ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
(17 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ
Η΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία
εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον,
καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς
τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ
κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν,
καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει
ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη
δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι
ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη
λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω
γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ
αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν,
ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ
ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.
Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε
ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε. 12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει,
ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει
τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ
τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος
τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν
τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα,
γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν
ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν. 14 Καὶ
ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ
δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ
μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ
Διδάσκαλος ἀναστήθηκε. 15
Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ
κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες,
κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο. 16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ
σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ,
στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου. 17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ
μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ
σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς
λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται
νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ
τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν
ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση
τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ
τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας,
μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω
πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς
ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας. 18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει
στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(Τῆς Τυρινῆς)
Ἀδελφοί,
νῦν ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία
ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν,
μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.
(Ρωμ. ιγ΄[13] 11 – ιδ΄[14] 4)
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
«Ἡ νὺξ προέκοψεν...».
Ἀλήθεια ἰδιαίτερα σοβαρὴ
καὶ ἀφυπνιστικὴ τονίζει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα. «Ἡ νύχτα τῆς παρούσης ζωῆς ἐπροχώρησε,
τελειώνει», λέγει. Ἡ αὐγὴ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν
πλησιάζει. Εἶναι πλέον καιρὸς νὰ ξυπνήσουμε καὶ ν᾿ ἀρχίσουμε
ζωὴ ἔντονης πνευματικῆς ἐργασίας. Ἀρκετὸ καιρὸ χάσαμε μὲ τὸν ὕπνο τῆς
ἀμελείας. Μὴ καθυστεροῦμε ἄλλο. Ἂς ξυπνήσουμε. Ἂς σηκωθοῦμε.
Ἂς δραστηριοποιηθοῦμε.
Ἐπειδὴ δὲ ἡ Μ. Τεσσαρακοστή,
ποὺ ἀπόψε ἀρχίζει, εἶναι ἀκριβῶς κλήση γιὰ πνευματικὴ
ἀφύπνιση ὅλων μας, ἂς σκύψουμε νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ ἐπίκαιρο αὐτὸ
θέμα. Ποιὸς εἶναι ὁ ὕπνος τῆς ψυχῆς καὶ γιατὶ πρέπει τὸ συντομότερο
νὰ τὸν ἀποτινάξουμε.
1. Ποιός εἶναι ὁ ὕπνος.
Ὕπνος τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ
κατάσταση τῆς ἀμέλειας. Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος δὲν ἁμαρτάνει θεληματικά,
μὲ πεῖσμα καὶ ἀναίδεια, πλὴν ὅμως καὶ δὲν εὐδοκιμεῖ στὴ χριστιανικὴ
ζωή. Παρουσιάζεται δυσκίνητος, ράθυμος καὶ νωχελὴς
γιὰ κάθε τὶ τὸ πνευματικό. Ἐνῶ σὲ ἄλλα θέματα εἶναι ζωηρὸς
καὶ δραστήριος, στὶς πνευματικὲς εὐκαιρίες αἰσθάνεται
κουρασμένος. Παραμελεῖ τὴν προσευχή του, ἀναβάλλει
τὴν πνευματικὴ μελέτη καὶ τὴν αὐτοκριτική, πηγαίνει
— ὅταν πάει — καθυστερημένος καὶ νυσταγμένος στὴ θεία
Λειτουργία.
Πρόκειται γιὰ κατάσταση παρόμοια
μὲ ἐκείνη, ποὺ περιγράφει ὁ Ψαλμωδός, ὅταν λέγει: «Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπό ἀκηδίας»
(Ψαλμ. ριη'[118] 28). Δηλαδή, ἡ ψυχή μου ἔχασε τὴ ζωτικότητα
καὶ ἄνθησή της, λόγω πνευματικῆς ἀτονίας ποὺ μὲ κυρίευσε.
Προέκταση δὲ αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς
ξηρασίας εἶναι καὶ ἡ ἔλλειψη καρπῶν ἀγάπης. Κλεισμένος
στὸν ἑαυτὸ του ὁ ἄνθρωπος, δὲν δείχνει πλέον ἐνδιαφέρον γιὰ
τὸν πλησίον του, δὲν συγκινεῖται καί δὲν ἐνθουσιάζεται
μὲ ἔργα κοινωνικῆς προσφορᾶς. Αἰσθάνεται νυσταγμένος
καὶ πλαδαρὸς μπροστὰ στὸν πόνο τοῦ ἄλλου, ἀνήμπορος νὰ
ἁπλώσει τὸ χέρι γιὰ μιὰ ἐλεημοσύνη, μαραμένος καὶ ξέψυχος γιὰ νὰ
ὁμολογήσει τὴν πίστη του καὶ νὰ στηρίξει τὸν ἀδελφό του Χριστιανό. Μένει
λοιπὸν ἀνενέργητος, σὰν νὰ βρίσκεται κυριολεκτικὰ σὲ λήθαργο.
Ἄκαρπος. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ ἀποστολος Παῦλος συμβουλεύει
νὰ παροτρύνονται διαρκῶς σὲ καλὰ ἔργα οἱ Χριστιανοί,
«ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι» (Τίτ.
γ'[3] 14). Νὰ μὴ μοιάζουν, δηλαδή, μὲ δένδρα μαραμένα, ποὺ μόλις
διατηροῦνται στὴ ζωή, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως νὰ παρουσιάζονται
μὲ θαλερότητα καὶ ζωντάνια πνευματική, μεστοὶ «καρπῶν ἀγαθῶν» (Ἰακ. γ΄[3] 17),
ποὺ θὰ μεταδίδουν αἰσιοδοξία, δύναμη καὶ ζωὴ στὸ περιβάλλον
τους.
Ἀλλὰ ποιὲς ἀκριβῶς σκέψεις
θὰ μᾶς βοηθήσουν ν᾿ ἀποτινάξουμε τὸ συντομότερο τὸν ὕπνο αὐτὸ
τῆς ἀμελείας;
2. Γιατὶ εἶναι ἐπεῖγον
καθῆκον ἡ ἀφύπνιση.
Ἐνῶ ὁ
ὕπνος τοῦ σώματος ἀνανεώνει τὶς δυνάμεις τοῦ
ἀνθρώπου καὶ συντελεῖ στὴ ζωή, ὁ ὕπνος τῆς ψυχῆς ἀντιθέτως
ὁδηγεῖ σὲ ἀναπόφευκτο θάνατο.
Πρωτίστως ὑπάρχουν τόσοι
ἐχθροί, ποὺ καραδοκοῦν καὶ εἶναι ἕτοιμοι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ
νὰ μᾶς ἐπιτεθοῦν καὶ νὰ μᾶς θανατώσουν. «Ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ
ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α' Πέτρ.
ε'[5] 8). Μάχη τιτάνια διεξάγεται γύρω μας ἀπὸ «τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας»
(Ἐφεσ. στ΄[6] 12). Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἐφησυχάζουμε καὶ ἀνέμελα
νὰ κοιμούμαστε; Θά ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ (Ἐφεσ. στ΄[6] 13) καὶ δὲν θὰ
ὑπάρχει φρουρὰ στὴν ψυχή, δὲν θὰ ὑπάρχει ἀντίσταση καὶ ἀντίδραση. Θανάσιμο
κίνδυνο θὰ διατρέξουμε τότε.
Πέραν αὐτοῦ ὅμως ὑπάρχουν καὶ
καθήκοντα, ποὺ μᾶς περιμένουν. Στὸν καθένα μας ἔχει
ἀναθέσει ὁ Θεὸς κάποιο ἔργο, γιὰ νὰ φέρει σὲ πέρας κατὰ τὴν πορεία
του ἐπί γῆς. Ὑποχρεώσεις πρὸς τοὺς οἰκείους μας, πρὸς τὴν
κοινωνία, πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας καί τὴν ψυχή μας μᾶς
βαρύνουν. Πῶς θ᾿ ἀνταποκριθοῦμε σὲ ὅλα αὐτά; Μὲ τὴν ὀκνηρία
καὶ ραθυμία; Ἀσφαλῶς ὄχι. Διότι, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ σῶμα,
ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὴν ψυχή, «ἐνδύσεται
διερρηγμένα καὶ ρακώδη πᾶς ὑπνώδης» (Παροιμ. κγ'[23]
21). Ὁ «ὑπνώδης», ὑπναρᾶς καὶ τεμπέλης,
κουρελιάρης θὰ γυρίζει. Τὶ φοβερὸ δὲ νὰ εἶναι ἡ στολή τῆς ψυχῆς
ἀκατάλληλη γιὰ τὸν «νυμφῶνα»
τοῦ Θεοῦ, ξεσχισμένη καὶ κουρελιασμένη!
Ὁ δὲ «χρόνος
τοῦ βίου τρέχει». Δὲν μᾶς περιμένει. Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου
ὁλοένα καὶ πλησιάζει. «Ἐγγὺς
ἐπί θύραις ὁ Κριτής ἐστι». Πότε θὰ ἑτοιμασθοῦμε; Πῶς θὰ
μπορέσουμε νὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ, ἄν τώρα, στὸν καιρὸ τῆς ἐργασίας,
ρεμβάζουμε καὶ ἀδρανοῦμε;
Κίνδυνος – θάνατος, λοιπόν ὁ ὕπνος τῆς
ἀμελείας. Νὰ τὸ καταλάβουμε. Νὰ τὸ φωνάξουμε στὴν ψυχή
μας. «Ἀνάστα, τί καθεύδεις;» «Ξύπνησε
ἐπί τέλους!» νά τῆς ποῦμε. Ἀνασκουμπώσου! Ρίξε ὅλες σου
τίς δυνάμεις γιὰ τὸν μεγάλο σου σκοπό, γιὰ τὸν Παράδεισο τοῦ
Θεοῦ, ποὺ σὲ περιμένει, γιὰ τὸν Νυμφίο, ποὺ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ
ἔρχεται (Ματθ. κε΄[25] 6).
Μεγάλο καί σπουδαῖο εἶναι
τὸ σύνθημα, ποὺ ἀπευθύνει πρὸς ὅλους ὁ θεῖος Παῦλος.
Ἂς τὸ ἀκούσουμε. Ἂς τὸ προσέξουμε.
Πρόθυμα ἂς ἀνταποκριθοῦμε σ᾿ αὐτό. Χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἀναβολή.
Τώρα, ποὺ ἀκοῦμε τὴν κλήση. Τώρα, ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότης.
Τώρα.
Ἂς ὠθήσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ
ψηλότερες κορυφὲς πνευματικῆς ζωῆς. Ὥστε, μὲ τὴ Χάρη
τοῦ Θεοῦ, ἑτοιμασμένοι ἀξίως νὰ ὑποδεχθοῦμε πράγματι τὸν
Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας καί ν᾿ ἀξιωθοῦμε τῆς Βασιλείας Του.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν
κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν·
ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
(Ματθ. στ΄[6] 14 -21)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπεν ὁ Κύριος· «Ὅταν ζητᾶτε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σας, πρέπει
νὰ συγχωρεῖτε κι ἐσεῖς τοὺς ἄλλους. Διότι ἐὰν συγχωρήσετε τὰ ἁμαρτήματα
ποὺ σᾶς ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσει
καὶ τὰ δικά σας ἁμαρτήματα. Ἐὰν ὅμως δὲν συγχωρήσετε τοὺς ἀνθρώπους
πού ἁμάρτησαν ἀπέναντί σας, οὔτε ὁ Πατέρας σας θὰ συγχωρήσει τὶς δικές
σας ἁμαρτίες πρὸς αὐτόν. Κι ὅταν νηστεύετε, μὴ γίνεστε σκυθρωποὶ καὶ
περίλυποι σὰν τοὺς ὑποκριτές. Διότι αὐτοὶ ἀλλοιώνουν τὰ πρόσωπά
τους καὶ παίρνουν τὴν ὄψη καὶ τὴν ἔκφραση ἀνθρώπου καταβεβλημένου ἀπὸ
τὶς στερήσεις, γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν. Ἀληθινά
σᾶς λέω ὅτι πῆραν ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἀμοιβή τους ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τῶν
ἀνθρώπων. Ἐσὺ ὅμως ὅταν νηστεύεις, ἄλειψε τὸ κεφάλι σου καὶ νίψε τὸ
πρόσωπό σου, ὥστε νὰ φαίνεσαι χαρούμενος, καὶ νὰ μὴ φανεῖς στοὺς ἀνθρώπους
ὅτι νηστεύεις. Ἀλλὰ ἡ νηστεία σου νὰ φανεῖ μόνο στὸν Πατέρα σου, ποὺ
εἶναι βέβαια ἀόρατος, ἀλλὰ βρίσκεται παρὼν καὶ στὰ πιὸ ἀπόκρυφα
μέρη. Κι ὁ Πατέρας σου ποὺ βλέπει στὰ κρυφά, θὰ σοῦ ἀποδώσει τὴν ἀμοιβή
σου στὰ φανερά. Μὴ μαζεύετε γιὰ τὸν ἑαυτὸ σας θησαυροὺς πάνω στὴ γῆ,
ὅπου ὁ σκόρος καὶ ἡ φθορὰ τῆς σαπίλας ἢ τῆς σκουριᾶς ἀφανίζουν τὰ ἀποθηκευμένα
εἴδη τοῦ πλούτου κι ὅπου οἱ κλέφτες τρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων
καὶ τὰ κλέβουν. Μαζεύετε γιὰ τὸν ἑαυτὸ σας θησαυροὺς στὸν οὐρανό, ὅπου
οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σαπίλα καὶ ἡ σκουριὰ ἀφανίζουν τοὺς ἀποθηκευμένους
θησαυρούς σας κι ὅπου οἱ κλέφτες δὲν τρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων
σας οὔτε κλέβουν. Πρέπει λοιπὸν νὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς στὸν οὐρανό,
γιὰ νὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ σας προσκολλημένη στὸν Θεὸ καὶ στὰ οὐράνια.
Διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου