ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙϚ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν, μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς.
Λέγει γάρ· Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ
νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος· ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας. Μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες
προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾽ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ
διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν
πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις,
ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν
ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ· διὰ τῶν ὅπλων τῆς
δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ
εὐφημίας· ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς
ἀποθνῄσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς
λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν
ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
(Β΄ Κορ. Στ΄[6] 1-10)
ΟΙ ΑληθινοΙ Ιεραπόστολοι
Μετὰ τὴ
συγγραφὴ τῆς Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἔφθασαν στὴν
Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου Χριστιανοὶ ἱεραπόστολοι, προερχόμενοι ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸ
κόσμο, ἄνθρωποι ποὺ δὲ μποροῦσαν νὰ ξεχωρίσουν ἀκόμη τὴν νέα πίστη τοῦ Χριστοῦ
ἀπὸ τὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μὲ τὸ κήρυγμά τους ὑπονόμευσαν τὴν Ἀποστολικὴ
αὐθεντία τοῦ Παύλου, διδάσκοντας παράλληλα πρὸς τὴ νέα πίστη καὶ τὴν τήρηση τοῦ
Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὁ Παῦλος πληροφορεῖται τὰ γεγονότα, καθὼς βρίσκεται στὴν Ἔφεσο
καὶ ἀποστέλλει τὴν Β' ἐπιστολή του στοὺς Κορινθίους, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας
ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ Θεία Λειτουργία.
Πρόκειται
για ἐπιστολὴ βαθιὰ συναισθηματική, ὅπου ὁ Ἀπόστολος ἐκδηλώνει τὸν πλοῦτο τῆς
καρδιᾶς του πρὸς τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ ἐκθέτει ὅλα τὰ ἐχέγγυα καὶ τὶς
ἀποδείξεις, προκειμένου νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸ Ἀποστολικό του ἀξίωμα καὶ ν’
ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ σκέψη τους κάθε ἐνδεχόμενο ἀμφισβήτησης πρὸς τὸ Ἀποστολικὸ
πρόσωπό του. Οἱ ἀποδείξεις αὐτὲς δὲν ἦταν κοσμικὲς ἰδιότητες, ἀνθρώπινα
κατορθώματα, διανοητικοὶ μεγαλοϊδεατισμοί, ἀλλὰ ἡ μεγάλη του ὑπομονὴ στὶς
θλίψεις, οἱ δυσχέρειες καὶ οἱ κακοποιήσεις ποὺ ὑπέστη στὴ διάρκεια τοῦ
ἱεραποστολικοῦ του ἔργου, οἱ φυλακίσεις, οἱ ἐναντίον του ἐξεγέρσεις τῶν ἐχθρῶν
τῆς ἀληθείας, οἱ ταλαιπωρίες, οἱ ἀγρυπνίες καὶ ἡ πείνα ποὺ βίωσε για τὴν ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἐντιμότητά του, γιὰ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας,
ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, γιὰ τὴν ἀνεκτικότητα καὶ τὴν
καλοσύνη ποὺ ἐπέδειξε πρὸς τοὺς διῶκτες του, για τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ποὺ ἔλαβε, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του πρὸς ὅλους, τὸ κήρυγμα τῆς
ἀληθείας καὶ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν χαρακτηρίζει. Τοὺς λέγει, μὲ ἄλλα
λόγια, ὅτι δὲν καπηλεύτηκε τὴν Ἀποστολικὴ ἰδιότητα, ἀλλ᾿ ἐφόσον ὁ Κύριος τὸν
ἐπέλεξε καὶ τοῦ ἀποκαλύφθηκε, ἔκανε τὰ πάντα γιά νὰ τὴν δικαιώσει, νὰ τὴν
τιμήσει, φθάνοντας, τελικά, μέχρι καὶ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου, ποὺ ἦταν ἡ
κοινὴ μοίρα τοῦ συνόλου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Τὸ
ἱεραποστολικὸ ἔργο ποὺ ξεκίνησε τότε ὁ Παῦλος καὶ ἐπετέλεσαν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι,
συνεχίζεται στὸν κόσμο, μέχρι καὶ τὶς μέρες μας. Ἄλλωστε, ἡ βασικὴ ἀποστολὴ τῆς
Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς ἀνθρωπότητας, ἀπὸ τὸν
ἐκκλησιασμὸ τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὴν διάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς
ἐκείνους ποὺ εἶναι βαπτισμένοι στὸ ὄνομά Του καὶ πρὸς ἐκείνους ποὺ ἀκόμη Τὸν
ἀγνοοῦν. Τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο. Μπορεῖ οἱ συνθῆκες στὴν ἐποχή μας νὰ
εἶναι διαφορετικές, οἱ εὐκολίες σὲ πολλὰ ἐπίπεδα δεδομένες, σὲ κάθε περίπτωση,
ὅμως, ἑξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἔργο κακοπάθειας καὶ θυσίας. Ὁ κάθε ἐντεταλμένος ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησία σύγχρονος ἱεραπόστολος, Κληρικὸς ἢ λαϊκός, ποὺ ἀσκεῖται στὸ πεδίο
τῆς ἐσωτερικῆς ἢ τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, ἔχει ν’ ἀντιπαλέψει μὲ ἀρχὲς καὶ
δυνάμεις, ποὺ προσομοιάζουν μ᾿ ἐκεῖνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Παύλου. Ὁ γνήσιος κήρυκας
καὶ λειτουργὸς τῆς πίστεως σήμερα στοχοποιεῖται ἀπὸ τὶς κοσμικὲς δυνάμεις, ποὺ
κάνουν τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸν ἀπαξιώσουν, νὰ τὸν συκοφαντήσουν, νὰ τὸν
ἀπογοητεύσουν, γιὰ νὰ τὸν θέσουν στὸ περιθώριο. Ὁ ἀληθινὸς Ἀποστολικὸς ἐργάτης
σήμερα βρίσκεται διαρκῶς ἀντιμέτωπος μὲ τὸ κυρίαρχο κοσμικὸ φρόνημα, ποὺ
ἀρνεῖται στὴν Ἐκκλησία τὸν διαχρονικό της ρόλο, ποὺ περιφρονεῖ τὶς ἀξίες τῆς ἱερᾶς
Παραδόσεως, ποὺ τοποθετεῖ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους στὸ χρονοντούλαπο τῆς
ἱστορίας, ποὺ θέλει, πάση θυσία, νὰ περιορίσει τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὴν αὐστηρὴ
ἀτομικότητα. Ὁ αὐθεντικὸς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ στὶς μέρες μας δὲν ἔχει νὰ
ἐπιδείξει κοσμικὲς περγαμηνές, οὔτε ἐπιθυμεῖ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, οὔτε θὰ
τὸν ἀκούσετε ποτὲ νὰ κομπάζει γιὰ τὸ ἔργο καὶ τὴν προσφορά του. Εἶναι, ὅμως, ὁ
ἄνθρωπος τῆς ἑκούσιας προσφορᾶς, τῆς διαρκοῦς θυσίας, τῆς ἀνυπόκριτης ἀγάπης,
τῆς ὑψοποιοῦ ταπείνωσης, τῆς ἀφανοῦς ἐργασίας, τῆς πολλῆς προσευχῆς, τῆς
διαρκοῦς λειτουργικῆς ἐμπειρίας. Γι’ αὐτοὺς ταιριάζει ἀπόλυτα ὁ λόγος τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου: «δοκιμάζουμε δόξα καὶ ἀτίμωση. Δυσφήμηση καὶ ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν
λαοπλάνους καὶ ὅμως, λέμε τὴν ἀλήθεια. Μᾶς ἀγνοοῦν κι ὅμως, γινόμαστε γνωστοί.
Φθάνουμε στὸ θάνατο καὶ νὰ ποὺ ζοῦμε. Μᾶς βασανίζουν, ἀλλὰ δὲν πεθαίνουμε. Μᾶς
προξενοῦν στενοχώριες κι ὅμως, πάντοτε χαιρόμαστε. Εἴμαστε πτωχοί, κάνουμε,
ὅμως, πολλοὺς νὰ πλουτίσουν. Τίποτα δὲν ἔχουμε καὶ τὰ πάντα κατέχουμε». (Β΄ Κορ. Ϛ΄[6] 8-10)
Γι᾿
αὐτοὺς τοὺς σύγχρονους Ἀποστολικοὺς ἐργάτες, ποὺ ἀναλώνονται στὸ ἔργο τῆς
Ἐκκλησίας, ἀγαπητοί μου, νὰ κάνετε πολλὴ καὶ θερμὴ προσευχή. Εἶναι τὰ ὄργανα
τοῦ Θεοῦ στὸ ἔργο τῆς δικῆς μας σωτηρίας, γι᾿ αὐτὸ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ διαρκῆ
πνευματικὴ ὑποστήριξη, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ καὶ ἐκκοσμικεύει τὰ
πάντα. Θεωρεῖστέ το ὡς ἕνα καθημερινὸ πνευματικὸ καθῆκον, ὡς μία ἐνέργεια
στοιχειώδους, ἀλλ’ οὐσιαστικῆς, ἀνταμοιβῆς για ἕνα ἔργο ποὺ δὲν μπορεῖ ν᾿
ἀποτιμηθεῖ μὲ κοσμικὰ μέτρα καὶ ὑλικὲς ἀπολαβές, ἕνα ἔργο, ὅμως, ποὺ
ἐπιτελεῖται μὲ πολλὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς ὅλους μας. ΑΜΗΝ!
Ἀρχιμ.
Ε.Ο.
ΠΗΓΗ: http://imd.gr/site/uploads/eggrafa/kirigmata/jan_apr_2015/jan_apr_2016/kyriaki_ist_matthaiou_07-02-2016.pdf
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, ἐπορεύετο
ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν
καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο
αὐτῷ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς
υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ
αὐτοῦ, καὶ αὕτη
ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτῇ
καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς
καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς
τὸν λαὸν αὐτοῦ.
(Λουκ.
ζ΄[7] 11 – 16)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν
καιρό πήγαινε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία πόλη ποὺ λεγόταν Ναΐν. Μαζί του βάδιζαν
καί οἱ μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀρκετοί, καθὼς καὶ πλῆθος λαοῦ πολύ.
Μόλις ὅμως πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, ἔβγαζαν ἔξω ἕνα νεκρό,
τὸν μονάκριβο γιὸ μιᾶς μητέρας πού ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε κανέναν ἄλλο
προστάτη στὸν κόσμο. Καὶ μαζὶ μ' αὐτὴν ἦταν καὶ πολὺς λαός ἀπ' τὴν πόλη
πού συνόδευε καὶ παρακολουθοῦσε μέ μεγάλη συμπόνια τὴν κηδεία. Ὅταν
εἶδε τὴ χήρα ὁ Ἰησοῦς, τὴν σπλαχνίσθηκε, καί γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα
ὅτι σὲ λίγο θὰ ἀνέσταινε τό γιὸ της τῆς εἶπε: Μὴν κλαῖς. Τότε πλησίασε
κι ἄγγιξε τὸ φέρετρο. Κι ἐκεῖνοι πού τὸ σήκωναν στάθηκαν. Καὶ εἶπε ὁ
Ἰησοῦς: Νέε μου, σέ σένα μιλῶ. Σήκω. Τότε ὁ νεκρὸς ἀνασηκώθηκε
καὶ κάθισε ζωντανός πάνω στὸ φέρετρο κι ἄρχισε νὰ μιλάει. Καὶ ὁ Ἰησοῦς
τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ὅλους τότε τοὺς κυρίευσε φόβος, διότι
αἰσθάνονταν τὴν παρουσία θείας δυνάμεως μέσα στὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀναξιότητά
τους. Καὶ δόξαζαν τὸν Θεό καὶ ἔλεγαν ὅτι μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε
ἀνάμεσά μας καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸ λαό του γιὰ τὸν προστατεύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου