ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ IA΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2016)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί,
ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.
Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν
φαγεῖν καὶ πιεῖν; Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν,
ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; Ἤ μόνος
ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; Τίς στρατεύεται
ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ
οὐκ ἐσθίει; Ἤ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης
οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; Ἤ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει;
Ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· «Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα». Μὴ τῶν
βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; Ἤ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι
ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος
αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν,
μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; Εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν
μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ,
ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ
Χριστοῦ.
(Α΄Κορινθ. θ΄[9] 2 – 12)
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
1. ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΨΗ
1. ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΨΗ
Στὸ
ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπολογεῖται σὲ κάποιους Κορινθίους
ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα. Λέει λοιπόν: Ἡ σφραγίδα μὲ τὴν
ὁποία πιστοποιεῖται τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου εἶστε
ἐσεῖς τοὺς ὁποίους ὁδήγησα στὸν Χριστό. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι κι ἐγὼ Ἀπόστολος σὰν
τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ρωτῶ: Δὲν ἔχω κι ἐγὼ καὶ οἱ συνεργάτες μου τὸ δικαίωμα
νὰ τρεφόμαστε ἀπ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθητές μας; Δὲν ἔχουμε κι ἐμεῖς
τὸ δικαίωμα νὰ ἔχουμε μαζί μας στὶς περιοδεῖες μας κάποια ἀδελφὴ γιὰ νὰ
μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι; Ἢ μήπως μόνο ἐγὼ κι ὁ
Βαρνάβας πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε βιοποριστικά, γιὰ νὰ καλύπτουμε τὰ ἔξοδά μας;
Εἴμαστε
στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς Βασιλείας
του. Ποιὸς παίρνει μέρος σὲ ἐκστρατεῖες μὲ δικά του ἔξοδα; Εἴμαστε ἀμπελουργοὶ
ποὺ καλλιεργοῦμε τὸ πνευματικὸ ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποιὸς φυτεύει ἀμπέλι
καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸν καρπό του; Εἴμαστε οἱ ποιμένες σας, κι ἐσεῖς εἶστε τὰ
λογικὰ πρόβατά μας. Ποιὸς φροντίζει ἕνα κοπάδι, καὶ δὲν πίνει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ
ποιμνίου αὐτοῦ;
Γιατί
ὅμως τὰ γράφει ὅλα αὐτὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Διότι κάποιοι Κορίνθιοι ἀντὶ νὰ
ἐκτιμοῦν τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν ἀνιδιοτέλειά του, ἔψαχναν ἀφορμὴ νὰ
τὸν κατηγορήσουν. Κι ἰσχυρίζονταν ὅτι αὐτὸς δὲν δεχόταν χρήματα καὶ ἄλλα
ἀγαθὰ ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, διότι δὲν αἰσθανόταν
ὁ ἴδιος ἴσος μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀναγκάζεται νὰ
διακηρύξει τὴ γνησιότητα τοῦ ἀποστολικοῦ του ἀξιώματος. Ταυτόχρονα ὅμως μέσα
ἀπὸ τὴν ἀπολογία του αὐτὴ φανερώνει ἐμμέσως τὴν ἀχαριστία καὶ τὴν
περιφρόνηση ποὺ ἀντιμετώπιζε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ τόση αὐταπάρνηση
ὑπηρέτησε. Αὐτὸς τοὺς ἔδωσε τὰ πάντα, κι αὐτοὶ τὸν ἀμφισβητοῦσαν. Αὐτὸς
ἐργάστηκε ἀνάμεσά τους τόσα χρόνια, χωρὶς νὰ τοὺς ζητήσει οὔτε ἕνα κομμάτι
ψωμί· κι ὅμως αὐτοὶ ἐκμεταλλεύτηκαν κι αὐτὸ ἀκόμη τὸ γεγονὸς γιὰ νὰ τὸν
συκοφαντήσουν.
Ἂς
διδαχθοῦμε λοιπὸν ὅλοι μας ἀπὸ ὅλα αὐτά. Διότι ἐὰν ὁ ἀπόστολος Παῦλος
ἀντιμετώπισε τόση ἀχαριστία καὶ περιφρόνηση, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς εἶναι πιθανὸν
νὰ ἀντιμετωπίσουμε τέτοιου εἴδους πειρασμούς; Νὰ μᾶς δείξουν δηλαδὴ ἀχαριστία,
νὰ μᾶς ἀδικήσουν καὶ νὰ μᾶς ἀπορρίψουν ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς εὐεργετήσαμε·
κάποτε καὶ συγγενικά μας πρόσωπα καὶ πολὺ ἀγαπητά. Εἶναι βέβαια
πολὺ μεγάλος τέτοιος πειρασμὸς καὶ δύσκολος ὁ ἀγώνας.
Πρέπει ὅμως κι ἐμεῖς, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ μάθουμε νὰ σηκώνουμε
τέτοιους μεγάλους σταυρούς, ὅταν τοὺς ἐπιτρέψει ὁ Θεός, χωρὶς γογγυσμοὺς
καὶ πικρίες ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση.
2.
ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΤΩΧΕΙΑ
Στὴ
συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος τεκμηριώνει τὸ δικαίωμα τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου
νὰ τρέφονται ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν, μὲ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Λέει
λοιπόν: Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω μήπως δὲν τὰ γράφει καὶ ὁ Νόμος; Εἶναι γραμμένο στὸ
Μωσαϊκὸ Νόμο τὸ ἑξῆς: Δὲν θὰ κλείσεις μὲ
φίμωτρο τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ ἁλωνίζει. Καὶ ρωτᾶ: Μήπως γιὰ τὰ βόδια
νοιάζεται ὁ Θεός; Γιὰ μᾶς τὰ λέει! Διότι γιὰ μᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτες
ἔχει γραφεῖ ὅτι ὁ γεωργὸς ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τὴ γῆ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ
ἀπολαύσει καὶ τὴ σοδειά. Κι ἐκεῖνος ποὺ ἁλωνίζει, πρέπει νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸν
καρπὸ ποὺ μὲ ἐλπίδα περιμένει νὰ ἀποκτήσει.
Ἔτσι
κι ἐμεῖς, συνεχίζει ὁ θεῖος Παῦλος, ὑπήρξαμε ἀνάμεσά σας πνευματικοὶ καλλιεργητές.
Ἐὰν λοιπὸν ἐμεῖς σπείραμε στὶς καρδιές σας τὸν πνευματικὸ σπόρο τῆς ἀλήθειας
καὶ σᾶς μεταδώσαμε πνευματικὰ χαρίσματα, σᾶς φαίνεται πολύ, ἂν θερίσουμε κάποια
ὑλικὰ ἀγαθά σας; Κι ἂν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα ποὺ τοὺς δίνει ὁ
Nόμος, δὲν δικαιούμαστε νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ πολὺ περισσότερο καὶ ἐμεῖς; Ἐμεῖς
ὅμως δὲν κάναμε χρήση τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀλλὰ ὑποφέρουμε κάθε εἴδους
στερήσεις, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Μᾶς
προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐνῶ τεκμηριώνει τὸ δικαίωμα
τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ζοῦν ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν, στὴ συνέχεια
τονίζει ὅτι ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε ποτὲ χρήση τοῦ δικαιώματός του. Ἐνῶ εἶχε κάθε
δικαίωμα νὰ δέχεται τὴν τροφή του ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ θὰ τὸν φιλοξενοῦσαν,
σύμφωνα μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ Κυρίου, αὐτὸς γιὰ νὰ ὠφελήσει περισσότερο τοὺς
πιστοὺς δὲν ἐπιβάρυνε κανένα, ἀλλὰ ἐργαζόταν μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια. Προτίμησε
νὰ ζεῖ μέσα σὲ στερήσεις καὶ ἀνέχεια, καὶ ὑπέφερε συχνὰ ἀπὸ πείνα καὶ δίψα
καὶ γυμνότητα, προκειμένου νὰ μὴν ἐπιβαρύνει κανένα.
Μὲ
τὴ στάση του αὐτὴ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος μᾶς ἔδωσε ἕνα πολὺ μεγάλο μάθημα: ὅτι οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλὰ καὶ γενικότερα ὅλοι
οἱ πιστοὶ θὰ πρέπει νὰ ζοῦμε μιὰ ζωὴ μετρημένη καὶ φτωχική, συνετὴ καὶ ἁπλή.
Νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε μὲ πλεονεξία τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μὲ λιτότητα,
ἀκόμη κι ὅταν μποροῦμε νὰ ζήσουμε μὲ ἀνέσεις καὶ πλούτη. Αὐτὸ εἶναι τὸ φρόνημα
καὶ τὸ βίωμα ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Βίωμα ἀσκήσεως καὶ μετρημένης
ζωῆς. Ἂς τοὺς μιμηθοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς. Μιὰ ἁπλὴ καὶ μετρημένη ζωὴ ἔχει νὰ
προσφέρει μεγάλη πνευματικὴ οἰκοδομὴ καὶ ἀνυπολόγιστα πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ
σὲ μᾶς καὶ στοὺς γύρω μας.
(Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ὡμοιώθη
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον
μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν, προσηνέχθη αὐτῷ
εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. Μὴ ἔχοντος
δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι, ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ τὰ τέκνα, καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.
Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ, λέγων· Κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ
καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου,
ἀπέλυσεν αὐτὸν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὄφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· Ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. Πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, παρεκάλει αὐτὸν, λέγων· Μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ, καὶ ἀποδώσω σοι. Ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν, ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ᾿Ιδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα, ἐλυπήθησαν σφόδρα· καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ αὐτῶν πάντα τὰ γενόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ, λέγει αὐτῷ· Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; Καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ, παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν, τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
(Ματθ.
ιη΄[18] 23 - 35)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὁ Κύριος εἶπε
τήν πιό κάτω παραβολή: Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μ' ἕναν ἐπίγειο βασιλιά,
πού θέλησε νὰ τοῦ ἀποδώσουν λογαριασμὸ οἱ δοῦλοι καὶ αὐλικοί του, στοὺς ὁποίους
εἶχε ἀναθέσει τὴ διαχείριση τῶν φόρων καὶ τῶν εἰσπράξεών του. Κι ὅταν αὐτὸς ἄρχισε νὰ κάνει
τὸ λογαριασμό, τοῦ ἔφεραν ἕνα χρεώστη, ὁ ὁποῖος χρωστοῦσε
δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδὴ ἕνα
ἀμύθητο ποσό.
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς
δὲν εἶχε νὰ πληρώσει, διέταξε ὁ Κύριος νὰ πουληθεῖ κι αὐτὸς καὶ ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του κι ὅλα ὅσα εἶχε, καὶ νὰ πληρωθεῖ τὸ χρέος. Ἔπεσε λοιπὸν καταγῆς ὁ δοῦλος καὶ τὸν προσκυνοῦσε λέγοντας: Κύριε, δῶσ' μου λίγο χρόνο ἀκόμη, κι ὅλα ὅσα χρωστῶ θὰ σοῦ τὰ πληρώσω. Τότε ὁ κύριός του τὸν λυπήθηκε καὶ αἰσθάνθηκε συμπάθεια γι'
αὐτόν, κι ἔτσι τὸν ἄφησε
ἐλεύθερο, τοῦ
χάρισε μάλιστα καὶ τὸ δάνειο. Ὅταν ὅμως βγῆκε ἔξω ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, βρῆκε
ἕναν ἀπό τους συνδούλους του πού τοῦ
χρώσταγε ἑκατὸ δηνάρια, δηλαδὴ ἕνα μικρὸ ποσό. Κι ἀφοῦ τὸν σταμάτησε, τὸν πίεζε σκληρὰ λέγοντας: Ἐξόφλησέ
μου ὅ,τι μοῦ χρωστᾶς. Ἔπεσε λοιπὸν στὰ πόδια
του ὁ σύνδουλός του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: Περίμενέ με καί δῶσ' μου μιὰ παράταση χρόνου, καὶ θὰ σὲ πληρώσω. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε, ἀλλά πῆγε στὸ δικαστήριο καὶ τὸν ἔριξε
στὴ φυλακή, μέχρι νὰ πληρώσει ὅ,τι χρωστοῦσε.
Ὅταν ὅμως
εἶδαν
οἱ ἄλλοι σύνδουλοί του αὐτά πού ἔγιναν, λυπήθηκαν
πολύ. Κι ἀφοῦ ἦλθαν στὸν κύριό τους, τοῦ διηγήθηκαν ὅλα ὅσα συνέβησαν. Τότε ὁ κύριός
του τὸν προσκάλεσε καὶ τοῦ εἶπε: Δοῦλε πονηρέ, ὅλο
τὸ χρέος ἐκεῖνο, τὸ τόσο
μεγάλο, σοῦ τὸ χάρισα,
ἐπειδὴ μὲ παρακάλεσες. Δὲν ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ λυπηθεῖς
καὶ νὰ σπλαχνισθεῖς τὸ σύνδουλό
σου, ὅπως κι ἐγώ
σέ λυπήθηκα καὶ σοῦ ἔδειξα
ἔλεος, ἂν καὶ δὲν εἶμαι σύνδουλός σου ἄλλα
κύριος σου; Καὶ ὀργισμένος ὁ κύριός του τὸν παρέδωσε σ' αὐτοὺς πού βασανίζουν τοὺς φυλακισμένους, γιὰ νὰ τὸν τιμωροῦν
μέχρι νὰ ἐξοφλήσει ὅλα ὅσα χρωστοῦσε.
Ἔτσι θὰ κάνει σὲ σᾶς καὶ ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μου, στὸν ὁποῖο λόγω τῶν ἀναρίθμητων
ἁμαρτιῶν σας εἶστε
χρεῶστες ἀναρίθμητου χρέους,
ἐὰν δὲν συγχωρήσετε ὁ καθένας σας τὸν ἀδελφό του ὄχι
μὲ τὸ στόμα σας μόνο ἀλλά ἀπὸ τὴν καρδιά
σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου