ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Στ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ)
(23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ)
Ἀδελφοί,
γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ
γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι
καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ
προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου,
περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ
Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος
αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς
ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα
πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα
εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον,
καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ
μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
(Γαλ. α΄[1] 11-19)
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Τὸ
Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ οὐκ ἔστι
κατὰ ἄνθρωπον...
ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»
α. Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ
Ἀδελφοθέου, καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ
ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρεται στὴ βεβαιότητα τοῦ ἀποστόλου ὅτι τὸ κήρυγμα τοῦ
εὐαγγελίου ποὺ κήρυξε στοὺς Γαλάτες δὲν τὸ ἄκουσε καὶ δὲν τὸ παρέλαβε ἀπὸ
ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Πρὸς ἐπίρρωση μάλιστα τῆς
βεβαιότητός του αὐτῆς φέρνει τὴν προγενέστερη ζωή του, πῶς δηλαδῆ ἀπὸ ζηλωτὴς
τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καὶ διώκτης γι᾿ αὐτὸ τῶν χριστιανῶν μεταστράφηκε καὶ
ἔγινε ὀ ἴδιος ἔνθερμος πιστὸς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπόστολός Του στὰ
ἔθνη, κάτι ποὺ σφραγίστηκε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία του καὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους
μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἰδίως τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο, πρῶτο
Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων.
β. 1. Τὸ Εὐαγγέλιο βεβαίως γιὰ τὸ ὁποῖο
κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, τὸν
ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ ὡς ἀνθρώπου στὸν κόσμο.
Ἡ γέννησή Του ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία συνιστᾶ τὴν πιὸ χαρμόσυνη ἀγγελία,
αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο. Ὅ,τι εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπαρχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς
πρωτοπλάστους μετὰ τὴν πτώση τους στὴν ἁμαρτία μὲ τὸ λεγόμενο πρωτευαγγέλιο,
ὅτι θὰ ἔλθει κάποια ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ
τοῦ φιδιοῦ - διαβόλου, ὅ,τι ἔπειτα προαναγγέλετο ἀπὸ τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ἔγινε πραγματικότητα στὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ὁ ἐμφανισθεὶς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ στοὺς
ἔκθαμβους ἁπλοὺς ποιμένες τῆς περιοχῆς αὐτὸ ἀκριβῶς μαρτυρεῖ: «ἰδοὺ
εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν
σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ». Τὸ εὐαγγέλιο ἔκτοτε
ποὺ κήρυσσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ Ἐκκλησία, κατ᾿ ἐντολὴν πιὰ τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἀκριβῶς τοῦτο: ὁ ἐρχομὸς Ἐκείνου ὡς
Σωτήρα, ὁ Ὁποῖος ἔσωσε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο, τὸν διάβολο -
ὅ,τι συνιστᾶ τὴν πλήρη ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.
2.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λοιπὸν στοιχεῖ στὴν παράδοση αὐτὴ τῶν ὑπολοίπων
μαθητῶν καὶ ἀποστόλων: κηρύσσει τὸν Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του, κατόπιν
ἀποκαλύψεως τοῦ Ἴδιου. Τὸ ἰδιάζον ὅμως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Παῦλος
ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει καὶ στὶς ἐνστάσεις ὁρισμένων «ψευδαδέλφων», οἱ ὁποῖοι εὐκαίρως ἀκαίρως τὸν
ἀμφισβητοῦσαν ὡς γνήσιο ἀπόστολο, διότι δὲν ἀνῆκε στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ
Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος του εἶναι γι᾿ αὐτὸ ἀπόλυτος: δὲν ἔχει μικρότερη σημασία τὸ
κήρυγμά του, γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο
τὸν Κύριο. Τὸν συνέχει πάντοτε ἡ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση
τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στὴ ζωή του – τότε ποὺ τοῦ ἐμφανίστηκε στὴν πορεία του
πρὸς τὴ Δαμασκὸ καὶ τὸν κάλεσε νὰ γίνει μαθητὴς καὶ ἀποστολός Του. Ἡ
αὐτοσυνειδησία του λοιπὸν ὡς ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. Ἡ ἴδια ἡ μεταστροφή του καὶ οἱ θλίψεις καὶ
δοκιμασίες ποὺ τὴ συνόδευσαν ἀποτελοῦν τὴν ἐγγύηση γι᾿ αὐτό. Εἶναι τόσο βέβαιος
γιὰ ὅ,τι κηρύσσει, ὥστε σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς θὰ πεῖ τὸν φοβερὸ
ἐκεῖνο λόγο: κι ἂν ἄγγελος κατέβη καὶ σᾶς πεῖ ἀντίθετα πρὸς αὐτὰ ποὺ ἐγὼ σᾶς
κηρύσσω, νὰ εἶναι ἀνάθεμα.
Ἔτσι ὁ ἀπόστολος καθιστᾶ γνωστὸ στοὺς
Γαλάτες ὅτι μέσω τοῦ ἴδιου ποὺ τοὺς
κηρύσσει τὸ εὐαγγέλιο ἔρχονται σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴ ζωντάνια τῆς παρουσίας τοῦ
Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν
κάλεσε καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ τοὺς
φέρνει ἀνάμεσά τους. Δὲν πρέπει συνεπῶς νὰ νιώθουν μειονεκτικὰ γιατί τάχα δὲν
εἶναι ἀποστολικὴ ἡ θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας τους.
3. Παρ᾿ ὅλα αὐτά! Ὁ ἀπόστολος εἶναι διακριτικός. Μπορεῖ νὰ ἔχει
τὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης του ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅμως θέλει
καὶ τὴν ἔξωθεν ἐπιβεβαίωση. Μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα ἀπόσυρσής του στὴν Ἀραβία,
ἐπανέρχεται στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἀνέβη ὅμως στὴ συνέχεια στὰ Ἱεροσόλυμα, προκειμένου νὰ συναντήσει τὸν
ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο. Κι ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες ἔμεινε μαζὶ μὲ
τὸν Πέτρο, προφανῶς ἐκθέτοντάς του τὸ τί τοῦ συνέβη καὶ πῶς ἄλλαξε. Κι ὄχι μόνο
τοῦτο: μετὰ κι ἀπὸ ἄλλο διάστημα, κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ἐπανέρχεται καὶ πάλι
στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπως θὰ πεῖ σὲ ἄλλο
σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του, γιὰ νὰ παρουσιάσει στοὺς ἐκεῖ χριστιανοὺς τὸ κήρυγμά
του «μήπως εἰς κενὸν τρέχει ἢ ἔδραμε». Ἁπλῶς ὅμως καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ σφραγίζεται
γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ γνησιότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος: «ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο,
ἀλλὰ τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθὼς
Πέτρος τῆς περιτομῆς...καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν μοι, Ἰάκωβος καὶ
Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιᾶς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ
κοινωνίας». Οἱ σπουδαῖοι ἀπόστολοι δὲν τοῦ πρόσθεσαν κάτι, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσαν
καὶ τὸ δεξί τους χέρι σὲ ἔνδειξη ἐπικοινωνίας καὶ ὁμόνοιας.
Κι εἶναι νὰ θαυμάζει κανεὶς τὸ
ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ὅπως
εἴπαμε: μολονότι ἀπόλυτα σίγουρος γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία του, νιώθει ὅτι
ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία, γεγονὸς ποὺ προσδίδει στὴ θεοπτία του
ἀπόλυτο καὶ ἀναμφισβήτητο κύρος, ἐνῶ διδάσκει ὅτι ὁποιαδήποτε πνευματικὴ
ἐμπειρία γιὰ νὰ εἶναι βεβαία πρέπει ἀκριβῶς νὰ σφραγίζεται ἀπὸ τὴν
ἐκκλησιαστικὴ παραδοχή.
4. Τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου,
κατὰ τὴν ὁποία γνώρισε τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ προσωπικὰ καὶ ἄμεσα, καλούμαστε νὰ
ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς. Ἡ πίστη μας ἔχει
ἐμπειρικὸ καὶ ὄχι νοησιαρχικὸ χαρακτήρα, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς μας
φανερώνεται σὲ ὅλους, ἀρκεῖ νὰ Τὸν ἀναζητοῦμε γνήσια καὶ ἀληθινά. «Πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας – σημείωσε ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος – ἀκούει μου τῆς φωνῆς».
Καθένας ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἀλήθεια ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, δὲν
περιμένει κανεὶς τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου –
αὐτὸ εἶναι μία ἑξαιρετικὴ εὐλογία χάρης ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπολύτως μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ
– ἀλλὰ στὸν καθένα δωρίζεται ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέτρο τῆς μετανοίας του, δηλαδὴ
κατὰ τὸ μέτρο ὅπως εἴπαμε τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ. Τότε τὸ εὐαγγέλιο γίνεται
κατάσταση τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ γίνεται τραγούδι ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἀδιάκοπη δοξολογία
τοῦ Θεοῦ.
Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη
ὅτι αὐτὴ ἡ δωρεὰ τοῦ εὐαγγελίου στὴ ζωὴ μας συνιστᾶ καὶ ἀνάθεση ἀπὸ τὸν Θεὸ
κάποιας διακονίας. Τὴν ὥρα δηλαδὴ ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς χαριτώνει καὶ μᾶς
ἀποκαλύπτεται, τὴν ἴδια ὥρα μᾶς θέτει σὲ τροχιὰ διακονίας ἐν ἀγάπῃ τῶν συνανθρώπων
μας, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «ὅτε
εὐδόκησεν ὁ Θεός...ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν
ἐν τοῖς ἔθνεσιν...». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνεται ὄχι γιὰ νὰ
ἐπαναπαυτεῖ σὲ μᾶς ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντιδωρηθεῖ ἐν ταπεινώσει καὶ ἀγάπῃ στὸν
συνάνθρωπό μας. Μᾶς δίνεται γιὰ νὰ μοιραστεῖ. Καὶ μοιραζόμενη πλουτίζει καὶ
αὐξάνει.
γ. Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κλήθηκαν ἀπὸ
τὸν Ἴδιο, ὅπως σὲ ἄλλο ἐπίπεδο κλήθηκε δι᾿ ἀποκαλύψεώς Του καὶ ὁ ἀπόστολος
Παῦλος. Ἀντιστοίχως. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἕτοιμος ὡς ὁ Αἰωνίως Παρὼν νὰ φανερωθεῖ σὲ
καθέναν ποὺ ἔχει γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Τὸ ἔκανε στὸν ἀπόστολο Παῦλο,
τὸ ἔκανε σὲ ἑκατομμύρια ἄλλους ἀνθρώπους, τὸ κάνει καὶ θὰ τὸ κάνει πάντοτε καὶ
στὴ δική μας ἐποχή. Τὸ ζητούμενο γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ δική Του προσφερόμενη
χάρη, ἀλλὰ ἡ δική μας ἀνύπαρκτη πολλὲς φορὲς καλὴ προαίρεση.
(ΠΗΓΗ:
http://pgdorbas.blogspot.com.cy/2013/12/blog-post_2932.html
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ' ἐν τοῖς μνήμασιν. ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. παρήγγειλε
γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν,
καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς
εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ' αὐτῶν,
ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο·
αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖο ὑπέστρεψεν. ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ' ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
(Λουκ. η΄[8] 26 – 39)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν
καιρό ὁ Ἰησοῦς κατέπλευσε στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, πού εἶναι ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Κι ὅταν βγῆκε
στὴ στεριά, τὸν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος πού καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη,
ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Αὐτὸς δὲν φοροῦσε
πάνω του ροῦχα οὔτε ἔμενε σὲ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε μέσα στὰ μνήματα. Ὅταν
ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ τὸ φόβο του ἔβγαλε μιὰ δυνατὴ κραυγή, ἔπεσε
στὰ πόδια του καὶ μὲ φωνὴ μεγάλη εἶπε: Ποιὰ
σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ σένα καὶ τί ζητᾶς ἀπὸ μένα, Ἰησοῦ,
Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ βασανίσεις καὶ μὴ μοῦ ἐπιβάλεις
τὴν τιμωρία νὰ κλειστῶ ἀπὸ τώρα μέσα στὰ σκοτάδια τοῦ Ἅδη. Καὶ εἶπε
τὰ λόγια αὐτὰ ὁ δαιμονισμένος, διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τὸ ἀκάθαρτο
δαιμονικὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Διότι ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὸν
εἶχε κυριεύσει, καὶ τοῦ δημιουργοῦσε ἄγρια ἔξαψη. Γι’ αὐτό τὸν ἔδεναν
μὲ ἁλυσίδες καὶ μὲ σιδερένια δεσμὰ στὰ πόδια, καὶ τὸν φύλαγαν νὰ μὴν
κάνει κανένα κακὸ ἢ βλάψει κανέναν. Ἀλλὰ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ
συρόταν βίαια ἀπὸ τὸν δαίμονα στὶς ἐρημιές. Τὸν ρώτησε τότε ὁ Ἰησοῦς:
Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου; Κι αὐτὸς
τοῦ ἀπάντησε: Λεγεών, δηλαδὴ
ταξιαρχία στρατιωτῶν. Καὶ εἶχε
αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι εἶχαν μπεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ ὄχι μόνο ἕνα
ἀλλά πολλὰ δαιμόνια. Καὶ τὰ δαιμόνια αὐτὰ μὲ τὸ στόμα τοῦ δαιμονισμένου
τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴν τὰ διατάξει νὰ πᾶνε στὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. Στὸ
μεταξὺ ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους πού ἔβοσκαν
στὸ βουνό. Καὶ τὰ δαιμόνια τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ μποῦν
σ' ἐκείνους τοὺς χοίρους. Καὶ ὁ Κύριος τούς τὸ ἐπέτρεψε, ἐπειδὴ αὐτοὶ
πού ἔτρεφαν τοὺς χοίρους τὸ ἔκαναν αὐτὸ παραβαίνοντας τὸ Μωσαϊκὸ
νόμο, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε ὡς ἀκάθαρτο τὸ χοιρινὸ κρέας. Μὲ τὸν τρόπο
αὐτὸ ὁ Κύριος τιμώρησε τὴν παρανομία τους αὐτή. Κι ἀφοῦ βγῆκαν τὰ
δαιμόνια ἀπό τὸν ἄνθρωπο, μπῆκαν στοὺς χοίρους. Τότε τὸ κοπάδι ὅρμησε
μὲ ἀσυγκράτητη μανία πρὸς τὸ γκρεμό, κι ἔπεσε κάτω στὴ λίμνη καὶ πνίγηκε.
Μόλις εἶδαν αὐτὸ πού ἔγινε ἐκεῖνοι πού ἔβοσκαν τοὺς χοίρους, ἔφυγαν
καὶ ἀνήγγειλαν τὸ συμβὰν τῆς καταστροφῆς τῶν χοίρων στοὺς κατοίκους τῆς
πόλεως καὶ σ' ὅσους ἔμεναν ἔξω στὴν ὕπαιθρο. Τότε οἱ ἄνθρωποι βγῆκαν
ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα γιὰ νὰ δοῦν αὐτὸ πού ἔγινε, καὶ ἦλθαν
στόν Ἰησοῦ. Καὶ πράγματι, βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τόν ὁποῖον εἶχαν βγεῖ
τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί
σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. Κι ὅσοι εἶχαν δεῖ τὸ περιστατικὸ τοὺς διηγήθηκαν
πῶς ἔγινε καλὰ καὶ σώθηκε ὁ δαιμονισμένος. Τότε ὅλο τὸ πλῆθος τῆς
περιφέρειας τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τὸν Ἰησοῦ νὰ φύγει ἀπὸ κοντά
τους, διότι κυριεύθηκαν ἀπὸ μεγάλο φόβο ὅταν εἶδαν τὴ δίκαιη τιμωρία
πού ἐπιβλήθηκε σ' ἐκείνους πού ἐξέτρεφαν χοίρους παρὰ τὴν ἀπαγόρευση
τοῦ νόμου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἐπέστρεψε στὸ μέρος ἀπὸ τὸ
ὁποῖο εἶχε ἔλθει. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τὰ δαιμόνια
τὸν παρακαλοῦσε νὰ μένει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ
νὰ φύγει λέγοντας: Γύρισε πίσω στὸ σπίτι σου καὶ νὰ διηγεῖσαι ὅσα σοῦ
ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε
καὶ διεκήρυττε σ' ὅλη τὴν πόλη ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου