ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
(6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
2016)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ
ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου
παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν
ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ
ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως
ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε
δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου
καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν
υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν,
εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον
εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον
εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα
μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον,
καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν
ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
(Γαλ. α΄[1] 11 – 19)
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΝ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: « Τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθέν ὑπ᾿ ἐμοῦ...
οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον»
Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ
σᾶς ἐκήρυξα,
λέγει στὸ σημερινὸ
Ἀποστολικὸ
ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν εἶναι
ἐπινόημα ἀνθρώπου.
Διότι δὲν τὸ
παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα ἀπευθείας
μὲ ἀποκάλυψη
Θεοῦ. Δὲν ἔμαθε
λοιπὸν ὁ θεῖος
Παῦλος τὶς ἀλήθειες
τῆς πίστεως ἀπὸ ἄλλους
Ἀποστόλους ἢ
πιστούς, ἀλλὰ τὶς πληροφορήθηκε μὲ
ἐσωτερικὴ
θεϊκὴ ἔλλαμψη
ποὺ φώτισε τὸν
νοῦ του. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι
οἱ συγγραφεῖς τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου
μὲ ἀποκάλυψη
καὶ ἔμπνευση
τοῦ ἴδιου
τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ κατέγραψαν τὶς
θεῖες ἀλήθειες.
Ἂς δοῦμε
λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅτι τὸ
Ἱερὸ
Εὐαγγέλιο εἶναι
θεόπνευστο, καὶ πῶς
πρέπει νὰ τὸ
μελετοῦμε.
1. ΠΑΣΑ
ΓΡΑΦΗ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΣ
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι
καὶ οἱ ἄλλοι
συγγραφεῖς τῆς
Καινῆς Διαθήκης συγκλονισμένοι ἀπὸ τὴν
ἐμπειρία ποὺ
εἶχαν ἐπὶ τρία χρόνια μὲ
τὸν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό, σαγηνευμένοι ἀπὸ τὴν θεία
του διδασκαλία, ἔκπληκτοι ἀπὸ τὰ
ἀμέτρητα θαύματα, μεταρσιωμένοι ἀπὸ τὴν θέα τῆς
ἀκτινοβόλου θεϊκῆς
παρουσίας του, κατέγραψαν μὲ τὸν φωτισμὸ
τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ὅσα ἦσαν ἀπαραίτητα γιὰ
τὴν σωτηρία μας. Ἀλλὰ καὶ ὁ θεῖος
Παῦλος μᾶς
ἀποκαλύπτει ὅτι καὶ
ὁ ἴδιος δὲν
κηρύττει ἕνα Εὐαγγέλιο
ποὺ τὸ
παρέλαβε ἐμμέσως ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους ἢ
ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο
τὸν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστὸ μὲ
εἰδικὲς
καὶ ἔκτακτες
ἀποκαλύψεις. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς γράφει ὅτι τὸ
Εὐαγγέλιο ποὺ
κηρύττει δὲν ἀποτελεῖ προσωπική του διδασκαλία ἀλλὰ θεϊκὴ ἀποκάλυψη.
Καὶ ἀλλοῦ τονίζει ὅτι «πᾶσα Γραφὴ θεόπνευστος» (Β' Τιμ. γ'[3]
16), θέλοντας νὰ μᾶς
δείξει ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, Παλαιᾶς
καὶ Καινῆς Διαθήκης, δὲν ἔγραψαν
ἀνθρώπινες σκέψεις, ἀλλὰ
ἀξιώθηκαν νὰ
δεχθοῦν μέσα τους τὴν
πνοὴ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἡ ὁποία τοὺς
καθωδηγοῦσε στὴν συγγραφὴ
τῶν θείων ἀληθειῶν.
Ἡ
καταγραφὴ λοιπὸν
τῆς Ἁγίας
Γραφῆς ἀποτελεῖ προϊὸν
συνεργασίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν συγγραφέων, ὄχι βέβαια ἐπὶ ἴσοις ὅροις. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μετέδωσε στοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς
τὶς θεῖες
ἀλήθειες καὶ
τοὺς ἐφώτισε νὰ
ἐκθέσουν τὰ
ἱερὰ
νοήματα, ὥστε ἡ Ἁγία Γραφὴ
νὰ ἀποτελεῖ
ἀλάθητο λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ
οἱ ἱεροὶ
συγγραφεῖς ἔγιναν
«καλοὶ ἀγωγοὶ» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἔνθεα ὄργανα» διὰ τῶν ὁποίων
ὁ Θεὸς φανέρωσε τὶς
ἀλήθειες τῆς
πίστεως. Γι᾿ αὐτὸ
ἀκριβῶς
ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει καὶ διδάσκει ὅτι ἡ Ἁγία
Γραφὴ ἔχει
θεανθρώπινο χαρακτήρα. Καὶ ὁ
Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὁμιλεῖ διὰ
τῶν Ἀποστόλων
καὶ Προφητῶν,
τῶν συγγραφέων τῆς
Ἁγίας Γραφῆς.
2. ΜΕΛΕΤΗ
Ἐφόσον
λοιπὸν ἡ Ἁγία
Γραφὴ ἀποτελεῖ τὴν
φωνὴ τοῦ Θεοῦ
στὴ ζωή μας, δὲν
πρέπει νὰ τὴν
ἔχουμε στὸ
σπίτι μας μόνο ὡς ἱερὸ βιβλίο γιὰ
νὰ τὸ
βλέπουμε στὸ εἰκονοστάσι,
ἀλλὰ
θὰ πρέπει καθημερινὰ
νὰ λαχταροῦμε
νὰ τὸ
ἀνοίξουμε γιὰ
νὰ ἀκούσουμε
«τί λαλήσει ἐν ἡμῖν Κύριος ὁ Θεὸς» (Ψαλ. πδ' [84]
9). Νὰ ποθοῦμε
τὴν μελέτη του μὲ
τὴν πίστη ὅτι δὲν
θὰ διαβάσουμε ἁπλῶς
ἕνα ὠφέλιμο
βιβλίο ἀλλὰ
τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ
νὰ τὴν
μελετοῦμε μὲ
δίψα ἱερὴ
καὶ πείνα ἀκόρεστη,
μὲ πόθο ἅγιο.
Νὰ τὴν
μελετοῦμε μὲ
τὴν συναίσθηση ὅτι χωρὶς αὐτὴν δὲν
μποροῦμε νὰ
ζήσουμε πνευματικὴ ζωή.
Καθημερινὰ λοιπόν, πρὶν
ἀνοίξουμε τὴν
Ἁγία Γραφή, νὰ
προσευχόμαστε στὸν Κύριο νὰ
διανοίγει τὸν νοῦ μας «τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ.
κδ'[24] 45) γιὰ νὰ
κατανοοῦμε δηλαδὴ
τὰ θεῖα του λόγια. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας
γράφει ὅτι «χρειάζεται νὰ λάμψει μέσα στὴν ψυχή μας ἡ θεία φωταγωγία, γιὰ νὰ
κατανοήσουμε τὴν θεόπνευστο
Γραφή».
Διότι χωρὶς τὸν
φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἂν κουραζόμαστε, δὲν μποροῦμε
νὰ καταλάβουμε τίποτε.
Καθὼς πάλι καθημερινὰ
θὰ ἀνοίγουμε
τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸ
μελετοῦμε αἰσθανόμενοι ὅτι ἀκοῦμε
τὴν ἴδια τὴν
φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ
μιλᾶ στὴν
ψυχή μας, καὶ νὰ
μᾶς καθοδηγεῖ. Γι᾿ αὐτὸ
ἀκριβῶς
νὰ τὴν
μελετοῦμε μετὰ
φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ
ἀγάπης. Καὶ
νὰ ἀνοίγουμε
τὰ αἰσθητήρια
τῆς ψυχῆς
μας, γιὰ νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ
ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ
τρόπο ἀνεξιχνίαστο καὶ
μυστικὸ θὰ
πεῖ στὴν καρδιά μας. Νὰ
τὴν μελετοῦμε
σὰν νὰ ἔχουμε
μπροστά μας τὸν ἴδιο τὸν
Κύριο νὰ μᾶς
ὁμιλεῖ. Γι᾿ αὐτὸ
καὶ νὰ
τὴν μελετοῦμε
μὲ ἱερὸ δέος καὶ
ταπείνωση πολλή. Καὶ νὰ περιμένουμε νὰ
δοῦμε ποιὸ μήνυμα θὰ
μᾶς δώσει ὁ ἴδιος
ὁ Θεὸς στὴν
κάθε μας ἡμέρα καὶ νὰ
σπεύδουμε νὰ τὸ
ἐκτελέσουμε.
Ἀδελφοί, ἐὰν ἔτσι μελετοῦμε
καθημερινὰ τὸν
λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸ
ἐσωτερικό μας ὁλόκληρο θὰ φωτίζεται ἀπὸ τὴν
γνώση αὐτὴ
καὶ θὰ
μεταμορφώνει σταδιακὰ καὶ ἀδιόρατα
τὴν ζωή μας. Κι ἂν εἴμαστε δεκτικοὶ
σ᾿ αὐτὴν
τὴν θεία ἀλλοίωση, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ καταστήσει τὸν
καθένα μας μιὰ ζωντανὴ
Ἁγία Γραφή, «ἐπιστολὴν Χριστοῦ γινωσκομένην καὶ ἀναγινωσκομένην» (Β'
Κορ. γ'[3] 2), διότι μέσα μας θὰ
σχηματίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλθε
τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα
Ἰάειρος,
καὶ αὐτός ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα
ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ' οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα
ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ' ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι' ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου
εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων
αὐτῷ ὅτι Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ
λέγων· Μὴ φοβοῦ·
μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες
ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς
δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ
εἰπεῖν τὸ γεγονός.
(Λουκ. η΄ [8] 41– 56)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλθεν στόν Ἰησοῦ κάποιος ἄνθρωπος, πού ὀνομαζόταν Ἰάειρος καὶ ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς.
Κι ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὸς
κοντὰ στὰ πόδια του, τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει στὸ σπίτι του, διότι εἶχε
μία μονάκριβη κόρη περίπου δώδεκα χρόνων πού βρισκόταν στὰ τελευταῖα
της καὶ πέθαινε.
Καὶ τὴν
ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς πήγαινε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τὸν περιέβαλλαν
ἀσφυκτικὰ καὶ τὸν πίεζαν. Τότε λοιπὸν κάποια γυναίκα πού ὑπέφερε ἀπὸ
αἱμορραγία ἐδῶ καὶ δώδεκα χρόνια, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα βάσανα τῆς
ἀρρώστιας της εἶχε ξοδέψει καὶ ὅλη τὴν περιουσία της σὲ γιατροὺς καὶ
δὲν μπόρεσε νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ κανέναν, ἀφοῦ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ
πίσω, ὥστε νὰ μὴν τὴν ἀντιληφθεῖ κανείς, ἐπειδὴ ντρεπόταν νὰ γίνει
φανερὴ ἡ ἀρρώστια της, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματός
του κι ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ἐπειδὴ ὅλοι οἱ
τριγύρω ἀρνοῦνταν, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς πού ἦταν μαζί
του: Διδάσκαλε, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ σὲ
περικύκλωσαν καὶ σὲ πιέζουν ἀσφυκτικὰ· καὶ σὺ λές, ποιὸς μὲ ἄγγιξε;
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε: Κάποιος μὲ ἄγγιξε.
Διότι ἐγώ κατάλαβα ὅτι βγῆκε ἀπὸ πάνω μου δύναμη θαυματουργική. Ὅταν
λοιπὸν ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ κρυφτεῖ καὶ δὲν ξέφυγε ἀπὸ
τὸν Ἰησοῦ αὐτὸ πού ἔκανε, ἦλθε τρέμοντας ἀπὸ τὸ φόβο της, κι ἀφοῦ ἔπεσε
γονατιστὴ μπροστά του, τοῦ διηγήθηκε μπροστὰ σ' ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ
λαοῦ γιὰ ποιὰ αἰτία τὸν ἄγγιξε καὶ πῶς θεραπεύθηκε ἀμέσως. Τότε ὁ Ἰησοῦς
τῆς εἶπε: Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πεποίθηση
πού εἶχες ὅτι θὰ ἔβρισκες τὴν ὑγεία σου ἂν μὲ ἄγγιζες, αὐτὴ ἡ πίστη
σου σ' ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε στὸ καλό, εἰρηνικὴ καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ
κάθε ἀνησυχία πού δοκίμαζες πιὸ πρὶν ἐξαιτίας τῆς ἀσθενείας σου.
Κι ἐνῶ μιλοῦσε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς, ἦλθε κάποιος ἀπὸ τὸ
σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ εἶπε: Πέθανε ἡ κόρη σου· μὴν κουράζεις ἄλλο καὶ μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν
διδάσκαλο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, μόλις ἄκουσε τὴν εἴδηση αὐτή, τοῦ εἶπε:
Μὴ φοβᾶσαι, μόνο συνέχισε νὰ πιστεύεις,
καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου ἀπ' τὸ θάνατο. Κατόπιν, ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι
τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄφησε νὰ μπεῖ κανεὶς ἄλλος στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς παρὰ
μόνο ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ καὶ
ἡ μητέρα. Στὸ μεταξὺ ὅλοι ἔκλαιγαν καὶ χτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὰ
κεφάλια τους γιὰ τὴ νεκρή. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν,
διότι ἦταν βέβαιοι ὅτι τὸ κοριτσάκι εἶχε πεθάνει. Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ
τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ τῆς φώναξε δυνατά: Κόρη, σήκω ἐπάνω. Τότε ἡ ψυχὴ της ἐπέστρεψε
στὸ σῶμα καὶ ἀναστήθηκε ἀμέσως. Καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν
φαγητὸ νὰ φάει, γιὰ νὰ πάρει δυνάμεις μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξάντληση πού τῆς
εἶχε φέρει ἡ χρόνια καὶ θανατηφόρα ἀσθένειά της. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν
ἐκστατικοὶ καὶ κυριεύτηκαν ἀπὸ βαθὺ καὶ μεγάλο θαυμασμό. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως
τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν αὐτὸ πού ἔγινε, γιὰ νὰ μὴν
ἐρεθίζεται ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου