ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(Χαναναίας)
(29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς «ὅτι ἐνοικήσω
ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί
μοι λαός. Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος,
καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν
εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει
Κύριος παντοκράτωρ». Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί,
καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες
ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.
(Β΄Κορ. στ΄[6] 16 – ζ΄[7]
1)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐσεῖς
εἶστε ναὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεὸς
ὅτι θὰ κατοικήσω μέσα τους καὶ θὰ περπατήσω ἀνάμεσά τους, καὶ θὰ εἶμαι
Θεὸς δικός τους κι αὐτοί θὰ εἶναι λαός μου. Γι αὐτὸ βγεῖτε καὶ φύγετε
μακριὰ ἀπό τους ἀπίστους καὶ ξεχωρίστε ἀπ’ αὐτούς, λέει ὁ Κύριος, καὶ μὴν
ἀγγίζετε ὁτιδήποτε ἀκάθαρτο. Καὶ τότε ἐγώ θὰ σᾶς δεχθῶ μὲ πατρικὴ
στοργή. Καὶ θὰ γίνω πατέρας σας, κι ἐσεῖς θὰ εἶστε παιδιὰ μου καὶ κόρες
μου, λέει ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔχουμε αὐτὲς τὶς ὑποσχέσεις,
ἀγαπητοί, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε τι πού μολύνει
τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα μας, κι ἂς τέλειοποιούμαστε στὴν ἁγιοσύνη μὲ
τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα·
Κύριε, βοήθει μοι. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. Ἡ δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
(Ματθ. ιε΄[15]
21 - 28)
ΜΙΑ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΜΑΝΝΑ
1. Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στὰ μέρη
τῆς
Τύρου καὶ
Σιδῶνος
μία δυστυχισμένη μάννα ζεῖ καθημερινὰ τὸ δράμα
τῆς
κόρης της. Καὶ ὑποφέρει
πολύ, καθὼς
τὴν
βλέπει νὰ
συνταράσσεται καὶ νὰ
βασανίζεται φρικτὰ ἀπὸ τὸ
δαιμόνιο ποὺ τὴν εἶχε
καταλάβει. Μόλις ὅμως ἔμαθε ὅτι ὁ Κύριος θὰ
περάσει κοντὰ ἀπὸ τὸν τόπο
της, βγαίνει ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς
περιοχῆς
της καὶ
τρέχει πρὸς
Αὐτόν.
Κι ἀρχίζει
νὰ
φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ Τοῦ λέει:
-Ἐλέησέ
με, Κύριε, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ. Ἡ κόρη μου
κατέχεται ἀπὸ δαιμόνιο καὶ ὑποφέρει
φρικτά.
Τὸ θέαμα
ἦταν
ἀξιοθρήνητο!
Νὰ
βλέπει κανεὶς μιὰ γυναίκα καὶ μάννα
νὰ
κραυγάζει μὲ τόση θέρμη καὶ
τέτοιο πόνο. Ἡ κραυγή της ἀποκάλυπτε τὸ
μέγεθος τῆς
ὀδύνης
της. Καὶ
δὲν
ἔλεγε
«ἐλέησε
τὴν κόρη μου», ἀλλὰ
«ἐλέησέ
με». Διότι καταλάβαινε σὰν μάννα
πολὺ
καλὰ
σὲ
ποιὰ
κατάντια βρισκόταν ἡ κόρη της, ὑπέφερε
συνειδητὰ τὰ μύρια βάσανά της. Καὶ
βγάζει τὸν
πόνο της, περιγράφει τὴ συμφορά της καὶ τὸ
μέγεθος τῆς
ἀσθενείας
τῆς
κόρης της, καὶ ζητάει ἔτσι πιὸ ἐπίμονα
τὸ
ἔλεος
τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἀποκρίνεται
σ᾿ αὐτήν,
δὲν
λέει οὔτε λέξη. Ἀλλὰ ὅσο περισσότερο ἐκείνη
κραυγάζει, τόσο περισσότερο ὁ Κύριος σιωπᾶ! Ἡ μάννα κλαίει καὶ ὁ
Κύριος δὲν
ἀπαντᾶ!
Ἡ μάννα φωνάζει καὶ ὁ Κύριος δὲν ἀποκρίνεται!
Μιὰ
τέτοια κατάσταση ζοῦμε πολλὲς φορὲς κι
ἐμεῖς. Προσευχόμαστε μὲ πόνο καὶ θλίψη
στὸν
Κύριο νὰ
μᾶς
λυτρώσει ἀπὸ κάποιο πειρασμὸ ποὺ μᾶς
ταλαιπωρεῖ.
Ὑποφέρουμε
στὸ
σπίτι μας ἀπὸ κάποιο πρόβλημα ποὺ
χρονίζει, πρόβλημα οἰκογενειακό, οἰκονομικό,
ἐργασιακό,
πρόβλημα ὑγείας
ἢ
ἄλλο.
Καὶ
γονατίζουμε ὧρες μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι
καὶ
τρέχουμε στὶς Παρακλήσεις καὶ σὲ ἄλλες Ἀκολουθίες.
Κραυγάζουμε μὲ δύναμη στὸν
Κύριο. Κύριε, ἐλέησέ μας, δῶσ᾿ μας μιὰ λύση.
Χανόμαστε. Δὲν ἀντέχουμε
ἄλλο!
Κι ὅσο ἐμεῖς κραυγάζουμε, τόσο αἰσθανόμαστε
τὸν
Κύριο νὰ
σιωπᾶ.
Ἐμεῖς κλαῖμε
καὶ
νομίζουμε ὅτι ὁ Κύριος ἀδιαφορεῖ.
Ἐμεῖς φωνάζουμε καὶ αἰσθανόμαστε
ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἀκούει.
Καὶ
ἀποροῦμε. Δὲν
ξέρουμε τί ἄλλο νὰ
κάνουμε. Καὶ ἕνα
μεγάλο «γιατί» κάποιες φορὲς
βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη μας. Γιατί αὐτὴ ἡ σιωπὴ τοῦ
Θεοῦ;
Γιατί ἀρνεῖται νὰ μᾶς
δώσει κάποια ἀπάντηση;
Αὐτὸ ποὺ μᾶς
ἐξηγοῦν οἱ ἱεροὶ
Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας
μας εἶναι
ὅτι αὐτὲς οἱ
ὧρες τῆς
σιωπῆς
τοῦ Θεοῦ εἶναι
οἱ πιὸ
γόνιμες στιγμὲς τῆς ζωῆς μας.
Εἶναι
οἱ ὧρες ποὺ
αἰσθανόμαστε
τὴ
μικρότητά μας καὶ τὴν ἀδυναμία
μας· τὴ
ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τὸ
πεπερασμένο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Εἶναι οἱ
ὧρες ποὺ
μαθαίνουμε νὰ ἐξαρτόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό·
μαθαίνουμε νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεός
του. Εἶναι
οἱ ὧρες ποὺ
γεμίζουν τὴν
ψυχή μας μὲ
πολλὲς
ἀρετές,
μὲ
ταπείνωση καὶ μετάνοια, μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα.
Εἶναι
οἱ ὧρες τῶν
δακρύων αὐτὲς ποὺ
καθαρίζουν τὴν ψυχή μας καὶ τὴν
ἐξαγιάζουν. Εἶναι οἱ ὧρες ποὺ ὁ Θεὸς
σιωπᾶ γιὰ
νὰ
φανεῖ
ἡ πίστη μας καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη
μας στὴν
ἀγάπη
καὶ
τὴν
προνοιά του. Δὲν ἀπουσιάζει
ὁ Θεὸς
ἀπὸ κοντά μας. Ἀλλὰ εἶναι
ἀοράτως δίπλα μας καὶ προετοιμάζει τὴν ἀνέλπιστη
ἀπάντηση
ποὺ
θὰ
μᾶς
δώσει. Μιὰ
ἀπάντηση
ποὺ
οὔτε κὰν τὴν
φανταζόμαστε.
2. Η ΠΑΛΗ TΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Κάποια
στιγμὴ
πλησίασαν οἱ μαθητὲς τὸν
Κύριο καὶ
Τὸν
παρακαλοῦσαν
λέγοντας: Κύριε, κάνε της αὐτὸ ποὺ
ζητᾶ,
γιὰ νὰ φύγει, διότι φωνάζει δυνατὰ ἀπὸ πίσω μας καὶ ἀπὸ τὶς
φωνές της θὰ μαζευθεῖ πολὺς
λαός. Ὁ Κύριος ὅμως ἀρνεῖται καὶ πάλι
νὰ
δώσει ἀπάντηση
στὶς
κραυγὲς
τῆς
μάννας. Καὶ
ἀπαντᾶ:
Δὲν
μὲ
ἀπέστειλε
ὁ Πατέρας μου παρὰ γιὰ τὰ
χαμένα πρόβατα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ γένους.
Ἡ
δυστυχισμένη μάννα ὅμως δὲν τὸ βάζει
κάτω. Δὲν
ἀπομακρύνεται,
ἀλλὰ πλησιάζει τώρα περισσότερο, πέφτει μὲ εὐλάβεια
στὰ
πόδια τοῦ Κυρίου καὶ λέει μὲ πόνο:
Κύριε, βοήθα με στὴ δυστυχία μου!
Ὁ
Κύριος ὅμως τῆς ἀπαντᾶ:
Δὲν
εἶναι
σωστὸ
νὰ
πάρει κανεὶς τὸ ψωμὶ τῶν
παιδιῶν,
δηλαδὴ
τῶν
Ἰουδαίων,
καὶ
νὰ
τὸ
ρίξει στὰ
σκυλάκια, δηλαδὴ στοὺς εἰδωλολάτρες.
Καὶ
ἡ γυναίκα ἐπιμένει:
Ναί, Κύριε· δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι. Καὶ τὰ
σκυλάκια ὅμως τρῶνε ἀπὸ τὰ
ψίχουλα ποὺ
πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν
κυρίων τους. Τότε ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἄφησε
τόσην ὥρα τὴ γυναίκα νὰ ἐπιμένει
καὶ
νὰ
ζητᾶ,
ἔκρινε
ὅτι πλέον ἦρθε
ἡ ὥρα νὰ
τὴ
δοξάσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ
θαυμασμὸ
τῆς
λέει: Ὦ γυναίκα, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ
πίστη σου! Ἂς γίνει αὐτὸ ποὺ
ζητᾶς.
Καὶ
δὲν
τῆς
χαρίζει ψιχουλάκια, ἀλλὰ τῆς δίνει τὰ
πάντα. Τῆς
δίνει τὸ
ἔλεός
του καὶ
θεραπεύει ἀμέσως
τὴν
κόρη της.
Αὐτὸς ὅλος ὁ
διάλογος τῆς
συντετριμμένης μάννας μὲ τὸν
Κύριο εἶναι
μία πάλη. Μιὰ πάλη ποὺ ἐπαναλαμβάνεται
πολλὲς
φορὲς
στὴ
ζωὴ
τῶν
πιστῶν.
Καὶ
εἶναι
ἡ μοναδικὴ
πάλη στὴν
ὁποία
ὁ Θεὸς
ἀρέσκεται
νὰ
χάνει. Εἶναι
ἡ πάλη τῆς
προσευχῆς.
Μιᾶς
προσευχῆς ἐπίμονης
καὶ
διαρκοῦς,
τὴν
ὁποία
μᾶς
μαθαίνει αὐτὴ ἡ
τσακισμένη μάννα Χαναναία.
Μᾶς
μαθαίνει νὰ
μὴν
ἀποθαρρυνόμαστε
στὶς
ὧρες τῆς
προσευχῆς.
Ἀλλὰ νὰ ἐπιμένουμε.
Νὰ
μὴν
ἀπογοητευόμαστε,
ἀλλὰ ἀντίθετα
ὅλο καὶ
περισσότερο νὰ πλησιάζουμε τὸν
Κύριο καὶ
μὲ
εὐλαβικὸ
θάρρος καὶ
παρρησία νὰ
αὐξάνουμε
τὴ
θέρμη τῆς καρδιᾶς μας. Νὰ
τρέχουμε πίσω του ὅπως ἐκείνη, νὰ
πέφτουμε στὰ πόδια του. Καὶ νὰ μένουμε
ἐκεῖ πεσμένοι στὴ γῆ, μέχρι νὰ
λάβουμε αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε. Κι
ὅσο περισσότερο νομίζουμε ὅτι ὁ Κύριος ἀδιαφορεῖ γιὰ μᾶς,
τόσο περισσότερο μὲ ταπείνωση, νὰ ζητοῦμε τὰ
ψιχουλάκια τοῦ θείου ἐλέους. Καὶ ὁ
Κύριος θὰ
μᾶς
δίνει ὄχι
ψιχουλάκια ἀλλὰ τὰ πάντα. Θὰ
στεφανώνει τὴν πίστη μας καὶ τὴν ὑπομονή
μας. Θὰ
ἀπαντᾶ
στὶς
δεήσεις μας, θὰ κάνει τὸ θαῦμα.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο
τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου