ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
(27
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016)
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς
πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς
νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι· καὶ
συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται
ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν
χρηστότητι ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως·
καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ
γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν
ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
(Ἐφεσ. β΄[2] 4-10).
ΘΕΪΚΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ:
«Αὐτοῦ ἐσμεν ποίημα,
κτισθέντες
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἐργοις ἀγαθοῖς»
Ὡς ἄνθρωποι,
ἀλλὰ προπάντων ὡς ξαναγεννημένοι Χριστιανοί, εἴμαστε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ,
ποὺ δημιουργηθήκαμε γιὰ νὰ μένουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μᾶς
λέγει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ μὲ τοὺς λόγους του αὐτοὺς
οὐσιαστικὰ ἀναφέρεται στὶς δύο δημιουργίες τοῦ ἀνθρώπου: στὴν πρώτη, τὴ φυσική μας δημιουργία, κατὰ
τὴν ὁποία ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε «χοῦν (λαβὼν) ἀπὸ τῆς γῆς» (Γεν. β'[2] 7) καὶ μᾶς
τοποθέτησε στὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Καὶ στὴ δεύτερη, τὴν πνευματικὴ ἀναδημιουργία, τὴν ὁποία ἐπετέλεσε ὁ Κύριός
μας μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή του. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ χαρακτηριστικὰ
ἔχει ἡ πρώτη, ἡ φυσική μας δημιουργία, καὶ ποιὰ ἡ δεύτερη, ἡ πνευματική.
1. Η ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Ἦταν πραγματικὰ συγκλονιστικὴ ἡ
στιγμὴ ποὺ ὁ τριαδικὸς Θεὸς δημιούργησε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο. Ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴν
γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ καὶ ἐνεφύσησε σ᾿ αὐτὸν τὴν δημιουργικὴ πνοή του,
προσδίδοντάς του «ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν.
β'[2] 7). Τὸν ἔπλασε κατ' εἰκόνα δική του καὶ τοῦ χάρισε τὰ δικά του θεϊκὰ
χαρακτηριστικά. Ἀλλὰ τὸν ἔκαμε καὶ κυρίαρχο τῆς κτίσεως, ἀθάνατο καὶ ἀπαθή,
ἄκακο καὶ ἁγνό, καθαρὸ στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Τὸν ἔπλασε ὡς ἔνσαρκο
ἄγγελο καὶ οὐράνιο ἄνθρωπο. Τοῦ χάρισε τὴν δυνατότητα νὰ βλέπει καὶ νὰ
συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεό· νὰ ζεῖ παίρνοντας ζωὴ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
κοινωνία του μὲ Αὐτόν.
Ὅταν ὅμως ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα
περιφρόνησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ διαβόλου,
ἀρνήθηκαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπ᾿ Αὐτόν, ἔγιναν δοῦλοι τῶν
σκοτεινῶν δυνάμεων. Καὶ ἔτσι συμπαρέσυραν στὴν πτώση τους αὐτὴ ὁλόκληρο τὸ
ἀνθρώπινο γένος. Οἱ ἄνθρωποι πλέον διαστράφηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπέκτησαν
ροπὴ πρὸς τὸ κακό. Οἱ ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ τραυματίσθηκαν καὶ
ἐξαχρειώθηκαν. Ὁ νοῦς μας σκοτίσθηκε, ἡ θέλησή μας ἐξασθένησε. Χάσαμε τὴν
ἀθωότητά μας, ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας. Καὶ ἔτσι
μακριὰ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γίναμε «κτηνώδεις
ἢ δαιμονιώδεις».
Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἂν ἀργοῦσε
λίγο περισσότερο ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἔβρισκε τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ
πτῶμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀπὸ τὴν ἀνεξιχνίαστη ἀγάπη του ὅμως ὁ Θεὸς ἔγινε
ἄνθρωπος καὶ βρῆκε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἄρρωστη βαριά, ρημαγμένη ἀπὸ μύριες
κακίες καὶ πάθη, πνευματικὰ νεκρή. Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ξαναδημιουργηθεῖ
πνευματικῶς, νὰ ξαναζήσει. Πῶς ὅμως πραγματοποιήθηκε αὐτὴ ἡ πνευματικὴ
ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου;
2. Η ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Ἡ δεύτερη πνευματικὴ δημιουργία
τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε ἡμέρα Παρασκευή, ὄχι στὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ ἀλλὰ στὸ σταυρὸ τοῦ
Γολγοθᾶ. Στὴν Ἐδὲμ ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα, στὸν Γολγοθᾶ τὸν
ἀνέπλασε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του. Μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή του μᾶς
ἀναγέννησε πνευματικῶς, μᾶς ἔκανε καὶ πάλι παιδιά του. Διότι ἀπὸ τὴν
λογχευθεῖσα πλευρά του, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔρρευσε αἷμα καὶ ὕδωρ, ὁ ἐσταυρωμένος
Κύριος ἀνεγέννησε καὶ ἀναγεννᾶ ὅλους τοὺς πιστούς. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ὕδωρ τῆς
τιμίας πλευρᾶς του εἶναι κατὰ τοὺς ἱεροὺς Πατέρες τὸ ἴδιο τὸ νερὸ τοῦ ἁγίου
Βαπτίσματος. Ἐκεῖ μέσα στὸ νερὸ τῆς ἁγίας κολυμβήθρας, πεθαίνουμε γιὰ τὴν
ἁμαρτία καὶ ζοῦμε γιὰ τὸν Χριστό. Πετᾶμε ἀπὸ ἐπάνω μας σὰν ἄλλο παλιόρουχο τὸν
παλαιὸ ἄνθρωπο τῆς φθορᾶς καὶ ἐνδυόμαστε τὸν νέο, «τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα». Γινόμαστε πλέον «καινὴ κτίσις» (Ἐφ. δ'[4] 24, Β' Κορ.
ε΄[5] 17).
Καὶ κατὰ τὸ ὑπερφυὲς καὶ
ζωοποιὸ Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας, κοινωνοῦμε τὸ ἴδιο αἷμα ποὺ ἔρρευσε ἀπὸ
τὴν ἁγία πλευρὰ τοῦ Κυρίου μας. Κάθε φορὰ ποὺ προσερχόμαστε στὸ ποτήριο τῆς
ζωῆς, κοινωνοῦμε «σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον»· «εἰς ἴασιν καὶ κάθαρσιν καὶ φωτισμὸν
καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος, εἰς αὔξησιν ἀρετῆς καὶ τελειότητος».
Γινόμαστε νέοι ἄνθρωποι, νέα κτίσις, μετουσιωνόμαστε σὲ θεοφόρα δοχεῖα ἁγιασμοῦ
καὶ χάριτος.
Μὲ τὴν Χάρη λοιπὸν τῶν ἱερῶν
Μυστηρίων καὶ τὸν προσωπικὸ καθημερινὸ ἀγῶνα ἁγιασμοῦ διαφορετικὰ πλέον
σκεπτόμαστε, διαφορετικὰ ἐνεργοῦμε, ἄλλο περιεχόμενο ἔχει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά
μας. Ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν ψυχή μας γεννᾶ νέα φρονήματα, ἐμπνέει
μεγάλους καὶ ἱεροὺς πόθους, ὁδηγεῖ σὲ μεταμόρφωση καθημερινὴ καὶ ἁγιασμό. Ὅπως
λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, στὴν νέα δημιουργία ὁ ἀκόλαστος γίνεται σώφρων, ὁ ἅρπαγας γίνεται ἐλεήμων, ὁ λύκος γίνεται
πρόβατο, τὸ γεράκι γίνεται περιστέρι.
Ἀδελφοί,
δημιουργηθήκαμε
φυσικῶς γιὰ νὰ ζήσουμε ὡς ἄνθρωποι, ἀναδημιουργηθήκαμε πνευματικῶς γιὰ νὰ ζοῦμε
ὡς ἅγιοι. Ἂς ἀγωνιζόμαστε λοιπὸν ὅπως θέλει ὁ Θεός.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, πειράζων αὐτὸν, καὶ
λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε
δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός.
Τὰς ἐντολὰς οἶδας· Μὴ μοιχεύσῃς· μὴ φονεύσῃς· μὴ κλέψῃς· μὴ ψευδομαρτυρήσῃς·
τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην
ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι
λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν
ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος
ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς περίλυπον
γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς
ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα
παρὰ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
(Λουκ. ιη΄[18] 18 –
27)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τόν καιρό κάποιος ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς
ρώτησε τόν Ἰησοῦ τὸ ἑξῆς: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω
τὴν αἰώνια ζωή; Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: Ἀφοῦ ἀπευθύνεσαι σὲ μένα
νομίζοντας ὅτι εἶμαι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό;
Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ μόνος του ἀπολύτως ἀγαθὸς παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός.
Γνωρίζεις τὶς ἐντολές: Νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴν κλέψεις,
νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου.
Κι ἐκεῖνος εἶπε: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία. Ὅταν
λοιπὸν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε: Ἕνα ἀκόμη σοῦ λείπει.
Πούλησε ὅλα ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ
στὸν οὐρανό, καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις ὡς μαθητής μου, ὑπακούοντας
πάντοτε σὲ ὅσα θὰ σὲ διδάσκει τὸ παράδειγμά μου καὶ ἡ διδασκαλία
μου. Αὐτὸς ὅμως ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, λυπήθηκε πάρα πολὺ· διότι
ἦταν πάμπλουτος καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἀποχωρισθεῖ τὰ πλούτη του. Ὅταν λοιπὸν
ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε τόσο πολὺ στενοχωρημένο, εἶπε: Πόσο δύσκολα θὰ
μποῦν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτοὶ πού ἔχουν τὰ χρήματα! Πράγματι, πολὺ
δύσκολα. Διότι εἶναι εὐκολότερο μία καμήλα νὰ περάσει ἀπὸ τὴ μικρὴ
τρύπα πού ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ νὰ μπεῖ ἕνας πλούσιος στὴ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι πού τὰ ἄκουσαν αὐτὰ εἶπαν τότε: Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ
σωθεῖ, ἀφοῦ εἶναι τόσο πολὺ δύσκολο, σχεδὸν ἀδύνατο, νὰ σωθοῦν οἱ
πλούσιοι, στοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔδωσε τὰ ἐπίγεια ἀγαθά του; Τότε ὁ Κύριος
τούς ἀπάντησε: Ἐκεῖνα πού εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνουν μὲ τὴν ἀσθενικὴ
δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κατορθωτὰ καὶ δυνατὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη
τοῦ Θεοῦ. Διότι μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς καρδιᾶς κάθε
καλοπροαίρετου πλουσίου πρὸς τὸ χρῆμα καὶ νὰ τὸν καταστήσει ἄξιο
τῆς σωτηρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου