ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς
αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν
πόλιν Δαμασκηνῶν πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ
τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ· οὐ συμφέρει μοι·
ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ
ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ
Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον
ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι
ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.
Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς
ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ·
φείδομαι δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ
τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί,
ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον
παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ
δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς
ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
(Β΄ Κορ.
ια΄[11] 31 – ιβ΄ [12] 9)
ΟΤΑΝ ΑΣΘΕΝΩ, ΤΟΤΕ ΕΙΜΑΙ ΔΥΝΑΤΟΣ!
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ
σαρκί»
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ ἐξομολογητικὴ
διάθεση μᾶς λέγει ὅτι, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀξιώθηκε νὰ δεχθεῖ μεγάλες ἀποκαλύψεις ἀπὸ
τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὀργώσει πνευματικὰ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, δὲν καυχιέται γιὰ
ὅλα αὐτὰ ἀλλὰ μόνο γιὰ τὶς ἀσθένειές του. Καὶ προσθέτει ὅτι, ἐπειδὴ δέχθηκε
μεγάλες θεϊκὲς ἀποκαλύψεις, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ δοθεῖ διαρκὴς ἀνίατος
ἀρρώστια, γιὰ νὰ τὸν κτυπᾶ κατὰ πρόσωπο καὶ νὰ τὸν ταλαιπωρεῖ, γιὰ νὰ μὴν
ὑπερηφανεύεται. Καὶ μάλιστα μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι τρεῖς φορὲς παρεκάλεσε τὸν
Κύριο νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτό. Ἀλλὰ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Σοῦ
ἀρκεῖ ἡ χάρις ποὺ σοῦ δίνω. Διότι ἠ δύναμή μου ἀποδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ
ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος. Ἂς δοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες στὴ ζωὴ μας καὶ πῶς θὰ πρέπει νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε.
1. ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΟΣ ΠΟΝΟΣ;
Τί ἦταν ὁ «σκόλοψ»
τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Ἴσως νὰ ἦταν χρόνια κεφαλαλγία ἢ ὀφθαλμαλγία, ὅπως
ὑποθέτουν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευταί. Τὴν ὀνομάζει ὁ ἴδιος ἄγγελο τοῦ σατανᾶ, ἐπειδὴ
πιστεύει ὅτι τὴν ἔστειλε ὁ διάβολος ὄχι γιὰ ἀγαθὸ σκοπό, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν
ἀπογοητεύσει, νὰ τοῦ ἀνακόψει τὸν ζῆλο καὶ νὰ τὸν παρεμποδίσει στὸ ἔργο του.
Ὅμως τὴν μάστιγα αὐτή, τὴν ἀσθένεια ποὺ βασάνιζε καθημερινὰ τὸν Ἀπόστολο, ὁ
Θεὸς τὴν μετέτρεψε σὲ εὐεργεσία. Διότι ἀντὶ αὐτὴ νὰ τοῦ καταστεῖ ἐμπόδιο,
ἀσφάλιζε τὸν Παῦλο στὸ ἔργο του, διότι τὸν προφύλαττε ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς
ἔπαρσης. Ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς στὸν διάβολο νὰ τὸν πειράζει μὲ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ γιὰ
νὰ μὴ κενοδοξεῖ. Γιὰ νὰ συναισθάνεται καθημερινὰ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος κι αὐτός,
ὥστε νὰ χαλιναγωγεῖ τὸ φρόνημά του καὶ νὰ μὴ σκέπτεται ἀλαζονικὰ για τὸν ἑαυτό
του.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν συχνὰ ἀπὸ τὸ πικρὸ βγάζει γλυκύ, καὶ
ἀπὸ τὸ κακὸ παράγει ἀγαθό. Ἐὰν ἐπιτρέπει σωματικὲς ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες νὰ
μᾶς ταλαιπωροῦν, τὸ κάνει αὐτὸ πάντοτε διότι μᾶς ἀγαπᾶ. Ἐὰν ὁ κίνδυνος τῆς
ἔπαρσης κρεμόταν ἐπάνω στὸν Παῦλο, πόσο μάλλον σέ μᾶς; Ἐφόσον λοιπὸν ὁ Θεὸς μᾶς
ἀγαπᾶ, φροντίζει νὰ μᾶς προφυλάττει ἀπὸ τὸν τρομερὸ αὐτὸ κίνδυνο, διότι, ἐὰν
καταληφθοῦμε ἀπ᾿ αὐτόν, θὰ μᾶς ἀποξενώσει ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Βεβαίως
ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι πολλοὶ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἀσθένειες
στὴν ζωή μας. Ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς χαρίζει ὑπομονὴ καὶ ἀνεκτικότητα, ἄλλοτε γιὰ νὰ
μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὰ πολλά μας πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς
ἐξαγιάζει καὶ νὰ μᾶς πλουτίζει μὲ ἐμπειρίες τῆς ἀγάπης του. Τὸ βέβαιο πάντως
εἶναι ὅτι, ὅταν ἐπιτρέπει νὰ μᾶς ἐπισκέπτονται ἀσθένειες, τὸ κάμνει πάντοτε ἀπὸ
ἀγάπη γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὸ καλό μας.
2. ΓΕΝΝΑΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Βέβαια ὅσοι δοκιμαζόμαστε ἀπὸ διάφορες μεγάλες
ἀσθένειες, κάποτε στὴν ὥρα τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψεως ἀπογοητευόμαστε, χάνουμε
τὴν εἰρήνη μας καὶ τὴν ὑπομονή μας. Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς ζητεῖ νὰ τὶς
ἀντιμετωπίζουμε μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα. Ἐκεῖνες τὶς δύσκολες ὧρες νὰ θυμούμαστε
ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δοκίμασε τοὺς μεγαλύτερους καὶ σκληρότερους πόνους,
τοὺς πόνους τοῦ σταυρικοῦ μαρτυρίου καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν
ἐπώδυνο σταυρὸ τῆς καθηλώσεώς του ἐπήγασε ἡ λύτρωση καὶ σωτηρία ὅλου τοῦ
κόσμου!
Ἂς καταφεύγουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς στὸν ἐσταυρωμένο
Κύριό μας καὶ ἂς Τοῦ ζητοῦμε νὰ ἔρχεται στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου μας νὰ μᾶς
παρηγορεῖ, νὰ μᾶς θεραπεύει ἢ νὰ μᾶς δίνει δύναμη νὰ ὑπομένουμε τὴν δοκιμασία
μας. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ σωτήριο φάρμακο γιὰ κάθε θλίψη, καὶ βάλσαμο
θεραπευτικὸ γιὰ κάθε ἀσθένεια. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἴδιος στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ
ζήτησε ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα του νὰ παρέλθει τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου ἀπὸ Αὐτόν.
Ὅμως ὑπέταξε τὸ ἀνθρώπινο θέλημά του στὸ θεῖο, ἔχοντας τὴν ἀκλόνητη ἀπόφαση νὰ
ὑπομείνει αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς Πατὴρ ἤθελε. Νὰ παρακαλοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὸν Θεὸ
νὰ μᾶς ἀπαλλάττει ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τὶς ἀρρώστιες καὶ τὶς δοκιμασίες, ποὺ μᾶς
ἀναστατώνουν , νὰ ἔχουμε ὅμως πάντοτε καὶ τὴν πλήρη διάθεση νὰ γίνεται στὴν ζωή
μας ὅ,τι θέλει ὁ Θεός.
Διότι ὁ Θεός, ἐνῶ ἀκούει πάντοτε τὶς προσευχές μας,
δὲν κάνει πάντοτε δεκτὰ τὰ αἰτήματά μας, ὅπως δὲν ἔκανε δεκτὸ καὶ τὸ αἴτημα τοῦ
Παύλου. Κάποτε ἀρνεῖται ἀπὸ ἀγάπη νὰ δώσει στὰ παιδιά του μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ
Τοῦ ζητοῦν. Ἀλλά, ὅταν ἀρνεῖται ἀπὸ ἀγάπη νὰ μᾶς δώσει τὴν ὑγεία ἢ παρατείνει
τὴν διάρκεια τῶν ἀσθενειῶν μας, ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ δείχνουμε σταθερὴ ὑπομονὴ
καὶ ἐλπίδα. Νὰ ἔχουμε στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς
δώσει καὶ ἄφθονη τὴν Χάρη του, γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύει καὶ νὰ μᾶς παρηγορεῖ στὴν
δοκιμασία καὶ τὴν θλίψη μας.
Ἀδελφοί, πόσο θερμὲς γίνονται οἱ
προσευχές μας σὲ καιροὺς θλίψεως, σὲ ὧρες ποὺ εἴμαστε καθηλωμένοι ἀπὸ τοὺς
πόνους καὶ τὶς δοκιμασίες μας! Αὐτὲς τὶς προσευχές μας νὰ τὶς θυμώμαστε καὶ
στὶς στιγμὲς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ὑγείας, καὶ μὲ τήν ἴδια δύναμη νὰ δοξάζουμε τὸν
Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν προστασία του.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ
ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν
ὁ Κύριος. Ἄνθρωπος
τις
ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν
καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ'
ἡμέραν λαμπρῶς. πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν
ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τόν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν
καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ
Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.
ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν.
εἶπε δὲ αὐτῷ·
εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
(Λουκ. ιϚ΄ [16] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε
ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολὴ: Ὑπῆρχε
κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος φοροῦσε βασιλικὰ ἐνδύματα. Ἀπ'
ἔξω φοροῦσε ἕνα μάλλινο κόκκινο καὶ πανάκριβο ροῦχο, κι ἀπὸ μέσα
φοροῦσε λευκὸ χιτώνα πολυτελῆ ἀπὸ λεπτὸ αἰγυπτιακὸ λινάρι. Καὶ
διασκέδαζε σὲ πλούσια συμπόσια κάθε μέρα μὲ μεγαλοπρέπεια. Ἦταν ὅμως
καὶ κάποιος φτωχὸς πού λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν γεμάτος πληγὲς
καὶ παραπεταμένος κοντὰ στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Καὶ προσπαθοῦσε
νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου.
Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέρηση του αὐτή, καθὼς ἦταν καὶ σχεδὸν γυμνός,
ἔρχονταν καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Παρόλα αὐτὰ ὅμως
ὁ Λάζαρος δὲν ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὴ λέξη παραπόνου
ἐναντίον τοῦ πλουσίου ἢ κάποιο γογγυσμὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Κάποτε
λοιπὸν πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν μετέφεραν στὴν ἀγκαλιὰ
τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἐκεῖ μέσα στὸν παράδεισο. Πέθανε κάποτε
καὶ ὁ πλούσιος, καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔθαψαν μὲ μεγαλοπρέπεια. Πουθενὰ
ὅμως δὲν φάνηκαν γι' αὐτὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τόπο τοῦ Ἅδη, καθὼς
βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ
τὸν Λάζαρο νὰ εἶναι στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸς λοιπὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶχε ὅλα
καὶ δὲν παρακαλοῦσε κανένα νὰ τὸν βοηθήσει, φώναξε τώρα καὶ εἶπε·
Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο
νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα
μου, διότι βασανίζομαι καὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀβραὰμ
ὅμως τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες μὲ τὸ παραπάνω
τὰ ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀπόλαυσε τὰ κακά τῆς δυστυχίας
καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι' αὐτὰ
πού ὑπέφερε τότε συνεχῶς, ἐνῶ ἐσύ ὑποφέρεις καὶ βασανίζεσαι χωρὶς
διακοπή, ὅπως ἀδιάκοπη καὶ συνεχής ἦταν ἡ εὐτυχία σου πάνω στὴ γῆ.
Κι ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα μας χάσμα, ὥστε αὐτοὶ πού θέλουν
νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐδῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, ἀλλά οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπὸ
ἐκεῖ νὰ μποροῦν νὰ περάσουν ἀπέναντι σέ μᾶς. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: Ἀφοῦ
κάθε ἄνθρωπος πού ἔμεινε ἀμετανόητος στὴν ἐπίγεια ζωή του, μετὰ
τὸ θάνατό του δὲν ἔχει πλέον καμία ἐλπίδα, σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ,
στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς.
Στεῖλε τον νὰ τοὺς βεβαιώσει ὡς αὐτόπτης
μάρτυρας γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν κι αὐτοὶ στὸν τόπο αὐτὸ
τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ: Ἔχουν
τὸν Μωυσῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βεβαιώνουν γι' αὐτά. Ἂς ἀκούσουν ἐκείνους.
Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ
καὶ στοὺς προφῆτες. Ἐὰν ὅμως πάει σ' αὐτοὺς κάποιος ἀπό τους νεκρούς,
θὰ μετανοήσουν. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ: Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν καλὴ διάθεση
νὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ καὶ στοὺς προφῆτες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀκόμη κι
ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τους νεκρούς. Διότι, ὅταν ἀτονήσει ἡ πρώτη
τους ἐντύπωση ἀπὸ τὴν ἀνάσταση, θὰ ἐπανέλθουν πάλι στὴν προηγούμενή
τους σκληρότητα.
Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί,
ΑπάντησηΔιαγραφή= Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί,
Δηλαδή, για να μην μπωρει να καυχάτε (καπιος) τον τσίτωσε με αιχμηρό αντικείμενο στην σάρκα (πελεκημένο ξύλο με αιχμηρή μύτη)