντίθετα
ὅποιος ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθεῖ καὶ θὰ τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου