ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Στ΄ ΛΟΥΚΑ
(25 ΟΚΤΩBΡΙΟΥ 2015)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν
ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται
ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν
καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο.
Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι.
Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι·
ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει
ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ
ἐμοῦ.
(Γαλ. β΄[2] 16-20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐπειδή μάθαμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα ὅτι
δέν γίνεται δίκαιος ὁ ἀνθρωπος καί δέν σώζεται μέ τήν τήρηση τῶν τυπικῶν
διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, γι'
αὐτό λοιπόν κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουμε δίκαιοι καί νά
σωθοῦμε ἀπό τήν πίστη στό Χριστό καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Μωσαϊκού νόμου. Διότι,
ὅπως ἀναφέρεται καί στούς ψαλμούς, μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέν θά δικαιωθεῖ καί
δέν θά σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. Ἀλλά ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ τήρηση τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη,
καί συνεπῶς ἐμεῖς πού ἀφήσαμε τό νόμο ἁμαρτήσαμε καί βρεθήκαμε νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί
μόνο καί μόνο ἐπειδή ζητοῦμε νά δικαιωθοῦμε καί νά σωθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν
κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, τότε γεννιέται τό ἄτοπο ἐρώτημα: Ἄρα ὁ Χριστός εἶναι
ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτός μᾶς ὤθησε νά ἀφήσουμε τό νόμο; Μή συμβεῖ νά ποῦμε
μιά τέτοια βλασφημία. Καί καταλήγουμε ὁπωσδήποτε στή βλασφημία αὐτή, ἐάν δεχθοῦμε
ὡς ἀληθινή τήν ὑποθέση πού κάναμε. Διότι, ἐάν ἐκεῖνα πού κατάργησα καί ἀθέτησα ὡς
ἀνώφελα, δηλαδή τίς τυπικές διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτά πάλι τά τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα
καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, μέ τήν ἐπάνοδό μου αὐτή στήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω
τόν ἑαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω ἔμπρακτα ὄτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα πού ἀθέτησα
τό νόμο, καί ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τή σωτηρία πού δίνει ὁ Χριστός. Ἀλλά ὄχι.
Δέν ἁμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγώ μέ κριτήριο τό νόμο πού κατάργησα
καί ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μέ θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ὡς πρός τό νόμο, γιά νά
ζήσω γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μέ τό βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζί μέ
τόν Χριστό. Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δέν ἔχει πλέον καμία ἰσχύ γιά μένα ὁ νόμος. Ἔγινα
κοινωνός τοῦ σταυρικού θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι νεκρός. Λοιπόν δέν ζῶ
πλέον ἐγώ, ὁ παλαιός δηλαδή ἄνθρωπος, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τή
φυσική ζωή πού ζῶ μέσα στό σῶμα μου τώρα πού ἐπέστρεψα στό Χριστό, τή ζῶ μέ τήν
ἔμπνευση καί τήν κυριαρχία τῆς πίστεως στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπησε
καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία μου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ' ἐν τοῖς μνήμασιν. ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. παρήγγειλε
γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν,
καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς
εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ' αὐτῶν,
ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο·
αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ' ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
(Λουκ.
η΄[8] 26 – 39)
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ο ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν ἦταν ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τῆς περιοχῆς. Ροῦχα δέ φοροῦσε καί σέ σπίτι
δέν κατοικοῦσε κατοικία του εἶχε τὰ μνήματα. Καθὼς ἀντικρύζει τὸν Κύριο, τὰ δαιμόνια ἀναστατώνονται, βάζει φωνὴ
μεγάλη τό θῦμα των: «Τί ἐμοί καί σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου;»· ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ μένα καὶ σέ σένα, Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Ὑψίστου;
Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσεις. Τὸ δαιμόνιο πού μίλησε ἦταν φοβισμένο πολύ, διότι ὁ
Κύριος εἶχε διατάξει νὰ φύγει ἀπό τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο.
Ταλαιπωρημένον μάλιστα φρικτά, διότι ἐπί πολλὰ χρόνια τὸν εἶχαν καταλάβει τὰ δαιμόνια. Καὶ ἦταν τόσο ἀγριεμένος, ὥστε τόν ἔδεναν οἱ ἄνθρωποι μὲ ἁλυσίδες καί δεσμά στά πόδια, γιά
νά μποροῦν νά τόν φυλάγουν. Αὐτὸς ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά καί καταδιωκόταν
ἀπό τά δαιμόνια στὶς ἐρημιές.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΠΕΥΘΥΝΕΙ τώρα ἕνα ἐρώτημα στὸν δαιμονισμένο τόν ἐρωτᾶ ποιό εἶναι τὸ ὄνομά του. Ἀντί γιά τόν ἄνθρωπο
ὅμως ἀπαντοῦν τὰ δαιμόνια καὶ λέγουν: Λεγεών. Λεγεών ἦταν ρωμαϊκὸ τμῆμα στρατοῦ περίπου 6.000 ἀνδρῶν,
σάν τὸ σημερινὸ Σύνταγμα στρατοῦ ἤ τήν
Ταξιαρχία. Οἱ δαίμονες ἔδωσαν αὐτὴν τὴν ἀπάντηση, διότι ἦσαν πλῆθος πολὺ μέσα στὸ σῶμα τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ ἀνθρώπου.
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΑΥΤΑ τὰ πλήθη τῶν δαιμόνων παρακαλοῦν τὸν Κύριο νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ εἰσέλθουν σὲ ἕνα κοπάδι χοίρων ποὺ ἔβοσκε ἐκεῖ κοντά. Ὁ Κύριος τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Καί ἀμέσως τὸ κοπάδι τῶν χοίρων καταλήφθηκε ἀπό μανία καὶ ὥρμησε ἀπό τόν κοντινό γκρεμὸ στὴν λίμνη καὶ πνίγηκε. Τρομαγμένοι οἱ βοσκοὶ ἔφυγαν καὶ ἀνήγγειλαν τὸ φοβερὸ γεγονὸς στοὺς κατοίκους τῆς πόλης καὶ τῶν γύρω χωριῶν.
Γιατί ὁ Κύριος ἔδωσε μία τέτοια ἄδεια, πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῶν χοίρων; Τὴν ἔδωσε γιὰ δύο λόγους. Πρῶτο, γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἐκείνης ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς τὴν καταστροφική μανία τῶν δαιμόνων
καί δεύτερο, γιά νά τιμωρήσει τοὺς ἰδιοκτῆτες τοῦ κοπαδιοῦ, ποὺ ἔτρεφαν χοίρους παράνομα, ἀφοῦ τὸ χοιρινό κρέας ἦταν ἀπαγορευμένο στούς Ἑβραίους ἀπό τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ.
Η ΕΙΔΗΣΗ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ φόβο στὴν περιοχή. Οἱ κάτοικοι κατέφθασαν
ἀπό παντοῦ καί ἔκπληκτοι ἔβλεπαν τὸν πρώην δαιμονισμένο νὰ κάθεται ἥσυχος κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου. Τό θέαμα τοῦ θεραπευμένου ἀνθρώπου καί τῶν πνιγμένων χοίρων τούς γέμισε μὲ τρόμο. Γι’ αὐτό καί ὁμαδικά ζήτησαν ἀπό τὸν Κύριο νά φύγει ἀπό τόν
τόπο τους. Φοβήθηκαν, φαίνεται, μήπως χάσουν
ὅλοι τὶς περιουσίες τους.
ΤΗΝ ΩΡΑ ΟΜΩΣ ποὺ ἐκεῖνοι Τὸν ἔδιωχναν, ὁ πρώην δαιμονισμένος
παρακαλοῦσε τὸν Κύριο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ Τὸν ἀκολουθήσει.
Ἀλλά ὁ Κύριος δέν τοῦ τό ἐπέτρεψε. Τοῦ παράγγειλε νὰ μείνει στόν τόπο του, γιά νά
διηγεῖται στούς δικούς του τὸ μεγάλο θαῦμα. Καί ὁ εὐγνώμων ἄνθρωπος τό ἔκανε μὲ τὸ παραπάνω. Διακήρυττε σὲ ὅλη τήν πόλη τὴ θαυμαστὴ τοῦ
θεραπεία.
ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ
Ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς ἐκείνης ἔμεινε παραδειγματική στήν
ἱστορία. Ἀπό τότε λέμε «Γαδαρηνούς» ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ διώχνουν ἀπό τὴ ζωὴ τους
τόν Χριστό. Τόν διώχνουν, δὲν θέλουν νὰ ἔχουν πολλὲς σχέσεις μαζί Του. Γιατί; Διότι
Τὸν φοβοῦνται. Φοβοῦνται μήπως μέ τήν παρουσία Του
βλάψει αὐτά στά ὁποῖα εἶναι δοσμένη ἡ ψυχή τους. Τὴν περιουσία τους, τὶς δραστηριότητές τους, τὴν ἐξέλιξή τους. Φοβοῦνται μήπως τούς ἐμποδίσει ἀπό τά ἁμαρτωλά τους ἔργα. Μήπως δὲν μπορέσουν νὰ πραγματοποιήσουν τὶς κοσμικὲς ἐφάμαρτες ἐπιδιώξεις τους, τὶς παράνομες καὶ ἔνοχες ἐπιθυμίες τους.
Τελικὰ ὁ Χριστός συχνὰ καθίσταται ἀνεπιθύμητος. Ἀκόμη καί ἀπό μᾶς τούς ἴδιους, τούς πιστούς Χριστιανούς.
Θέλουμε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά δαιμόνια, ἀλλά
χωρὶς νὰ πειράξει τούς χοίρους τῶν παθῶν μας, ποὺ παράνομα ἐκτρέφουμε. Θέλουμε δηλαδή νά μᾶς προστατεύσει ἀπό τά ἔργα τοῦ διαβόλου (μαγεῖες, μαντεῖες κλπ.), δὲν συμφωνοῦμε ὅμως νὰ ἐγκαταλείψουμε τὰ πάθη μας, τὸν φιλήδονο καί σαρκικό τρόπο ζωῆς, καί νά ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του.
Πόσο ἐπικίνδυνος εἶναι ὁ Χριστός!
Οἱ ἄνθρωποι θέλουμε τὴν προστασία Του, δὲν δεχόμαστε ὅμως ἐξ ἴσου πρόθυμα
τήν ἐξαγιαστική καί ἀνακαινιστική παρουσία Του. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, χωρὶς νὰ τὸ πολυκαταλαβαίνουμε, γινόμαστε καὶ μεῖς
κάποιου εἴδους «Γαδαρηνοί». Τόν Χριστό τόν θέλουμε ἔξω ἀπό τά σύνορα τῆς ζωῆς μας. Ἀλλά τότε τί νόημα καὶ ποιὰ χαρὰ θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει ἡ ζωή μας; Ἀφοῦ τὸ νόημα καί ἡ χαρά τῆς ζωῆς εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός, ἡ ζωή
μας!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου