20 Σεπτεμβρίου
Ἁγίου Μάρτυρος Εὐσταθίου
Εὐστάθιον βοῦς παγγενῆ χαλκοῦς φλέγει,
Καὶ παγγενῆ σὺ τοῦ Θεοῦ σῴζεις Λόγε.
Εἰκάδι Εὐστάθιος γενεῇ ἅμα βοῒ καύθη..
Καὶ παγγενῆ σὺ τοῦ Θεοῦ σῴζεις Λόγε.
Εἰκάδι Εὐστάθιος γενεῇ ἅμα βοῒ καύθη..
Ὁ καλλίνικος Μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ἦταν Στρατηλάτης στὴν Ρώμη τὴν ἐποχὴ τοῦ Τραϊανοῦ τὸ 98 μ.Χ. Ἦταν ὀνομαστὸς καὶ ἐπιφανὴς γιὰ τὶς νίκες του στοὺς πολέμους καὶ γιὰ τὰ ἔξοχα καὶ μεγάλα ἀνδραγαθήματά του.
Κατάγονταν ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς ἀρκετὰ πλούσιους. Πρὶν βαπτισθεῖ χριστιανὸς ὀνομαζόταν Πλακίδας. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς στρατιωτικὲς ἀρετές ποὺ τὸν διέκριναν, ἦταν ἐγκρατής, σώφρων, φιλοδίκαιος, ἐλεήμων καὶ γενικὰ ἐνάρετος.
Εἶχε δύο ἄρρενα τέκνα, τὰ ὁποῖα σ᾿ ὅλα ἔμοιαζαν μ᾿ αὐτὸν καὶ στὰ σωματικὰ καὶ στὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Ἡ σύζυγός του ἐνάρετη καὶ αὐτὴ ὀνομαζόταν Τατιανή. Στὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης γιὰ νὰ μὴ συνηθίζει ὁ στρατὸς στὴν ἀνανδρεία καὶ ὀκνηρία, ἐγύμναζε τοὺς στρατιῶτες στὸ κυνήγι διαφόρων ζώων.
Μία μέρα ποὺ εἶχε βγεῖ γιὰ κυνήγι μὲ τοὺς στρατιῶτες του καὶ κυνηγοῦσε ἀπεγνωσμένα νὰ πιάσει μία ἐλαφίνα, βλέπει ὅτι στὸ μέσο τῶν κεράτων της ὑπῆρχε λαμπρὸς σταυρὸς μὲ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ σταυρωμένο.
Ἄκουσε τὸτε μιὰ φωνὴ νὰ λέει: «Διατί, ὦ Πλακίδα, μὲ διώκεις; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον δὲν ἠξεύρεις καὶ τιμᾶς μὲ τὰ ἔργα, σου καὶ διὰ σὲ ἐφάνηκα ἐπάνω εἰς τοῦτο τὸ ζῶον». Ὁ Ἅγιος μόλις ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς καὶ εἶπε: «Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ κτίστης καὶ δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ κανεὶς ἄλλος». Ὁ Κύριος λέει τότε σ᾿ αὐτόν: «Ἐὰν πιστεύεις σὲ μένα, πήγαινε νὰ βρεῖς τὸν ἀρχιερέα τῆς πατρίδας σου νὰ σὲ βαπτίσει καθὼς βαπτίζει καὶ τοὺς ἄλλους χριστιανοὺς».
Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε αὐτά, ἡ ἐλαφίνα ἐξαφανίσθηκε καὶ ὁ Ἅγιος ἔφιππος ἐπέστρεψε στοὺς στρατιῶτες του. Τὸ ἀπόγευμα, ἀφοῦ δείπνησε μὲ τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του, τοὺς ἐξιστόρησε τὸ γεγονὸς καὶ ἔτσι ὅλη ἡ οἰκογένεια μετὰ ἀπὸ συζήτηση μέχρι ἀργὰ τὰ μεσάνυκτα ἀπεφάσισε νὰ βαπτισθεῖ.
Καὶ ὁ μὲν Πλακίδας ὀνομάστηκε Εὐστάθιος, ἡ δὲ γυναίκα του Τατιανὴ (ὀνομάστηκε) Θεοπίστη, καὶ τὰ παιδιὰ (ὀνομάστηκαν) Ἀγάπιος καὶ Θεόπιστος. Λίγες μέρες μετὰ τὴν ὀπτασία καὶ τὶς βαπτίσεις πεθαίνουν ἀπὸ λοιμὸ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς οἰκίας του.
Τότε κατάλαβε ὅτι ἡ ἀπώλεια αὐτὴ ἦταν μία ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα ἔπεσε ἀρρώστεια στὰ ζῶα του, τὰ ὁποῖα ψόφησαν. Μία μέρα εἶχε πάει ἐκδρομὴ μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ ὅσο ἔλειπε, οἱ κλέφτες, ποὺ γνώριζαν ὅτι τὸ σπίτι ἦταν ἔρημο, μπῆκαν μέσα καὶ τοῦ πῆραν ὅλα τὰ πράγματα, ἔτσι ὥστε ἔμειναν μόνο μὲ τὰ ροῦχα, κι ἐνῶ πρωτύτερα ἦταν εὐκατάστατοι, κατόπιν αὐτῶν ἔγιναν οἱ πλέον φτωχοὶ καὶ ἀξιοδάκρυτοι.
Οἱ εἰδωλολάτρες στὴ Ρώμη ἔτυχε ἐκεῖνες τὶς μέρες νὰ ἔχουν μεγάλη πανήγυρη, ἀπὸ τὴν ὁποία οὔτε ὁ αὐτοκράτορας, οὔτε ὁ ἀρχιστράτηγος ἔπρεπε νὰ λείπουν. Ζήτησαν τότε παντοῦ τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν βροῦν.
Μετά τὴν ἑορτὴ λέγει ἡ Θεοπίστη στὸν ἄνδρα της: «Τί καθόμαστε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπον καὶ εἴμαστε ὄνειδος ὅλου τοῦ κόσμου; Νὰ φύγουμε, νὰ πᾶμε σ᾿ ἄλλο τόπο, ὅπου δὲν
μᾶς γνωρίζουν». Ὁ Ἅγιος τὴν ρώτησε ποῦ νόμιζε ὅτι εἶνα καλὸ νὰ
πᾶνε, κι᾿ ἐκείνη ἀπεκρίθη ὅτι «κατάλληλον
τόπο νομίζω τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου οἱ Χριστιανοὶ λένε ὅτι ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁ Ἅγιος συγκατένευσε σ᾿ αὐτὸ καὶ μέσα στὴ νύχτα ἀνεχώρησαν
γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Στὴ διαδρομή ὁ πλοίαρχος ποὺ τοὺς μετέφερε, ρίχνει τὸν Ἅγιο
στὴ θάλασσα καὶ κρατάει τὴν πανέμορφη γυναίκα του.
Ὁ Ἅγιος σώθηκε καὶ ἔφθασε σὲ κάποια πόλη ὅπου ἔμεινε καὶ ἐργάζονταν μὲ
ἡμερομίσθιο, ἄλλοτε σκάβοντας τὴ γῆ καὶ ἄλλοτε θερίζοντας. Μετά ἀπὸ ἕνα χρόνο
διορίστηκε ἀμπελοφύλακας και σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα ἔμεινε 15 ἔτη. Ὁ Πανάγαθος
ὅμως Θεὁς δὲν ξέχασε τὸν δοῦλο του: Ἔμαθε ὅτι ἡ σύζυγός του Θεοπίστη, ἔμεινε
ἀβλαβὴς ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες τοῦ πλοιάρχου, γιατὶ μετὰ τὴν ἀπαγωγὴ πέθανε,
καὶ τὰ δύο του παιδιά εἶχαν σωθεί ἀπὸ βοσκοὺς καὶ γεωργούς.
Ἡ πόλη, στὴν ὁποία βρισκόταν ἡ
Θεοπίστη ἐπαναστάτησε κατά τῶν Ρωμαίων καὶ ὁ Τραϊανός, γιὰ νὰ καταδαμάσει τοὺς
ἀποστάτες θυμήθηκε τὶς ἀνδραγαθίες τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου, ἀλλά δὲν μποροῦσε νὰ
μάθει ποῦ βρισκόταν· οἱ δὲ στρατιῶτες τοῦ ἔλεγαν ὅτι «χωρίς τὸν ἀρχιστράτηγό μας Πλακίδα στὸν πόλεμο δὲν πηγαίνουμε».
Τότε ὁ Τραϊανός ἔστειλε ἀπό δύο
ἀνθρώπους του σ' ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ φρούρια πρὸς ἀναζήτηση καὶ ἀνεύρεσή
του. Ἀπὸ αὐτούς δύο ἦταν στρατιωτικοὶ φίλοι τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἀντίοχος καὶ ὁ
Ἀκάκιος. Ἀφοῦ γύρισαν διάφορους τόπους ἔφθασαν στὴν πόλη, ὅπου βρισκόταν ὁ
Ἅγιος·
Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἁπλοϊκὰ ντυμένος καὶ ἡ ὄψη του ἀπὸ
τὶς ταλαιπωρίες εἶχε μεταβληθεῖ, δὲν τὸν γνώρισαν. Ὁ Ἅγιος τοὺς φιλοξένησε καὶ
τοὺς ὑπηρέτησε φιλοφρόνως, συλλογιζόμενος τὴν προτέρα κατάσταση μὴν μπορώντας
νὰ κρατήσει τὰ δάκρυά του. Μετὰ ἀπὸ λίγο οἱ φίλοι του ἄρχισαν νὰ τὸν
ἀναγνωρίζουν καὶ στὸ τέλος τοὺς ἀπεκάλυψε μὲ παρρησία ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ
στρατηγὸς ποὺ ζητοῦσαν.
Ἀφοῦ τοῦ παρουσίασαν τὴν αὐτοκρατορικὴ διαταγή, τὸν
ἔντυσαν μὲ τὴν στρατιωτικὴ στολή του καὶ ἀνεχώρησαν γιὰ τὴν Ρώμη. Σὲ διάστημα
15 ἡμερῶν ἔφθασαν στή Ρώμη. Ὁ Τραϊανὸς μόλις τὸ ἔμαθε βγῆκε νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ μὲ
τιμὲς καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ ζώνη τοῦ στρατηλάτου.
Ὁ Ἅγιος ἀμέσως ἀρίθμησε τὸν στρατὸ καὶ ἐπειδὴ τὸν
βρῆκε λιγώτερο, ἔλαβε αὐτοκρατορικὴ διαταγὴ νὰ στρατολογήσει ὅσους ἤθελε ἀπ᾿
ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Ἡ διαταγὴ ἔφθασε καὶ στὴν πόλη ὅπου βρίσκονταν τὰ παιδιὰ
τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι οἱ ἀρχὲς τὰ κατέγραψαν στὴ στρατολογία.
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν οἱ νεοσύλλεκτοι καὶ χωρίσθηκαν
σὲ δεκαρχίες, ἑκατονταρχίες καὶ τάγματα, τὰ δύο ἐκεῖνα παιδιά, ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος
τὰ εἶδε πολὺ γενναῖα καὶ συνετὰ διέταξε νὰ τὸν ὑπηρετοῦν στὴν τράπεζά του. Ἡ ἐκστρατεία
εὐδοκίμησε, ἀφοῦ ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ φρούρια τὰ ἀνέκτησε ἀπὸ τοὺς
ἐπαναστάτες.
Ἔπειτα ἀφοῦ πέρασε τὸν ποταμὸ Χρύσπιν κυρίευσε τὴν
ἐχθρικὴ χώρα στὴν ὁποία βρισκόταν ἡ Θεοπίστη καὶ μὴ γνωρίζοντας κατέλυσε στὸ σπίτι
ποὺ ἔμενε ἡ γυναίκα του καὶ κατέστησε τὴ σκηνὴ του στὸν κῆπο της. Ἐκεῖ ἔγινε ἡ
μεγάλη ἀποκάλυψη, καὶ ὁ Ἅγιος ξανασυνάντησε τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του.
Ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη διπλὰ νικητής. Ὅταν πέθανε
ὁ Τραϊανὸς τὸν διαδέχθηκε ὁ ἀνηψιός του Ἀδριανός. Αὐτὸς μόλις ἔμαθε ὅτι ἔφθασε, ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος βγῆκε νὰ τὸν προϋπαντήσει.
Διέταξε τότε νὰ προσφέρουν μεγάλη θυσία στὰ εἴδωλα, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀδριανὸς πῆγε στὸ ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα, γιὰ νὰ προσφέρει θυσία στοὺς θεούς. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν πῆγε καὶ ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ζήτησε ἐξηγήσεις. Τότε τοῦ ἀπεκρίθει: «Βασιλιᾶ, ἐγὼ στὸν Χριστὸ θυσιάζω. Αὐτὸν δοξάζω, Αὐτὸν εὐχαριστῶ. Ἄλλο Θεὸ οὔτε γνωρίζω, οὔτε πιστεύω».
Τότε ὀ Ἀδριανὸς τὸν διέταξε νὰ ξεζωσθεῖ τὴ στρατηγικὴ ζώνη καὶ νὰ παρουσιασθεῖ μπροστά του σὰν
κατάδικος, ὁ ἴδιος, ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του. Ἄρχισε τότε νὰ τοὺς ἐξετάζει, προσπαθώντας νὰ τοὺς μεταπείσει, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ κανένα τρόπο δὲν τὸ κατόρθωσε, διέταξε νὰ τοὺς ἐκθέσουν σὲ μιὰ πεδιάδα καὶ νὰ ξαμολύσουν ἐναντίον τους ἕνα μεγάλο πεινασμένο λιοντάρι. Αὐτὸ μόλις πλησίασε, ἀντὶ νὰ τοὺς φάει ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ τοὺς προσκύνησε. Ὁ αὐτοκράτορας διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ πυρώσουν ἕνα χάλκινο κλουβὶ καὶ νὰ τοὺς κλείσουν.
Ἀφοῦ προσευχήθηκαν, παραδόθηκαν
προθυμότατα στὸ μαρτύριο καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο παρέδωσαν τὶς ἅγιες ψυχές τους στὸν Κύριο τὸ 126 μ.Χ.. Μετὰ ἀπὸ 3 μέρες πρόσταξε ὁ Ἀδριανὸς νὰ ἀνοίξουν τὸ χάλκωμα. Ἀφοῦ τὸ ἄνοιξαν καὶ εἶδε οὔτε μιὰ τρίχα τους καμμένη,
νόμισε ὅτι ἦταν ζωντανοί.
Ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ φωνάζει «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν. Αὐτὸς μόνος εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ κανεὶς ἄλλος». Ἔτσι ὁ Ἀδριανὸς ἀνεχώρησε τρομοκρατημένος. Πάνω στὸ θόρυβο μερικοὶ Χριστιανοὶ πῆραν κρυφὰ τὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων καὶ ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀνήγειραν ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου