ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ
(Ἀσώτου)
(3 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ϛ΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς ἐκ νεκρῶν ἔστη
ἐν μέσῳ τῶν Μαθητῶν, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι
γενόμενοι, ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τὶ τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ
διατὶ διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ
τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγὼ εἰμι, ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα
καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπέδειξεν αὐτοῖς
τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. Ἒτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς, καὶ θαυμαζόντων,
εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος,
καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. Καὶ λαβὼν, ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. Εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι
οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ
γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωσέως καὶ Προφήταις καὶ Ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. Τότε διήνοιξεν
αὐτῶν τὸν νοῦν, τοῦ συνιέναι τὰς Γραφάς, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται,
καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστόν, καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ
κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη,
ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. Ὑμεῖς δὲ ἐστε μάρτυρες τούτων. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω
τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ,
ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας
τὰς χεῖρας αὐτοῦ, εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτόν αὐτούς, διέστη
ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ αὐτοὶ, προσκυνήσαντες αὐτόν, ὑπέστρεψαν
εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Καὶ ἦσαν διαπαντός ἐν τῷ Ἱερῷ, αἰνοῦντες καὶ
εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.
(Λουκ. κδ΄[24] 36 – 53]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀφοῦ ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ἀνάμεσά
τους καί τούς λέει: Νά εἶναι μαζί σας εἰρήνη. Εἰρήνη μέ τόν Θεό καί μεταξύ σας. Εἰρήνη καί
στίς ψυχές σας. 37 Ἡ αἰφνιδιαστική
ὅμως ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου τούς κατατρόμαξε. Κι ἐπειδή κυριεύθηκαν ἀπό φόβο,
νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα, δηλαδή ψυχή πεθαμένου πού ἦλθε ἀπό τόν Ἅδη χωρίς
νά ἔχει σῶμα. 38 Ὁ Κύριος ὅμως
τούς εἶπε: Γιατί εἶστε ταραγμένοι; Καί γιατί γεννιοῦνται στίς σκέψεις σας
λογισμοί ἀμφιβολίας γιά τό ἄν πράγματι εἶμαι ὁ ἀναστημένος Διδάσκαλός σας; 39 Δεῖτε τά χέρια μου καί τά πόδια μου
ὅτι ἔχουν τά σημάδια τῶν καρφιῶν, καί βεβαιωθεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος ὁ
Διδάσκαλός σας πού σταυρώθηκε. Ψηλαφῆστε με μέ τά χέρια σας καί βεβαιωθεῖτε ὅτι
δέν εἶμαι ἄσαρκο πνεῦμα. Διότι ἡ ψυχή καί τό φάντασμα ἑνός νεκροῦ δέν ἔχει σῶμα
καί ὀστά, ὅπως βλέπετε καί πείθεσθε ὅτι ἔχω ἐγώ. 40 Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά
χέρια του καί τά πόδια του. 41
Ἐπειδή ὅμως αὐτοί ἀπό τή χαρά τους δέν πίστευαν στά μάτια τους καί νόμιζαν ἀκόμη
ὅτι ἔβλεπαν ὄνειρο, καί θαύμαζαν γιά τά πρωτοφανή αὐτά καί ἀνέλπιστα γεγονότα,
τούς εἶπε ὁ Κύριος: Ἔχετε ἐδῶ τίποτε φαγώσιμο γιά νά φάω κι ἔτσι νά πεισθεῖτε ἀκόμη
περισσότερο ὅτι δέν εἶμαι φάντασμα; 42 Κι αὐτοί τοῦ ἔδωσαν ἕνα κομμάτι
ψάρι ψημένο καί λίγη κηρήθρα. 43
Τότε τά πῆρε κι ἔφαγε μπροστά τους. Καί τό ἔκανε αὐτό ὄχι γιατί τό σῶμα του εἶχε
ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλά γιά νά τούς βεβαιώσει ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε. 44 Τούς εἶπε ἐπίσης: Αὐτά τά γεγονότα
πού βλέπετε καί σᾶς προκαλοῦν θαυμασμό εἶναι ἡ πραγματοποίηση τῶν λόγων πού σᾶς
εἶχα πεῖ προφητικῶς, ὅταν ἤμουν ἀκόμη μαζί σας πρίν σταυρωθῶ. Σᾶς ἔλεγα δηλαδή ὅτι
σύμφωνα μέ τό προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἐκπληρωθοῦν καί νά
πραγματοποιηθοῦν ὅλα ὅσα ἔχουν γραφεῖ γιά μένα στό νόμο τοῦ Μωυσῆ καί στούς
προφῆτες καί στούς ψαλμούς. 45
Τότε τούς μετέδωσε θεῖο φωτισμό καί τούς ἄνοιξε τό νοῦ γιά νά κατανοοῦν τίς
Γραφές. 46 Κι ἀφοῦ τούς ἀνέπτυξε
τίς κυριότερες προφητεῖες, τούς εἶπε ὅτι ἔτσι ἔχει γραφεῖ προφητικά στίς
Γραφές, κι ἔτσι ἔπρεπε σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες αὐτές νά πάθει ὁ Χριστός καί
τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του ν᾿ ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς, 47 καθώς καί ὅτι πρέπει νά κηρυχθεῖ σ᾿
ὅλα τά ἔθνη μετάνοια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν στό ὄνομά μου (σύμφωνα δηλαδή μέ ὅσα
διδαχθήκατε καί μάθατε γιά τό ὄνομά μου, ὅτι εἶμαι ὁ μόνος Σωτήρας καί Λυτρωτής τῶν ἀνθρώπων).
Καί τό κήρυγμα αὐτό πρέπει ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. 48 Ἐσεῖς εἶστε μάρτυρες ὅλων αὐτῶν,
δηλαδή τοῦ κηρύγματός μου, τῆς ζωῆς μου, τοῦ Πάθους μου καί τῆς Ἀναστάσεώς μου.
Καί μέ τή μαρτυρία πού θά δώσετε γιά μένα θά συντελεσθεῖ τό μεγάλο αὐτό ἔργο τοῦ
κηρύγματος τῆς μετανοίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν σ᾿ ὅλα τά ἔθνη. 49 Κι ἐγώ σᾶς ὑπόσχομαι νά σᾶς βοηθήσω
ἀποτελεσματικά στό ἔργο αὐτό. Ἰδού ἐγώ, πού ἀπό τώρα εἶμαι καί ὡς ἄνθρωπος ὁ
βασιλεύς τοῦ κόσμου καί ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, θά σᾶς στείλω σέ λίγο ἀπό τόν οὐρανό
ἐπάνω σας αὐτό πού σᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Πατέρας μου, δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Αὐτό
τό Πνεῦμα προανήγγειλαν οἱ προφῆτες ὅτι θά δοθεῖ σέ κάθε ἄνθρωπο. Ἐσεῖς λοιπόν
καθίστε στήν πόλη Ἱερουσαλήμ καί μήν ἀπομακρυνθεῖτε ἀπ᾿ αὐτήν, μέχρι νά
φορέσετε ὡς πνευματικό ἔνδυμα τή δύναμη καί τήν ἐνίσχυση πού θά σᾶς ἔλθει ἀπό
τόν οὐρανό μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 50 Ὅταν ὁ Κύριος τελείωσε τίς
διδασκαλίες αὐτές, τούς ὁδήγησε ἔξω ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, μέχρι πού πλησίασαν στή
Βηθανία. Κι ἐκεῖ ὕψωσε τά χέρια του καί τούς εὐλόγησε. 51 Καί καθώς τούς εὐλογοῦσε,
ἄρχισε νά ἀπομακρύνεται ἀπ᾿ αὐτούς καί ν᾿ ἀνεβαίνει ἐπάνω, πρός τόν οὐρανό. 52 Κι αὐτοί, ἀφοῦ τόν προσκύνησαν, ἐπέστρεψαν
στήν Ἱερουσαλήμ μέ μεγάλη χαρά γιά τήν ἔνδοξη ἀνάληψη τοῦ Διδασκάλου τους καί
γιά τήν ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά τήν ὁποία τούς βεβαίωσε. 53 Καί ἦταν πάντοτε στό ἱερό τίς ὧρες
τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας, ὑμνώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Ἀμήν.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(Τοῦ Ἀσώτου)
Ἀδελφοί,
πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος.
τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη;
μὴ γένοιτο. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
(Α΄
Κορινθ. στ΄[6] 12 – 20)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου σήμερα, καὶ στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ Παῦλος, μὲ τὰ ὅσα γράφει φαίνεται σὰν νὰ σχολιάζει καὶ νὰ ἀντλεῖ διδάγματα ἀπὸ τὴν ὑπέροχη παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὸν Ἄσωτο υἱό.
Τὸ πρῶτο πράγμα, ποὺ ἐπισημαίνει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι τὰ ὄρια τῆς ἐλευθερίας μας. Στὴν ἐκ Θεοῦ δοσμένη ἐλευθερία μας ἀντικειμενικὸς περιορισμὸς δὲν ὑπάρχει. Ὑπάρχει ὅμως περιορισμός· ἀλλὰ περιορισμὸς ἑκούσιος. Ὁ Ἀπόστολος μᾶς λέγει ὅτι ἕνας τέτοιος ἑκούσιος περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ, ἢ μάλλον πρέπει, νὰ σταθεῖ τὸ συμφέρον τοῦ ἀνθρωπου. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνουν τὰ λόγια του· «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει», ποὺ ἀπευθύνει στοὺς Κορινθίους καὶ ἀφοροῦν κυρίως σὲ ζητήματα φαγητοῦ, ποτοῦ καὶ τὰ ὅμοια.
Σέ μιὰ ἐποχή κατ᾿ ἐξοχὴν συμφεροντολογική, ὅπως ἡ δική μας, ποὺ προβάλλει τὸ συμφέρον ὡς ὑπέρτατο σκοπὸ τῆς ζωῆς, ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀποκτᾶ μιὰ ξεχωριστὴ ἐπικαιρότητα.
Κατὰ κάποιο τρόπο ὁ Ἀπόστολος συμφωνεῖ μὲ τὴ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας καὶ θέτει καὶ ὁ ἴδιος ὡς ὕψιστο κριτήριο τῶν ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν καί ὡς ὅριο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου τὸ συμφέρον. Μὲ μιὰ μόνο οὐσιώδη διαφορά, ὅτι ὁ Ἀπόστολος δίνει στὸ συμφέρον διαστάσεις αἰώνιες. Δὲν τὸ περιορίζει στὰ ἐπίγεια πράγματα, ἀλλὰ τὸ ἐπεκτείνει στὴν αἰωνιότητα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγει: Ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς σοῦ χάρισε τὴν ἐλευθερία καί ἑπομένως εἶσαι ἐλεύθερος νὰ κάνεις ὅ,τι θέλεις· ἀκόμη καὶ ἀντίθετα πρός τὸ θέλημά Του· σκέψου ὅμως σὲ συμφέρει αὐτὸ τὸ πράγμα; Καὶ ὁ Ἄσωτος ἐλεύθερος ἦταν. Ἐλεύθερα ἔφυγε ἀπὸ τὸν πατέρα του. Ἡ ἐνέργειά του ἐν τούτοις αὐτὴ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὸ ἀληθινό του συμφέρον καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν καταστροφή, καί, ἄν δὲν ἐπέστρεφε, ἡ καταστροφὴ θὰ ἦταν ὁριστικὴ καὶ ἀμετάκλητη.
Ἐλεύθεροι εἴμαστε καὶ ἐμεῖς. Ἂς προσέξουμε ὅμως, ὥστε ἡ ἐλευθερία μας νὰ μὴν εἶναι ἐλευθερία πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία μᾶς σπρώχνει στὸ σκοτάδι τῆς Κολάσεως, ἀλλὰ ἐλευθερία πρὸς τὴν ἁγιότητα, πρὸς τὸ ἀληθινό μας συμφέρον, τὴν ἐπιτυχία δηλαδὴ τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό, τὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα μας.
2. Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ
ΣΩΜΑΤΟΣ
Εἶναι τόσο μεγαλειώδης ὁ ἀπὸ Θεοῦ δοσμένος προορισμὸς γιὰ τὸ σῶμα μας, ὥστε ὁ Ἀπόστολος λέγει καὶ κάτι πολὺ τολμηρό: Ὅτι ὄχι μόνο τὸ σῶμα μας εἶναι δημιουργημένο γιὰ τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας γι᾿ αὐτὸ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἑνώνεται καὶ μὲ τὸ σῶμα μας. «Τὸ σῶμα... τῷ Κυρίω, καί ὁ Κύριος τῷ σώματι», σημειώνει. Αὐτὸ τὸ ζοῦμε οἱ πιστοί ἤδη ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο μὲ τὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου κοινωνοῦμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ καὶ τὸ σῶμα μας γίνεται ναὸς καὶ κατοικία τοῦ Θεοῦ. Θὰ τὸ ζήσουμε ὅμως πολὺ περισσότερο στὴν αἰωνιότητα, ὅταν ἀναστηθοῦν τὰ σώματά μας καὶ ἡ ὅλη ὕπαρξή μας – ψυχὴ καὶ σῶμα – ἑνωθεῖ γιὰ πάντα μὲ τὸν ἄπειρο ἐν Τριάδι Θεό, τότε ποὺ ἡ φύση μας ὁλόκληρη θὰ λάμψει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἥλιο.
3. ΤΑ ΣΑΡΚΙΚΑ
ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ
Τὴν ἐκπληκτικὴ δόξα, τὴν ὁποία ἐπιφυλάσσει ὁ Θεὸς
στὸ σῶμα μας, ἕνα μόνο πράγμα μπορεῖ νὰ τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ αὐτό:
ἡ ἁμαρτία, ἰδιαιτέρως δὲ τὰ λεγόμενα σαρκικὰ ἁμαρτήματα,
τὰ ὁποῖα ὄχι ἁπλῶς στεροῦν τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα, ἀλλὰ καὶ
τὸ βυθίζουν στὴ νύχτα τῆς Κολάσεως.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ μεγάλη ἐπιμονὴ ἐπισημαίνει ἐδῶ ὁ
Ἀπόστολος τὴ σοβαρότητα τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων. Λέγει
ὅτι ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ παραδίδει τὸ σῶμα του
σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, διότι τὸ σῶμα του δὲν τοῦ ἀνήκει·
ἀνήκει στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τὸ δημιούργησε καὶ ὁ Ὁποῖος ἐπὶ πλέον
τὸ ἀγόρασε μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του. Εἶναι γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο
μέλος τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα μας. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν
νὰ πάρουμε τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ τὰ ἁγιασμένα μὲ τὸ Αἷμα τῆς
σταυρικῆς Του θυσίας καὶ νὰ τὰ παραδώσουμε στὴν ἀτίμωση τῆς
πορνείας; Κάτι τέτοιο εἶναι φοβερό, λέγει ὁ Ἀπόστολος. «Μὴ γένοιτο»! φωνάζει. Τὸ σῶμα
μας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἅγιο καὶ ἱερὸ
τὸ σῶμα μας.
Αὐτὴ τὴν ἱερότητα τοῦ σώματός μας τὴ σκεφτόμαστε οἱ πιστοί;
Καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ τὸ προφυλάξουμε ἀπό τούς φρικτοὺς
μολυσμούς τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων; Ἂς μὴ ξεγελιόμαστε ὅτι δὲν
μᾶς εἶδε κανείς. Ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει ὅλα καὶ κάποια μέρα θὰ ἀποκαλυφθοῦν
τὰ πάντα ἐνώπιον Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Μακάρι τὴν ἡμέρα
ἐκείνη νὰ μή φανοῦμε μὲ τὰ σώματα μας σκοτεινά, ἀλλὰ λαμπρὰ
καὶ δοξασμένα, ὥστε, ἑνωμένοι μὲ τὸν Πανάγιο ἐν Τριάδι Θεό,
νὰ γίνουμε συμμέτοχοι τῆς ἀκτίστου δόξης Του, εὐτυχισμένοι
γιὰ πάντα κοντά Του. Ἀμήν.
(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο
ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην.
Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ
εἶπεν ὁ νεώτερος
αὐτῶν τῷ πατρί·
πάτερ, δός
μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν
εἰς
χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ
αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ
πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ
ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς
ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν
κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ
χοῖροι, καὶ οὐδεὶς
ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ
ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν
πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου·
οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι
υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν
μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς
τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ
δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ
πατὴρ πρὸς
τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε
τὴν
στολὴν τὴν
πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν
χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα
εἰς
τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν
μόσχον τὸν
σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες
εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ
ἀνέζησεν, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ
εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ
ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ·
καὶ ὡς
ἐρχόμενος
ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ
προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο
τί
εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει,
καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα
αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ
καὶ οὐκ
ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν
πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει
αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε
ἔδωκας ἔριφον
ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ
ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. ὁ
δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ,
καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·
εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ
ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ
ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ
εὑρέθη.
(Λουκᾶ ιε΄ [15] 11
– 32 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε ὁ
Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή: Ἕνας
ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς δηλαδή, εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρότερος γιὸς εἰκονίζει
τὸν ἀποστάτη ἁμαρτωλό, πού φεύγει ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν προστασία
τοῦ ἐπουρανίου Πατρός. Εἶπε λοιπὸν ὁ μικρότερος γιὸς στὸν πατέρα
του: Πατέρα, δώσ᾿ μου τὸ μερίδιο τῆς
περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Καὶ ὁ πατέρας μοίρασε καὶ στοὺς δυὸ
γιοὺς τὴν περιουσία. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ καὶ στὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ θέλει νὰ
ζεῖ μακριὰ ἀπ᾿ αὐτὸν δίνει τὰ μέσα τῆς συντηρήσεώς του καὶ ὅλα ἐκεῖνα
τά πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ χαρίσματα ποὺ θὰ τὸν ἔκαναν πνευματικὰ εὐτυχισμένο,
ἐὰν αὐτὸς δὲν τὰ κατασπαταλοῦσε. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ νεότερος
γιὸς μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του καὶ ταξίδεψε σὲ χώρα
μακρινή. Ἐκεῖ διασκόρπισε τὴν περιουσία του κάνοντας μιὰ ζωὴ ἄσωτη
καὶ ἀκόλαστη. Ἔτσι καὶ κάθε ἁμαρτωλὸς ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του
χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁδηγεῖται πολὺ μακριὰ ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ μὲ τὴν
κατάχρηση τῶν χαρισμάτων ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ ἐπουράνιος Πατὴρ ἐξαχρειώνεται
καὶ διαφθείρεται. Ὅταν ὁ νεότερος γιὸς ξόδεψε ὅλα ὅσα εἶχε, ἔπεσε
μεγάλη πείνα στὴ χώρα ἐκείνη, κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερεῖται. Κάθε ἁμαρτωλὸς
δηλαδὴ δὲν ἔχει ἀπεριόριστες ἀπολαύσεις. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ αἰσθανθεῖ
τὴν ἀθλιότητα καὶ τὸ κενὸ ποὺ δημιουργεῖ στὴν καρδιά του ἡ ἄσωτη ζωὴ
καὶ ἡ στέρηση τῆς θείας παρηγοριᾶς. Καὶ ὁ ἄσωτος γιὸς ἐξαιτίας τῶν
στερήσεων καὶ τῆς πείνας του πῆγε σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς πολίτες ἐκείνης τῆς
χώρας, ὁ ὁποῖος τὸν προσέλαβε ὡς δοῦλο. Καὶ τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια
του νὰ βόσκει χοίρους, ζῶα δηλαδὴ ἀκάθαρτα, ποὺ προκαλοῦσαν τὴν ἀηδία
καὶ τὴν ἀποστροφὴ σ᾿ ἕναν Ἰουδαῖο, ὅπως ἦταν ὁ νεότερος γιός. Σὲ τὶ
ἐξευτελισμὸ καταντᾶ καὶ πόσο χάνει τὴν ἀξιοπρέπειά του ὁ ταλαίπωρος
ἁμαρτωλός! Καὶ ἐπιθυμοῦσε ὁ νεότερος γιὸς νὰ γεμίσει τὴν κοιλιά
του μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι. Μὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε,
διότι οἱ ὑπηρέτες ποὺ ἔκαναν τὴ διανομὴ παρατηροῦσαν μὲ προσοχὴ
νὰ μὴν μείνουν χωρὶς τροφὴ οἱ χοῖροι. Σὲ κάποια ὅμως στιγμὴ αὐτὸς ἦλθε
στὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ μέθη καὶ τὴν τρέλα τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶπε: Πόσοι μισθωτοὶ ἐργάτες τοῦ πατέρα μου
ἔχουν ἄφθονο καὶ περίσσιο ψωμί, ἐνῶ ἐγώ κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν
πείνα! Τὸ πρῶτο βῆμα δηλαδὴ τῆς μετανοίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἶναι ἡ
συναίσθηση τῆς ἀθλιότητάς του. Μετὰ τὴ συναίσθηση αὐτὴ ἀκολουθεῖ
ἡ σωτηριώδης ἀπόφαση. Θὰ σηκωθῶ,
λέει ὁ ἄσωτος, καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα
μου καὶ θὰ τοῦ πῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανό. (Διότι ἐκεῖ οἱ ἄγγελοι
ἐκτελοῦν μὲ εὐλάβεια τὸ θεῖο θέλημα, καὶ ὅπως ὑπακοῦν αὐτοί, ἔτσι ἀξιώνουν
καὶ ὅλα τὰ κτίσματα νὰ ὑπακοῦν σ᾿ αὐτό, καὶ λυποῦνται γιὰ τὴν ἀποστασία
κάθε ἄνθρωπου). Ἁμάρτησα καὶ σὲ σένα,
διότι περιφρόνησα τὴ στοργή σου καὶ δὲν λογάριασα τὴ λύπη πού δοκίμαζες
ὅταν ἔφευγα μακριά σου. Δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός
σου. Δὲν ζητῶ νὰ προσληφθῶ οὔτε ὡς μόνιμος δοῦλος σου παραμένοντας
διαρκῶς στὸ σπίτι σου. Κάνε με σάν ἕναν ἀπό τους μισθωτοὺς ἐργάτες σου.
Καὶ ἡ σωτηριώδης
ἀπόφαση ἄρχισε νὰ ἐνεργοποιεῖται. Ὁ ἄσωτος σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε
νὰ πάει στὸν πατέρα του. Κι ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας
του καὶ τὸν σπλαχνίσθηκε. Ἔτρεξε τότε γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσει, ἔπεσε
στὸν τράχηλό του, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν καταφιλοῦσε μὲ στοργή.
Ὁ Θεός δηλαδή ὄχι μόνο δέχεται τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ καὶ ἐπιστρέφει
κοντά του, ἀλλὰ καὶ προτοῦ ἀκόμη πλησιάσει ὁ ἁμαρτωλός, σπεύδει νὰ τὸν
ἀναζητήσει, καὶ τὸν ἀγκαλιάζει μὲ στοργή. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Πατέρας ἔδειξε
τέτοια στοργὴ κι ἐνῶ ἀκολούθησε μιὰ τόσο θερμὴ συνδιαλλαγή, ὁ γιὸς
συντετριμμένος ἔκανε τὴν ἐξομολόγησή του λέγοντας: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ
σένα καὶ δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου. Ὁ πατέρας
τότε τὸν διέκοψε καὶ εἶπε στούς δούλους του: Βγάλτε ἔξω τὴν πιὸ καλὴ φορεσιὰ ἀπ᾿ ὅσες ἔχουμε, σὰν αὐτὴ ποὺ
φοροῦσε πρὶν φύγει ἀπ᾿ τὸ σπίτι μου. Κι ἐπειδὴ αὐτός, στὴν κατάσταση
ποὺ εἶναι, θἂ ντρέπεται νὰ τὴν φορέσει, ντύστε τον ἐσεῖς, γιὰ νὰ μὴν εἶναι
πλέον γυμνὸς καὶ κουρελιάρης. Καὶ δῶστε του δαχτυλίδι νὰ τὸ φοράει
στὸ χέρι του, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι καὶ οἱ ἐλεύθεροι. Δῶστε του καὶ ὑποδὴματα
στά πόδια του, γιὰ νὰ μὴν περπατᾶ ξυπόλυτος ὅπως οἱ σκλάβοι. Τὸν ἀποκαθιστῶ
δηλαδὴ ὁλοκληρωτικά στὴ θέση καὶ στὰ δικαιώματα πού εἶχε πρὶν ἀσωτεύσει.
Καὶ φέρτε καὶ σφάξτε ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ μοσχάρια πού τὸ τρέφουμε ξεχωριστὰ
γιὰ κάποια χαρμόσυνη καὶ ἐξαιρετική περίσταση. Ἂς φᾶμε λοιπόν, ἂς
χαροῦμε καὶ ἂς διασκεδάσουμε μὲ τραγούδια καὶ μὲ χορούς, διότι ὁ γιός
μου αὐτὸς μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ἦταν νεκρός, καί ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένος,
καὶ βρέθηκε. Καί ἄρχισαν νὰ εὐφραίνονται.
Ὁ μεγαλύτερος
ὅμως γιός, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμοιαζαν οἱ Φαρισαῖοι, ἦταν στὸ χωράφι. Καὶ
καθὼς ἐρχόταν καί πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε ὄργανα καὶ τραγούδια
καί χορούς. Κάλεσε λοιπὸν ἕναν ἀπό τους ὑπηρέτες πού στεκόταν ἀπ᾿ ἔξω,
καὶ ρωτοῦσε νὰ μάθει τὶ συμβαίνει, τὶ τάχα νὰ σήμαιναν ὅλα αὐτά. Κι αὐτὸς
τοῦ εἶπε: Γύρισε ὁ ἀδελφός σου, καὶ ὁ
πατέρας σου ἔσφαξε τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι, διότι τοῦ γύρισε πάλι
πίσω γερὸς καὶ ὑγιής. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιὸς θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε
νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. (Ἔτσι συμπεριφέρονταν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ποὺ σκανδαλίζονταν
ὅταν ἔβλεπαν τὸν Κύριο νὰ συναναστρέφεται καὶ νὰ διδάσκει τοὺς ἁμαρτωλούς).
Ὁ πατέρας του λοιπὸν βγῆκε ἔξω καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ τὴν ἴδια στοργὴ
ποὺ δέχθηκε τὸν νεότερο γιό του. Ἀλλά ὁ μεγαλύτερος γιὸς ἀποκρίθηκε
στὸν πατέρα του: Τόσα χρόνια εἶμαι
στὴ δούλεψή σου καὶ ποτὲ δὲν παράκουσα κάποια προσταγή σου· καὶ παρόλα
αὐτὰ δὲν μοῦ ἔδωσες ποτὲ οὔτε ἕνα κατσικάκι γιὰ νὰ διασκεδάσω μὲ
τοὺς φίλους μου. (Πόσο πλανᾶται ὁ μεγαλύτερος γιός! Ἐάν ὑπῆρξε
τόσο πειθαρχικὸς στὸν πατέρα του, πῶς τώρα τὸν παρακούει μὲ τέτοιο
πεῖσμα; Καὶ πότε ζήτησε κατσικάκι ἀπὸ τὸν πατέρα του, κι ἐκεῖνος δὲν
τοῦ ἔδωσε;). Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ προκομμένος
αὐτὸς γιός σου, πού κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες
γι᾿ αὐτὸν τὸ καλύτερο μοσχάρι ποὺ τὸ εἴχαμε θρεφτάρι. (Ὁ μεγαλύτερος
γιὸς μεταχειρίστηκε τὴν ἀλαζονικὴ γλώσσα τῶν Φαρισαίων, ποὺ περιφρονοῦσαν
τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νόμιζαν ὅτι μόνο αὐτοὶ ἦταν δίκαιοι καὶ γι᾿ αὐτὸ
εἶχαν ἀποκλειστικὰ δικαιώματα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ). Ὁ πατέρας τότε
τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, ἐσύ εἶσαι
πάντοτε μαζί μου. Κι ὅλα ὅσα ἔχω, δικά σου εἶναι. Ἔπρεπε λοιπὸν κι ἐσύ
νὰ εὐφρανθεῖς καὶ νὰ χαρεῖς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο
μὲ τόση περιφρόνηση μιλᾶς, ἦταν νεκρός, καὶ ἀναστήθηκε. Ἦταν χαμένος,
καὶ βρέθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου